Ο Καρπάθιος λόγιος του μαρμάρου Γιάννης Μοσχούλης

Ο Καρπάθιος λόγιος του μαρμάρου Γιάννης Μοσχούλης

 

γράφει ο Μανώλης Δημελλάς

Με καταγωγή από τις Πυλές Καρπάθου, ο Μοσχούλης ήταν γιος του Μανώλη Μοσχούλη (ή Επιτρόπου) και μητέρα ήταν η Σεβαστή Παραγιού.

Δεινός ρήτορας αλλά και παθιασμένος με τη γραφή, έχει όλα τα χαρακτηριστικά του ακάματου αγωνιστή, του ανιδιοτελή ανθρώπου, που μπόρεσε ταυτόχρονα να υπηρετήσει τις δυο μεγάλες αγάπες του: Το μάρμαρο και την Κάρπαθο!

Γεννήθηκε στο χωριό Πυλές το 1901, ολοκλήρωσε το σχολαρχείο με διευθυντή τον Παναγιώτη Χρυσοχέρη και είχε δάσκαλο στην ιστορία τον Αντώνη Ασλανίδη, όπως αναφέρει σε ένα από τα γραπτά του, στην 7η τάξη μελετούσε και γνώριζε απέξω όλη την τραγωδία “Επτά επί Θήβας”,  από τότε και σε όλο το βίο του, ετούτος ο φλογερός πατριώτης, προσπαθούσε να κάνει πράξη της σκέψεις του Αισχύλου:

“Ο χειρότερος εχθρός μας έχει το δικό μας πρόσωπο”!

Από παιδί είχε πάθος για τα γράμματα και παρά τη ξαφνική απώλεια του λατόμου πατέρα, οι ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες αναφέρουν ότι σκοτώθηκε σε κάποιο λατομείο στη Σκύρο.

Ο έφηβος Μοσχούλης έπειτα από παραίνεση της μητέρας του βρέθηκε στο Γαλλικό σχολείο της Ρόδου, όλες τις χρονιές αποφοιτούσε αριστούχος και τελικά το ολοκλήρωσε στις 24.11.1917.

Ήταν ένα ορφανό παιδί που έφτασε να κοιμάται στο νεκροταφείο και να σκουπίζει το Ελληνικό σχολείο για να εξασφαλίσει κάτι για δίδακτρα του, αλλά η εξυπνάδα και ο υψηλός δείκτης συναισθηματικής νοημοσύνης τον έκαναν από πολύ νωρίς να ξεχωρίσει.

Την επόμενη χρονιά, το 1918, ανεβαίνει στην πρωτεύουσα, έπρεπε να δουλέψει, να κερδίσει τη ζωή με τα χέρια του και η πρώτη δουλειά είναι το τυπογραφείο του συγγενή, του Μοσχού, στον Πειραιά. Όμως θα τον κερδίσει το μάρμαρο και σύντομα θα βρεθεί στην Πεντέλη, εργαζόμενος στην εταιρία Marmor limited, εκεί η παροικία των Καρπαθίων εργατών είναι μεγάλη και οι ζυμώσεις που προκαλεί η ιταλοκρατία ξυπνούν το επαναστατικό αίσθημα των περισσοτέρων αλύτρωτων από τα νησιά του Αιγαίου, φυσικά και του Μοσχούλη, έτσι θα μπει μπροστάρης σε πολλούς αγώνες, ακόμη και η ίδρυση της Δωδεκανησιακής Νεολαίας Αθηνών είναι και δικός του σπόρος, που βρήκε άμεση ανταπόκριση στους νέους που παθιάστηκαν με την ιδέα της απελευθέρωσης.

Το 1926 ήταν μια εξαιρετικά φορτισμένη χρονιά για τους Δωδεκανήσιους, ο φασίστας Μουσολίνι, από τη Ρώμη, έκανε δηλώσεις για τα Ιταλικά Δωδεκάνησα, Isole dell Egeo, ενώ ξεκίνησε και μια προσπάθεια  στραγγαλισμού των Ελληνικών σχολείων από τον διοικητή Μάριο Λάγκο.

Ο γραμματέας της Δωδεκανησιακής Νεολαίας Μοσχούλης πήρε το πρώτο καΐκι και έφτασε από την Κρήτη, ήθελε να επιβιβαστεί κρυφά στο καΐκι του καπετάν Χαρίδημου, το ΣΟΦΙΑ, που μετέφερε τρόφιμα στην Κάρπαθο, με στόχο να οργανώσει τους πρώτους αντιστασιακούς πυρήνες κατά της Ιταλίας, όμως  τον μυρίστηκαν οι Ελληνικές αρχές και δεν του επέτρεψαν το ταξίδι.

