Παρακολουθώντας κανείς την εκδοτική παραγωγή για παιδιά στη χώρα μας και ειδικά την κατηγορία των βιβλίων γνώσεων, διαπιστώνει ότι όλο και πιο συχνά ο τύπος των βιβλίων που κυριαρχεί είναι τα «αφηγηματικά» ή «διηγηματικά» βιβλία γνώσεων (Καρπόζηλου: 2009). Δηλαδή αυτά στα οποία οι συγγραφείς αξιοποιούν αφηγηματικές τεχνικές που θεωρούνται χαρακτηριστικό κυρίως των λογοτεχνικών βιβλίων (Πανάου: 2010, Γιαννικοπούλου: 2011). Η επιλογή και προτίμηση των συγγραφέων γι’ αυτόν τον τύπο εδράζει στην αντίληψη ότι αφενός η μυθοπλασία ελκύει το ενδιαφέρον των αναγνωστών, αφετέρου ότι δίνουν ένα καλό κίνητρο ώστε τα παιδιά να εμπλακούν με τα γνωστικά αντικείμενα που παρουσιάζονται στα βιβλία (Οικονομίδου: 2017).
Ένα ζήτημα των βιβλίων που αξιοποιούν τη μυθοπλαστική οδό για την παροχή της πληροφορίας και ενημέρωσης είναι ότι σπάνια η μετάβαση από την ιστορία στη γνώση/πληροφορία γίνεται ομαλά και ισορροπημένα. Παρατηρείται μια διάσταση μεταξύ της γλώσσας, της πλοκής, του ύφους της μυθοπλασίας, που κατά κανόνα χαρακτηρίζονται από απλότητα, εν αντιθέσει με το ύφος και τη γλώσσα των πληροφοριών που σφραγίζονται από «επιστημονικότητα» και μια στακάτη ορολογία. Στην περίπτωση αυτή ο αναγνώστης παιδί μπορεί να βρεθεί σε αμηχανία, καθώς είναι εύκολο να ακολουθήσει την απλή μυθοπλασία αλλά απαιτείται μια ωριμότητα ώστε με ευχέρεια να παρακολουθήσει και να εισπράξει ομαλά το πληροφοριακό υλικό του βιβλίου.
Στην κατηγορία του αφηγηματικού βιβλίου γνώσης ανήκει το βιβλίο του γνωστού στον χώρο της δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας ενηλίκων Μηνά Βιντιάδη με τίτλο Μια μέρα με τον Μπετόβεν. Η πρόθεση του βιβλίου συμπυκνώνεται στο κείμενο του οπισθοφύλλου «το βιβλίο […] ξετυλίγει το νήμα της ζωής και της πλούσιας δημιουργίας του κορυφαίου μουσουργού και απευθύνεται σε μικρούς και μεγάλους, παιδιά και γονείς που αγαπούν τη Μουσική…». Η αναφορά στον τίτλο της σειράς «Γνωρίζω τους μεγάλους μουσουργούς» υπόσχεται ότι θα ακολουθήσουν και άλλοι τίτλοι.
Η αφηγηματική στρατηγική του Βιντιάδη έχει ως εξής: επινοεί έναν ήρωα παιδί, τον Ορέστη, που λατρεύει τη μουσική και μέσω του ονείρου συναντιέται με τον μεγάλο μουσουργό. Η ιστορία ακολουθεί το παραμυθιακό μοτίβο έναρξης του «μια φορά κι έναν καιρό», αλλά αφορά εξ ολοκλήρου ένα σύγχρονο παιδί. Μέσω της συνομιλίας με τον Μπετόβεν αλλά και της οικιακής του βοηθού, ο Ορέστης και κατ’ επέκταση και ο/η αναγνώστης/στρια μαθαίνει με ευχάριστο τρόπο για τη ζωή και το έργο του Μπετόβεν, την παιδική του ηλικία, τα άτομα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξή του ως μουσικού, για τον προκάτοχο του πιάνου (πιανοφόρτε), για τις συμφωνίες, για τη γνωριμία του με τον Μότσαρτ, τον Χάιντν, το πρόβλημα της ακοής του και πού αυτό τον οδήγησε. Φράσεις όπως «[το πιάνο] είναι σαν τον καθρέφτη, κοιτάς και βλέπεις την ψυχή σου, παίζεις και ακούς την καρδιά σου…» αποκαλύπτουν το πάθος του μουσουργού.
