Είναι κάποιοι μακρινοί θρύλοι που ψάχνουν μια χαραμάδα, μια αδιάφορη στιγμή για να ξετρυπώσουν και να μας μαγέψουν με το θάρρος, τη τρέλα και την παράξενη μαγκιά τους. Τέτοιος είναι κι ο Μηνάς ο Χωμαλίτης, ένας μπεσαλής φαμελιάρης, που ζούσε με τη προκομένη γυναίκα και τα μικρά παιδιά τους, εκεί επάνω στο βουνό ανάμεσα στις Μενετές και το Όθος, τη πασίγνωστη Χώμαλη!
Αγρότης, μα πιο πολύ του άρεσε να τραβιέται από τα αξημέρωτα με τα κοπάδια, από κατσίκες και προβατίνες, τα κορίτσια που καμάρωνε! Αυτός ο κτηνοτρόφος ήταν αληθινό θεριό, και είχε, όπως παραλέει η ιστορία, κάτι χερούκλες θεόρατες, γεμάτες από ρόζους, που μοιάζαν με τους αληθινούς κορμούς των δέντρων και έτσι που έσφυζαν ζωή, μπορούσαν να τρομάξουν εκείνους που δεν εγνώριζαν τη καθαρή, έντιμη ψυχή του.
Η εποχή ήταν πιο παράξενη και άπειρα πιο φτωχή από τη τωρινή, μα οι μακαρίτες, που στα σίγουρα θα τα θυμούνται καλύτερα, δεν βγαίνουν από τα μνήματα για να μοιράσουν πόνους και καημούς, έτσι να αισθανθούμε κι εμείς λίγο καλύτερα.
Εκείνα τα χρόνια οι Τούρκοι ήταν τα αφεντικά, είχαν καταφέρει να μισοδιώξουν και τους τριμμάτιες πειρατές, που δεν λέγαν να σταματήσουν τα πλιάτσικα, τις ξεδιαντροπές και τις κλεψιές.
Ζητούσαν υποταγή και πίστη στις διαταγές του διοικητή, του Καϊμακάμη, και όλα έλεγαν πως θα πηγαίναν ζάχαρη! Δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα, αφού και οι Τούρκοι δεν είχαν σκοπό να αλλάξουν τη φτώχεια της καθημερινότητας, ούτε όμως ζητούσαν από τους Καρπάθιους να πιάσουν τους τεμενάδες σε ξενικούς ανατολίτες Θεούς. Κάποια ψιλοεμπόδια θα μπορούσαν να ξεπεραστούν, με προσοχή κι ένα κερασμένο λουκουμάκι, αλλά δεν έλειπαν κι εκείνοι που ήταν έτοιμοι να πετάξουν ένα σπίρτο και να πάρει φωτιά η εύθραυστη ισορροπία.
Τέτοιος ήταν ο Μηνάς ο Χωμαλίτης, που είχε λόγο και άποψη μέσα στα καφενεία. Πρώτα με τις πράξεις του ήταν ξηγημένος, αφού στεκόταν, βοηθούσε όλο το χωριό, έτσι όταν μιλούσε για ένα θέμα, στην αρχή έπεφτε σιωπή κι έπειτα, τις περισσότερες φορές, συμφωνούσε μαζί του όλο το χωριό.
Ο Τούρκος διοικητής είχε τακτοποιήσει το ζήτημα με τούτον τον αντάρτη! Ο Χωμαλίτης κάθε Σάββατο έπρεπε να τον επισκεφθεί, να περάσει το κατώφλι του σπιτιού του διοικητή και να δηλώσει παρουσία!
