γράφει ο Μανώλης Δημελλάς – φωτογραφία Καλλιόπη Μαλλόφτη
Η Θεσσαλονίκη ποτέ δεν είχε μεγάλη καρπαθιακή παροικία, η πόλη μπορεί να παίζει με τη θάλασσα, και το λιμάνι της να είναι μια έξοδος στο Αιγαίο, αλλά ήταν πολύ μακριά από το νησί και προπαντός δεν έγινε ποτέ πέρασμα, για να γνέψει και να κρατήσει τους μακρινούς νότιους.
Μονάχα οι επαγγελματικές υποχρεώσεις, όπως μετάθεση μιας υπηρεσίας, σαν εκείνη του Λοχαγού Κανονάρχου, στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, ή ακόμη ένα πιο δυνατό κίνητρο, όπως ένας ανίκητος αληθινός έρωτας, θα μπορούσε να ξεσηκώσει έναν Δωδεκανήσιο για να γίνει μέτοικος στο Βορρά.
Μέσα στα χρόνια αρκετοί καρπάθιοι βρέθηκαν στη Θεσσαλονίκη, σχεδόν πάντα ήταν περαστικοί και με την ολοκλήρωση των υποχρεώσεων τραβούσαν προς τα πίσω, για τον πιο ζεστό και γνώριμο νότο.
Η ιστορία του σπουδαίου Απερίτη αρχιτέκτονα, που μεταξύ άλλων έκανε τα σχέδια του γηπέδου του ΠΑΟΚ, του Μηνά Τρεμπέλα, έχει από όλα τα παραπάνω και το σπουδαιότερο, που επιβεβαιώνει το αστείρευτο πάθος του νησιώτη, ποτέ δεν ξέχασε το βράχο του, ποτέ δεν βρέθηκε σε δεύτερη θέση στη καρδιά του, και έτσι έγινε ένας από τους λιγοστούς πρεσβευτές της Καρπάθου στη συμπρωτεύουσα. Όσο για την σύζυγο του, τη Θεσσαλονικιά Ελένη Λειμωνά-Τρεμπέλα, για κείνη η αγάπη έγινε η αιτία να κάνει την Κάρπαθο μια μικρή πατρίδα.
Είναι η αγάπη, που ένωσε και κράτησε τον Νότο μέσα στο Βορρά.
Ο Μηνάς γεννήθηκε το 1928 στο Απέρι, δεύτερος γιός της πρωτο-κανακαράς Ευδοξίας, το γένος Ορφανίδη, και του Μεσοχωρίτη γιατρού Βασιλείου Τρεμπέλα. Μικρό παιδί, μόλις είχε πατήσει τα δέκα όταν έμπαινε στο ΦΙΟΥΜΕ για τη Ρόδο, εκεί άλλαξε πλοίο και κατεύθυνση, είχε τελικό προορισμό το εξωτερικό και τον “εξωτικό” Πειραιά!
Στην προβλήτα που έδεναν τα βαπόρια από τη Ρόδο είχε πάρει ειδική άδεια και με αγωνία περίμενε ο πατέρας του. Από αυτό το ταξίδι ξεκίνησαν τα πρώτα φτερουγίσματα μιας μεγάλης δημιουργικής περιπέτειας.
Ο πατέρας του, ένας γνήσιος πατριώτης, ακόμη και στα χαρτιά δεν υπέγραψε ποτέ ως Ιταλός. Ο Μεσοχωρίτης παθολόγος Βασίλειος Τρεμπέλας, με πατρική καταγωγή από την Πελοπόννησο, είχε φροντίσει να δώσει στα παιδιά του την Ελληνική υπηκοότητα, την ίδια στιγμή οι περισσότεροι Δωδεκανήσιοι χρεώνονταν με βία τις Ιταλικές ταυτότητες.
Ο γιατρός ήταν ανακατεμένος στα πρώτα ψήγματα της αντίστασης, και έτσι οι κατακτητές Ιταλοί δεν έχασαν χρόνο, κοκκίνισαν το διαβατήριο και τον ξαπόστειλαν στην Ελλάδα.
