Τα  «Νούμερα» του ‘22, γράφει ο Ανδρέας Ηλία Μακρής        

Τα  «Νούμερα» του ‘22, γράφει ο Ανδρέας Ηλία Μακρής        

Το 1922 η ιταλική κυβέρνηση ασαφώς και απροσδιόριστα αποφάσισε να προβεί στη διενέργεια  απογραφής των σπιτιών της Καρπάθου. Προς τούτοις, προγραμμάτισε  η καταγραφή στο Απέρι να  ξεκινήσει την Τετάρτη το πρωί της 23ης Αυγούστου. Η είδηση όμως, υπό το βάρος και  τις συνέπειες βαθύτατης καχυποψίας και εύλογης δυσπιστίας εκλήφθηκε εσφαλμένα από τους προύχοντες και  τον Μητροπολίτη Γερμανό, ως πρόθεση των Ιταλών για μελλοντική δήθεν στρατολόγηση των Καρπαθίων,  ενώ όπως εκ των υστέρων αποδείχθηκε ήταν για στατιστικούς λόγους.

Οι Ιταλοί άρχισαν τις προπαρασκευές και τέλη Ιουλίου του 1922 ο στρατιωτικός διοικητής κάλεσε στο γραφείο του τον πρόεδρο των δικαστηρίων Φωκά Ι. Οικονομίδη  και τον γραμματέα Ανδρέα Γ. Χιωτάκη και σε ξεχωριστά δωμάτια, τους ζητήθηκε να υποβοηθήσουν επικοινωνιακά την πραγματοποίηση της απογραφής από την πολύ σημαντική κρατική θέση που κατείχαν, με υποσχέσεις περί μόνιμης θέσης, μέχρι απονομής τίτλου Ιππότη και πολλών οικονομικών παροχών.

Αμφότεροι αρνήθηκαν να γίνουν εντολοδόχοι και μάλιστα, χωρίς να έχει προηγηθεί μεταξύ τους συνεννόηση. Όταν αργότερα τους έφεραν στο σαλόνι και βρέθηκαν μόνοι τους, ο Φωκάς με νόημα έγνεψε του Ανδρέα τι έγινε; Ο Χιωτάκης ύψωσε τα φρύδια του, που σήμαινε το όχι. Ο Φωκάς ανταπάντησε κλείνοντας το μάτι, που σήμαινε και αυτός όχι. Τελικά, τους άφησαν ελεύθερους υπό τον όρο τον Αύγουστο καίτοι τα δικαστήρια παρέμεναν κλειστά να παραμείνουν στα Πηγάδια, στα σπίτια τους. Ο μεν Φωκάς θα ξεχνούσε τις διακοπές στις Πηλές και ο Ανδρέας στον Μερτώνα, όπως συνήθιζαν να εκδράμουν οικογενειακά τα καλοκαίρια.

Ταυτόχρονα, σε άλλη σύσκεψη για την απογραφή που είχε προκαλέσει ο διοικητής των Ιταλών καραμπινιέρων στην έδρα του, οικία της δασκάλας Ευανθίας Φιλιππίδη-Μοσχονά στα Πηγάδια άκουσε από τους παριστάμενους προύχοντες(1) της Καρπάθου διάφορες δικαιολογίες. Ο καθένας έλεγε το μακρύ και το κοντό του. Προσχηματικά οι περισσότεροι σκαρφίσθηκαν ένα σωρό αφορμές αποφεύγοντας να μεταβληθούν σε πειθήνιους και άβουλους εντολοδόχους και να συνδράμουν(2)  το έργο  της απογραφής των σπιτιών τους.

Ο Μουχτάρης Απερίου Ηλίας Α. Λάμπρος αφού έκρυψε τα  δημοτολόγια στις «Ίνιες»(3) δικαιολογήθηκε:

«’Αγνωστοι μου έκλεψαν τα κλειδιά του δημαρχείου, σήκωσαν και τα δευτέρια».

