Η Μεγάλη Εβδομάδα στην Νάουσα (μιά φορά και ένα καιρό)
έργο του Νικολάου Μιχαήλ Γαβαλά
(***Από το ανεβασμένο αυτό κείμενο, λείπουν οι ζωντανές αφηγήσεις, τα ηχητικά, οι επιφάνειες, τα ακουστικά και φυσικά η χορωδία που εμπλούτισαν τις παραστάσεις του έργου όταν παίχτηκε από την θεατρική ομάδα του Χ.Ο.Ν., το 2013 και 2014)
……Οι άνθρωποι, οι μυρωδιές και η γενική αίσθηση του τόπου…. όταν η ποδιά της Ευτέρπης μοσχοβολούσε αγνό κερί και βιολέττα…. έχουν μείνει πλέον, μόνο στις αναμνήσεις μου.
-Ν. Μ. Γαβαλάς
Αφιερωμένο στα παιδιά μου, ‘Αννα-Σοφία και Μιχάλη
«Βάγιο Βάγιο τώ Βαγιώ»
Μία Γιαγιά Ναουσαία μαζί με την εγγονή της (από Αθήνα) φτιάχνουν κουλουράκια της Λαμπρής.
*****= Εγγονή
*****=Γιαγιά
*****=χορωδία ή αναπαράσταση
–Γιαγιά, όταν ήσουν μικρή—το Πάσχα πως ήταν;
Αχ…το Πάσχα…άσε παιδί μου τι μου θυμίζεις, πω πω, τόσες πολλές οι αναμνήσεις κόρη μου και πολύ όμορφες. Αααα —-Σαν παιδάκι περνούσαμε το Πάσχα όλοι μαζί….όλο το χωριό…που τότε ήταν σαν παράδεισος-όλα τα χωράφια με τα λουλούδια ανθισμένα –μα μπας ήταν έτσι στα παιδικά μου μάτια; Πως περνανε τα χρόνια!
Απόσπασμα από ποίημα του Φραγκίσκου Λεβέντη
“‘Απριλομάη πρωινά μοσκοπλημμυρισμένα και η μαμά αντίκρυζε στο βλογημένο τόπο, στρωμένο ολοτρόγυρα τεράστιο ταπέτο, σε σχήματα λογής-λογής που τα χώριζαν τοίχοι στενής σταχτιάς ξερολιθιάς, κι’ομορφοπλουμισμένο με χρώμα πράσινο πολύ σε φουσκωμένο χώμα.
Φρέσκο το καφετί και κόκκινο της παπαρούνας αίμα, της μαντελίδας κίτρινο, της μαργαρίτας άσπρο, της ασγαντζίας ο ανθός πουγινε χαμομήλι, της αγριοβιολέτας μοβ και ροζ κι’ακομη όλη η πρασινάδα απλωτή σα θάλασσα ένα γύρω, να αναδίνουν ευωδιές κι’ανάλαφρες ανάσες που βγαίνουν απ’τα χώματα τα τρισευλογημένα.
Κι’ολη η αναπνοή της η μοσχοβολημένη αργοσαλεύει κύματα στων χωραφιών τη ράχη.
Από τα κάτω πινελιές της θάλασσας γαλάζιες αιγαιοπελαγίτικο ανέβαζαν αγέρι που ηδονικά χωνότανε μέσα στης γης το χνούδι…..”
*Τότε παίζαμε παιχνίδια, τρα(γ)ούδια, — χρόνια ξέγνοιαστα χωρίς καμία έγνοια στη κεφαλή μας Τα ξαδέρφια όλοι μαζί,——- και μετά οι κοπελιές ντυνόμασταν όλες Μυροφόρες και ηψέλναμε στην εκκλησία—τα είχε μάθει ο σχωρ’μένος ο Σαγκριώτης στις παλαιές και τα λέαμε—όπως και εσύ θα κάμεις παιδάκι μου αύριο. Θυμάμαι όταν λιτανεύαμε τον Επιτάφιο—τι ωραία! Και η Νάουσα?…ε η Νάουσα ήταν μια στολισμένη νύφη!
