Με τον Κωστή συμμαθητέψαμε, συγκατοικήσαμε και ξεσκολίσαμε μαζί από το εξατάξιο Γυμνάσιο Καρπάθου το 1957. Τα τέσσερα τελευταία χρόνια μέναμε σ’ ένα σπίτι – σταύλο, όπως λέγαμε τότε τα σπίτια που νοικιάζαμε, στον Άη Βασίλη στο Απέρι, κάτω από τον κεντρικό δρόμο. Από εκεί πέρασαν πολλοί πριν και μετά από εμάς: Γιάννης Διακαντώνης, Μανώλης Πύργος, για να αναφέρω μόνο δύο.
Ο Κωστής κληρονόμησε την καλωσύνη και εργατικότητα από τη μεριά του πατέρα του, του Μηνά του Κωστή, και την αγάπη και κλίση για τα γράμματα από τη μεριά της μάνας του, της γνωστής οικογένειας Παπαμανώλη. Μαθητής πάντα αριστούχος στο Δημοτικό Σχολείο Ολύμπου και στο Γυμνάσιο, με ιδιαίτερη κλίση στα φιλολογικά, και ήταν παραδεκτό από όλους εμάς πως στη διαδικασία διάδοσης και συνέχισης της γνώσης ήταν ο φυσικός διάδοχος του γνωστού μας καθηγητή των αρχαίων, Ιωάννη Σκαρδάση.
Πάντα διεκρίνετο για την ευγένεια, την τάξη και το ήθος στην καθημερινή μας συμβίωση στα δύσκολα εκείνα χρόνια. Πολλές φορές και μετά το απογευματινό μας διάβασμα διασκεδάζαμε με στιγμιαία γλέντια. Σ’ ένα από εκείνα, με το πέρας της φοίτησής μας, με τον ήχο της λύρας του Γιώργου Νικολάου και τη συμμετοχή πολλών, μου είπε την μαντινάδα που έκτοτε μου υπενθύμιζε πολλές φορές:
Τέσσαρα χρόνια μείναμε μαζί στον ίδιο σταύλο
και τώρα δε θα βλέπει πλιο σα θέλει ο εις τον άλλο.
Τελειώνοντας το Γυμνάσιο χωρίσαμε, πήρε καθένας τον ξεχωριστό δρόμο του και πάντα διατηρούσαμε επαφή. Ο Κωστής μεσουράνησε στα επιστημονικά του επιτεύγματα στη μακρά πανεπιστημιακή του διαδρομή, η προσφορά του αναγνωρίστηκε και τιμήθηκε στο έπακρο από την ευρύτερη ακαδημαϊκή κοινότητα.
Μεγάλη η συγκίνησίς μου όταν πρόσφατα βρέθηκα στη Βυτίνα Αρκαδίας και είδα στη Δημοτική Βιβλιοθήκη τον ογκώδη τιμητικό τόμο, με τη φωτογραφία του Κωστή, αφιερωμένο από πανεπιστημιακούς συναδέλφους του για την προσφορά ζωής στην έρευνα και ειδικά στο χώρο της Γλωσσολογίας. Κι εμάς όλους, Ολυμπίτες, Καρπάθιους και μη, μας έκανε υπερήφανους για τη γνωριμία με ένα τέτοιο ξεχωριστό άνθρωπο, για τον οποίο μόνο καλά λόγια μπορεί να πει κανείς.
Τα λέγαμε πολλές φορές πάντα αναπολώντας τα παλιά. Μια από αυτές στο Διαφάνι του δείχνω μια φωτογραφία και του λέω: «Κωστή, κάτι με τράβηξε και έκανα μια περιήγηση (καλοκαίρι 1983) στην παλιά μας γειτονιά και, όπως βλέπεις, ο σταύλος μας “εούλησε”» – μέρος από το δώμα από πηλό είχε καταρρεύσει.
Την κοιτάζει και μου λέει: «Θυμάσαι μια βροχερή βραδιά που κοιμόμαστε – σ’ ένα υπερυψωμένο σανίδωμα καθένας με τα δικά του ρούχα στρωμνής – και σου λέω: – Νικολή, κάνε πιο πέρα να κουνηθώ και ’γω γιατί “στάτσει” πάνω στη κεφαλή μου!».
Η ζωή είναι πράγματι στιγμές. Πάνω τους εστιάζεις τη μνήμη, αναπολείς τα παλιά και με κάποιον τρόπο παίρνεις κουράγιο για το μέλλον.
Νικόλαος Μ. Αναστασιάδης