Κάποτε ένας σπουδαίος Κασιώτης καπετάνιος και καραβοκύρης, ο Γιάννης Μαυρικάκης, έριξε τη ΜΑΡΙΓΩ, ένα νεότευκτο σκαρί στη θάλασσα και άκουσε, έτσι ξομολογούνται όλοι οι ναυτικοί που ήταν κοντά του, το πλοίο του να βογγά και να αναστενάζει!
Η μουρμούρα κι ο καημός ήταν γιατί λίγο καιρό αργότερα η ΜΑΡΙΓΩ του δεν έβγαλε πέρα τα νεύρα και το άχτι της θάλασσας και χάθηκε μέσα σε βουνά άγριων κυμάτων. Έπνιξε τον εαυτό της και πήρε μαζί της τον καπετάν Μαυρικάκη, το γιο του κι ακόμη 10 ναυτικούς.
Κάποιοι άνθρωποι νιώθουν ζωντανά τα αντικείμενα, πιστεύουν πως με τον καιρό αποκτούν ψυχή και δένονται πάνω στα ανθρώπινα κορμιά. Έτσι και για τους περισσότερους ναυτικούς, ειδικά τους πιο παλιούς που έμεναν χρόνο-καιρό μέσα σε ένα πλοίο, τα σίδερα είχαν γλώσσα, τα ξύλα έβγαζαν μάτια και μιλούσαν, κουβέντιαζαν μαζί τους.
Μπορεί να μην το ομολογούν, μα τα σκαριά μοιάζουν με κείνα τα πλάσματα που διαλέγουν και φανερώνονται μονάχα σε κείνους που κερδίσουν την εμπιστοσύνη και την αγάπη τους! Ετούτοι οι ναυτικοί δεν φανερώνουν την αλήθεια, ίσως φοβούνται μην τους αποπάρει μια κοινωνία που σκαλίζει και ψάχνει το λογικό μέσα στο απολύτως παράλογο της ύπαρξης μας.
Ας είναι, για όλα τα πλάσματα δεν υπάρχει χειρότερη στιγμή από την τελευταία, με τα καλά μα και τα στραβά της, η ζωή έχει ανείπωτη γοητεία, πόσο παράξενο όσο την προχωράς, τόσο ωριμάζεις και τα χρόνια όσο κι αν βαραίνουν το σώμα, την κάνουν ακόμη πιο γλυκιά.
Άραγε να ‘ναι και για τα θεόρατα πλεούμενα κάπως έτσι;
Ποτέ δεν θα μάθουμε, όμως οι ιστορίες τεσσάρων φορτηγών πλοίων που έκαναν το τελευταίο τους ταξίδι στην Ανατολή και ο ευαίσθητος καπετάνιος που τα οδήγησε εκεί στάθηκαν η αφορμή να γεννηθεί ένα ξεχωριστό μουσείο!
Ο Αντώνης Χατζηπέτρος από το 2013, περιμένει και καλωσορίζει όλους τους περαστικούς φίλους και τους ταξιδιώτες από την Κάσο, σε ένα μοναδικό σπίτι-μουσείο που το έχει φτιάξει με τα χέρια του! Ωστόσο πρέπει να αναφέρουμε, όπως γράφει ο κ. Μιχάλης Σκουλιός στην “Νέα Φωνή της Κάσου”, ότι η προσπάθεια ίδρυσης Ναυτικού Μουσείου στην Κάσο ξεκίνησε παράλληλα με την ίδρυση του Συλλόγου Κασιωτών Ρόδου «Ο Χαδιώτης», το 1977.
Κάποτε λοιπόν τον έλεγαν στα αστεία «αρχαιοκάπηλο» και το κοιτούσαν παράξενα όταν σκάλιζε και μάζευε από τα σκουπίδια παλιά αντικείμενα, τις «σαβούρες».
-Μα τι τα θέλει όλα τούτα τα ξύλα και σιδερικά; παλιά άχρηστα πράματα, που τους πρέπει να σαπίσουν στα σκουπίδια!
Έτσι του έλεγαν κι εκείνος κουνούσε το κεφάλι, έδειχνε να συμφωνεί, μα τους αγνοούσε και την ίδια στιγμή παζάρευε να αγοράσει ένα παλιό ναυτικό βιβλίο, έναν χάρτη ή έναν ζωγραφικό πίνακα, ενός πλοίου που είχε συγχωρεθεί από τον προ-περασμένο αιώνα!
Πάνε 40 χρόνια που ετούτη η μανία, η συλλογή αντικειμένων που αφορούν τα πλοία και τη θάλασσα, έχει αλλάξει την καθημερινότητα του καπετάνιου.
Ξύλινοι εξάντες του 18ου αιώνα, διαβήτες, ναυτικοί χάρτες, ναυλοσύμφωνα, πυξίδες, ρολόγια γέφυρας, εργαλεία από καραβοστάσια, διαθήκες, δρομόμετρα, φαναριέρες, μηχανές καϊκιών, ακόμη και θαλασσοδάνεια ναυτικών αλλά και διπλώματα πλοιάρχων ωκεανοπλοΐας!