Από τη πρώτη επίσκεψη του Χωμαλίτη αρχινήσαν τα προβλήματα, μπήκε μέσα στο σαλόνι του Καϊμακάμη με κάτι στράτσα παλιόρουχα, βρώμουσε χοιρουλά και φορούσε ένα αστείο καπέλο στο κεφάλι του. Ο υπασπιστής του διοικητή ζήτησε να βγάλει το καπέλο και να χαιρετήσει, κι εκείνος ατίθασος ξερόβηξε, κοίταξε δήθεν αμήχανα τριγύρω και έβγαλε το καπέλο λέγοντας:
-Να το βγάλω πιο, μα (δ)εν εκάνει κρύο εγια μέσα!
Και καθώς έβγαζε το καπέλο από το κεφάλι, έπεφταν στο παχύ Ανατολίτικο χαλί, ολόφρεσκα βέρβελα και γαουρές.
Ούτε προσκύνησε, ούτε έδειξε να υποκύπτει σε απειλές και τρομοκρατίες ετούτος ο πνευματώδης, χαρισματικός καρπάθιος.
Έβραζε από θυμό ο Καϊμακάμης, θα περίμενε πάνω σε αναμμένα κάρβουνα μια ολόκληρη βδομάδα έως το επόμενο Σάββατο, αλλά έπρεπε να βάλει σε τάξη αυτό το βοσκαρίδη, τον Καρπάθιο που σήκωνε μπαϊράκι!
Μια ιδέα του υπασπιστή φαινόταν αλάνθαστη, ο ευτραφής Τούρκος αξιωματικός γέλασε πονηρά, σχεδόν ηδονικά, αφού βρήκε την ιδέα απίθανη.
Θα έκλειναν το επάνω κομμάτι της μεγάλης πόρτας και θα άφηναν ανοιχτό το κάτω τμήμα, έτσι θα αναγκαζόταν να σκύψει, για να περάσει μέσα στο σπίτι. Μια τέτοια βαθιά υπόκυψη ήταν υπερ-αρκετή, έτσι θα καθάριζε η τιμή του Τούρκου και όσο για το Χωμαλίτη, αυτός θα έφευγε με την ουρά στα σκέλια, άσε που θα διέδιδαν το πάθημα και θα γινόταν περίγελος στα καφενεία του χωριού. Και που ξέρεις μπορεί να έβαζαν και μερικούς καλοθελητές να κρεμάσουν, έτσι για αστείο, μερικά τσαμπάλια στη πλάτη του βοσκού.
Πράγματι ήρθε το Σάββατο κι ο Μηνάς ο Χωμαλίτης, παρέα με το γάαρο, έφθασε στο σπίτι του διοικητή. Είδε τη διπλή πόρτα μισάνοιχτη, καθυστέρησε ίσα να αφήσει κάπου το κυπραίικο πράμα του, που τοχε μαθημένο λέφτερο και δεν ήθελε να το μαγαρίσουν οι βαστάζοι του τουρκαλά, έπειτα έφτασε στην εξώπορτα και γύρισε με τη πλάτη. Περπατούσε στα τυφλά και επαναλάμβανε φωναχτά:
-Όλο περπατάμε με τα μούτρα, ας πάμε και μια φορά με το κώλο…
Η είσοδος του Μηνά του Χωμαλίτη στο σαλόνι έμοιαζε με κωμική παράσταση, ο μαζεμένος κόσμος που καθόταν γύρω από τον Καιμακάμη, σταμάτησε κάθε κίνηση, γύρισαν και είδαν έναν θεόρατο κακοντυμένο βοσκό να προσπαθεί να μπει με τη πλάτη από την μισόκλειστη πόρτα, είχε σκύψει και πάνω στη προσπάθεια δεν σταματούσε να…κλάνει.
Τα δύσοσμα αέρια του Χωμαλίτη μύριζαν χαλασμένες σκορδομακαρούνες και λαρδοχοιρουλά, ξέσκισαν το θρόνο του διοικητή!
Πριν να περάσει την είσοδο και ο υπασπιστής με μια βιαστική κίνηση, τον έπιασε από τους ώμους και τον έσπρωξε έξω, έπειτα του ζήτησε να φύγει και να κοπιάσει στο επόμενο προγραμματισμένο ραντεβού, το ερχόμενο Σάββατο.
