Η ζωή και τα έθιμα της απομονωμένης Ολύμπου, όπως τα έζησε ένα παιδί που μεγάλωσε εκεί την δεκαετία του 70.
Ονομάζομαι Διακογεωργίου Ευμορφία, Μορφία με ξέρουν στην Κάρπαθο. Γεννήθηκα το 1968 και μεγάλωσα στην Όλυμπο της Καρπάθου. Η Κάρπαθος είναι ένας απομονωμένος βράχος στο νότιο Αιγαίο. Έτσι την έχω στο μυαλό μου από τότε που έφυγα, μου φαντάζει μια Καρυάτιδα ριγμένη στο πέλαγος, λυγερόκορμη, που στο κεφάλι της κρατά το ερημονήσι της Σαρίας.
Το χωριό μου η Όλυμπος είναi το πιο παραδοσιακό, ίσως, από τα δώδεκα χωριά της Καρπάθου. Σήμερα ζουν λίγοι, ελάχιστοι εκεί. Είναι τόπος περίκλειστος από βουνά, απομονωμένος και απομακρυσμένος. Είναι σαν να κρέμεται ανάμεσα στον ουρανό και στη θάλασσα.
Είναι ένας τόπος αυστηρός και συντηρητικός. Οι γυναίκες φοράνε την παραδοσιακή τους ενδυμασία, το καβάι, ακόμα και σήμερα. Τα γλέντια μας ακολουθούν τον τρόπο που είχαν και παλιά με τις μαντινάδες. Οι ρυθμοί εξέλιξης είναι αργοί. Τα έθιμα είναι συντηρητικά, αυστηρά και γενικότερα οι αξίες κι ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τη ζωή, είναι αυτός που έχουμε μάθει από την οικογένειά μας.
Εγώ μεγάλωσα στην Όλυμπο τη δεκαετία του ’70, όταν το χωριό ήταν εντελώς αποκομμένο από τα υπόλοιπα χωριά της Καρπάθου. Ρεύμα δεν υπήρχε, όπως και οδική σύνδεση, με αποτέλεσμα η επικοινωνία με τον έξω κόσμο να είναι περιορισμένη. Εκείνη την περίοδο το χωριό είχε αρκετό κόσμο, γύρω στους 550 κατοίκους.
Η οικογένεια μου ήμασταν τέσσερα άτομα και μαζί με τη γιαγιά μου πέντε. Γιατί η κοινότητα στον Όλυμπο χαρακτηρίζεται από μητροτοπικότητα. Δηλαδή όταν ένα ζευγάρι παντρευτεί εγκαθίσταται στο σπίτι της γυναίκας, η οποία κληρονομεί το σπίτι από την δική της μητέρα. Ο ρόλος της γυναίκας στην κοινωνία της Ολύμπου ήταν καθοριστικός. Η γυναίκα κρατούσε το σπίτι, είχε στα χέρια της όλη τη διαχείριση του σπιτιού, από το να μαγειρέψει και να καθαρίσει, μέχρι να φτιάξει τα ρούχα των παιδιών.
Έτσι, λοιπόν, μεγάλωσα στο σπίτι της μητέρας μου. Ο πατέρας μου ήταν οικοδόμος και τεχνίτης εκείνη την εποχή, μετά τα 50 του έγινε ιερέας και ιερουργεί ακόμα και σήμερα στον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στην Όλυμπο. Η μητέρα μου ασχολούνταν με τις δουλειές του σπιτιού, ακούραστη κι αυτή. Πάντοτε κάτι έκανε, είτε μαγείρευε, είτε έραβε, είτε κεντούσε το καβάι, έραβε τα σακοφούστανα, σεντόνια και χρέμια. Η ζωή στην Όλυμπο ήταν πάρα πολύ σκληρή και απαιτητική. Όλα περνούσαν από τα χέρια των ανθρώπων. Τα ρούχα μας, ότι φορούσαμε στην καθημερινότητά μας τα έραβε η μάνα μου και οι μητέρες όλων των παιδιών.
