«Μονοβασιά» η… μπαμπέσα!

«Μονοβασιά» η… μπαμπέσα!

Γράφει ο Ανδρέας Ηλία Μακρής

Σού έλαχε στη ζωή σου Φίλε, να βρεθείς σε Απερίτικο γλέντι, εν χορδαίς και οργάνω και μάλιστα, τιμώμενο πρόσωπο; Θα σε κερνούν εύθυμες εκ Βαλαντούς ορμόμενες απαιτητικές γλεντήστρες και θα σου επιβάλλουν καταναγκαστικά σαν καθαρτήρια ευλογία, την οινοτελεστία της «Μονοβασιάς(1)».
Ε, θαρρείς και υφίστασαι καψώνι παρόμοιο μόνιμου επιλοχία, «Μάνας του Λόχου» που σου επιφυλάσσει ρόλο υποτακτικού και υπάκουου νεοσύλλεκτου φαντάρου.
Θα πάθεις σου λέω, την πλάκα της ζωής σου:
«Τίνος είν’ η κούπα η Μονοβασιά;
του καπετάν…Αντρέα είναι, του «Μπέη!» του «Πασσά!»
Πιες την γιέ μου, πιες την και ξαναγέμισέ τη,
και βρες το γείτονά σου, που κάθεται κοντά σου.
Ας την ανεβάσουμε στα επουράνια…
κι ας την κατεβάσουμε στα καταχθόνια…
Δώσ’ της μια να πάει κάτω
για να βρει κορφή το πάτο, πάτο, πάτο,
και φιλού τη, κι από κάτω!»
Στην κορύφωση της «κρασοκατάνυξης», αν καθυστερήσεις να ξεμπερδέψεις με τις τελευταίες-τελευταίες στάλες του κρασιού -μέχρι να στραγγίσεις την κούπα, που λέει ο λόγος- ανυπόμονες και απτόητες για το επόμενο «θύμα», συνεχίζουν ασταμάτητα:

«Άδειασέ μας το ποτήρι και δεν κάνουμε χατίρι!»

Kαι εσύ, «Μπέης» και «Πασσάς» όπως τραγουδιστά και με υπερβολικές υποκριτικές περιποιήσεις σε κανακεύουν οι τροφαντές αλλά και γλυκύτατες γλεντήστρες, οι οποίες με το έτσι θέλω, με φιλική βία όπως μερικοί άνθρωποι χρησιμοποιούν σε αδύναμους χαρακτήρες, αντί «ροδόστα(γ)μο», σε ποτίζουν brusco μεθυστικό κρασί.
Και ελό(γ)ου σου, μακράν να είσαι μπέκρος, μέθυσος, πότης, τζιμάνι ψημένος στην πιάτσα με κότσια αντίδρασης, περιδεής στη θέα του μεγέθους large κρασοπότηρου να σου κάνουν ντόκα(2) και έμφοβος μη χυθεί το υπερχειλισμένο κόκκινο κρασί πάνω σου και σε περιλούσει -πάει και το κοστούμι σκέφτεσαι- κάθεσαι σαν κότα αγόγγυστα και το κατεβάζεις μονορούφι μέχρι τελευταίας σταγόνας, όπως το θέλει η λαϊκή Μούσα:

«Θέλεις, δεν θέλεις, δεν μπορείς, δεν είσαι στα καλά σου,

εκείνες με το τρόπο τους, σε φέρνου στα νερά τους!»

Και βεβαίως, πάντα υπό συνεχή επιτήρηση, με το βλέμμα τους καρφωμένο πάνω σου όλο καχυποψία -ως προς τις προθέσεις σου- μην τολμήσεις σαν πονηρός ανατολίτης τη «ματσαραγκιά» και αδειάσεις τεχνηέντως το κρασί στον πάτο… κάτω από την τάβλα στα «καταχθόνια».
Αλίμονο σου!… Αλίμονο σου!… Θα διωχθείς πάραυτα πειθαρχικά προς φρονηματισμό, με δεύτερο συνεχόμενο κρασοπότηρο. Θεός φυλάξοι!… Στην ιδέα και μόνο τρέμει το φυλλοκάρδι σου.
Άσε που ακούς τα σαΐνια τις γλεντήστρες να σε παραμυθιάζουν τώρα: «Άλλη μία δροσιστική… γουλιά Ανδρέα».

Να σε δουλεύουν και με τη ρήση:
«Κόκκινο κρασί -τάχα μου- ελιξίριο ζωής!..»

