του Ανδρέα Ηλία Μακρή
Πάνε κάμποσες δεκαετίες που μας αποχαιρέτησε για πάντα ο κυρ Μιχάλης ο Φουρμούζης. Θα τον σκιαγραφούσα ασκητική λιπόσαρκη κατατομή, μετρίου μάλλον αναστήματος. Στο μεσοστράτι της ζωής ζούσε ήσυχα μόνος στα Πηγάδια απέναντι από το νοσοκομείο, αυτοεξυπηρετούμενος μέχρι προχωρημένης ηλικίας με περίσσια αξιοπρέπεια στη λιτή και απέριττη ζωή του, πεντακάθαρος και πάντα φρεσκοξυρισμένος.
Στις εξόδους ήταν συνήθως ασκεπής. Ούτε «Παναμέζικα» ψάθινα καπέλα ή Μιλανέζικα «Mπορσαλίνο», ούτε εργατικές τραγιάσκες ή μάλλινους σκούφους. Στη χάση και στη φέξη μόνο τον έβλεπες με το γαλλικό σκούρο μπλε μπερέ του. Συνήθιζε να κυκλοφορεί με το αριστερό του χέρι μόνιμα στην τσέπη και τον αντίχειρα, εμφανώς να προεξέχει. Το δεξί, το είχε ελεύθερο να κινείται ορθόκορμος δίκην στρατιωτικού σε ώρα περιπάτου…
Τύπος μοναχικός, χαμηλών τόνων και λιγομίλητος, δεν ήθελε πολλά-πολλά με τους πολλούς. Διάλεγε τους φίλους για αυτό ίσως επιλεκτικός στην παρέα του. Να προσθέσω έντιμος πού ’χε το λόγο συμβόλαιο και θεοσεβούμενος ως το τέλος της ζωής του. Aνελλιπώς εκκλησιαζόταν τις Κυριακές στη Βαγγελίστρα μας. Τα απογεύματα όμως μαζί μας γινόταν άλλος άνθρωπος παρακολουθώντας τότε από το ραδιόφωνο τις Κυριακάτικες ποδοσφαιρικές αναμεταδόσεις του εκφωνητή της Ελληνικής Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ), του θρυλικού Μιχάλη Γιαννακάκου.
Πιστός οπαδός του Ολυμπιακού απολάμβανε με την καρδιά του την δεκαετία του ΄50 την κυριαρχία της ομάδας του στο Ελληνικό ποδόσφαιρο. Αρέσκετο μάλιστα χάριν παιδιάς να μας προκαλεί, να μας πικάρει να…αλλάξουμε ομάδα οι μη Ολυμπιακοί. Ζούσε αλήθεια ευτυχισμένες στιγμές ως φίλαθλος του Ολυμπιακού, μέχρι όμως που έλαμψε το άστρο του μεγάλου Δομάζου, για να σαρώνει ως γνωστόν ο Παναθηναϊκός του Bobeck όλους τους τίτλους της δεκαετίας του ΄60 που ακολούθησε.
Φυσικά από σεβασμό στην ηλικία του (μας χώριζαν άλλωστε γενεές), μα περισσότερο από αγάπη στο πρόσωπο του που εξέπεμπε απέραντη καλοσύνη, από έμφυτη ευγένεια εμείς η παρέα του -φιλοπαναθηναϊκοί όλοι, εκτός του «Γαύρου» Ντίνου Μιχ. Λάμπρου- αποφεύγαμε να αναφερόμαστε στις ήττες του Ολυμπιακού, γιατί γνοιαζόμασταν ότι η νύχτα θα΄ταν μακρά κι αξημέρωτη…ζώντας στη μοναξιά του. ΄Αλλωστε από ελαφρύς καπνιστής, μετατρέπετo εύκολα σε βαρύ εξ αιτίας της κακής πορείας του Ολυμπιακού.
Οι ρίζες του μας διηγείτο ότι κρατούσαν από τις Πηλές, μα τα νεανικά του χρόνια τα πέρασε στον Πειραιά, στην Καλλίπολη, γι’ αυτό και η προφορά του είχε πειραιώτικη «εσάνς». Στην επαγγελματική του ζωή έκανε τον ελαιοχρωματιστή. Στα κατοπινά χρόνια εξακολουθούσε να
αναλαμβάνει μικροεργολαβίες, έτσι για χαρτζιλίκι, να…ξεμουδιάσει κιόλας όπως χαριτολογούσε! Φαίνεται η μικρή σύνταξη του ΙΚΑ και κάτι ανίψια του απ’ την Κρήτη τον συντηρούσαν οικονομικά γιατί ο ίδιος, από υπερβολική υπερηφάνεια ποτέ του δεν εκμαίευε ως μουσικός τη συμμετοχή του σε εόρτιες κοινωνικές συναθροίσεις, πανηγύρια, γάμους, αρραβώνες, βαφτίσια μια και στα νιάτα του αξιώθηκε να αποκτήσει μουσική παιδεία, που διαμόρφωσε πιθανότατα τον ευαίσθητο χαρακτήρα του.
