Μιχάλης Μακρυμανωλης: “Τα Θάματα !!! ’’

Μιχάλης Μακρυμανωλης: “Τα Θάματα !!! ’’

*******
… Τρίστομος … Έξε του Νοέβρη , αρκετά φεγγάρια μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο…
Κακοχρονέα … Κακοσύνες , Αέρηες και λίες βροχές … Oι αγριλλοί ελίοι , αμμέ κι οι λίοι έν εξερτώσα…
Μέρες τώρα , κι η Προβέντζα έν λέει να σκλοπάρει … Ο Τρίστομος είναι γεμάτος Κασιώτικα , Χαρκίτικα και Καλύμνικα κα’ί’κια… Έχει κι ένα Συμιακό !!! Κάθε βράυ , ο καφενές είναι τσιττάκι … Οι καπετανέοι μικρομέαλοι , λέου τα βάσανά τω και ανησυχχού για τα μελλούμενα… Οσάν εβρού απανεμιά , πάσι με τις φελλούκες τω , μέσα βάντα του Τριστόμου και πιάννου ότι μπορού…
Μνιά αρέλλα ομπρός στο πιά’ι’ , είναι γεμάτη με πίννες , καλόγνωμες και ‘χταπόγια συντζώντανα…
Η Καλλά η Ουκενία στο πό’ι’ , από την αυγκή μέχρι τα μεσάνυχτα… Μέχρι να γνοιαστεί τον φούρνο , τον Μύλο , τον κήπο , τον καφενέ , τα έθνη … περνά η ώρα και δεν την παίρει χαπάρι…
Τίποτε όμως την κόβγκει , και είναι ανήσυχη όλη την ώρα … Κάθε λίο και λιάκι , ανεαίννει μέχρι το Μύλο , ξαννεί πάνω , ξαννεί όξω προς τα στόματα , θωρεί την θάλατσα απού καλληκεύγκει τα νητσία , κάμνει τον σταυρό της , μουρμουρίντζει τίποτε λόγια… και κατεαίννει πάλι να συνεχίσει τις βουλιές της…
<< Ταν έχεις τ’αέρφι Βουκενία κι είσαι έτσιά ; >> να την ρωτά η αερφή της η Κυραννία …
<< Ταν έχω ά μάφε… Έν θωρείς ετούτο το ξέσκονο και το ξάνεμο ; Ήλεα πως είεννα μποατσάρει , να ρτού οι Σαριάτες ,να μας φέρει και μερικά μπουκάλια λάι η ανιψιά μας η Μαρινία όπως κάμνει κάθε χρονέα , αμμέ έν τά’ χει σκοπό … Έν έχομε καθέλου λάι για τους λουκκουμάες , ξέεις τα; Ίσια ίσια μισό μπουκάλι για τα καντήλια τ’Α’ί’ου … >>
<< Μην χολιάς τ΄αέρφι …Ο Μεαλόχαρος , έ θα μας αφήκει έτσια…>>
<< Λέω τα και γιό παιί μας , λέω τα … αμμέ αν δεν μαι’ι’νάρει μέχρι το νηχατό , μήε από στεριάς , μήε από το γιαλό θα νεφάνει Άθθρωπος… Τέτοια κακοχρονέα , μήε εκούστει , μήε εφάνει …>>
Ξημερώννει η παραμονή το ίδιο θέπιστι…
Έεε… χωρίς λουκκουμάες θα πομείνομε Χριστιανήτες μου !!!