Η γιαγιά μου ήταν μία γυναίκα πολύ δυναμική, αλλά και ταλαιπωρημένη από τα βάσανα της ζωής, είχε μείνει χήρα νέα. Από τη μια άναβε τα καντήλια και προσευχόταν κι από την άλλη, στις δύσκολες στιγμές, μπορεί να αγανακτούσε και να ξεστόμιζε βαριές κουβέντες. Θυμάμαι πως είχε στο χέρι ένα τατουάζ, στον καρπό του χεριού από μέσα. Όταν ήταν μικρή, η δερματοστιξία ήταν κάτι που το έκαναν κάποιες κοπέλες στην Όλυμπο. Το έκαναν με βελόνα και κάρβουνο. Μου άρεσε που το έβλεπα. Ήταν μια μικρή γλαστρούλα με λουλουδάκια και στη βάση της γλάστρας είχε τα αρχικά της, «Μ» και «Γ». Έτσι υπόγραφαν τότε, όχι με το επίθετο, με το όνομα του πατέρα τους. Παρά την κούρασή της και παρά τη δουλειά που τραβούσε όλη μέρα σε εξωτερικές δουλειές στους κήπους και στα χωράφια, μας έλεγε κάθε βράδυ παραμύθι. Κάθε βράδυ!
Το δημοτικό ήταν διθέσιο. Ο δάσκαλός ήταν πάρα πολύ αυστηρός. Ειδικά τα αγόρια τον έτρεμαν. Γιατί τότε στο σχολείο, ο δάσκαλος, είχε ας πούμε διαπαιδαγωγικό ρόλο. Ακόμα και για θέματα που συνέβαιναν εκτός σχολείου. Δηλαδή κάποιοι άνθρωποι παραπονιόντουσαν στο δάσκαλο ότι οι μαθητές έκαναν κάποια αταξία και αυτός μετά έπρεπε να επιληφθεί. Έτσι, θυμάμαι πως κάθε Δευτέρα πρωί γινόταν το εξής. Υπήρχε μια ομάδα αγοριών που ο δάσκαλος τους έλεγε «περάστε μπροστά», από την υπόλοιπη γραμμή. Και μετά έπεφταν οι ανάλογες, ξύλο δηλαδή. Είχε μια βέργα από σφάκα, από πικροδάφνη, η οποία ήταν ευλύγιστη και τα χτυπούσε. Ήταν αυστηρός δάσκαλος, αλλά μάθαμε κοντά του γράμματα κι όσοι το θελήσαμε προχωρήσαμε μετά στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο και παραπέρα στο Πανεπιστήμιο.
Για εμάς που μεγαλώσαμε σε μία τόσο κλειστή κοινωνία, το σχολείο ήταν η κύρια εικόνα μας για τον έξω κόσμο. Δεν είχαμε την εικόνα της τηλεόρασης, που ακόμα και τότε είχαν τα άλλα παιδιά ακόμα και στην Κάρπαθο. Εικονοποιούσαμε μόνοι μας ότι ακούγαμε στο σχολείο. Δούλευε πολύ η φαντασία μας.
Δεν είχαμε ψυγεία να συντηρήσουμε κρέατα ή το οτιδήποτε. Όποτε έσφαζε ο βοσκός κάτι, το έφερνε και το πουλούσε στο χωριό. Έκοβε το αρνί στα τέσσερα και το «τετάρτι» που λέγαμε, το κρατούσε στα χέρια και πήγαινε από σπίτι σε σπίτι για να το πουλήσει. Τώρα που ζω στην πόλη και έχουμε πληθώρα αγαθών και πολλές φορές προβληματίζομαι τι να μαγειρέψω σήμερα, μου κάνει μεγάλη εντύπωση και θυμάμαι με θαυμασμό την μάνα μου, που έβρισκε τόσους συνδυασμούς και μαγείρευε και το μεσημέρι και το βράδυ. Μαγείρευε και για μεσημεριανό και για βραδινό και ποτέ δεν παραπονέθηκε ότι δεν ξέρω τι να μαγειρέψω σήμερα. Κάτι θα έβρισκε, κάτι θα συνδύαζε, είτε με λαχανικά από τον κήπο, όσπρια, μακαρούνες.