Αχ….να’ταν τα νιάτα δυο φόρες, τα γηρατειά καμίιιιιιια…..
—–Πες μου κι’αλλα Γιαγιά….θέλω να ακούσω—
ε-τώρα άμα με βοηθήσεις με τα κουλουράκια θα σου πω αυτά που μούρχονται—
τώρα…..πάρε λίγη ζύμη, κλπ……..(δείχνει πως κάνει κουλουράκια)
—–Έλα Γιαγιά πες….
Ναι παιδί μου….μπράβο ωραία τα κάνεις μωρέ εσύ θα γίνεις πρώτη νοικοκυρά!….λοιπόν…εε…Άσε να κάτσω γιατί δεν μπορώ…έχω και την αιτία μου….Η καμένη η μάνα μου μας είχε μάθει—
Μεγάλη Δευτέρα, μεγάλη μαχαίρα
Μεγάλη Τρίτη, ο Χριστός εκρύφτη
Μεγάλη Τετάρτη, ο Χριστός εχάθη
Μεγάλη Πέμπτη, ο Χριστός ευρέθη
Μεγάλη Παρασκευή, ο Χριστός στο καρφί
Μεγάλο Σαββάτο, ο Χριστός στον τάφο
Πάσχα Κυριακή, Μπουμ από δω, μπουμ από κει
*——Α Γιαγιά, αυτό το ξέρω και εγώ, μου το έμαθε μικρή η μάνα μου!
Μπράβο
παιδί μου, έλα να σε φιλήσω…..
—–Λοιπόν Γιαγιά ακούω….λέγε μου για το Πάσχα….
Λοιπόν..θα σου πω από κείνα που πρόλαβα εγώ….από τη βδομάδα τη Βαγιανή είθε η κάθε νοικοκυρά να κάνει τσοι δουλειές του σπιτιού να’ναι έτοιμη για την Μεγάλη εβδομάδα…σάχναμε το σπίτι, βγάζαμε τα καλά μας στρωσίδια και μετά γαλακτίζαμε και έξω τσοι δρόμοι, και αφού ήταν όλα στην εντέλεια κάναμε τα κουλουράκια για να μαλακώσουν τα χέρια , να γίνουν πιο ωραία με το βούτυρο και το ζύμωμα….
—-Δηλαδή τα δικά μου χέρια Γιαγιά θα γίνουν πιο ωραία τώρα;
Τα δικά σου παιδί μου είναι πάντα ωραία, πιο λουλούδι δεν είναι ωραίο πάνω στον ανθό ντου? ….Τώρα για πες μου τι ήλεα; Μωρέ ξεχνώ…κάτσε…Α…ναι….για τσοι δουλειές….που λες….ασπρίζαμε έξω να’ναι όλα σαγμένα για τσοι μεγάλες μέρες…
Λοιπόν, Αρχινάγαμε όλα του Πάσχα αποβραδίς του Λαζάρου….που βγαίναμε και ηλέαμε τα κάλαντα……
—–Γιαγιά–έλεος—-για το Πάσχα θα μου πεις, όχι για τα Χριστούγεννα—
Αμέ….λέγαμε και κάλαντα του Λαζάρου….βγαίναμε με λουλούδια και μερσινιές και μας δώνανε και λαζαράτσα και αυγά—και ήταν πολύ ωραία αλλά δύσκολα τα λόγια και κάναμε αγώνα ποιος θα θυμούνταν περισσότερα στιχάκια—εγώ τα’χα μάθει όλα—Πες μας Λάζαρε τι είδες εις τον ‘Αδη που επήγες, είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους….
ΚΑΛΑΝΤΑ ΛΑΖΑΡΟΥ
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθανε και τα Βάγια,
ήρθε η Κυριακή που τρων’ όλοι τα ψάρια.