Ο εξ Ολύμπου  Εμμανουήλ Ι. Σακέλλης δήλωσε:

«Αγόρασα τις μπογιές και τις βρούτσες κι ‘πάνω πού ‘μουν έτοιμος ν’αρκίσω,

ήρτασιν σαν Μαινά(δ)ες οι  γυναίκες, τ’ αρπάρξασιν  και τα ρίξασιν στον γκρεμόν!…».

 

Ο Οθείτης Μανώλης Χανιώτης ιδιαίτερα, αρνήθηκε χωρίς περιστροφές να συμβάλει στο έργο της απογραφής:

«Η εθνική μου συνείδηση δεν μου επιτρέπει να εφαρμόσω τις διαταγές σας!»

 

Άνάλογα έπραξαν και οι υπόλοιποι προύχοντες  της Kαρπάθου. Στο τέλος της ατελέσφορης σύσκεψης, ο Ιταλός διοικητής διαπιστώνοντας γενική απροθυμία των παριστάμενων επικαλούμενων διάφορες προφάσεις -πιθανόν ανέμενε ευπειθείς μαλιστάθρωπους- τους εξομολογήθηκε εκ βαθέων και με αφοπλιστική ειλικρίνεια:     

«Θαύμασα τον πατριωτισμό σας!

Ως στρατιωτικός διοικητής είμαι  ανίκανος να διοικώ τέτοιο υπερήφανο λαό».

και συνέχισε ότι, θα ζητήσει από την Υπηρεσία του την άμεση εκτός Καρπάθου, μετάθεση του.

Τα γεγονότα όμως έτρεχαν. Οι Ιταλοί ξεκίνησαν την απογραφή στα Πηγάδια χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα λόγω της ισχυρής στρατιωτικής παρουσίας τους.  Στα επόμενα  όμως μεγάλα  χωριά  Μενετές και Απέρι ήταν εξαρχής γνωστό  ότι θα υπήρχε μεγάλη αντίδραση. Στις  Μενετές στην πρώτη γραμμή της αντίστασης ήταν ο ατρόμητος Μενεδιάτης Μιχάλης Μαργαρίτηςπου άρπαξε το όπλο Ιταλού καραμπινιέρη και το έσπασε στις πέτρες. Ταυτόχρονα, ο νεαρός Νικόλαος Φρατζέσκος άρχισε να χτυπά την καμπάνα της Μεγαλόχαρης να ξεσηκωθεί ο κόσμος, παρά την απουσία -λόγω εποχής- των περισσοτέρων Μενεδιατών στα μετόχια. Όμως, η θαρραλέα Ευθυμία Eπιτρόπου σύζυγος του Μιχάλη Οθείτη και μάνα του Νικολή του Ψαρά πήρε ασβεστοντενεκέ και άσπριζε με το  φροκάλι τους

αριθμούς που έγραφαν οι Ιταλοί στα πάνω σπίτια του χωριού, παρέα με την Καλλιρρόη Φρεσκάκη Χατζημηνά και την Κυρανιά του Αντρούλη:

«’Aμμέ σουά Φωτεινή. Μεν’ ήτο νάχουμε τη μούτζα τους στα σπίδια  μας!…

Αργότερα έλεγε παραστατικά στη Μητέρα μου.

Στις Πηλές, της εξέγερσης ηγείτο ο ενθουσιώδης γιατρός Γεώργιος Εμμ. Παπαδόπουλος ο οποίος στις εκκλήσεις ιατρικής συνδρομής σε λιποθυμίες εγκύων γυναικών εξ αιτίας των δραματικών γεγονότων απαντούσε με πατριωτικό στόμφο:

        «Αυτήν την ώρα δεν είμαι… γιατρός.  Τώρα είμαι ο Γιώργης!