Η πιο ωραία μέρα της εβδομάδας ήταν το Σάββατο. Τότε όλες οι οικογένειες του χωριού φούρνιζαν στο φούρνο το βδομαδιάτικο ψωμί. Υπήρχε στον αέρα μία ιδιαίτερη μυρωδιά και γέμιζε τα πνευμόνια μας μυρωδιά, από ξύλο ελιάς, από ξύλο πεύκου από φρέσκο ψωμί, από λαχανόπιτες, κουλούρια. Όλες οι γειτονιές μύριζαν με αυτά τα υπέροχα αρώματα! Η κάθε γειτονιά είχε το δικό της φούρνο. Ο δικός μας ο φούρνος είχε δεκατέσσερις ενορίτες, δηλαδή δεκατέσσερις οικογένειες που φούρνιζαν στο συγκεκριμένο φούρνο. Σήμερα δεν ανοίγει σχεδόν ποτέ δυστυχώς, έχει αδειάσει η γειτονιά.
Επίσης μαθαίναμε να χορεύουμε. Ήταν πολύ σημαντικό να ξέρουμε να χορεύουμε και όταν θα έρθει η ώρα της κρίσεως, όταν θα έρθει η επίσημη μέρα να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε. Να δώσουμε το χέρι μας στον χορευτή. Εγώ θυμάμαι χόρεψα πρώτη φορά πέντε χρονών κι ήξερα να διαχειριστώ το μαντίλι, να τον δώσω στο χορευτή, να το μαζέψω.
Υπήρχε μια θεία μου που ζούσε λίγο παραπάνω με τον άντρα της. Ο άντρας της ήταν παραδοσιακός λυράρης και η θεία μου ήταν πάρα πολύ μερακλίδισσα! Αυτή η γυναίκα έμαθε εμένα και όλα τα κορίτσια της γειτονιά να χορεύουμε. Και να φανταστείς έπαιζε με το στόμα της μουσική, δηλαδή παρήγαγε τους ήχους της μουσικής με το στόμα, γιατί δεν είχαμε κασετόφωνο για να παίξουμε μουσική.
Αλλά το πιο σημαντικό ίσως απ’ όλα, ήταν τα παιχνίδια που παίζαμε στη γειτονιά. Επειδή οι αυλές ήταν μικρές και δεν επέτρεπαν να έχουμε μπάλα ή τόπι, παίζαμε παιχνίδια που αναπαριστούσαν την πραγματική ζωή. Δηλαδή κάναμε ένα γάμο, κάναμε μια βάφτιση. Βαφτίζαμε τις κούκλες, τους φτιάχναμε ρουχαλάκια, τους φτιάχναμε φαγητό… Μετά λέγαμε και ευχές, μαντινάδες… Ήταν το παιχνίδι μας. Δηλαδή ήταν μια πρόβα για την πραγματικότητα.
Μιμούμασταν τη ζωή των μεγάλων μέσα από το παιχνίδι μας.
Η ζωή των παιδιών στην Όλυμπο δεν ήταν ξέχωρη από τη ζωή των μεγάλων ανθρώπων. Σήμερα βλέπω ότι προστατεύουμε τα παιδιά να μην πάνε σε κηδεία, να μην εκτεθούν σε λυπηρές καταστάσεις. Όταν πέθανε η προγιαγιά μου ήμουν πέντε χρονών κι ήμουν μαζί με την μάνα μου όλο το βράδυ που έκλαιγε με τα μαλλιά κάτω. Γιατί ο τρόπος που κηδεύουμε τους ανθρώπους μας είναι ακόμα κι αυτός έντονα παραδοσιακός. Οι γυναίκες είναι με λυμένα μαλλιά και κλαίνε τους νεκρούς. Και θυμάμαι ήμουν δίπλα στο λείψανο μαζί με την μάνα μου. Αυτό το πράγμα μας δημιουργούσε μια εγγύτητα προς τις δυσκολίες της ζωής. Δεν είναι μόνο οι ευτυχισμένες στιγμές, η χαρά, η ξεγνοιασιά, αλλά η ζωή έχει και θλιβερές, τραγικές στιγμές, με τις οποίες πρέπει να είμαστε εξοικειωμένοι.