Στο Θησείο, κοντά στη Στοά του Αττάλου, ήταν το σπίτι της οικογένειας Τρεμπέλα, οι γονείς και τα πέντε παιδιά τους. Ο μικρός Μηνάς πρόλαβε μόνο δυο χρόνια γαλήνης, ακολούθησε η ταραγμένη περίοδος του παγκοσμίου πόλεμου και της κατοχής. Και σήμερα όταν περιγράφει εκείνα τα χρόνια κοντοστέκεται, αναστενάζει και θυμάται, νιώθει την πείνα, τη τραγικότητα εκείνης της εποχής. Θα ήθελε, όπως επαναλαμβάνει, να μπορούσε να μάς κάνει να νιώσουμε, να αισθανθούμε και έτσι να κατανοήσουμε τη κατάντια, το ρήμαγμα και την καταρράκωση των γνωστών και των άγνωστων ανθρώπων, που τους παρομοιάζει με θανατερές σκιές.
Όσο για την επιβίωση της δική του οικογένειας, ήταν ο γιατρός πατέρας η αιτία που κατάφεραν να τα βγάλουν πέρα και να ζήσουν! Είχε πάρει άδεια και έβαλε τρεις κατσικούλες στο φυλασσόμενο αρχαιολολογικό χώρο! Αυτές έσωσαν την πολυμελή οικογένεια, αφού καθημερινά έδιναν 7 οκάδες γάλα, ενώ κάθε μια τους γεννούσε τρια μικρά και το συνολικό κρέας της χρονιάς ξεπερνούσε τα 80 κιλά.
Θυμάται, η μνήμη του μοιάζει με γραπτό κείμενο, και περιγράφει με όλες τις λεπτομέρειες. Και συνέχισε να μνημονεύει το πατέρα του, τον Βασίλειο Τρεμπέλα, ο γιατρός δεν φρόντιζε μόνο την οικογένεια του, αλλά στεκόταν με θάρρος και αυταπάρνηση σε όσους συνανθρώπους βρέθηκαν κοντά του. Και ήταν πολλά τα βράδια που δεν υπήρχε σταγόνα από γάλα, ούτε και κρέας, αφού ο γιατρός το είχε πάρει από το σπίτι και το μοίραζε στους ασθενείς που πέθαιναν από πείνα, ενώ τους έτρωγαν τα χτυπήμενα αρρώστιες κορμιά τους. Από εκείνα τα χρόνια ο πατριώτης Βασίλειος Τρεμπέλας είχε δεσμεύσει τα παιδιά του, αν τυχόν και πέθαινε στην Αθήνα, τα παιδιά είχαν μια ιερή υποχρέωση. Να μεταφέρουν το σώμα ή τα οστά του γονιού τους στην λατρεμένη του κατακτημένη πατρίδα, την Κάρπαθο. Μάλιστα είχε καταστρώσει μυστικό σχέδιο, σε πια περιοχή θα έφταναν κρυφά με σκάφος, και αν τους έπαιρναν μυρωδιά, θα πετούσαν τα οστά στη θαλάσσια περιοχή του νησιού.
Ο πατέρας του Μηνά, Βασίλειος Τρεμπέλας, έζησε αρκετά χρόνια χρόνια μετά την απελευθέρωση και την ενσωμάτωση, έφυγε το 1967, και ευτύχησε να δει ελεύθερα και ντυμένα με τη γαλανόλευκη όλα τα Δωδεκάνησα.
Ο Μηνάς δεν θα έδινε τον όρκο του Ιπποκράτη, δεν ήταν ο κανακάρης πρωτογιός που θα πατούσε πάνω στις γραμμές του πατέρα-γιατρού. Έκανε χρήση του δικαιώματος των Δωδεκανησίων, και εγγράφηκε χωρίς εξετάσεις στο Χημικό τμήμα του πανεπιστημίου Αθηνών, ωστόσο παρακολούθησε μονάχα ένα μάθημα, που όμως δεν τον άφησε ικανοποιημένο. Ένας φίλος παρέσυρε τον βιβλιόφιλο καρπάθιο στα άδυτα τις Αρχιτεκτονικής σχολής, και έφτασε μόνο λίγη ώρα παρουσίας στους χώρους του κτηρίου για να τον πείσει, και είχε αποφασίσει ότι αυτός ο καινούριος κόσμος της Αρχιτεκτονικής του ταίριαζε σαν γάντι. Αυτή τη φορά έδωσε εξετάσεις, που κατάφερε να ξεπεράσει με επιτυχία.
Συμμαθητής του Μουτσόπουλου και του Χατζηκυριάκου-Γκίκα, ο Μηνάς Τρεμπέλας αγάπησε την σκληρή σχολή της Αρχιτεκτονικής, μιλάει για τις απαιτήσεις των μαθημάτων και καμαρώνει, χαίρεται για την αυστηρότητα των καθηγητών και τις ατέλειωτες ώρες προετοιμασίας των εργασιών. Θυμάται και μνημονεύει τους καθηγητές, τον μεγάλο Δ. Πικιώνη, τον Θ.Λάλο και τον Π. Μιχελή, αλλά και τον επιμελητή Κ. Καψαμπέλη.