**************

… Πέρα Πανα’ί’α !!! Νοέβρης … λίγα φεγγάρια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο…
Απέραντος τόπος , ο τόπος μας !!! Τυραννισμένος αμμέ ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ !!! Μεροστράτια και ουλίες απού έν αποκάμνου …
Μνιά κουστουέα χώμα και Ωκεανοί πετροχάλικα… Κι όμως , δεν λείβγκεται τίποτε… Οι Αθθρώποι του , τον ήβρα άγριο και τον εμερώσα… Πιθαμή δεν επόμεινε άσκαφη… Εχτίσα τοίχους και ασταούς , που αν τους συγέσεις , θα κάμεις τον γύρο της γής …δυό και τρείς φορές !!! Να προφυλάξου το λίο χώμα , να μην το πάρου τα ποτάμια και οι αέρηες … Το κοπρίσα , το σκάψα ,το σπείρα κι αυτό για να τους ευκαριστήσει εν τους ήφηκε ποτέ νηστικούς… Αθθρώποι έξε’φτά πιθαμές πάνω από την γή , αμμε με ΨΥΧΗ γίγαντα !!! Όχι ,όχι !!! Δεν είναι σαν τους άλλους τόπους τούτος ο τόπος… Μήε οι Αθθρώποι του … έν έχου νεκατεμό με τους αποέλοιπους …
Συφφωνεί κι ο Ήλιος απού γιααίννει με τον αναπά του , μόλις απροέλλει πάνω από τη Λακάνη… Συφφωνεί και το Φεγγάρι απού γιααίννει σαν απουντζαριστό … από’ που κι αν απροάλει !!! Συφφωνού και τα ΤΥΧΕΡΑ άστρα , απούνε αντίκρια του , θαμπόνουτται από την ομορφιά του και δεν χορταίνου κάθε βράυ να τον ξαννοίου !!!
Ξεχωριστός τόπος και ξεχωριστοί Αθθρώποι απού μάθα να ντζού χωρίς την βοήθεια άλλων… Με ποτάμια ιδρώτα , με βάσανα και χίλιους κόπους , εδαμάσα την φύση κι έχου απ’όλα !!!
Έχει όμως και μερικές χρονές , σαν την εφετινή , που όσο και να την σκάψου ,να την κοπρίσου και να την ποτίσου ,τούτη την γή , των τα βίει όλα με το σταγονόμετρο… Αυτοί όμως έν χάνου το θάρρος τω…Έχου ΠΙΣΤΗ κι αυτή η πίστη είναι βαθέα ριντζωμένη μέσα τους … Πίστη στο Θεό και στους Α’ί’ους !!! Μνιά ΜΕΑΛΗ παρηοριά τούτη η πίστη , αντάσουρα αν είναι από υναίκες , απούνε μοχαχές… αφού τα παιά τω τα πήρε η ξελογιάστρα η ξενικιά και τον άντρα τω η << μαύρη μοίρα…>>
Νοέβρης , λία φεγγάρια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο…
Είπαμέ τα ; Ά , να τα ξαναπούμε αμμ’ έν πατσέρει… Προπαραμονές τ’Αη Μηνά , του Μεαλόχαρου !!!
Η Καλλά η Μορφηνούλα , εκάετο στην Πέρα Πανα’ί’α , πέρα βάντα του χωριού …
Εποσύναξε και νέμενε ν’ανοίξει του Παραγιού η Μηχανή για να πιάσει νεπέτι …Τούτες εά τις ημέρες ήτο ίσα μπρός με τα έθνη… Ήθελε να πάει και στον Παλιαρμότη , αμμέ εν ήβρε αραβα’ί’σι , από τις ερημουουλίες … Επόλεικε όμως ένα μπουκάλι ελάι κι ένα Άρτο ,απού τον είχε τάξιμο , με την Μυροφόρα και τον Μανωλή !!! Το ίδιο τάξιμο είχε και για τον Άη -Μηνά … Να φυλάου τα παλληκάρια της απού υρίντζου τις Θάλατσες και τις ξενικιές , αμμέ και την μοναχοκόρη της … Ήρτε στο χωριό να ντζυμαρώσει και σηκώθει την βαθιά αυγκή να ντζυμώσει , να κεντήσει τον φούρνο, για να φουρνήσει τον Άρτο και τα εφτέρια !!! Οσάν επόκαμε τις απ’ όξω ύρου επερεσίες , ελούστει , ήλλαξε και μόλις εασκέλησε την οφλέα της να πάει να φέρει το μουλάρι να το σαμαρώσει, ακούει τίποτε σαν βροντές… Ξαννεί απάνω , ο καιρός μουλλία αμμέ μήε εφύσα μήε ήβρεχε… Αμμ , ως στα να είς και πούσε , ήρτα εκείνα τα μαύρα ανέφαλα και κείνα τα αστραπόβροντα , εκείνο το ξάνεμο , εσού και μόνο… Για δυό τρείς Πατερημούς , ήριξε κάτι θερεμένες ψιχάλλες , ήκοψε ο αέρας αμμέ τ’ αστραπόβροντα εκλούθθα τό’ να , τ’ άλλου …
<< Ετώρα ; Πώς θε να ενώ , εγιό και μόνο… Έ Μεαλοχάρητε , θαματουργκέ μου Άη μου Μηνά … Πώς νά’ρτω , με τέτοιο καιρό να σου φέρω τον Άρτο σου ; >>

