Νόστιμες οι ελιές, μόνο της Καλλιόπης

Νόστιμες οι ελιές, μόνο της Καλλιόπης
Γράφει ο Ανδρέας Ηλία Μακρής
——————————————-
«Εεε, έχεις κι’ εσύ, ελιές…
Ξέρεις να κάνεις, ελιές…
Σαν της Καλλιόπης νόστιμες, να κάνεις!…»
Έλεγε επιτιμητικά ο οδοντογιατρός Δημήτριος Κ. Κωνσταντινίδης (1) και ξανάλεγε παραπονιάρικα στη γυναίκα του Σταματίνα του Καπότα, κάθε φορά που θα τά ‘τσουζε παρέα με τον Βασίλη του Σταμπολή(2).
Τα απογεύματα εκεί στον καφενέ του Ευθύμιου κατέβαζαν ποταμηδόν και οι δυό τους τη ρακή σαν διψασμένοι … μαραθωνοδρόμοι δοκιμάζοντας για μεζέ τις κοπανιστές ελιές της Καλλιόπης, συζύγου του Βασίλη και δώστου να αδειάζουν οι πιθιακοί με τις νόστιμες ελιές στο σπίτι του Σταμπολή.
Ε, κάποια στιγμή, η Καλλιόπη καίτοι σαν κανακαρά είχε ακόμη κουμπάνιες τις ελιές, δεν άντεξε άλλο. Άρχισε να μουρμουρίζει στο σύζυγο της για την εξάντληση δήθεν κάθε αποθέματος ελιών. Αλλά για τον Βασίλη της, πέρα έβρεχε… Μια και δυό αφήνει το νοικοκυριό της και πάει να εξηγηθεί σταράτα στην κανακαρά, ξαδέρφη της Σταματίνα του οδοντογιατρού:
– Ω, Σταματίνα! (Δ)εν έχω πιο ελιές, εποκάμασι(3). Τσαιρός να στέλνεις τσαι ‘σού, ελιές του Δημητρού στου Ευθύμιου το καφενέ. Tσαι να σου ΄πώ κατά που πάμε, χουφτούρια-χουφτούρια οι
ελιές,από κατοστάρικα πιθάρια θα πρέπει να γεμώνουμε του χρόνου!…»
– Ωωω, η κακομοίσα, ήμπλεξα! Δικαιολογήθηκε και
δικαιολογημένα η Σταματίνα.
(Δ)εν, τις θέλει ο Δημητρός τις ελιές μου.΄Ανοστες τις ανε(β)άζει,
άνοστες τις κατε(β)άζει!…
– Ε, τότες -λέει η Καλλιόπη- (δ)έ μου δίνεις ένα πιθιακό από τις
ε(δ)ικές σου;
Ο Βασίλης μου θα τις παίρνει στον καφενέ σαν (δ)ικές μου!…»
Η Σταματίνα ανταποκρίθηκε πρόθυμα στην Καλλιόπη και με γαλαντομιά.
Η συνέχεια παραέχει γούστο. Ο Δημητρός με την ίδια πάντα βουλιμία συνέχισε να καταβροχθίζει -εν αγνοία του βέβαια- τις ελιές πια της γυναίκας του Σταματίνας, εκθειάζοντας κάθε φορά τη νοστιμιά τους!…
-Αυτές είναι ελιές, Βασίλη μου! Πεντανόστιμες!… Πώς να το κάνουμε. Ας τα βλέπει η προκομμένη η γυναίκα μου…».
– Πέστα χρυσόστομε Δημητρό(4) ! Ανταπάντησε ο Βασίλης κορδωμένος.
Τελικά, με το πάθημα του φίλου του Δημητρού, ο Βασίλης ο Σταμπολής θα πείστηκε πόσο ξεγελά τις γαστριμαργικές γεύσεις και τις ισοπεδώνει, η υπερκατανάλωση ρακής.
__________________________________________________________________
1.- Παιδιά του Δ. Κωνσταντινίδη: Φωτεινή Μιχ. Βασιλάκη,
Μαριγούλα Τσιρώνη, Eλένη Εμμ. Νικολαϊδη και Κώστας
(οδοντογιατρός).
2.- Παιδιά του Β. Σταμπολή: Ηλίας (Ιατρός), Ποθητός, Σέβα Κ.
Νικολαϊδη και Φούλη Ηλ. Παχούντη.
3.- Τέλειωσαν.
4. Με καταγωγή από την Κωνσταντινούπoλη.
Απόσπασμα από το βιβλίο:
«ΠΟΤΙΔΑΙΕΩΝ! ΕΥΘΥΜΑ, ΣΟΒΑΡΑ & ΚΩΜΙΚΟΤΡΑΓΙΚΑ»