Η σχολή ολοκληρώθηκε με επιτυχία το 1953, και ο Μηνάς κέρδισε μαζί με μια ομάδα φοιτητών μια 40ημερη υποτροφία για το Παρίσι. Το ατμοπλοϊκό ταξίδι για τη Μασσαλία, και το τραίνο για το Παρίσι παραμένουν αξέχαστα. Όμως η ομορφιά της καλοσχεδιασμένης πόλης του πήρε τα μυαλά, άλλωστε δεν υπάρχει καλλιτέχνης που να μην σκιρτά, όταν, έστω και νοερά, ταξιδεύει στην “πόλη του φωτός” και μαγεύεται από κάθε λεπτομέρεια. Κάθε μικρή γωνιά του Παρισιού γίνεται αφορμή για σκέψεις, ιδέες και ατέλειωτα γραμμικά σχέδια. Ο Μηνάς θυμάται και χαμογελάει, “εκεί πρωτογνωρίσαμε και…τις τουαλέτες! Στην Ελλάδα δεν είχε ξεκινήσει η ανοικοδόμηση με τα πολυόροφα σπίτια, και στις μικρές προπολεμικές μονοκατοικίες δεν υπήρχαν τέτοια δωμάτια”.
Έγραψε γράμμα στον πατέρα του και του ζητούσε την άδεια να μείνει για να συνεχίσει τις σπουδές του στην περίφημη σχολή της Μποζάρ. Και μάλιστα δεν θα επιβάρυνε καμμιά στιγμή την οικονομία τις φαμίλιας, δουλειά υπήρχε μπόλικη στα αρχιτεκτονικά γραφεία, όσο για το μεταπτυχιακό αυτό φαινόταν μια σαγηνευτική πρόκληση. Μόνο ένα θέμα έμενε ανοιχτό, η στρατιωτική θητεία, που θα το άφηνε πίσω και θα αντιμετώπιζε αργότερα.
Ο πατριώτης πατέρας του Μηνά θα μπορούσε να συμφωνήσει σε κάθε απόφαση για γνώση, όχι όμως στην άρνηση της θητείας. Η απάντηση που έφτασε στο Παρίσι έμοιαζε με κεραυνό.
-“Ε όχι, Δεν θα επιτρέψω, δεν θα αφήσω τον γιο μου να γίνει ένας φυγόστρατος”!
Άκου φυγόστρατος, ακόμη και σήμερα αναρωτιέται στο άκουσμα της παράξενης, ολότελα άγνωστης λέξης. Κι έτσι με την αναγκαστική επιστροφή του στην Αθήνα παρουσιάστηκε στην Κόρινθο. Εκεί ντύθηκε στο χακί και γνώρισε τα πρώτα καψόνια, ενώ οι σπουδές και το πτυχίο τον προβίβασαν στον βαθμό του δόκιμου έφεδρου αξιωματικού.
Λίγοι μήνες προετοιμασίας και εκπαίδευσης στην Αθήνα και από εκεί θα πάρει μετάθεση στην πρώτη πόλη της επιλογής του. Είχε διαλέξει τη Θεσσαλονίκη, την Καβάλα και την Λάρισα. Ο Μηνάς Τρεμπέλας ήταν 25 χρονών όταν πρωτοβρέθηκε και γνώρισε την Θεσσαλονίκη. Τα κατεστραμμένα στρατόπεδα της Β. Ελλάδας δεν επέτρεψαν τον Καρπάθιο αρχιτέκτονα να αφήσει το μολύβι και να σηκώσει κεφάλι από τα σχέδια του, ο όγκος της δουλειάς έκανε τους 15 στρατεύσιμους μήνες να περάσουν δίχως να το καταλάβει. Με την στρατιωτική απόλυση, που μάλιστα ήρθε και λίγο νωρίτερα από την ώρα της, ο Μηνάς έχει πρόταση για συνεργασία με την γνώριμη στρατιωτική διοίκηση και αποφασίζει να προχωρήσει και να παραμείνει στην συμπρωτεύουσα. Εκεί θα ανοίξει το δικό του αρχιτεκτονικό γραφείο. Από το 1955 ανοίγει τα επαγγελματικά φτερά του, παραμένει στην πόλη αναλαμβάνοντας μεγάλα και τολμηρά οικοδομικά έργα.