Επίσης υπάρχει μια σπουδαία συλλογή παλαιών, μοναδικών βιβλίων, ναυτικών εντύπων,σημειώσεων και ναυτικών υπολογισμών.
Σε κάθε γωνιά του μουσείου κρύβεται και ένας μικρός θησαυρός που μπορεί να εκτιμήσει κυρίως ο μυημένος, εκείνος που πίσω από ένα μπρούντζινο τηλεσκόπιο από τη μια βλέπει το άγρυπνο μάτι του Έλληνα ναυτικού και στην άλλη άκρη του τη μανιασμένη θάλασσα ή έναν αφρικάνικο ή μήπως ανατολίτικο ορίζοντα, τόπους δύστροπους, κουραστικούς, αλλά γεμάτους από λάγνα μυστικά.
Με κάθε ευκαιρία ο καπετάνιος λοξοδρομούσε και περνούσε με το φορτηγό από την Κάσο, έτσι για να χαιρετήσει από μακριά την αγάπη που τρέχει μέσα στο αίμα όλων των Κασιωτών, το νησί τους. Μια δεκαετία αργότερα έμαθε να κάνει τα πιο δύσκολα δρομολόγια για τους ναυτικούς, όταν αυτοί είναι λίγο πιο ευαίσθητοι, έχουν δεθεί και πονούν τα πλοία.
Τέσσερα φορτηγά πλοία ιδιοκτησίας του εφοπλιστή Ζαχάρη, το Έλερος, το Κάσος, το Άγιος Νικόλαος και το Σπυρίδων, τα οδήγησε στην οριστική τους διάλυση, στην καταστροφή τους.
Ξεκινούσε λοιπόν από ένα λιμάνι της Ευρώπης φορτωμένο, άδειαζε το εμπόρευμα κάπου στην Ασία και στη συνέχεια έβαζε πλώρη για το Πακιστάν, εκεί έριχνε τα πλοία στο νεκροταφείο!
Στην παραλία Καντάνι περίμενε την παλίρροια και έπειτα ανέβαζε τα βαπόρια στην άμμο και τα άφηνε με αναμμένη τη μηχανή, μέχρι να κάψουν και την τελευταία σταγόνα από το πετρέλαιο που είχαν στα ντεπόζιτα.
Αμέσως έπιαναν δουλειά οι ντόπιοι εργάτες που άνοιγαν δυο τρύπες χαμηλά στην πλώρη του πλοίου και περνούσαν μια χοντρή και βαριά καδένα, έπειτα τραβούσαν με τα χέρια, μέτρο-μέτρο την αλυσίδα, με ένα τεράστιο μαγγανοπήγαδο κι έτσι το πλοίο ερχόταν προς τα έξω.
Κάθε φορά που σταματούσαν να το σέρνουν ξεκινούσαν να ξηλώνουν, κομμάτι-κομμάτι, σίδερα και στοιχεία από όλο τον σκελετό, μέχρι που έμενε ένα σκέτο ανώνυμο πονεμένο κουφάρι.
Ο καπετάν Αντώνης ένιωθε την προετοιμασία και το φόβο του πλοίου που εξαφανιζόταν και προσπαθούσε να κρατήσει κάτι, έστω μια λεπτομέρεια από τις μνήμες του, ακριβώς όπως κάνουμε με τους συγγενείς και τα αγαπημένα πρόσωπα, όταν εκείνα τραβούν για τον άλλο κόσμο.
Τα πλοία μοιάζουν με τους ανθρώπους, σε κάθε εποχή αποκτούν τα χούγια και δένονται με τη γενιά που ταξιδεύουν, θυμίζουν έναν οργανισμό που όσο δουλεύει νιώθει άτρωτος και τίποτε δεν τον φοβίζει, μόλις όμως κάνουν στην άκρη και παραδώσουν στους επόμενους τη γοητεία της εργασίας και τη μαγεία της εξέλιξης, τότε ένα τους απομένει, να μιλούν με τις μνήμες, να γίνουν φορείς και δάσκαλοι της πιο μεγάλης Ελληνικής ιστορίας.
Η δημιουργία του ναυτικού μουσείου στην Κάσο αποτελεί παράδειγμα για ολάκερη τη χώρα, το παρελθόν μας είναι χτισμένο μέσα στην αλμύρα, πάνω στα κύματα και στις αγωνίες.
– Θα βρει άραγε μιμητές;
Οι ναυτικές μνήμες, που ο φιλότιμος καπετάν Αντώνης Χατζηπέτρος κατάφερε να σώσει από την καταστροφή, σήμερα ξεπερνούν την έννοια του χρόνου και τον ξεμπροστιάζουν, γίνονται τμήματα της ιστορίας, είναι οι γέφυρες, που ενώνουν το παρελθόν με το πιο μακρινό, το πιο αφάνταστο μέλλον!
Σταθερά αναπάντητο μένει το ερώτημα:
-μήπως τα πλεούμενα έχουν ψυχή;
Μια μάνα χαιρετά το γιο της, που περνά με το καράβι από τη Κάσο. Φωτογραφία του Αντώνη Σοϊλη.