**************

… Στην Πάφο της Κύπρου μας , είχε ένα Νυδρέ’ι’κο τρεχαντήρι ” ΤΑΞΙΑΡΧΗ ” το λέα !!! Ήτο φουρτωμένο μέχρι τα μπούνια με ξύλινα ‘αρέλλια εμάτα με κόκκινο κρασί κι άλλα πήλινα λα’ί’νια με λά’ι’ !!! Είχε και ασκάγια και κεράκια … και ετοιμάντζετο να σηκώσει άγκυρα για την Ύδρα … Ένα παλληκάρι από την Έμπα Πάφου , Ιωάννη Κωνσταντίνου τον ελέα , απού’ το κανακάρης με πολλά αμπελοχώραφα και πολλές ρίντζες ελιές , είχε ένα τάξιμο στον ΠΑΝΟΡΜΙΤΗ της Σύμης* . Θωρεί τ’ όνομα του κα’ι’κίου , βρίσκει τον καπετάνιο και τον ρωτά αν εμπορεί να ξωστρατίσει από την ρότα του και να πάρει το τάξιμο στον Πανορμίτη της Σύμης και θα τον επλέρωννε όσο ήθελε …
<< Ταν είναι μαθές το τάξιμο ; >> ρωτά ο καπετάνιος , λέει << … Τέσσαρα αρέλλια , τρία με λα’ι’ κι ένα με κρασί !!!>>
Ο Καπετάνιος απού’θελε κι αυτός από καιρό να πάει να προσκυνήσει τον ΜΕΑΛΟΧΑΡΟ , αμμέ ποτέ έν ετύχχαιννε , λέει << παίρω τα και δεν θέλω πλερωμή !!! >>
Μνιά κι ο καπετάνιος ήτο Άθθρωπος … του εμώννει και κείνου δυό μεάλα παγούρια λάι κι άλλα δυό με κρασί , ετοιμάντζου και τα αρέλλια , τα ‘έννου πάνω στην κουβέρτα γιατί τα αμπάρια ήτο έμάτα , γράφου τα πανωγράμματα ” ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΟΡΜΙΤΗ ΣΥΜΗΣ ” λύννει κάβους και σηκώννει πανί το τρεχαντήρι…
Ο Καπετάνιος πιάννει το ημερολόγιό του και γράφει…
<< Σήμερον 7 Νοέβρη 1937 και ώρα 5:00 πρωίαν , αποπλεύσαμε από την Πάφο της Μεγαλονήσου δια την Ιταλοκρατούμενη Δωδεκάνησο , προς παράδοση ταξίματος από Κύπριον Χριστιανόν στην ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΟΡΜΙΤΟΥ Σύμης !!! Ο Προστάτης μας , ο Άη – Νικόλας ας γιααίννει ομπρός και μείς θα του κλουθθούμε !!! >>
Κάμνει τον Σταυρό του και πιάννει το τεμόνι !!!
Η Θάλατσα κόλλα … Σε λίο αρκινά ο << Πάνω χορός … >>