Τα υστερινά πια είναι γνωστά και αναμενόμενα. Με μια κίνηση απόλυτης αποστροφής ξινίζεις το πρόσωπο σου με ένα μορφασμό που κάνει «μπαμ» η βαθιά σου απογοήτευση -αν όχι απέχθεια- από τη στυφή γεύση και επίγευση του υπόξινου οίνου που μόλις υπερκατανάλωσες, λες και σε κέρασαν το του Σωκράτους «κώνειον»!

Και εσύ, κυριλέ, στην παραζάλη της μέθης αφού κατέβαζες τα ποτήρια με κόκκινο δυνατό κρασί σαν διψασμένος να δροσισθεί το λαρύγγι σου, πίνοντας το «κατaπέτασμα», υπό κατάρρευση διατελών από βέρτιγκο εξ αιτίας της «κρασοσπατάλης», με στομαχικές αναταράξεις του θανατά, αποχωρείς σε κατάσταση ψόφιου κοριού υποβασταζόμενος, τρεκλίζοντας και τραυλίζοντας κάτι ακατάληπτες λέξεις και μπερδεμένες έννοιες, σαν άλλος Ορέστης Μακρής -κατά σύμπτωση συνεπώνυμος- ανεπανάληπτος στον αξέχαστο ομώνυμο κινηματογραφικό ρόλο του «Μεθύστακα».

Θα τα ακούσεις άλλωστε την επόμενη μέρα με παιγνιώδη διάθεση -αν όχι χλεύη- από κακεντρεχείς συγχωριανούς σου καθισμένος σαν βρεγμένη γάτα στον καφενέ, κάτωχρος, κατηφής, βαθυλο(γ)ϊσμένος κρατώντας ένα κεφάλι βαρύ σαν αργίτικο πεπόνι και δεν τολμάς ο φουκαράς να βγάλεις ούτε κιχ!
Να έχεις και τη βιβλική φυσιογνωμία του συνταξιούχου δασκάλου σου στην απέναντι γωνία, απόμακρο και απόκοσμο να βλέπει το μαύρο σου το χάλι και από λύπηση να μορφάζει, να κουνά το σεβάσμιο κεφάλι του λες και είσαι ο μόνος, άρα καθόλου, μα καθόλου συγχωρητέος και να σε σχολιάζει ευτυχώς αρχαιοπρεπώς, να μην καταλαβαίνει και πολλά-πολλά το πόπολο:
«Ανδρέα, Ανδρέα!
Πάλιν τον καύκον έπιες, πάλιν τον νουν απώλεσας…».

Μα αυτοπαρηγορείσαι, δεν είσαι δα και ο μόνος ταλαίπωρος. Ού ού, κάνεις μόνος σου τη χαρακτηριστική χειρονομία δείχνοντας το πλήθος των ομοιοπαθών «βαρελοφρόνων» στουπί στο μεθύσι, να γέρνουν σαν αθώο σφάγιο το κεφάλι στο στήθος, ενώ άλλοι, ημιθανείς, ξέπνοοι να ακουμπούν το κεφάλι στο τραπέζι με τα χέρια μαξιλάρι παραδομένοι σε νιρβάνα και να συναγωνίζονται στο πιο μακρόσυρτο και πολύχορδο ροχαλητό.

Βλέπεις στο τελετουργικό της «Μονοβασιάς», η υστερία είναι συλλογική, η παράκρουση ομαδική με τις γλεντήστρες «Κυρίες επί των τιμών» σε ατμόσφαιρα θεϊκής παραφροσύνης, να σε ανεβάζουν στα «επουράνια» με παλατιανό πρωτόκολλο και Μέγα αυλάρχη… την Αυτού Μεθυστική Υψηλότητα τη «Μονοβασιά. Κοίτα που μας προέκυψε και ανακτορικός τίτλος ευγενείας… Α.Μ.Υ !…
– Άντε, και του χρόνου.