Ξύπνα Λάζαρε ξυπνά και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μέρα σου η μέρα κ’ η χαρά σου.
Που σουν Λάζαρε, πού είναι η φωνή σου
Που σε γύρευε η μάνα κι’ αδερφή σου.
‘Ημουνα στη γη,στη γη μεσά χωσμένος
και απο τους νεκρούς, νεκρούς αναστημένος.
Πες μας Λάζαρέ, πες μας καλέ τι είδες
Εις τον ‘Αδη που-στον Αδη που επήγες.
Είδα φόβους είδα τρόμους είδα πόνους,
Είδα κι’ολους τους, παλιούς υμών προγόνους
Δε μου φέρνετε, λίγο κρυό νεράκι,
που’ν το στόμα μου πικρό πικρό φαρμάκι.
Να ξεπλύνω το φαρμάκι των χειλέων
και μη με ρωτά -μη με ρωτάτε πλέον
Δώστε μας αυγά, αυγά να σας τα πούμε
Κι’οι κοτούλες σας πολλά να σας γεννούνε.
*Ωραία χρόνια παιδί μου…τώρα να’σαστε εσείς καλά…εμείς ηφάαμε το ψωμί μας….(σκουπίζει τα μάτια της)
—–Έλα Γιαγιά σταματά……
Ναι παιδί μου μέρες που’ναι καλά τα λες….
—–Συνέχισε Γιαγιά…..
Μμμμ τι ωραία που ήταν παιδί μου….την άλλη μέρα ξυπνούσαμε νωρίς νωρίς για να προλάβουμε τα Λαζαράτσα ζεστά, δεν ήταν όπως είναι τώρα που έχουμε τα πάντα, περιμέναμε ναρ’χουν οι γιορτές και οι σκόλες για να έχουμε τέθοια……εμ..τώρα έχουμε τα πάντα και δεν τα ζυγώνουμε…
—–Γιαγιαααααααα?….για το Πάσχα..
Α ναι….ε…πηγαίναμε όλοι στης παπαδιάς της Ειρήνης και μετά στης Βαγγελίας, Θεός χωρεσ’τους, και μας δώνανε τα Βάια…θέλαμε τα πιο ψιλά και μεγάλα….εκείνη ήξερε και τα έπλεκε ωραία και τα’χε σε μεγάλη σκάφη με νερό για να μη σκληρύνουνε…μετά μάνι μάνι ητρέχαμε στα κοντινά περιβόλια….στου Ζαχαριά, στης Θειάς της Αργυρώς, στης Κωστάντζας….και μας δώνανε λουλούδια να στολίσουμε τα Βάγια μας…ααα Θεός χωρεσ’τις ψυχούλες ντο’νε…..
—–Εγώ που θα βρω λουλούδια για το δικό μου;
Σου’χω φλάξει παιδί μου….μην ανησυχείς…..
—–Ωραία, πάμε τώρα να πάρουμε το Βάγιο μου και να το στολίσουμε?
Κάτσε παιδί μου έχουμε ακόμα δουλεία…έχουμε ώρα …μη βιάζεσαι….ρε παιδί μου όλοι βιάζονται σήμερα….μμμ
Μετά την άλλη μέρα στη κκλησία βάναμε τα καλά μας και παίρναμε τα Βάια και περιμέναμε να τελειώσει ο Παπάς τη λειτουργία….μετά χτυπούσαν οι καμπάνες και έβγαιναν με τσοι εικόνες και τα θυμιατά και τρέχαμε εμείς μπροστά και κοπανούσαμε τα βάγια μας στο δρόμο και λέαμε τραγούδι…..να ….το ίδιο που λέτε εσείς σήμερα…
Βάγιο Βάγιο τώ Βαγιώ,,,
τρώνε ψάρι και κολιό
και την άλλη Κυριακή
τρώνε το παχύ τ’ αρνί.