Στο Απέρι ο κόσμος ξεσηκώθηκε από τα χαράματα. Πώς όμως; Οι καραμπινιέροι ζήτησαν εσπευσμένα τα μουλάρια του Πηγαδιο-απερίτη αγωγιάτη Μηνά Γ. Σακέλλη για τις μετακινήσεις τους. Αυτός υποψιασμένος, δικαιολογήθηκε ότι τάχα μου ήταν αγκαρεμένα στον «Μερτώνα».

Ασθμαίνων κατέφθασε άμεσα στα δικαστήρια και ενημέρωσε σχετικά τον  πρόεδρο Φωκά Ι. Οικονομίδη και τον γραμματέα Ανδρέα Γ. Χιωτάκη. Αμέσως κλήθηκε ο δικαστικός κλητήρας Βασίλης  Μαργαρίτης να πάρει το δρόμο τη νύχτα, και μέσω Κουρίου να συναντήσει επειγόντως τον δήμαρχο Απερίου Ηλία Α. Λάμπρο και να ξεσηκώσει το χωριό. Ανδρες νέοι-γέροι, γυναίκες νέες-γριές, εγκυμονούσες ή όχι από το χάραμα να συγκεντρωθούν στην Πύλη(4) μπροστά να προβάλλουν αντίσταση στα σχέδια των Ιταλών.

Πράγματι, έτσι και έγινε. Εξαγριωμένοι οι Απερίτες επετέθησαν εναντίον ογδόντα πάνοπλων Ιταλών πεζοναυτών. Από κοντά και οι Απερίτισσες με  φουρνοκόνταρα και πολεμικούς αλαλαγμούς με  προεξάρχουσες την Κυρανιά του (Β)ασιλή του Χρυσού, μάνα του Δημητρού Χρυσού (του «’Ερωτα») γυναίκα πανύψηλη, τη Φωτουλιά του Χατζησταμάτη (αδελφή της Κυρανιάς), τη Μαρούκλα του Πέρου, την Καλλιόπη του Χατζησταμάτη, την Ολυμπία του Παλληκαρά, την Κυρανιά  του Τσαγκάρη-Μαργαρίτη η οποία και τραυματίσθηκε σοβαρά στο σαγόνι, χτυπημένη  άσχημα από το κοντάκι  τυφεκίου Ιταλού  καραμπινιέρη.  Προηγήθησαν βεβαίως άγριες συμπλοκές και αλληλοξυλοδαρμοί μεταξύ του Αντώνη Καβαλλιέρου και Γιάννη Ποθητού με Ιταλούς πεζοναύτες.

Εντωμεταξύ, μια παρέα παλικάρια Απερίτες οι Λάμπρος Σταματιάδης, Φιλιππής Λογοθέτης, Νικολής Μ. Τσαγκάρης, Νικολάκης Α. Διακίδη και Φραγκιός Φ. Σταμπολή πήγαν νότια στο ύψωμα της «Αγίας Υπαπαντής» άναψαν φωτιά να πάρουν οι Μενεδιάτες το προσυμφωνημένο μήνυμα για να ξεκινήσει την πορεία η ένοπλη καβαλαρία, με κυνηγετικές καραμπίνες και γκράδες προς ενίσχυση των  Απεριτών, με αρχηγό τον  καθηγητή Μηνά Β. Οικονομίδη.

Οι Ιταλοί ενήμεροι των προθέσεων των Μενεδιατών και προκειμένου να εμποδίσουν την ανάβασή τους στο Απέρι παράταξαν άγημα  πεζοναυτών στο «Βρόντη» και την «Κολυμπήθρα» να φυλάνε… καραούλι. Τα καλά τα παλικάρια(5) όμως ξέρουν και άλλα  μονοπάτια. Ο καθηγητής Οικονομίδης  έξυπνα διάλεξε  διαφορετική πορεία και μέσω «Κραμπά» της περιφερείας Όθους έφθασαν στο Απέρι ανεμίζοντας μαύρες σημαίες και πυροβολώντας στον αέρα με κυνηγετικά τουφέκια και γκρά(δ)ες.

