Μεταφράστηκε και σε λίγες μέρες κυκλοφορεί ένα σπουδαίο έργο του Μηνά Βιντιάδη που αγαπήθηκε από το θεατρικό κοινό. Πρόκεται για τον”ΚΑΤΩ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ”!
Ο Κάτω Παρθενώνας είναι ένας μικρός «οικισμός» κάτω από την Ακρόπολη, όπου ζει, μαζί μ’ άλλους, ο «Νεοάστεγος», ένας από τους δυο βασικούς ήρωες του έργου. Για να ζήσει πουλάει βιβλία, πλένεται σε δημόσιες τουαλέτες και τρώει στα συσσίτια του δήμου και της εκκλησίας. Ο άλλος, ο «Νεόπτωχος», μεγαλοστέλεχος επενδυτικής εταιρίας ζει στο μοντέρνο διαμέρισμά του, έχει χάσει όλη την οικονομική του δύναμη και βρίσκεται σε απόγνωση. Οι δρόμοι των δυο αυτών ανθρώπων συναντιούνται ένα απόγευμα, όπου αλλάζει η ζωή τους σε μια παρτίδα συγκρούσεων και αποκαλύψεων. Η αλήθεια και ψέμα συγκρούονται στην Ελλάδα του σήμερα, την εποχή της αμηχανίας…
Όπως σημειώνει ο συγγραφέας: «Ο ένας είναι “γιάπι” κι ο άλλος “κλοσάρ”. Πιο σωστά (και πιο ελληνικά…), ο ένας είναι ο “Νεόπτωχος” κι ο άλλος ο “Νεοάστεγος”. Ανάμεσά τους ένας τοίχος, διάφανος σαν καθρέφτης. Ένα μυστικό
και μια αλήθεια. Η πραγματικότητα και η φαντασία. Ποιος είσαι εσύ; Ποιος είμαι εγώ; Ποιοι είμαστε «εμείς» και ποιοι οι «άλλοι»; Όταν πέσει η αυλαία θα ξέρουμε την απάντηση…».
Σε συνέντευξη του στο praximag και στην δημοσιογράφο Λία Κατσανά ο Μηνάς Βιντιάδης είχε αναφέρει για αυτό το έργο του:
Η έμπνευσή μου ήταν, γύρω στο 2011, ένας σαραντάρης που πουλούσε βιβλία και τον έβρισκα πάντα μπροστά μου όταν έκανα διάλειμμα από την εφημερίδα. Με πλησίαζε με θάρρος, μου πρότεινε βιβλία παλιά, αγόραζα κι ύστερα άρχιζε να βρίζει τις τράπεζες, τους πολιτικούς, εμάς τους δημοσιογράφους. Δεν ήταν βρώμικος και κακοντυμένος, δεν ζητιάνευε, βιβλία πουλούσε και παλιά, σπάνια περιοδικά. Ήξερε πολλά για τα παιχνίδια του Χρηματιστηρίου, τα συμφέροντα που παίζονται, έλεγε ονόματα τραπεζών, μου ανέφερε ακόμα και δημοσιεύματα των «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς». Μετά από την πέμπτη-έκτη συναλλαγή μας, είπα «αυτός είναι ο ήρωάς μου», ο ένας πόλος της ιστορίας μου. Όταν επινόησα το «αντίπαλο δέος», τον αποτυχημένο χρηματιστή, τότε ενδόμυχα σαν να ανακάλυπτα τους δικούς μου δύο εαυτούς. Ο νέος που ξεκινάει χωρίς όπλα να κατακτήσει τον κόσμο κι όταν νομίζει ότι το πέτυχε, αξία μεγάλη αποκτούν αυτά που έχασε, ό, τι θυσίασε για να πετύχει. Αυτό που επιτυγχάνουμε, είναι τελικά αυτό που θέλαμε ή περάσαμε μια «λεπτή, κόκκινη γραμμή» και πήγαμε σ’ αυτό που «ήθελαν οι άλλοι;»
Πώς θα χαρακτηρίζατε το έργο αυτό; Πρόκειται όντως για μαύρη κωμωδία;
Στο εισαγωγικό σημείωμα της παράστασης έγραψα τότε ότι ναι, μπορεί να μοιάζει με «μαύρη κωμωδία», αλλά στην ουσία πρόκειται για ένα «λευκό δράμα».
Για ποιο λόγο επιλέξατε το συγκεκριμένο τίτλο;
Μου βγήκε αμέσως. Έστησα ένα χωριό με σπηλιές κάπου στον αρχαιολογικό χώρο του «Φιλοπάππου», οι Καρυάτιδες με συγκινούν πάντα, τα περισσότερα χωριά στην Ελλάδα είναι «Πάνω Καλό Νερό» και «Καλό Νερό», εύκολα το χωριό μου βαφτίστηκε «Κάτω Παρθενώνας». Κι όπως λέει κι ο άστεγος στον χρηματιστή κάποια στιγμή «Άκου φίλε, οι Βυζαντινοί έκαναν τον Παρθενώνα εκκλησία, οι Φράγκοι καθολικό ναό και οι Τούρκοι τζαμί, ε εμείς οι νεοέλληνες ας τον κάνουμε σπίτι για όσους έχουν ανάγκη. Πιο χρήσιμο και πιο φιλικό προς το περιβάλλον είναι…».