Ο ΝΙΚΟΛΗΣ ΤΗΣ... ΑΡΧΟΝΤΟΥΣ του Ανδρέα Ηλία Μακρή

Ο ΝΙΚΟΛΗΣ ΤΗΣ... ΑΡΧΟΝΤΟΥΣ του Ανδρέα Ηλία Μακρή

Mέχρι τα τέλη του ’60 ζούσε στα Πηγάδια έξω στον «Κάβο», ο απερίτικης καταγωγής Νικολής ο Γιάννακας. Από γεννησιμιού του, άνθρωπος φιλήσυχος, πράος, γαλήνιος και καλοπροαίρετος, πιο γνωστός όμως, ως ο Νικολής της Αρχοντού(λα)ς με την πιστή του συμβία από την `Ελυμπο, ένα φιλήσυχο και θρησκόληπτο ζευγάρι, τίμιο και αβάρετο στη γειτονιά του.
Ο Νικολής κτίστης μερακλής, άριστος δουλευτής της πέτρας πού Κύριος οίδε πόσα χιλιόμετρα λιθοδομές έχτισαν σε Πηγαδιώτες νοικοκυραίους τα ροζιασμένα και καματερά του χέρια.

Κάποτε που λέτε, στο σιντριβάνι, να ήταν το 1950; στο αποκριάτικο έθιμο της «Καθαροδευτέρας» έλαχε για πρώτη φορά στη ζωή του Νικολή -κοινωνικά αναβαθμισμένος σε Καδή(1)- να παίξει τον αυστηρό ρόλο του αδέκαστου αποκριάτικου δικαστή. Άφησε μάλιστα εποχή το καυστικό χιούμορ, οι χαριτωμένες ατάκες και το βαρύ ποινολόγιο σύμφωνα με το σενάριο, για τις δήθεν «σεξουαλικές» παρενοχλήσεις των Πηγαδιωτών, στους γουστόζικα μεταμφιεσμένους σε τροφαντές, ευειδείς «γυναικείες» υπάρξεις στα πρόσωπα των εθελοντικά προσελθόντων νεαρών Δημήτρη Βασ. Μουστακάκη και Γιάννη Γ. Νιοτή (Μιαούλη).

Οι οποίοι βαμμένοι με μπόλικη πούδρα, ρουζ, κραγιόν, νοτισμένοι στο άρωμα της λεβάντας, με ξανθές περούκες και προβεβλημένο θηριώδη μπούστο προκαλούσαν ανοικτά στο δρόμο τους άρρενες Πηγαδιώτες, με ηδυπαθείς ματιές και… ποθοπλαντάγματα. Ο σκοπός ιερός. Να συγκεντρωθούν χρήματα για να ξανακτίσουμε οι Πηγαδιώτες το παλιό εκκλησάκι του Πανορμίτη, πέρα στον Κάβο. ΄Εκτοτε, έγινε ανέκδοτο η κλασσική ερώτηση του Νικολή στα υποψήφια «θύματα», κατά την ακροαματική διαδικασία της δίκης-παρωδία:

– Τία, σού ’κανε Κοκόνα μου ο μουρντάρης(2 ) π.χ, ο… Γιορδάνης;

Και να πέφτει μετά βαρύς ο πέλεκυς της δικαιοσύνης στον κατασκευασμένο ένοχο στο υπαίθριο λαϊκό δικαστήριο, με τσουχτερό ή όχι χρηματικό πρόστιμο, ανάλογα με τον βαθμό του κατηγορητηρίου και σε συνάρτηση πάντα, με την οικονομική κατάσταση του «ενόχου». Το όλο σκηνικό πάντως ήταν μια εμπειρία ιαματική για το φιλοθεάμον κοινό από το πολύ, μέχρι δακρύων γέλιο ακούοντας τις περιγραφικές καταγγελίες των δήθεν σεξουαλικών παρενοχλήσεων του «δράστη», πάντως ολότελα, συκοφαντικές μπαρούφες, με την παιδική μαρίδα, τα οκτάχρονα έως δεκάχρονα πιτσιρίκια να ξελαρυγγιάζονται εν χορώ στα:

– Σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν!

και την άλλη μισή, επιλεκτικά να ζητά… επιείκεια:

– Άφες αυτοίς, άφες αυτοίς…

Η συμβία του Νικολή Ελυμπίτισσα Αρχοντού(λα) -πλέον βέρα Πηγαδιώτισσα- συμπαθής φιγούρα με μικρά «κουλτουριάρικα» γυαλάκια και μετάλλινο σκελετό, ταπεινή και καλοσυνάτη ήταν ντυμένη στην κατωχωρίτικη φορεσιά. Κυριακές και σχόλες, ευσεβείς χριστιανοί και οι δύο ξεκινούσαν από τα άγρια χαράματα -ντουέτο αχώριστο- για τη Βαγγελίστρα μας. Μπροστά ο Νικολής με βιαστικό βηματισμό, ντυμένος στο γκρίζο σχολιανό κοστούμι με την επίσημη τραγιάσκα, το άσπρο πουκάμισο με κουμπωμένο τον γιακά να προεξέχει της γερανί φανέλας πλεγμένη από της Αρχοντούς τα επιδέξια χεράκια. Εκείνη, ασθμαίνουσα δυό-τρία βήματα πιο πίσω, τον ακολουθούσε σεμνή-σεμνή ντυμένη στη γιορτινή κατωχωρίτικη βέστα της, με το μπιρμπιλωτό «τσεμπέρι» πάνω από το άσπρο «τεχρεμί» δεμένο σφικτά στην κεφαλή με τα «πιτσίλια» γύρω-γύρω.