Νωρίς το πρωινό εκείνο, ο άτυχος Απερίτης πολιτογραφημένος Αμερικάνος Νικολής Μιχ. Νιοτής(6), αφού ρούφηξε το καφεδάκι του στο μπαλκόνι του Νικολή  Καφετζιδάκη τον καφενέ, στη γραφική τοποθεσία της «Μέσας βρύσης» με το γεροπλάτανο στην πλατεία, με αιλουροειδές σάλτο  προσγειώθηκε στο ισόγειο του σπιτιού  να ανοίξει το κουρείο του.

Στην προσπάθεια όμως να βγάλει από την κωλότσεπη το κλειδί του καταστήματος, ο Μαρισάλος του Mεσοχωρίου Silvio de Ricardi παρακολουθώντας  φιλύποπτα τις κινήσεις του από το ύψος του μικρού γεφυριού(7) τις εξέλαβε  πως θα έβγαζε περίστροφο. Προφανώς από έλλειψη ψυχραιμίας και άγνοια της πραγματικότητας, εν ψυχρώ και αναίτια με ριπή πυροβόλου όπλου τον άφησε  άπνουν, γράφοντας την μελανότερη ίσως σελίδα της ιταλοκρατίας.

Το κακό μαντάτο αρκούσε για να γίνει ανάστα ο Κύριος.  Πυροδότησε μονομιάς θύελλα ξεσηκωμού. Στο «γεφύρι» χώρο του συμβάντος, μύριζε μπαρούτι. Με συνεχείς κωδωνοκρουσίες συγκεντρώθηκε στο προαύλιο της  Μητρόπολης ολάκερο πλέον το χωριό και αρκετοί από τα γειτονικά χωριά της Βολάδας, Όθους και Πηλών.΄Εξαλλο το πλήθος, με οργίλη αντίδραση ζητούσε εκδίκηση, ενώ στο σπίτι του άτυχου θύματος υψώθηκε πάραυτα η αμερικάνικη «παντιέρα»(8).

Σε συγκινησιακή ατμόσφαιρα και με ανείπωτη θλίψη ακολούθησε η κηδεία του θύματος. Λένε όσα δεν φθάνει το βόλι, τα φέρνει ο λόγος.  Με ρέοντα επικήδειο  λόγο ο καθηγητής Μηνάς Β. Οικονομίδης άστραψε και βρόντηξε προκαλώντας πατριωτική έξαρση.

Οι Ιταλοί σε κακή ψυχολογία, άσχημα επηρεασμένοι από την τροπή των γεγονότων και από τον φόβο διπλωματικής εμπλοκής της αμερικάνικης κυβέρνησης διέκοψαν αυτοστιγμεί την απογραφή. Κατά το κοινώς λεγόμενο ανέκρουσαν πρύμναν ή επί το δημώδες, έκαναν «κωλοτούμπα». Με  οδυνηρή αναδίπλωση  αφού τα βρήκαν μπαστούνια εγκατέλειψαν οριστικά, κάθε σκέψη διενέργειας της απογραφής.

Ένας βαθύς αναστεναγμός ανακούφισης απλώθηκε παντού, καίτοι την ίδια μέρα οι Ιταλοί επιβίβασαν τον Μητροπολίτη Γερμανό Μονιούδη (1912-1940) στο ιταλικό πολεμικό πλοίο και επί τρίμηνο τον εξόρισαν στο  Καστελόριζο. Επίσης, μπάρκαραν και τον πρόεδρο των δικαστηρίων Φωκά Ι. Οικονομίδη και τον εκτόπισαν προσωρινά στην Ψίνθο της Ρόδου.

Τον γραμματέα δικαστηρίων Ανδρέα Γ. Χιωτάκη έθεσαν υπό περιορισμό στο «Κονάκι», φρουρούμενος μέχρι τέλη Σεπτεμβρίου.  Φαίνεται πως κάποιοι καλοθελητές με πλεονάζουσα ιδιοτέλεια κατέδωσαν στους Ιταλούς, την έμμεση ανάμειξη τους στην εξέγερση. Δεν εξηγείται αλλιώς.