*…..και γέμιζε ο δρόμος με λουλούδια από τα βάγια…(βάλτα αυτά εδώ στο ταψί αυτό …..έτσι…ναι μπράβο)…στο τέλος μας έδωνε ο παπάς από μια μάπα για να βάλουμε με τσ’ εικόνες και πηγαίναμε σπίτι και τρώαμε στο ψαράκι μας….άμα κρατούσε φουρτούνα κάναμε το μπακαλιάρο βραστό με πατατούλες…τώρα τρώνε και κρέας!….εγώ σου λέω- πάμε από τα κακά στα χειρότερα….
——Και Μυροφόρες πότε πηγαίνατε Γιαγιά;
Όπως και εσείς παιδί μου από το βαγιό το βράδυ στο Νύμφιο….πηγαίναμε το απόγευμα και τα λέγαμε για να τα ξανά θυμηθούμε
ΑΛΛΗΛΟΥΙΑ
*και μετά περιμέναμε να χτυπήσει η θειά η Ευτέρπη τη καμπάνα πένθιμα….τότε χτυπούσαν αργά….νύχτα…..τώρα πιο νωρίς τα κάμουν….μωρέ πιο καλά ήταν τότε…βάναμε τα μαύρα ρασάκια μας και η εκκλησία? Όλη η Νάουσα μέσα……τότε πηγαίναμε όλοι στη Παναγία για τσοι μεγάλες σκόλες και μεγάλη βδομαδα..μονο το ευκέλαιο το κανανε στη Πεντάνουσα- μεγάλη χάρη της…
λοιπόν, ησβήνανε τα κεριά όλα και έβγαινε ο Παπά Κωστάντιος με τον Νύμφιο– Θεός χωρεσ’τον..και εμείς ψέλναμε…μετά τα αλλά τα έλε’αν οι ψάλτες….ψάλτες?…πολλοί…γεμάτο το αναλογιό…ήτανε ο Παπάζογλου..ο Αλιπράντης…
Ο Στελιανός ο Γαβαλάς, ο Σαγκριώτης…πήγαινε και από μικρός ο Βαγγέλης ο Γαβαλάς ….αχ…αυτός νέος νέος πέθανε….θυμάμαι μετά τι ωραία που έψελνε, λες και άνοιγαν οι ουρανοί…..μμμ ήταν κι’αλλοι που ψελνανε τσοι μέρες εκείνες…πήγαινε μετά και ο Στεφανάρας και Ο Νικολάκης ο Σήφης, Ο Νικόλας του Σπανοθανάση, Ο Σαμαλτάνης και άλλοι αλλά αυτούς θυμάμαι τώρα δα.
Ψαλμωδία Νάουσας Παλιά (π. Κωσταντιος-Βαγγελη Γαβαλά)
*Έλα άσε να πιάσω και εγώ λίγο να τελειώνουμε, ψιλά καν’τα μη βάνεις πολύ γιατί φουσκώνουν με την αμμωνία..
—–Ναι Γιαγιά και……
Μα δεν στα’πα παιδί μου;—λέγαμε το Αλληλούια το Νύμφιο– αυτά δεν έχουν αλλάξει…..
χορωδία-Τον νυμφώνα σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον και ένδυμα ουκ έχω, ίνα εισέλθω εν αυτώ· λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής, Φωτοδώτα, και σώσον με.
*Ωραία, μπράβο—Τότε ζυμώναμε όλες κουλουράκια και τσουρέκια, τα τσουρεκάκια τα κάναμε αφού βάφαμε τα αβγά τη μεγάλη Πέμπτη—- εγώ τώρα είπα εφέτος να τα κάνω τώρα να τα βγάλω από τη μέση μιάς και θα ερχόσασταν…όχι, όχι, λιγότερη ζύμη….έτσι παιδί μου…ναι…έτσι…..
——Μετά; Τι γινόταν μετά;….