Δεν ήταν τα οικοδομικά έργα και η περίπλοκη εργασία του αρχιτέκτονα, που έκαναν τον Μηνά να αγαπήσει τη νύφη του Θερμαϊκού. Όπως γίνεται στα βιβλία και τον κινηματογράφο έφτασε ένας μεγάλος και τόσο αναπάντεχος έρωτας, που το δυνατό άρωμα του κρατάει μέχρι και σήμερα, να γίνει αιτία που ο Καρπάθιος θα πολιτογραφηθεί ως βορειοελλαδίτης. Αιτία η όμορφη Ελένη Λειμωνά, που περνάει την πόρτα του αρχιτεκτονικού γραφείου με σκοπό να εργαστεί εκεί ως σχεδιάστρια. Το κορίτσι μόλις είχε ολοκληρώσει τις σπουδές στη σχολή, και ξεκινούσε τα πρώτα της επαγγελματικά βήματα. Σχεδόν αμέσως οι δυο νέοι κεραυνοβολούνται, όμως η Ελένη έχει όνειρα και φεύγει για σπουδές στη Γερμανία. Με αφορμή τον θαυμασμό στον Μηνά η αρχιτεκτονική γίνεται το όνειρο και πάθος της ζωής της.
Η Ελένη θα καταφέρει να περάσει 24η στους 70 μαθητές που δέχθηκε εκείνη τη χρονιά η σχολή, ενώ κάπου παραδίπλα στεκόταν και την καμάρωνε ο Μηνάς.
Το ζευγάρι θυμάται εκείνη τη μέρα, τις Γερμανικές εξετάσεις αλλά και την ξαφνική ασθένεια της Ελένης, που ανάγκασε τον Μηνά να ψάχνει στα φαρμακεία ενέσεις και φάρμακα, για τη θεραπεία της αγαπημένη του.
Μονάχα μια χρονιά το ζευγάρι έμεινε μακριά, στη συνέχεια η Ελένη έδωσε και πάλι εξετάσεις και ακολούθησε η εγγραφή της στην πολυτεχνική σχολή Θεσσαλονίκης και στο τμήμα αρχιτεκτονικής. Σχολή που είχε ιδρυθεί μόλις ένα χρόνο πριν, το 1955.
Με το πτυχίο της Ελένης ήρθε και ο γάμος του ζευγαριού, ήταν το 1957 στον Άγιο Δημήτριο Λουμπαρδιάρη, στο Θησείο, ξεκίνησε ένας νέος κύκλος ζωής για το ζευγάρι που ένωνε τη Βόρειο με τη Νότιο Ελλάδα.
Από τότε η οικογένεια Τρεμπέλα ζει και αναπτύσσει γόνιμη επαγγελματική δραστηριότητα στη Β. Ελλάδα.
Ο Μηνάς Τρεμπέλας σχεδίασε και υλοποίησε περισσότερες από 150 πολυόροφες οικοδομές μέσα στην Θεσσαλονίκη, ενώ πολλά από τα σχέδια του έχουν γίνει ορόσημα γειτονικών πόλεων, όπως το “Μέγαρο Παπαγεωργίου” στην πλατεία Ελευθερίας, στην είσοδο της Πιερίας.
Ο δικηγόρος Γιάννης Ποικιλίδης θα γράψει για αυτό το κτήριο:
“Τα σχέδια του αρχιτέκτονα μηχανικού Μηνά Τρεμπέλα δημιουργούν μια συμπαγή κατασκευή, όπου κυριαρχεί η αυστηρά γεωμετρική «κυψελοειδής» εξωτερική μορφή. Οι οριζόντιες και κάθετες γραμμές του σκελετού που ακολουθούν τη διάταξη των χώρων, καθώς και η απουσία μπαλκονιών, προδίδουν αμέσως τον αποκλειστικά επαγγελματικό προσανατολισμό της χρήσης του. Ισόγεια καταστήματα, πέντε όροφοι με 12 γραφεία στον καθένα κι ένα ρετιρέ στον έκτο, συνθέτουν ένα μεγάλου μεγέθους οικοδόμημα για τα μέτρα της πόλης”.