Ένα από τα ιδιαίτερα έθιμα που είχαμε ήταν την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής, μετά τον στολισμό τουΕπιταφίου. Όλες οι γυναίκες, που είχαν νεκρό εκείνη τη χρονιά, μαζεύονταν γύρω από τον Επιτάφιο κι έκλαιγαν τον νεκρό τους, με μοιρολόγια και με τα μαλλιά τους κάτω, τραβώντας ρυθμικά τα μαλλιά τους, όπως κάνουν και την μέρα που τον κηδεύουν. Δηλαδή στον τάφο του Χριστού έκλαιγαν και τον δικό τους αγαπημένο. Είναι πραγματικά ένα σκληρό έθιμο. Αλλά ιδιαίτερα τα παλιότερα χρόνια, δεν μπορούσε μια γυναίκα να μην ανταποκριθεί σε αυτό το κάλεσμα του εθίμου.
Ένα άλλο σημαντικό θέμα ήταν ποιος θα μας κάνει ποδαρικό, ποιον θα δούμε πρώτο την ημέρα της Πρωτοχρονιάς. Η γιαγιά μου ήταν μαυροφόρα, επειδή είχε χηρέψει νέα και η Πρωτοχρονιά ήταν η μόνη μέρα του χρόνου που την βρίσκαμε στο κρεβάτι όταν σηκωνόμασταν το πρωί. Τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου σηκωνόταν από τις πέντε το πρωί κι έπαιρνε τους δρόμους για τα χωράφια. Μόνο την Πρωτοχρονιά καθόταν στο κρεβάτι μέχρι αργά, γιατί δεν ήθελε να την δει κάποιος εκείνη την ημέρα.. Επειδή φορούσε μαύρα και δεν θα ήθελε να του δημιουργήσει βαριά διάθεση.
Στην Όλυμπο ήταν πολύ αυστηρό έθιμο να παντρευτείς κάποιον από το χωριό. Η ενδογαμία ήταν πολύ ισχυρή μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Υπήρχε συντηρητισμός σε αυτό το κομμάτι. Έπρεπε να παντρευτούμε κάποιον από την Όλυμπο. Αυτό δε σημαίνει ότι θα έμενε εκεί, μπορεί να έμενε στην Ρόδο ή στην Αθήνα ή στην Αμερική, αλλά ήταν ένας άγραφος νόμος ότι θα έπρεπε να επιλέξουμε κάποιον που να έχει καταγωγή από το χωριό μας.
Η ζωή στην Όλυμπο μπορεί να ήταν δύσκολη, γιατί τίποτα δεν ήταν αυτονόητο και δεδομένο. Αλλά είχε και μια ονειροπόληση. Είχε διάθεση, είχε όνειρο… Οι άνθρωποι ήταν με σαφήνεια προσανατολισμένοι προς ένα σκοπό. Να γλεντήσουν την μέρα της γιορτής, να θρηνήσουν, να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, να τα προικίσουν, να τα παντρέψουν.
Είχαν σαφείς προσανατολισμούς, δε χάνονταν στο ποιος είμαι, τι κάνω, πού πάω, που οι σημερινοί άνθρωποι πολλές φορές χανόμαστε. Και αυτό τους έδινε σθένος για να παλέψουν τη ζωή τους. Από το χωριό έφυγα 12 χρονών. Έπρεπε να πάω γυμνάσιο και δεν υπήρχε γυμνάσιο στην Όλυμπο. Πήγα σε ένα άλλο χωριό και έμεινα με μία θεία μου. Με περιποιήθηκαν, αλλά ήταν ένας απότομος απογαλακτισμός σε μικρή ηλικία. Μετά ήρθα στην Αθήνα, σπούδασα στο πανεπιστήμιο, παντρεύτηκα, έκανα παιδιά και εδώ ζω ακόμα.
Προσπαθώ να μεταλαμπαδεύσω στα παιδιά μου κάποιες από τις αξίες, απ’ όλο αυτό τον πλούτο που βιώσαμε εμείς ζώντας στην Όλυμπο, κι αν είναι δυνατόν να το συνεχίσουν και αυτοί, να τον δώσουν στην επόμενη γενιά. Χωρίς άγχος όμως, χωρίς πίεση. Γιατί σε εμάς υπήρχε αρκετή καταπίεση στα παιδικά μας χρόνια. Να ακολουθήσουμε το συγκεκριμένο τυπικό που επέβαλε το κοινωνικό πλαίσιο. Εμείς οι σύγχρονοι γονείς είμαστε πιο ελεύθεροι και γι’ αυτό και τα παιδιά πιο αβίαστα έρχονται κοντά στον τόπο κι αυτό είναι πολύ ωραίο.