Ε…Το πρωί πηγαίνανε όλοι πρωί πρωί να κοινωνήσουνε και μετά έκαναν ό,τι δουλειές δεν επρόκαμαν να κάνουν πιο ύστερα– βάφαμε τα αβγά, τα τσουρέκια και το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης άκουγες τον Ντελάλη τον σ’χωρμένο τον κοντό-Αργύρη τον Μπάρμπα Κωστή, μετά έκανε Ο Παναγιώτης ο Σαρλός, —–πάνε όλοι αυτοί….πάει και ο ντελάλης…
—–Τι ήταν ο ντελάλης;
Ε..έλεγε στο κόσμο για την εκκλησία….γυρνούσε τις γειτονιές, τότε ήταν γειτονιές και ….
Καμπάνες Παναγίας
ΝΤΕΛΑΛΗΣ
ΟΡΙΣΑΤΕ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΑ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΑΝΔΡΕΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑ ΟΡΙΣΑΤΕ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΑ ΣΤΑ ΔΩΔΕΚΑ ΒΑΓΓΕΛΙΑ
Μετά θα των’αλείψουμε με λίγο αβγό για να γυαλίζουν…έτσι….λίγο….έτσι ναι…
——Για λέγε Γιαγιά…….
Αργά νύχτα ανεβαίναμε όλοι πάνω στη Παναγία για να ακούσουμε τα Δώδεκα Βαγγέλια και μετά από τη Σταύρωση ψέλναμε τη Τιμιωτέρα εμείς οι Μυροφόρες
* ΜΥΡΟΦΟΡΕΣ ΑΠΟ ΠΑΝΑΓΙΑ
…..τι λουλούδι, στεφάνια…γέμιζε όλη η εκκλησία από λουλούδια γύρω από τον Μονογενή— που την επομένη τα παίρναμε και στόλιζαν τον επιτάφιο.
——Μονογενή;
Ο Χριστός παιδί μου…Ο Χριστός στο Σταυρό—Μονογενή τον λέαμε…για κάτσε και μέ’κοψες….α…μετά οι γυναίκες, αφού τελείωνε η εκκλησία, παίρνανε τα σκαμνιά, τσοι καρέκλες και ήκαμαν κύκλο γύρω από τον Μονογενή και λέανε τα μοιρολόγια…ήταν πολλές γυναίκες, η Τσουγκλήδενα, η Ευτέρπη και η αδελφή της, η Θειά η Μαριγώ του Μάστρο Νικόλα, πήγαινε και η Γαλαρίενα, η Μαζάρενα, μιά άλλη που δεν θυμάμαι πως τη λέανε, ε, και άλλες πολλές– πάρα πολλές. Τα τελευταία χρόνια ήταν και η καμένη η Φώτο, Θεός χωρετ’τσοι ψυχούλες ντό’νε…..νομίζω ότι λίγες μένουν ακόμη και τα λένε—- καλά που υπάρχουν κι’αυτες μη χαθεί το έθιμο, μερικές, μου λένε, πάνε ακόμη όπως παλιά με τα πόδια για να ανάψουν το Σταυρό….…εγώ—δοξασμένο το όνομα Του— δεν μπορώ πια, με κουράζει αλλά τα θυμάμαι πολύ καλά….Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη μέρα……..
ΣΗΜΕΡΑ ΟΛΟΙ ΘΛΙΒΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΛΥΠΟΥΝΤΑΙ…..
ΤΑ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Θεια Φώτο……δισκάκι
“Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται
σήμερα εβάλανε βουλή οι άνομοι Οβραίοι
Οι άνομοι και τα σκυλιά κι’οί τρεις καταραμένοι
για να σταυρώσουν το Χριστό, των πάντων βασιλέα.
Κι ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνο μυστικό, για να τον λάβουν όλοι.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της
την προσευχή της έκαμε για τον μονογενή της.
Φωνή εξήλθ’ εξ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα.
Σώνουν κυρά μου οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες
και τον υιόν σου πιάσανε και σαν ληστή τον πάνε
και στου Πιλάτου την αυλή, εκεί τον τυραννάνε.