Έκτοτε, από τον φόβο των Ιουδαίων, στο Απέρι στρατοπέδευε λόχος στρατού με Μaggiore ένα μονόφθαλμο, μουστακαλή Ιταλό αξιωματικό ήρωα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου παντρεμένο με την Ελληνίδα φιλόλογο της Σμύρνης ονόματι Χαρίκλεια (Gracciana) που πρόσφατα είχε χάσει και έφερε μαύρο περιβραχιόνιο.

Το 1924, δύο χρόνια αργότερα ο εν λόγω φρούραρχος Απερίου προσπερνώντας τραυματικές παρεξηγήσεις επισκέφθηκε την 8η σχολική τάξη του Ημιγυμνασίου Απερίου και φανερά συγκινημένος ζήτησε από τους μαθητές και τις μαθήτριες να ψάλλουν τον ελληνικό εθνικό Ύμνο(!) Ενθυμούμενος -όπως εκμυστηρεύτηκε εκ βαθέων- τον εαυτόν του με τη σύζυγο να  πράττουν  παρομοίως στο σπίτι τους.

Έκτοτε, κάθε 23η Μαρτίου οι ιταλικές Αρχές φοβούμενες πατριωτικές κινητοποιήσεις ναυλοχούσαν στα Πηγάδια ιταλικό πολεμικό πλοίο με άγημα πεζοναυτών μέχρι το 1930 που πλέον, βεβαιώθηκαν ότι εξέλειπε κάθε κίνδυνος κινητοποιήσεων.

________________________

1.- Πηγαδίων: Μηνάς Ι. Οικονομίδης. Βολάδας: Φ. Σακελλαρίδης.  Πηλών: Α. Μαλανδρής,

     Αρκάσας: Γεώργιος Πιτάς, Μενετών: Χαζηνούλης Γεωργιάδης, Μεσοχωρίου: Π. Λύκος, Σπόων:

     Γιάννης  Δήμαρχος.                                            

2.- Οι τοποθετήσεις τους αποδόθηκαν στο ακέραιο. Μαρτυρία του παρόντος διερμηνέα Λογοθέτη Γ. Χιωτάκη.

3.- Τα δημοτολόγια της Κοινότητας μετέφερε η κάλα η Μαριώ Γ. Λογοθέτη και τα έκρυψε στις «’Ινιες» σε ένα σκίνο, στον ποταμό «Μαρίνου».

4.- Πύλη εκαλείτο ο χώρος εισόδου στο Μητροπολιτικό Μέγαρο, σχολείο και Μητροπολιτικό ναό.

5.- Οι προνοητικοί Μενεδιάτες είχαν κρεμάσει στη μούρη των μουλαριών σακκί με σανό, στα σκαρβέλια του σαμαριού τουβρά με ψωμί, τυρί, ελιές και θυλάκι(9) .     

6.- Προηγούμενα το θύμα είχε φροντίσει και έχτισε σε μικρογραφία της εκκλησίας του Αγίου Βασιλείου μνημειακό τάφο  με τρούλο, βιτρίνα με το καντήλι να καίει νυχθημερόν. Το φέρετρο ήταν πάντα σκεπασμένο με την αμερικάνικη σημαία και το άνοιγε όποτε ήθελε η μητέρα του.  

7.- Δεν είχε ακόμη κατασκευασθεί  η σημερινή με το μεγάλο  τόξο αυτοκινητογέφυρα.

8.- Σημαία.

9.- Ασκός από δέρμα τράγου με ειδική επεξεργασία για μεταφορά πόσιμου νερού.  

Προδημοσίευση από το υπό έκδοση βιβλίο του: «Καρπαθιογραφίες» 

 Αντρέας Ηλία Μακρής