Αυτή ήταν η τρίτη φορά και η φαρμακερή. Δεν έπρεπε να λαθέψουν τα αφεντικά του τόπου, επιτέλους θα έβαζαν στη θέση του ετούτον τον αγράμματο βοσκό.
Ο αφέντης διάταξε τον λαλίστατο δουλικό υπασπιστή του επιτέλους να σκάσει, δεν ήθελε άλλες αποτυχημένες ιδέες, η δικιά του κούτρα θα γεννούσε το σχέδιο που θα έκαιγε τον Χωμαλίτη. Και το σχέδιο δεν καθυστέρησε, ο αξιολογότατος το ξεφούρνισε με καμάρι!
Θα άδειαζαν το σαλόνι, θα έφευγαν όλα τα αντικείμενα, έπειτα θα ξεκάρφωναν ακόμη και το σοφά! Και δεν θα έμενε τίποτε μέσα και όταν θα έμπαινε μέσα ο ατίθασος Καρπάθιος δεν θα είχε τίποτε να κάνει ή να πει, και μάταια θα περίμενε να συναντήσει το αφεντικό της Καρπάθου.
Οι εργάτες δούλεψαν νύχτα-μέρα, για να στήσουν το μεγάλο κόλπο, και τα κατάφεραν, έκαμαν γυαλί το σαλόνι και περίμεναν να φανεί ο βοσκός από τη Χώμαλη και έπειτα να χαρεί με τη καρδιά του και να κάμει τη χοντρή κοιλάρα του να σιέται από τα γέλια ο Τούρκος εφέντης.
Πρωι-πρωι εφάνει στην έξω στράτα, και πάλι είχε παρέα το γάαρο, που τον είχε ξαμολυτό σα νάταν κυνηγόσκυλο.
Όλο κάτι ψιθύρισε στο αυτί του και ξάνοιε προς τα δωμάτια του διοικητή κι ο γάαρος έδειχνε να κουνά τη κεφαλή του, σα να συμφωνούσε.
Δεν έβλεπε καμιά κίνηση και στην αρχή προβληματίστηκε, όμως δε δίστασε να περάσει μέσα στο άδειο και παντέρμο σαλόνι. Στα γρήγορα έδωσε δυο δρασκελιές και έφτασε στο κέντρο, έκαμε μια στροφή και άρχισε να φωνάζει:
– Αφού δεν είναι κάνεις εδώ, τότε μπορώ να χέσω και να φύγω!
Το άκουσαν από το διπλανό κουζινάκι, που ήταν όλοι κρυμμένοι και ξεπετάχτηκαν πάνω στην ώρα που είχε κατεβάσει τα παντελόνια του, και ήταν έτοιμος να τα ξεφουρνίσει.
Ακόμη μια φορά έστειλαν τον ζόρικο βοσκό βιαστικά πίσω στη μάντρα του, εκεί ψηλά πάνω στη Χώμαλη, αφού κάθε φορά έβαζε τα γυαλιά στον Καϊμακάμη της Καρπάθου. Όσο για τις εβδομαδιαίες επισκέψεις του, αυτές κόπηκαν με μαχαίρι! Αφού δεν προσκύνησε ακόμα το φέσι, ούτε που το έκανε. Ακόμη κι αν έρθει ο κάτω Προφήτης και πάει αποσπερία στη Χώμαλη, αυτός ο αγριάντρας είναι ικανός να αρχίσει το δούλεμα και να τον έστελνε αδιάβαστο.
(Μια αφήγηση του αείνηστου λαμπρού μαντιναδόρου, του υπέροχου Αριστείδη Παπουτσάκη. Το βουνό Χώμαλη 685μ, βρίσκεται ΒΔ των Μενετών, ακριβώς πίσω είναι το Όθος).