**************

… Πέρα Πανα’ί’α !!! Και κειά απού’ το έτοιμη να μπεί μέσα την οφλέα και να βάλει ιπλό κόντα μερί, ακούει μνιά φωνή …
-Χάλα , χάλα ‘ξω μουλάρι !!! Σάλευγκε γιατί θθε να νυχτιαστούμε μέχρι να πάμε στο Φοίλιος … Ξαννεί πέρα βάντα προς του Κουφίνου την Καμάρα και θωρεί με το φώς της αστραπής έναν Άθθρωπο πάνω σ’ ένα ψαρό Μουλάρι … Από την φωνή , της εφάνει πώς ήτο ο Παπά – Μηνάς , ο Μινα’ί’δης ο Ωργκής …
Ως στα να νεκαμμήσεις , σαμαρώννει , πιάννει τον Άρτο , κρεμμάντζει τον τουβρά στο δεξί σκαρβέλλι , φοντζιάντζει το καπίστρι , καλληκεύγκει το Μουλάρι και κόφτει να σταυρώσει τον Άθθρωπο με το ψαρό Μουλάρι … Ωσάν εστράτησε κι ανέαιννε πάνω πρός τ΄Ανάκυμμα , εκείνος επόκαυγκε … Εφώναντζε , αμμέ με τις βροντές , έν ήκουε Θεού βροντή … Επεράσα ψηλά από την Πραστιώτιτσα , από τον Άη -Νικόλα και κάτω από τον Γυντζουρά , τα ίδια … Μόλις είεννα νεφάνει σ’ ένα ακρί , να τον εεί πέρα βάντα … Σαν νά’ κουε κι όλα πως εχαμοτραούει… και σαν νά’ κουε λέει κι ένα κουούνι … Από τα μισά και πέρα , έν εκούουττο πλιό βροντές … μόνο οι αστραπές εκάμνα την νύχτα μέρα… Σε μνιά μεάλη αστραπή , είε πως το Μουλάρι ήτο στο φρούι του κρέμμου …αμμ’ έν εφοήθει… Ο Ωργκής γιαίννει ομπρός και το Μουλάρι είχε περάσει πολλές φορές από τούτη την στράτα και ξέει να βλατίντζει τους κρέμμους και τις κακοτοπίες … Ο Ωργκής ήτο καλός Άθθρωπος αμμ΄΄ητο και παράξενος … Σίουρα θα την είε , την εγνώρισε και επειδή ήξευρε πως εφοάτο , έν εκροστέκετο να γιααίννου μανζτί … Άμεσουά και μ’ είε και μου τα κάμνει πιταυτικού… Αμμ’ είναι σίουρα αυτός εά καλέ ; Να ρωτά από μέσα της … Σε μνιά βόρτα απού τον είε σιμά , σαν νά’ε και το άσπρο του ποκάμισο με τον κοντό γιακά … Αμμέ πού’νε μάφε η Χρουσάφα κι εν υπάσι μαντζί …
Αγάντα να τον προφτιάσει , αγάντα να τον προφτιάσει , εποσώσα στο Φοίλιος και πιάσα πλέα το σοπάτι… Ετώρα ήκουε και εμιλίες … Κανείς επερίκαιε ελαιοχάλια πέρα βάντα … Είε και φως από το πλαθύρι της Κούφης … Επόσωσε , έξεκρέμμασε τον Άρτο και τον τουβρά , είεσε το Μουλάρι σ’ένα σκίνο , στη βάντα του ψαρού Μουλαρίου , απού’ χε κουούνι … του νεχείλισε την μπούρντα με τ’ άχερα και τις αγροφακκές και ενέφανε στην πόρτα της Κούφης …