Εγκάρδια η ευχή που ακούς, αλλά ταυτόχρονα κάποιοι κωλοπετσωμένοι ή αλλέως πως, παλιές καραβάνες συμπληρώνουν με νόημα την ευχή:
– Αλλά, ολόρτος!…

Γιατί λέει, άκουσον, άκουσον! Σε περίπτωση μέθης οι γνωρίζοντας καρπάθικα γιατροσόφια όπως λ.χ, ο «Μουστάκιας», παραδοσιακός τύπος του καφενέ καυχησιάρης και φλύαρος, σωτήριο, λέει αντίδοτο να ξεμεθύσεις, τα κοπανισμένα κρομμύδια κάτω από το υπογάστριο, στο όσχεο (στα αχαμνά!… αν το αποκρυπτογραφώ σωστά), αν θέλεις να πάψεις να ελεεινολογείς τον εαυτόν σου, ανήμπορο να αντέξει το αλκοόλ, ποσοτικά και ποιοτικά… Αλλιώς, επιμένει ο «Μουστάκιας» θα καταριέσαι την ώρα και τη στιγμή πού έμπλεξες με τις ξελογιάστρες ιέρειες… της «Μονοβασιάς».

Δεν βαριέσαι, φίλε! Μια ζωή την έχουμε κι αν δεν τη γλεντήσουμε, τι θα καταλάβουμε, τι θα καζαντίσουμε… Εσύ, παρά των παθών σου τον τάραχο, κολλημένος με την ατμόσφαιρα της μεθυστικής «Μoνοβασιάς». Ευκαιρίας δοθείσης, διόλου παράξενο κάτι το κρασάκι να τρέχει ποταμηδόν, κάτι η περιστασιακή συντροφιά αργόσχολων γλεντοκόπων με το «καλώς να σ΄ εύρω», «καλώς να ορίσεις», πάλι από αναγούλες, «σηκωτό» θα σε πάνε οίκαδε stand by ερυθροσταυρίτες. «Οι… καλοί μας άνθρωποι», όπως θα έλεγε ο Μεγάλος Θανάσης Βέγγος.…

Μά, έτσι δεν γίνεται αναρωτήθηκα, απαντώντας καταφατικά στη ρητορική μου ερώτηση. Εσύ πάντως καλού-κακού, φρόντισε στο σπίτι να έχεις επάρκεια κρεμμυδιών. Ένα «σεράι»(3) ας πούμε. Προς Θεού! Μην ξεμείνεις από το «αντιμέθης» πρώτων βοηθειών κομπογιαννίτικο φάρμακο και όχι βέβαια φαγώσιμο, προς διατροφική κατανάλωση.

«Oh, Mama mia», μονολογείς, νοιώθεις ναυτία, αποστροφή, φτύνεις στον κόρφο σου τρεις φορές και δεν σταματάς να ελεεινολογείς τον επιρρεπή εαυτούλη σου.
«Βλαξ! Το πολλάκις εξαμαρτείν, ουκ ανδρός σοφού».

Τουλάχιστον, λέω εγώ τώρα μετά από δεκαετίες παρόμοιων ή σχεδόν παρόμοιων περιστατικών, αφού άμα μικρομάθεις, δεν γεροντοαφήνεις -ναι, ναι, φρικτόν ειπείν- ρίξτο στο χορό αυθόρμητα ή προσποιητά δεν έχει σημασία, μπας και εξαερώσεις το αλκοόλ… Να αποκαταστήσεις κάπως, την πολλαπλώς τρωθείσα αξιοπρέπεια σου και ας είναι διαπεραστική η σπιρτάδα του ιδρώτα σου που έτσι και αλλιώς θα λουστείς και σε ακραία αντίθεση με την αισθησιακή, αιθέρια μυρωδιά του ιδρώτα της διπλανής χορευταρούς νεαρής κυρίας, που εξ ανάγκης ή από αβρότητα δείχνει να το ανέχεται. Αλλά ως πότε;
_______________________________

1.- Κρητικό χορωδιακό τραγούδι «τάβλας».
Πρωτοτραγουδήθηκε στο «Μοροού» Απερίου, στο γάμο του Κρητικού οπλαρχηγού Γεωργίου Ρωμνάκη με την πρωτοκανακαρά Μαρούκλα Γ. Οικονόμου, αδελφή του Χατζηλία Γ. Οικονόμου αρχηγού της Καρπαθιακής εξέγερσης του 1821 και αργότερα βουλευτή και μάρτυρα της Καρπαθιακής ελευθερίας.
2.- Συγκρούουν τα ποτήρια να ικανοποιηθεί και η τρίτη αίσθηση,
της ακοής πέραν της γεύσης και όρασης.
3.- Ξερά κρεμμύδια δεμένα πλεξούδες, κρεμασμένα στο ταβάνι
να αερίζονται.

Απόσπαμα από το βιβλίο μου:
«Ενθυμήματα. Πηγαδιώτικά & Ξενοχωριανά».