Εμαθε «μαγκιόρικα» να παίζει το σαντούρι (μουσικότατο έγχορδο λαϊκό όργανο) με τέτοια μάλιστα μαεστρία, που οι γλυκές του μελωδίες και τα σόλο, άφησαν εποχή στις χοροεσπερίδες του Λυκείου Ελληνίδων Καρπάθου η «Αθηνά» ή του σωματείου Κυριών η «Φιλόπτωχος». Ως γνωστόν, διοργανώνονταν στα Πηγάδια, στο Κπονάκι, αρχικά στο μεγάλο λυόμενο «Romney» με τη θολωτή οροφή από κυματοειδείς λαμαρίνες στη θέση των Αγίων Αποστόλων σήμερα (πρώην αποθήκη Υπηρεσίας Ανοικοδομήσεως, μεταπολεμικά) κι’ αργότερα λίγο πιο πέρα, στην Αίθουσα Διακολιού – Μαργαρίτη.
Εκεί νά ’βλεπες τον κυρ Μιχάλη στις δόξες του. Να απλώνει τα χέρια στο σαντούρι, χτυπώντας έντεχνα με τις «μπαγκέτες» του πότε απαλά και πότε έντονα τις δεκάδες χορδές κουνώντας ταυτόχρονα και ρυθμικά το κεφάλι του μπρος-πίσω, συγχρονισμένος με τον ρυθμό. Εκεί να δεις τους Πηγαδιώτες βιρτουόζους χορευτές σε πραγματικό ξεφάντωμα με βαλς, ταγκό και «φοξ-αγγλέ» ή σούστες, συρτούς και καλαματιανούς με τους φίλους μας από τα γύρω χωριά και τους ξένους προϊσταμένους των δημοσίων υπηρεσιών στο τσακίρ κέφι, με κρητικούς χορούς και τσάμικους, συνεπαρμένοι όλοι τους από τους γλυκούς ήχους της μοναδικής για την εποχή ορχήστρας.
Για την ιστορία, την αποτελούσαν οι δεξιοτέχνες βιολιστές Μηνάς Μελάς και Μιχάλης Μηνακάκης, ο λυράρης Βαγγέλης Γεργατσούλης άσσος στις δοξαριές, ο Γιαννιός Χαλκιάς ακτύπητος τραγουδιστής και λαουτιέρης κι αν τύχαινε στην Κάρπαθο ο Γιάννης του Βασίλη Μακρή από την Αμερική; ε, αυτός κι’ αν ήταν, έπειζε το λαούτο, λες και ήταν μπουζούκι. Μακράν ο καλύτερος Καρπάθιος λαουτιέρης.
Τις καθημερινές πάλι ο κυρ Μιχάλης είχε το hobby του. Μανιώδης (μανικός στο ορθότερο) ερασιτέχνης ψαράς, ξεκινούσε με το γνωστό ελαφίσιο κι΄ ανάλαφρο βηματισμό του για το λιμάνι, με επ΄ ώμου το καλάμι της ψαρικής αρματωμένο με δυό μικρά αγκίστρια. Το ελκυστικό δόλωμα-παγίδα ετοίμαζε προηγουμένως στο σπίτι του από ψίχα βρεγμένου ψωμιού, ανακατεμένη με λιωμένες σαρδέλες και τριμμένο Καρπάθικο τυρί.
Εκεί στο μουράγιο, την άραζε όρθιος με τις ώρες. Εστίαζε ασκαρδαμυκτί το βλέμμα στον επιπλέοντα φελλό της μιχίνας (νάιλον) προστατεύοντας ταυτόχρονα από την αντηλιά τα μάτια του, σκιάζοντάς τα με το αριστερό χέρι, έτοιμος να αντιδράσει στο πρώτο τσίμπημα ψαρεύοντας γόπες, κέφαλους και κάτι λαχταριστούς σαργούς, αλλάζοντας τους τα φώτα! Τις ανεπιθύμητες «καλογριές», «κοκωβιούς» και «γιαλήνες», τις ξανάριχνε αμέσως στην θάλασσα, εκτός και παραμόνευε δίπλα του κάποια αδέσποτη αλανιάρα γάτα, ολημερίς κι’ ολονυχτίς νιαουρίζουσα στο λιμάνι, οπότε φρόντιζε να μην παραμένει πεινασμένη, κλαψουρίζουσα, ίσως τότε αρπακτική στην ψαριά του! (Δηλαδή που να ’στρεφε την προσοχή του περισσότερο, στο καλάθι με το αλίευμα ή στο ψάρεμα; τα δύο μαζί δεν προκάνεις…
Αυτό βέβαια προκαλούσε «ανταγωνιστική» διάθεση στους εξ ίσου ικανούς ερασιτέχνες ψαράδες: Γιώργο Δαμ. Αδαμαντίδη προϊσταμένου Δημοσίου Ταμείου), Τάσο Ελευθερίου (τηλεγραφικού διανομέα του Ο.Τ.Ε), Καλούδη Αυλωνίτη, Βασίλη Ν. Ιωαννίδη, Ηλία Ν. Λοϊζο και του τυπογράφου Ηλία Γ. Λογοθέτη όλοι τους αραδιασμένοι, ο ένας δίπλα στον άλλο με τις αρματωσιές τους. Φυσικό επακόλουθο γινόταν το «έλα να δεις» στο μουράγιο, με στοιχήματα και αλληλοπειράγματα, περιτριγυρισμένοι από ένα σωρό αργόσχολους παρατηρητές και την παιδική «μαρίδα» έτοιμη να ξαγκιστρώνει ψάρια!!!