*******
Τρίστομος … Πρίν ακόμη σηκωθεί η Καλλά η Ουκενία , ήκουσε τίποτε χτυπηματές … Ντούκ… ντάγκ… Σαν να χτύπα κανείς σίερα πάνω στις πέτρες… Σηκώνεται άσαχτα – άσαχτα για να μην ξυπνήσει τα παιά της και την αερφή της , άφτει την λάμπα , βγκαίννει όξω από το σπίτι και τα να εί… Μιά βαρέλλα ολοκαίνουργκια ,να την χτυπά το κύμα πάνω στις πέτρες… Ξυπνά κι η αερφή της , διαβάντζει το πανώγραμμα με τα μισοσβησμένα γράμματα , ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΟΡΜΙΤΗ ΣΥΜΗΣ ,φωνάντζει Θάμα , θάμα … και κάμνει τον σταυρό της … Χτυπά την καμπάνα… Εξυπνήσα όλοι !!! Ξυπνά κι ο Παππάς από τον Μύλο !!!
<< Ο Ά’ι’ος , είπε με γυνατή φωνή , κι ο Ποσειδώνας … κάτω του καρύου του … ήκαμε το θάμα του !!! Να << κλέψομε… >> ένα παγούρι λάδι από την βαρέλλαν και το υπόλοιπο να το στείλομε στην Σύμη με τον Καπετάν Ζαχαριά , είπε και έδειξε τον Συμιακό καπετάνιο !!! >>
Όλοι εκάμνα τον σταυρό των !!!
Είες απού σου τά’ λεα Ουκενία μας , να λέει η Κυραννία στην αδερφή της … Έν είεννα μας αφήκει έτσιά ο ΜΕΑΛΟΧΑΡΟΣ , να λέει και ν΄ανεκουμπώννει τις μανίκες της για να κάμει τους λουκκουμάες …

**************

Άη-Μηνάς … Μόλις ενέφανε στην πόρτα της Κούφης , επομείνα όλοι χασκαστοί… Εστάθει η λύρα , εστάθει και το λαούτο…Όλοι εξέα πόσο Θεοσεβούμενη ήτο τούτη η υναίκα… κι όλοι εξέα πως εφοάτο και έν ελάλλερε ποτέ της νύχτα… Κι όλοι , έν επιστεύγκα στα μάκια τω… Η ώρα ήτο περασμένη και κοντεύγκα τα μεσάνυχτα …
Έ Μορφηνούλα … Πού ΄σου καλέ ογιά τέτοια ώρα ; Της είπε η ειτόνιτσά της η Μαρινία … Εσού φοάσαι και κλειαμπαρώνεσαι μέσα με το μούχριασμα … Τώρα ήρτες , για ογιά ‘ησου ;
Το και το και το… Ευτυχώς ο Άθρωπος … Αμμέ πού’ νε καλέ ο Ωργκής ; Το Μουλάρι του είναι απ’ όξω εμένο…
Ακούει αυτά ο Νικολής του Μηνά του Μπαλασκά , κι ήμπε και σταυροκοπιέτο…
-Έ Μορφηνούλα …είπε με τρεμάμενη φωνή… Τον Γιωργκή και την Χρουσάφα τους εντίυρα , εγιό απού με θωρείς οψέ το πρωί , για την Πύλα …
Ταν είν καλέ Νικολή απού λέεις… Και το ψαρό Μουλάρι με το κούνι απ’ όξω βάντα , του ποίου είναι ;
Βγαίννου όλοι όξω βάντα , μήε ψαρό Μουλάρι εία , μήε κουούνι εκούσα …

Φωτο. 1) ΙΩΑΝ.ΕΜ.ΜΑΚΡΥΜΑΝΩΛΗΣ ,
2 ) ΜΙΧ. ΕΜ. ΜΠΑΛΑΣΚΑΣ .

*Στις ΙΕΡΕΣ μνήμες …
Γιατί η θύμηση πάνω απ’ όλα , είναι ΣΕΒΑΣΜΟΣ , κι ο ΣΕΒΑΣΜΟΣ είναι θεμέλιο της ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ !!!
Και μείς , ΟΛΟΙ εμείς , είμαστε από τον ΟΛΥΜΠΟ της Παράδοσης … Την Έλυμπο Καρπάθου !!!

** Με πατριωτικούς χαιρετισμούς στούς Ηνεμοεσσίτες όλης της γής , όπου κι αν βρίσκονται ,
ειδικά στούς Πατριώτες, χωριανούς και φίλους εκεί στις << Δυτικές Ινδίες … >>
***( Αναδημοσίευση από την εφημερίδα μας ‘’ Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΟΛΥΜΠΟΥ ‘’ αρ. Φυλλ. 385 )

6.11.2023

Καρπαθιακα Νέα