Ένα άλλο μεγάλο έργο του Μηνά Τρεμπέλα είναι το γήπεδο του ΠΑΟΚ, στην Βόρειο- Ανατολική πλευρά της Θεσσαλονίκης, στην περιοχή της Τούμπας. Το γήπεδο ξεκίνησε να κατασκευάζεται το 1958 και ολοκληρώθηκε ένα χρόνο μετά.
Για την ολοκλήρωση του γηπέδου απαιτήθηκαν 6.000.000 δραχμές, ποσό πολύ μεγάλο για την εποχή.
Για την αποπληρωμή του συνέφεραν η Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, το ΥΠΕΘΑ και οι φίλαθλοι της ομάδας πολλοί εκ των οποίων εργάστηκαν εθελοντικά και αφιλοκερδώς!
Το γήπεδο που φιλοξενεί τους ποδοσφαιρικούς αγώνες του ΠΑΟΚ έχει συνολική χωρητικότητα 28.703 θέσεις ενώ για την εποχή του υπήρξε πρωτοπόρο καθώς είχε από την πρώτη του μέρα χόρτο όταν τα περισσότερα Ελληνικά γήπεδα ήταν χωμάτινα. Το ρεκόρ εισιτηρίων έγινε στις 16-9-1975 όταν στον αγώνα ΠΑΟΚ- Μπαρτσελόνα (1-1) κόπηκαν 45.200 εισιτήρια.
Οι διαστάσεις του γηπέδου είναι 106 x 71 μέτρα και είναι γήπεδο εγκεκριμένο από την ΟΥΕΦΑ. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια γίνεται λόγος για εκ νέου αλλαγή της έδρας σε χώρο εκτός αστικού ιστού καθώς η παλαιότητα του γηπέδου είναι πλέον εμφανής.
Όσο ο Μηνάς Τρεμπέλας ξεκινούσε το έργο του και μια ισχυρή παρουσία στον σχεδιασμό της νέας Θεσσαλονίκης η σύζυγος του, Ελένη Λειμωνά-Τρεμπέλα, ολοκλήρωσε ένα σπουδαίο μεταπτυχιακό με θέμα “Το Λαϊκό Καρπάθικο Σπίτι”(1970). Η έρευνα στην Κάρπαθο κράτησε πέντε ολόκληρα χρόνια, και το βιβλίο αποτελεί μια μοναδική μελέτη, μια σπάνια πηγή γνώσης. Η πολυγραφότατη Ελένη Λειμωνά-Τρεμπέλα παρουσίασε κι άλλες πρωτότυπες μοναδικές αρχιτεκτονικές μελέτες, όπως: “Οι Πεταλόσχημοι ανεμόμυλοι. Κρήτης και Καρπάθου”,(1973), “Αιγαιο πελαγίτικοι ανεμόμυλοι”, “Η Αστυπάλαια και η λαϊκή της αρχιτεκτονική”(1980).
Το ζευγάρι των αρχιτεκτόνων παρότρυνε τον φίλο και συνάδελφο Νικόλαο Μουτσόπουλο να μελετήσει και να ασχοληθεί με τη Κάρπαθο, μάλιστα στα ερευνητικά ταξίδια του στο νησί, ο καθηγητής είχε αφετηρία το φιλόξενο σπίτι της οικογένειας Τρεμπέλα. Το έργο του καθ. Ν. Μουτσόπουλου αποτελεί μια μοναδική μελέτη για το νησί.
Τα τελευταία χρόνια ο Μηνάς και η Ελένη Τρεμπέλα πρωτοπορούν και ασχολούνται με τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό των μοναστηριών!
Από το επταόροφο μοναστήρι της Σιμωνόπετρας, που είναι το τολμηρότερο οικοδόμημα του Αγίου Όρους και ένα θαύμα στη μοναστηριακή αρχιτεκτονική και σε αυτό ο Μηνάς ασχολήθηκε με τις αναστηλώσεις τα τελευταία είκοσι χρόνια, φτάνουμε στα μοναστήρια-ολόκληρα χωριά, όπως η Ιερά Μονή Παμμέγιστων Ταξιαρχών στο Πήλιο. Ο νέος Ναός, αφιερωμένος στο θαύμα που έγινε στην περιοχή Χώναις της Φρυγίας (πιο παλιά ήταν Κολασσαίς) του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, με τα δύο παρεκκλήσια του, της Παναγίας Παραμυθίας και της Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας, δεσπόζει πλάι στο μοναστικό συγκρότημα με τον αγιορείτικο ρυθμό του και το επιβλητικό του παράστημα. Το σύνολο του έργου πέρασε από τα χέρια, το μυαλό και την ψυχή της οικογένειας Τρεμπέλα. Και δεν είναι μονάχα αυτή η αρχιτεκτονική μελέτη.