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγώθη,
σταμνιά νερό της ρίξανε τρία κανάτια μόσχο
και τρία με ροδόσταμο, να’ρθει στο λογισμό της.
κι απάνω που συνέφερε, τούτον τον λόγο λέγει
Ας έρθ’ η Μάρθα κι η Μαριά και του Λαζάρου η μάνα
και του Προδρόμου η αδερφή κι οι τέσσερις αντάμα.
Επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
και το στρατί τους έβγαλε μες στου ληστή την πόρτα.
-Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.
Κι η πόρτα από το φόβο της άνοιξε μοναχή της.
Τηρά δεξιά, τηρά ζερβά, κανένα δε γνωρίζει,
τηρά δεξιότερα, βλέπει τον άι-Γιάννη
Άι- μου Γιάννη Απόστολε και Μαθητή του γιου μου,
Μην είδες τον υιόκα μου και σε το δάσκαλο σου?
Δεν έχω στόμα να στα πω, γλώσσα να στο λαλήσω
κι ούτ’ η καρδιά μου τα βαστά να σου τα μολοήσω
Βλέπεις εκείνον τον γυμνόν, τον παραπονεμένον,
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,
όπου φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι,
εκείνος είν’ ο γιόκας σου και ‘με ο διδάσκαλός μου.
Κι η Παναγιά πλησίασε γλυκά
τον ερωτούσε:
Δε μου μιλάς υιόκα μου δε μου μιλάς
παιδί μου;…………………….;”
*Αχ, ως μ’εκαψες Αγιά Καλή…εεε τέλος πάντων…….βάλε όση έχει μείνει μαζί να κάμεις ένα μεγάλο…ναι μπράβο….το αβγουλάκι….
——Γιαγιά, τη Μεγάλη Παρασκευή? Δεν γινόταν τίποτα τη Μεγάλη Παρασκευή;
Αν γινόταν λες….όλη η Νάουσα γινόταν μια μικρή Ιερουσαλήμ….γύρνούσαν όλοι το βλέμμα τουs πάνω στη Παναγία να δούνε τι γίνεται….η Καμπάνα δίπλο-κάμπανο χτυπούσε όλη μέρα….οι γυναίκες και τα κοπελούρια πήγαιναν πρωί πρωί να στολίσουν τον Επιτάφιο…ημάζευαν και λουλούδια από τα περιβολια, τους κηπους, ολοι δώνανε τοτε, δεν τα αγοράζανε…και απο που να τα αγοράσουν!;…χάχα…και βάνανε και τα καλά λουλούδια από τον Μονογενή και στόλιζαν τον Επιτάφιο—κόρη τον έχεις δει τον παλιό μας επιτάφιο? Πολύ παλιό—Ρώσικο λένε, αυτά τα ήξερε ο καμένος ο Οθωνας, τέλος πάντων στόλιζαν και μετά μάνι μάνι στα σπίτια να βάλουνε τα καλά ντό’νε για τη εκκλησία……για τσοι ώρες και την αποκαθήλωση….Για δε…..ήψελνε ο βαγγέλης ο Γαβαλάς και ακουγότανε μέχρι της κολυμπήθρες λέγανε……δεν είχαν μικρόφωνο τίποτα…..από καρδιά τα λέανε…..
**ΣΗΜΕΡΟΝ ΚΡΕΜΑΤΑΙ π. ΚΩΣΤΑΝΤΙΟΣ
Σήμερον κρεμᾶται, σήμερον κρεμᾶται,
σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου.
Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου,
σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου,
ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας.
Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιτίθεται
ὁ τῶν ἀγγέλων βασιλεύς.
Ψευδῆ πορφύραν περιβάλλεται
ὁ περιβάλλων τὸν οὐρανον ἐν νεφέλαις.
Ράπισμα κατεδέξατο ὁ ἐν Ἰορδάνῃ ἐλευθερώσας τὸν Ἀδάμ.
Ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας.
Λόγχη ἐκεντήθη ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου.
Προσκυνοῦμεν σου τὰ πάθη, Χριστέ.