Εκεί στην εκκλησία μας, τον Νικολή τον περίμενε πάντα το δικό του στασίδι. Το πρώτο, μπροστά στην Πύλη με τον Αρχάγγελο Μιχαήλ στην πλευρά της θάλασσας. Δίπλα του, ο «Φαντάρος», ο Νικολής Χαλκιάς(3) με ένα μουστάκι μακρύ που έφθανε μα τον θεό, μέχρι τα αφτιά. Ακολουθούσαν ο παλικαράς λατόμος, γνωστός γλεντζές Νικήτας Ι. Ζαβόλας, ο γλυκομίλητος σαντουριέρης Μιχάλης Φουρμούζης, ο ευγενής αμερικανοτραφής εργένης Νίκος Φασουλέτος (μέχρι να αλλαξοπιστήσει και γίνει μάρτυρας του Ιεχωβά), ο μεγαλέμπορας Αλέξης Η. Μανωλάκης κ.ά., όλο μαζί το εκκλησίασμα να σταυροκοπιέται παρακολουθώντας με κατάνυξη τη θεία λειτουργία από τα χείλη του υπερ αιωνόβιου(4) λευίτη μας Παπα Νικήτα Κάτρου. Αργότερα προστέθηκε και ο νεότερος Παπα Γεννάδιος Καραδημητρίου (κατά κόσμον Γεώργιος) με τη συνοδεία των ψαλτάδων μας(5). Ενδιάμεσα, οι εκκλησιαστικοί μας Επίτροποι: Ο εμποροράφτης Γιάννης Ν. Ιωαννίδης, ο τυπογράφος Ηλίας Γ. Λογοθέτης και ο γραμματέας του Δήμου Δημητρός Ι. Λάμπρου, εκ περιτροπής, με το πανέρι στο χέρι συγκέντρωναν τον οβολό του εκκλησιάσματος “υπέρ Οικουμενικού Πατριαρχείου” και “υπέρ του Ναού”.

Ο καλοκάγαθος Νικολής, με αγνότητα ψυχής ορισμένες φορές να περνά τα όρια αφέλειας -πιθανή εκδοχή να μην αποχωρίσθηκε ποτέ την Κάρπαθο- πρόφτασε όμως να΄δεί στο νησί τεχνολογικές εξελίξεις και γεγονότα που δεν μπορούσε εύκολα -όπως συνέβη άλλωστε και σε άλλους Καρπάθιους της εποχής του- να χωρέσει το μυαλό του. Κολυμπούσε σε μακαρία άγνοια για όσα συνταρακτικά συνέβαιναν στα πέριξ. Τα σχολίαζε όμως με το «σινάφι» του τον Σίμο Λαμπρινό, γνωστός μας ως «Παπάς»(6) αλλά και πέραν αυτού.

Το 1943 που λέτε, ο Νικολής δούλευε κάπου στον Βρόντη. Ξάφνου ακούει ένα εκκωφαντικό, πρωτόγνωρο θόρυβο από χαμηλή πολεμική πτήση βρετανικών βομβαρδιστικών αεροπλάνων που σε δευτερόλεπτα πετούσαν ήδη πάνω από το κεφάλι του, με στόχο τα τρία γερμανικά υδροπλάνα προσθαλασσωμένα στην ΄Αφφωτη, κάτω από τον στάβλο του Πέρου του Μακρή, τα οποία κατέστρεψαν σωστά πληροφορημένα από τον θρυλικό κατάσκοπο Χριστόφορο Λυτό. Τον λιονταρόψυχο Βολαδιώτη κομάντο που κρυβόταν σε σπηλιές της απρόσιτης Λάστου.

Μεταπολεμικά, ο Νικολής εξιστορούσε στη μητέρα μου το συγκεκριμένο συμβάν με τον δικό του γλαφυρό πάντα τρόπο, αστειευόμενος βέβαια και γελώντας ο ίδιος, αφού καταλάβαινε τη σημασία της πολεμικής αποστολής των Βρετανών πιλότων:

– Ένα καλάμι ν’άχα, Φωτεινή μου. Ένα καλάμι μονάχα σου λέω, τσαί ννάτα μαθές κάτω μονοκοπανιάς, τα (αε)ροπλάνα απ’ τον Νικολή που θωρείς. Αμέ»;