Καμιά φορά το δόλωμα αποτελείτο από σκουλήκια, ό,τι καλύτερο για καλή ψαριά, κοχλιούς ή πεταλίδες εγγύηση για πρώτης διαλογής ψάρια, οπότε το βράδυ με σαργούς και σκάρους ήμασταν σε τσιμπούσι καλεσμένοι του.΄Εφερνε ο κυρ Μιχάλης το σαντούρι, έφερνε κι ο Γρηγόρης Γεωργόπουλος ο Ανθυπασπιστής το μπουζούκι, έφερναν και τις κιθάρες για «ακομπανιαμέντο» ο Κοσμάς Γιαλλουράκης ο επιπλοποιός κι ο Νίκος Σκορδάλης ο κομμωτής και η παλιοπαρέα, τό ’στρωνε στις αυλές, πότε στου Μανώλη και Μαρίας Ορφανού τον Καφενέ και πότε στο Καφεζυθεστιατόριο του Γιάννη και Στέλλας Χαρατσοχάρτη.
Εμείς ρεφενέ τα ούζα, κρασιά, μπύρες και τα μεζελίκια κι ο κυρ Μιχάλης το καλάθι που ξεχείλιζε από φρεσκότατα ψάρια ΑΑ κατηγορίας, χωρίς την παραμικρή διάθεση κομπασμού και περιαυτολογίες. Και που λέτε, δώστου τότε στα primo secondo οι καλλίφωνοι ας πούμε Γιώργος Ηλ. Μακρής, ο Βάσος Μιχ. Πιττάς ο ζαχαροπλάστης και δεύτερη χορωδιακή φωνή εμείς οι υπόλοιποι της παρέας στα άσματα: «Φραγκοσυριανή», «Όπου Γιώργος και μάλαμα», «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Αγάπη πού’ γινες δίκοπο μαχαίρι», «Στρώσε το στρώμα σου για δυό» διαχρονικά σουξέ των Βαμβακάρη-Μητσάκη-Τσιτσάνη-Χατζηδάκη και Θεοδωράκη αντίστοιχα.
Στα διαλείμματα για πόσιν και βρώσιν «χανόταν η μπάλα» με τα χαριτωμένα ανέκδοτα, το καυστικό χιούμορ και τις πνευματώδεις ατάκες του Νίκου Γιάννη Ιωαννίδη, άπαικτος, χωρίς αντίπαλο ή όταν ο Ελληνο-ιταλός που ξέμεινε στην Κάρπαθο από τον πόλεμο Sergio Gattulli μερακλωμένος, σιγοτραγουδούσε solo την ιταλική επιτυχία: «Vola colomba bianca vola!» το γνωστό μας ελληνιστί: «Άσπρο μου περιστέρι πέτα» που το τραγουδούσε όμως ταυτόχρονα στα ελληνικά με δυνατή φωνή ο Δημήτρης Β. Μουστακάκης για να τσιγκλάει τον Gatulli… ο οποίος ψιλοενοχλημένος, σε σπαστά ελληνικά, του έλεγε:
«Αsto vre, diko mou afto ine tragoudi».
Περασμένα μεσάνυχτα πια υπό το σεληνόφως, θυμόμασταν και τα δικά μας αγαπημένα Πηγαδιώτικα. Το μουσικότατο και άκρως ρομαντικό: «Ανεβαίνω στην Δαματρία, κρίμα τ΄ανεβάσματα» ή το φουριόζικο
πατριωτικό: «Πηγάδια μου, που σου κτυπά, το κύμα με το νάζι», για να ανοίγουν τότε οι γρίλιες στα παράθυρα, να απολαμβάνουν τις τραγουδιστικές μας επιδόσεις οι ρομαντικές Πηγαδιώτισσες, πάσης ηλικίας και τάξεως!
Ωραία χρόνια για αναπόληση…
Αφιερωμένο στον αξέχαστο Κυρ Μιχάλη τον Σαντουριέρη μας.
Από το βιβλίο μου: «Τα Πηγάδια των αναμνήσεων! και πως να τα ξεχάσεις…
φωτογραφία Σούλα Διακίδη Μπέρτου