Εκείνο που επιτυγχάνεται με αυτή την τεχνική είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εμπλοκή του αναγνώστη με όσα διαβάζει. Λαμβάνοντας υπόψη την άποψη της Barbara Wall (1991) μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι καθώς ο αναγνώστης διαβάζει ένα κείμενο, «ακούει» μια ομιλούσα φωνή που απευθύνεται σε κάποιον και που όχι μόνο δίνει πληροφορίες, εξηγήσεις αλλά και με ποιον τρόπο τις δίνει. Ο αφηγητής απευθύνεται στον δέκτη της αφήγησης. Αυτό μας οδηγεί στο ζήτημα του εννοούμενου αναγνώστη του κειμένου και στο σημείο που αφορά όχι το τι λέγεται, το πώς λέγεται αλλά και σε ποιον λέγεται, και στο συγκεκριμένο βιβλίο ο εννοούμενος αναγνώστης είναι παιδί, κάτι που προκύπτει και από το πώς παρουσιάζονται τα κειμενικά στοιχεία αλλά εξίσου και τα εικονογραφικά.
Φράσεις όπως «[το πιάνο] είναι σαν τον καθρέφτη, κοιτάς και βλέπεις την ψυχή σου, παίζεις και ακούς την καρδιά σου…» αποκαλύπτουν το πάθος του μουσουργού.
Το κείμενο έχει διακειμενικές αναφορές με αφορμή τον ρόλο της έμπνευσης όχι μόνο για τη μουσική αλλά και για τη λογοτεχνία. Έτσι, αναφέρονται σπουδαίοι συγγραφείς όπως ο Σαίξπηρ, ο Αισχύλος, ο Καβάφης κ.ά.
Πρόκειται για ένα σύγχρονο βιβλίο γνώσεων για παιδιά, στο οποίο φαίνεται ότι ο συγγραφέας γνωρίζει και σέβεται τις ανάγκες, τις δυνατότητες και το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού στο οποίο απευθύνεται. Κάτι που συναντά την άποψη του Hallindale (1997) ότι ο συγγραφές δημιουργός δεν πρέπει να θυμάται απλά ότι απευθύνεται σε παιδιά, αλλά να μην ξεχνά «να είναι σε ενεργό επαφή με την παιδικότητα των σύγχρονων παιδιών».
Όπως όλα τα καλά βιβλία γνώσεων έτσι κι αυτό, αφού ολοκληρωθεί η αφήγηση περιλαμβάνει «Λεξικό μουσικών όρων» και «Λεξικό Συνθετών και Λογοτεχνών» που αναφέρονται στην ιστορία. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με την περιληπτική παρουσίαση των εννέα συμφωνιών του Μπετόβεν.
Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση, διαπιστώνει κανείς ότι εν τέλει το βιβλίο δεν είναι μόνο για παιδιά.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Πανάου, Π. (2010). Αφήγηση και Ιδεολογία στο παιδικό βιβλίο γνώσεων, Κείμενα, 1, 2010 (keimena@ece.uth.gr).
Γιαννικοπούλου Α. (2011). Το θαύμα του κόσμου μέσα από το θαύμα της λογοτεχνίας. Θέματα επιστήμης στα βιβλία της Μάρως Λοΐζου, στο Γκίβαλου-Κατσίκη Α. & Πολίτης, Δ. (επιμ.) Η πολιτεία της Μάρως Λοΐζου, Αθήνα: Πατάκης.
Hallindale, P. (1997). Signs of Childness in Chilndren’s Books. Woodchester Stroud: Thimble Press.
Καρπόζηλου, Μ. (2009). Το παιδί στη χώρα των βιβλίων: Συμβολή στη μελέτη των παιδικών αναγνωσμάτων. Αθήνα: Καστανιώτης.
Οικονομίδου, Σ. (2017). Τα βιβλία γνώσεων για παιδιά και οι εννοούμενοι αναγνώστες τους, στο Παπαδάτος, Γ. & Παπαδόπουλος, Γ. (επιμ.) Το παιδικό βιβλίο γνώσεων, Αθήνα: Παπαδόπουλος.
Wall, B. (1991). The Narrator’s Voice. The Dilemma of Children’s Fiction, London: Macmillan.
Μια μέρα με τον Μπετόβεν
Μηνάς Βιντιάδης
Εικονογράφηση: Ράνια Ηλιάδου
Ελληνοεκδοτική
σ. 80
ISBN: 978-960-563-388-2
Τιμή: 8,90€
πηγή www.diastixo.gr