Ο Μοσχούλης το πέτυχε την επόμενη χρονιά, το 1927, με τη βοήθεια του Μεσοχωρίτη Κωνσταντίνου Σακελλαρίδη βρέθηκε το καϊκι ΒΟΥΛΚΑΝΟ και 5 θαρραλέοι Συμιακοί ναυτικοί τον μετέφεραν στην Κάρπαθο, έτσι πάτησε δίχως ιταλική άδεια στο νησί, έκανε κάποιες επαφές, όμως μετά από απίστευτες περιπέτειες πιάστηκε από την ιταλική αστυνομία, κλείστηκε 20 μέρες στη φυλακή, στην περιοχή κονάκι Πηγαδίων και στη συνέχεια απελάθηκε.

Σε ένα από τα άρθρα του περιγράφει το παράνομο ταξίδι του στο νησί, τη γνωριμία του με τον πρώτο επαναστάτη της Καρπάθου, όπως ο ίδιος τον ονομάζει, τον Βασίλη Μελασσιανό, αλλά και τα μερόνυχτα στη φυλακή με τους Καρπάθιους να τον επισκέπτονται κρυφά και να τον εμψυχώνουν. Κανείς δεν μαρτύρησε το καΐκι, ούτε τους ναυτικούς που τον έφεραν κρυφά στην Κάρπαθο. Όπως αναφέρει η εφημ. της εποχής “Δωδεκανησιακή Αυγή”:

“Ο άτυχος Μοσχούλης κλείστηκε για ένα 20ήμερο στη φυλακή, δεν του επετράπει ούτε να επισκεφθεί τη μητέρα του, που βρισκόταν στο χωριό Πυλές και απελάθε μετά από 20ημερο ως κακούργος!”

Ο Μοσχούλης επέστρεψε στην Αθήνα, συνέχισε τη αντιφασιστική δράση του και έγινε στόχος για τους Ιταλούς, που παρακολουθούσαν κάθε βήμα του.

Η επέτειος της 25ης Μαρτίου 1930 για την Δωδεκανησιακή νεολαία έκρυβε δυσάρεστες εκπλήξεις, απαγορεύτηκε η συμμετοχή της στην παρέλαση, όμως ο 29χρονος Γιάννης Μοσχούλης ντύθηκε με την παραδοσιακή στολή, πήρε το λάβαρο και πρότεινε να τρέξουν όλοι στο κέντρο της Αθήνας και να διαδηλώσουν.

Το πάθος για την απελευθέρωση της Δωδεκανήσου συνοδευόταν με τη λατρεία για το μάρμαρο και τους ανθρώπους, τους εργάτες, τους μάστορες, μα και όλους εκείνους που δούλευαν γύρω από αυτή τη πέτρα.

Ο Μοσχούλης παθιάζεται, καταγράφει οτιδήποτε είναι κοντά, γύρω από την εξόρυξη. Γνωρίζει τις δυσκολίες των εργατών, τα ατέλειωτα ωράρια, τα χαμηλά μεροκάματα και την κατάφορη αδικία των εργοδοτών. Στην εταιρία Μαρμάρου της Πεντέλης θα γνωριστεί με την Μαρία Αναγνωστοπούλου, μια κοπέλα από την Αρκαδία, με ρίζες από τη Σμύρνη.

Στις 18.12.1938 θα παντρευτούν στην Αθήνα, αλλά το έργο και η προσφορά στην αλύτρωτη Δωδεκάνησο δεν είχε σταματημό. Εκείνη τη χρονιά (1938) ο οδηγός του υπουργού συγκοινωνιών Π. Ράλλη, παρασύρει και τραυματίζει τον Μοσχούλη στο κεφάλι.

Ο Γιάννης Μοσχούλης υπήρξε μια φωτεινή και πολυσχιδή προσωπικότητα που αφιέρωσε στα κοινά το πιο μεγάλο τμήμα του χρόνου του. Διετέλεσε Πρόεδρος των Απανταχού Καρπαθίων, το 1934, ενώ για μια 20ετια ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, επίσης Πρόεδρος των Εργοδοτών Λατόμων Ελλάδος, αλλά και Πρόεδρος και Γραμματέας Τυπογράφων και Λιθογράφων της χώρας και διοικητικό στέλεχος της ΓΣΕΕ. Επίσης το 1949 έκδωσε το βιβλίο

“ Τα Ελληνικά μάρμαρα ως εθνικός πλούτος”.