Δεῖξον ἡμῖν καὶ τὴν ἒνδοξόν σου ἀνάστασιν.
Ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας.
Λόγχη ἐκεντήθη ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου.
Προσκυνοῦμεν σου τὰ πάθη, Χριστέ.
Δεῖξον ἡμῖν καὶ τὴν ἒνδοξόν σου ἀνάστασιν.
*Μετά το βραδύ….εε..οχι όπως τώρα…τότε χτυπούσαν τα μεσάνυχτα….δεν βλέπαμε την ώρα να ανέβουμε να πούμε τα εγκώμια πάλι με τα μαύρα ράσα….έψελνε όλο το εκκλησίασμα….μια φωνή….και ο επιτάφιος έβγαινε στις 3 τη νύχτα με τα 33 κεριά του για τα χρόνια του Χριστού…..μπροστά τραβούσε ο Σταυρός με το Μονογενή…έκαναν τάματα διάφοροι, των θαλασσινών, μανάδες των ξενιτεμένων για να σηκώσουν τον Μονογενή…..για την ευλογία—κατάλαβες;….για το καλό ντο’νε
Ο ΓΛΥΚΥ ΜΟΥ ΕΑΡ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;
….και μετά ημπαίναμε στην εκκλησία και άρχιζε η πρώτη Ανάσταση…οι καμπάνες την νύχτα να χτυπάνε Αναστάσιμα!…Ο Αδάμ Ο Αδάμ ο προπατορος Αδάμ…έτσι χτυπούσε……αυτό ακόμα γίνεται, και θέλω να μείνουμε παρέα να κοινωνήσουμε μαζί, τι λες;
—–3-4 τη νύχτα;
Όχι παιδί μου, τώρα γίνεται πιο νωρίς, βέβαια αργά είναι για παιδί αλλά…ε…μια φορά το χρόνο γίνεται…και πετά ο Παπάς τσοι μερσινιές…να τσοι πιάσεις πριν ακουμπήσουν χάμο, κάνουν καλό για τον πονοκέφαλο…
Τελειώσαμε—Άντε και του χρόνου παιδί μου…Έλα τώρα να μαζέψουμε……πιάσε λίγο έδω……
——Μετά Γιαγιά;
Το πρωί το Σάββατο δεν είχε εκκλησία….και τα αγόρια μαζεύοταν και σάχνανε βαρελότα για το βραδύ και την επαύριον….εμείς βοηθούσαμε με τις ετοιμασίες για το βραδύ, να φτιάξει η μάνα το ζουμάκι…….τώρα όλοι κάνουν μαγειρίτσα αλλά τότε μονό ζουμάκι, με λίγο κριθαράκι….έκανε καλό μετά από τη νηστεία…..α….το πρώτο πραμμα που τρώγαμε το βραδύ ήταν το αναστημένο αβγό….τη σαρακοστή κλείναμε το στόμα με αβγό και μετά από την Ανάσταση με αβγό το ανοίγαμε….
——Δεν το κατάλαβα αυτό Γιαγιά αλλά τέσπά….για συνέχισε…
Εε, τώρα πάνε αυτά….
Γύρω στις ένδεκα το βραδύ πάλι αναβαίναμε για την Ανάσταση με τσοι λαμπάδες, είχαν έρθει και όλοι οι δικοί από το Μπεραία και Αθήνα και ήταν μεγάλη μέρα χαράς….άνοιξη, ασπρισμένο το χωριό, καθαρά τα σπίτια μας και οι ψυχές μας……..και όταν έλεγε ο παπάς το Χριστός Ανέστη…Παναγία σώσε τι γινόταν!!! καμπάνες, βαρελότα…….βάζανε ξεροκλήματα και φρύγανα και καίανε τον Ιούδα πίσω από τον τοίχο και όλα ήταν το αποκορύφωμα όλης της εβδομάδας…….ότι και να σου πω λίγο είναι…….