Το 1948 σε δύσφορες εποχές εξασφάλισε που λέτε δύο σακιά τσιμέντο από την κρατική Υπηρεσία της Ανοικοδόμησης για την εξωτερική σκάλα που σχεδίαζε να φτιάξει στην είσοδο του σπιτιού του. Το συζήτησε λοιπόν με τον «Παπά», ο οποίος του υπενθύμισε να ενισχύσει το «χαρμάνι» με σίδερα. Καλούπωσε λοιπόν έντεχνα τα 4-5 σκαλιά ο Νικολής, αδυνατώντας όμως να βρει τα κατάλληλα σίδερα, σκαρφίσθηκε να τα αντικαταστήσει με ό,τι σιδερικό έβρισκε: Βέργες, τσέρκια βαρελιών κ.ά. ’Έριξε λοιπόν το μπετόν. Το έβρεχε πρωί-βράδυ να σφίξει και ύστερα από κάμποσες ημέρες άρχισε το «ξεκαλούπωμα». Χαρούμενος ανέβηκε πρώτος τα σκαλιά να χαρεί το έργο των χεριών του, αλλά στην κάθοδο, η σκάλα κατέρρευσε και ο ίδιος προσγειώθηκε ανώμαλα… για να τον πιάσει το κλαυσίγελο παράπονο:

– ’Ωχου’ τα Παναγία μου, Βαγγελίστρα μου! Τίαν ήπαθα. Χαράμι επή(γ)ασι οι κόποι μου. (Δ)εν λέεις πάλι, τσε (δ)εν ήσπασα την… τσανάκα μου (7), να λέουσι μα τα τσείνον ιά (!)

Βέβαια, αργότερα ακούγοντας αποσβολωμένος τον «Παπά» να του τονίζει την «ανεπάρκεια υλικών» κουνούσε συγκαταβατικά το κεφάλι του. Λίγο τσιμέντο, σίδερα της «πλάκας» ή όπως οι μηχανικοί θα μιλούσανε σήμερα για «κόπωση υλικών».

Το 1956 τώρα, παρακολουθούσε με τις ώρες από την προνομιακή θέα του σπιτιού του στον Κάβο, τη «μπίγα», τον πλωτό γερανό να ποντίζει στη θάλασσα τα τεράστια μπλόκα και υποθαλάσσια να χτίζει με σχετική ευκολία τον λιμενοβραχίονα. Ανήμπορος να πιστέψει στα μάτια του θαύμαζε την υπερφυσική δύναμη του γερανού, αναλογιζόμενος προφανώς τις περιορισμένες σωματικές δυνάμεις του ανθρώπου για να αφεθεί και να μονολογεί μελαγχολικά:

– Πάει πιο, εχάλασε ο κόσμος! Από σταν εί(δ)α ‘γώ την μπί(γ)α, να σηκώνει τα με(γ)άλα μπλόκια στο λιμάνι, σαν νά’τασει (α)γκωνάρια, τία να σου λέω τώρα, ο εφταμποϊσμένος.

Πάει πιο, ετέλειωσε ο κόσμος πού ΄ξερε ο Νικολής σου λέω…

Αφιερωμένο στον αξέχαστο Πηγαδιώτη Νικολή Γιάννακα, τον αγνό άνθρωπο και καλό χριστιανό.

____________________

1.- Καδής= Δικαστής τουρκιστί.

2.- Κολασμένος, γυναικάς!

3.- Απεκλήθη «φαντάρος» επειδή ξεμπάρκαρε στην Κάρπαθο με τη Μικρασιατική στολή εκστρατείας, όντας το πρωτοπαλίκαρο και ο σωματοφύλακας του ακατανίκητου στρατηλάτη Νικολάου Πλαστήρα.

4.- Ο μακροβιότερος σύγχρονος Έλληνας. Απέθανε τη δεκαετία του 1970, σε ηλικία 112 ετών!

5.- Ψάλτες, οι αείμνηστοι: Τελώνης Γιώργος Γκαρδιακός βαθύς γνώστης της βυζαντινής μουσικής, ράφτης Γιάννης Πολεμικός, σοβατζής Χριστόφορος Βασιλαράκης. Αργότερα στη δεκαετία του ’60, ο καλλίφωνος Θεολόγος, άριστος γνώστης της βυζαντινής μουσικής Γεώργιος Χαλκιάς, δάσκαλος Γεώργιος Ορφανός, αγρονόμος Αναστάσης Τσίκης, μαραγκός Αντώνης Πετεινός.

6.- Ο «Παπάς» ήταν αλέγρος τύπος, χωρατατζής, χιουμορίστας, με «πονηρές» ατάκες σε ημερησία διάταξη που ξεκαρδιζόσουν στα γέλια. Και να σκεφθείς στα νιάτα του πέρασε ένα φεγγάρι από το Αγιονόρος ως δόκιμος μοναχός. Αν ήταν ποτέ δυνατόν!

7.- Υπονοούσε τη λεκάνη.

8.- Ταλαίπωρος.

Βελτιωμένο κείμενο, συμπεριλαμβάνεται στο νέο βιβλίο μου: «Καρπαθιογραφίες».