Ωστόσο οι τίτλοι δεν τον απασχολούν, ο Μοσχούλης δεν περηφανεύεται, δεν προβάλλει τα αξιώματα, ούτε τον εαυτό του, αντίθετα γράφει για τον μεροκαματιάρη εργάτη, για τα δικαιώματα και τις ανάγκες του, με κάθε ευκαιρία αναφέρει ακόμη και ονομαστικά τους λατόμους, εξυψώνοντας το ρόλο και τη δουλειά τους. Δεν θέλει να ξεχάσει κανέναν!

Ο εργοδηγός μαστροβαγγέλης Μπατικός, οι Μοσχούδες, ο Μηνάς Λαχανάς, ο Κωνσταντινίδης, οι Βασιλαράδες, οι Μαστρολέοντες, οι Μαγγιώροι, οι Καραιτιανοί, ο Σακελιάδης, οι Οικονομίδιδες, ο Μπάτης, οι Σακέλλιδες, ο Χαρατσοχάρτης, ο Χατζής Χατζηπαχούλης, ο Ρηγοπούλης, ο Δήμαρχος Μενετών Γεωργιάδης, ο Σκορδαράς, ο Χατζάκης, ο Μαυρομούστακος, οι Φράγκοι, οι Μαλιχουτσάκηδες, ο Γρίβας,  ο βασίλης Αγγελίδης, ο Μηνάς Αγγελίδης, ο Ταλαράντας, ο Πιπέρης γνωστός και ως μαρμαροφάγος, ο Δήμαρχος, ο Μιχάλης Παχούλης, ο μαστροκώστας Παζαρζής, οι Σαφήδες, ο Χατζηκοντός, ο Ηλίας του Αλέξη, ο Μηνάς Βέργης, ο Χαζανδράς, ο Μαγκλής, ο Περδικολόγος, ο Γιώργος Δημελλάς, ο Γιώργης Μπαλασάκης, ο Γεωργής, ο Μηνάς Χατζηαντωνίου, ο Ορφανός, χωρίς να παραλείπει τον Άγγλο ιδιοκτήτη των λατομείων, τον Θωμά Μπώμαν που εκτίμησε και στήριξε τους Καρπάθιους λατόμους.

Ήταν τόσο παθιασμένος με την πένα που συχνά έλεγε σε φίλους:

“Δεν πολεμά κανείς με το όπλο στη μάχη, πολεμά και χωρίς αυτό, με τον ίδιο και ίσως μεγαλύτερο ενθουσιασμό! Ο πρώτος θα γίνει γνωστός και θα του απονεμηθούν παράσημα και τιμές, Ο δεύτερος θα παραμείνει αφανής.”

Στον φίλο και συναγωνιστή του Νικόλαο Στεφάνου είχε παραδώσει το αρχείο του με σκοπό την έκδοση βιβλίου με τα δημοσιευμένα και αδημοσιεύτα άρθρα του.

Ο Μοσχούλης ανησυχούσε για το μέλλον, για την έλλειψη συνοχής μεταξύ των παλαιοτέρων αγωνιστών, αλλά κυρίως μιλούσε για την εξάτμιση του προπολεμικού πατριωτικού ενθουσιασμού, ήθελε, όπως αναφέρει ο Ν. Στεφάνου, πριν αναχωρήσει από τον κόσμο να δει ένα Εθνικό Παν-Δωδεκανησιακό όργανο, με μπροστάρηδες τις γενιές που αγωνίστηκαν για την ενσωμάτωση, όλοι μαζί να παλεύουν για τα αιτήματα των νησιών.

Στις 6 Δεκέμβρη 1981, σε ηλικία 80 ετών, ο Δωδεκανήσιος πατριώτης και ένας από τους λιγοστούς λόγιους του μαρμάρου, ο  Ιωάννης Εμμ. Μοσχούλης, άφηνε στη γη το σώμα του και περνούσε στο πάνθεον της ιστορίας. Δόξασε το μάρμαρο και τους ακάματους εργάτες του, γνήσιος πατριώτης που πάλεψε για να δει το Αιγαίο Ελληνικό.

Ο Μοσχούλης είναι το δείγμα του ακάματου εργάτη, που πάλεψε με πάθος σε όλη τη ζωή του, σα να τραβούσε με τα χέρια του ένα άσπρο μάρμαρο, βαθιά ριζωμένο μέσα από το πεντελικό βουνό!