Στην περιοχή του Δήμου Ορμυλίας λίγα χιλιόμετρα από τα βόρεια παράλια του κόλπου της Κασσάνδρας, σε μια περιοχή γεμάτη από ελαιώνες και αμπελώνες, ανάμεσα στις κοινότητες Βατοπεδίου και Ορμύλιας, εγκαταστάθηκε πριν από δυομιση δεκαετίες το γυναικείο μοναστήρι του “Ευαγγελισμού της Θεοτόκου”, γνωστότερο και ως “μοναστήρι της Ορμύλιας”.
Το ιερό κοινόβιο της Ορμυλίας έχει τη πολυπληθέστερη αδελφότητα της Ελλάδας, με τις μοναχές να ξεπερνούν σε αριθμό τις 120. Από τις αεροφωτογραφίες το έργο μοιάζει με ένα μικρό χωριό, σχεδιάστηκε από τον Μηνά και την Ελένη Τρεμπέλα.
Όπως γράφει η Γιώτα Μορτσιώτη στην εφ. Καθημερινή:
“Το «πάντρεμα» της αγιορείτικης και μακεδονικής αρχιτεκτονικής είναι η εικόνα της πρώτης ματιάς στις νεόκτιστες πτέρυγες των κελιών και των εργαστηρίων, αλλά και στο ανακαινισμένο παλαιό μετόχι. Όλα λειτουργούν με οργάνωση, νοικοκυροσύνη, αλλά και κατανυκτική ευλάβεια προς τον Κύριον.
Γι’ αυτό και το εγκαταλελειμμένα πέτρινο μετόχι του Βατοπεδίου, αναβίωσε όταν το 1974 εγκαταστάθηκαν εδώ οι πρώτες μοναχές, αφήνοντας τη μοναστική κοιτίδα των Μετεώρων για να ακολουθήσουν τον πνευματικό τους πατέρα και ηγέτη Αρχιμανδρίτη Αιμιλιανό. Ο μικρός, αλλά σταθερός πυρήνας με ηγουμένη τη Νικοδήμη και μερικές δόκιμες μοναχές από την περιοχή των Τρικάλων, που περιεβλήθηααν το μοναχικό σχήμα, σιγά-σιγά μεγάλωσε”. (Τα Μοναστήρια της Μακεδονίας, 14 Απριλίου 1996, στις «Επτά ημέρες»)
Το ζευγάρι Τρεμπέλα εξακολουθεί να παράγει γόνιμο και δημιουργικό έργο, κάνει ουσιαστική κριτική για τα περασμένα, αμφισβητεί και αμφιβάλει ή καμαρώνει και χειροκροτεί, παρακολουθώντας από κοντά τα αποτελέσματα των ανθρώπινων έργων. Το σημαντικότερο είναι ότι μετά από 58 χρόνια γάμου κοιτάζονται βαθιά στα μάτια και όταν περπατούν στους δρόμους της πόλης κρατιέται ο ένας πάνω στον άλλον!
Ο διάσημος Φελίνι έλεγε «Η σκηνοθεσία είναι σαν να κάνω έρωτα. Οταν σκηνοθετώ, νιώθω πιο ζωντανός από οποιαδήποτε άλλη στιγμή”. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με το αρχιτεκτονικό σχέδιο, τη μελέτη για μια οικοδομική κατασκευή, που απέχει ελάχιστα από την άποψη του μεγάλου Ιταλού σκηνοθέτη. Φαίνεται στον Μηνά και την Ελένη, όταν μιλάνε για την επιστήμη τους.
Η Θεσσαλονίκη άρπαξε και έσφιξε στην αγκαλιά της τον δραστήριο καρπάθιο, και εκείνος με τη σειρά του έφερε στο νησί τον αέρα και την Βορειοελλαδίτικη κουλτούρα και την επιστημοσύνη της Ελένης.
Ένα σπουδαίο πάντρεμα, που έδωσε και σήμερα μπορεί να προσφέρει πολύ περισσότερα και στους δυο τόπους.
Η σταθερή αστείρευτη αγάπη τους, αλλά και η λατρεία για τη κοινή επιστήμη τους, κάνει το χώρο και το χρόνο να μην γνωρίζουν όρια και έτσι συνεχίζουν να ανατρέπουν δεδομένα και κατεστημένα.
7.5.2024
Καρπαθιακά Νέα