Χορωδία
Χριστός Ανέστη εκ νεκρών,
θανάτω θάνατον πατήσας
και τοις εν τοις μνήμασιν,
ζωήν χαρισάμενος.
*μετά τρώγαμε στο σπίτι το ζουμάκι, αβγουλάκια, αθότυρο και έκοβε ο μπαμπάς…τη κουλούρα αφού το ευλογούσε….την άλλη μέρα, όλες οι μπόρτες ανοιχτές και περούσανε και κερνάγαμε…….Χριστός Ανέστη…Αληθώς ο Κύριος……συνήθως τρώαμε στο σπίτι κάνα μπουτάκι από ερίφι η αρνάκι…..και μετά πηγαίναμε σιγά σιγά με τις λαμπάδες πάλι στη εκκλησία για τη δεύτερη Ανάσταση με τη λιτανεία……
——Γινόταν χαμός τότε οπως τωρα Γιαγια;
Όχι, τότε ήταν πιο ήρεμα τα πράγματα, αλλά πάντα κάτι είχε….την άλλη μέρα, τη δευτέρα του Πάσχα βγαιναμε στις εξοχές οι σε συγγενικά κατοικίες και γλεντούσαμε, βάναμε κούνια και λέγαμε τραγούδια, και άμαν ήταν και του Αγιού Γεωργιού….δωστου να δεις!….
Της Κούνιας
Σίδερο να’ναι το σκοινι κι ατσάλι το δοκάρι
Κι εκείνος που την έφτιαξε να ζει να κάνει κι άλλη
Κουνήσατε την έμορφη, κουνήσατε την άσπρη
Κουνήσατε τη λεμονιά που’ναι γεμάτη άνθη
Ευχαριστώ που με κουνεις θα στο γνωρίζω χάρη
Θα δέσω την αγάπη σου μ’ένα μαργαριτάρι.
Ωραία που είναι η Λαμπρή απ όλες τις γιορτάδες
Που βγάζουν την Ανάσταση και ψέλνουν οι παπάδες
Χριστός Ανέστη μάτια μου, έλα να φιληθούμε
Έλα να σμίξουμε τα δυο, τον πόνο μας να πούμε.
*…..κάθε μέρα της Λαμπρής εβδομάδας κάτι κάναμε…μέχρι και τη Παρασκευή που πηγαίναμε με τσοι βάρκες και τα ζωντανά στου Μπάρμπα Καραγιάννη στη Ζωοδόκοπη…..
Λοιπόν, κόρη…φτάνουν οι ιστορίες….πάμε να φτιάξουμε το Βάγιο σου……….γιατί αύριο…..βάγιο βάγιο τω βαγιώ τρώμε ψάρι και κολιό…..και την άλλη Κυριακή τρώμε το παχύ αρνί…….
(Τα παιδιά τραγουδούν το βάγιο…….)
ΤΕΛΟΣ
*****Το κείμενο βασίζεται σε ιστορίες και αφηγήσεις που άκουγαν τα παιδικα μου αυτιά. Τα αγαπημένα αυτα πρόσωπα δεν υπάρχουν πλέον στη γή. Ηταν απο την Γιαγιά μου την Μαριγώ και τις «φιληνάδες” της: την κερά Κατίνα την Γαλαρίενα, την θειά την Μαρούλη την Μαζάρενα, την Θειά τη Μαρία του Χαράλαμπου, την Θειά τη Μαρίγη την θειά την Κατερίνη της Ανθούλας, την Ζαμπέτη τη Βάζαινα και άλλες. Στοιχεία υπάρχουν επισης από διηγήσεις της κυρίας. Καλλιρρόης Αρκουλή και από ιστορίες του πατέρα μου Μιχάλη Ν. Γαβαλά, και δικές μου αναμνήσεις, απ’οταν η ποδιά της Ευτέρπης ακόμα μοσχοβολούσε αγνό κερί και βιολέττα….
Αιωνία τους η Μνήμη!


12.4.2023
Καρπαθιακά Νέα