Ο Ήρωας ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. ΛΥΚΟΣ (1910-1976)

Ο Ήρωας ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. ΛΥΚΟΣ (1910-1976)

 

 

Γράφει ο Γιάννης Ι. Χήρας

Ιστορικός ερευνητής

 

45 χρόνια συμπληρώνονται αυτόν το μήνα από το θάνατο του Καρπάθιου ήρωα Νικολάου Γ. Λύκου. Γεννήθηκε στο Μεσοχώρι Καρπάθου το 1910, από Μεσοχωρίτες γονείς. Πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Νικολ. Λύκος (1879-1942) και μητέρα του η Μαρία Γ. Φράγκου (1884-1972). Νυμφεύτηκε την Καλλιόπη Πέτρου Γρηγοριάδου – επίσης από το Μεσοχώρι (1915-2016) – με την οποία απέκτησε δύο παιδιά: τη Μαρία και τον Γιώργο.

Στο Μεσοχώρι είναι γνωστός ως «ο Νικόλας ο Χατζηλύκος». Ήταν κυρίως καφεπώλης στο επάγγελμα. Στη δουλειά του και ως άνθρωπος ήταν σωστός, ευσυνείδητος, ευγενικός, ήρεμος και ειλικρινής. Το καφενείο του ονομαζόταν «Η Ομόνοια». Σε αυτό το καφενείο ήταν το Ταχυδρομείο και το μοναδικό τηλέφωνο του χωριού, που εξυπηρετούσε τους κατοίκους του. Έχει ζήσει πολλά αυτός ο γεμάτος αναμνήσεις χώρος, που σήμερα είναι εγκαταλελειμμένος. Παρακάτω παρατίθενται μαντινάδες που αφιέρωσαν στον ήρωα ιδιοκτήτη του καφενείου οι συγχωριανοί του:

 

Σα πας στου Λύκου την αυλή, κατ’ απ’ την κρεατίνα,

να πιείς ελληνικό καφέ, κι όλα θα πάνε πρίμα.

 

Ήρωα της Αντίστασης με τα μετάλλιά σου,

τεράστια η ιστορία σου, τα κατορθώματά σου.

 

Αμέσως μετά τις αποβατικές επιχειρήσεις των Συμμάχων στη Σικελία, στις 10 Ιουλίου 1943, και την πτώση του Μουσολίνι στις 25 Ιουλίου, οι Σύμμαχοι περίμεναν εξελίξεις στα Δωδεκάνησα. Σχεδίαζαν να αποβιβαστούν στην Κάρπαθο περί τα τέλη Σεπτεμβρίου, με στόχο την ένοπλη εξέγερση και την κατάληψη του νησιού. Αποφάσισαν την αποστολή κατασκοπευτικού κλιμακίου και οπλισμού, για τη συγκέντρωση πληροφοριών και τη δημιουργία αντιπερισπασμού με μικροεπιθέσεις. Η προετοιμασία της αποστολής πραγματοποιήθηκε από Βρετανούς αξιωματικούς της SOE (Special Operation Executive) της ADVANCE FORCE 133, με τη συνεργασία του Συμιακοκασιώτη καπετάν Πανά(γ)ου Γ. Παραλή (1912-1944), που γνώριζε τους ανθρώπους και την περιοχή της Καρπάθου. Το κλιμάκιο αποτελείτο από τον Άγγλο λοχαγό Lesly Stephens, ως αρχηγό της αποστολής, και τον Αυστραλό επιλοχία, ασυρματιστή Kart Donny, που γνώριζαν θαυμάσια τα ελληνικά, και τους οποίους ο Παραλής εφοδίασε με τέσσερις συστατικές επιστολές γραμμένες από τον ίδιο, προς τους φίλους και γνωστούς του Γεώργιο Κ. Λυτό (πρόκριτο), Κωνσταντίνο Φαρμακίδη (έμπορο), Ιωάννη Γ. Οθείτη (δάσκαλο) και Γεώργιο Σ. Κασσώτη (έμπορο). Τη νύχτα 2α προς 3η Αυγούστου 1943, με ένα μικρό και ταχύπλοο γκαζολίνο της βρετανικής κατασκοπείας, καλά εξοπλισμένο, που προερχόταν κατ’ άλλους από την Αίγυπτο και κατ’ άλλους από την Κρήτη, φθάνουν στον όρμο «Λιμενάρι» Μεσοχωρίου (μέρος κοντά στα όρια με τις Πυλές Καρπάθου) οι δύο κατάσκοποι-κομάντος. Εκεί αποβίβασαν τις αποσκευές τους, δηλ. ένα ραδιοπομπό, τρία οπλοπολυβόλα (τα οποία προορίζονταν για την εκμάθηση και το χειρισμό τους από τους Καρπάθιους συμπατριώτες), είκοσι οχτώ περίστροφα, τρόφιμα, κονσέρβες, μπισκότα, βούτυρο, τρία μεγάλα κιβώτια παστέλια και τσιγάρα. Αφού τα έκρυψαν καλά, τα ξημερώματα της 3ης Αυγούστου παρουσιάσθηκαν πεζοί στην παραθαλλάσια περιοχή «Ποτάλλι» στον Λευκό Μεσοχωρίου. Εκεί, καθώς ήταν ντυμένοι σαν νησιώτες ψαράδες και

μιλούσαν άπταιστα τα ελληνικά, κανείς σχεδόν από αυτούς που τους είχαν δει πρωί-πρωί μπροστά τους, αντιλήφθηκε πως επρόκειτο περί κατασκόπων. Και οι δύο ήταν καλοί γνώστες των μυστικών της κατασκοπείας και με μεγάλη πείρα.

Οι δύο κατάσκοποι, καθώς δεν εύρισκαν πρόσωπο κατάλληλο για να εμπιστευτούν το σκοπό της αποστολής τους, περιπλανώντο επί αρκετές ημέρες στην εξοχή, σχεδόν έρημη από ανθρώπους εκείνη την εποχή. Μία περίπου εβδομάδα μετά την άφιξή τους στον Λευκό, οι δύο κατάσκοποι συνάντησαν ένα χωρικό για τον οποίο πείσθηκαν για την αγνότητα των προθέσεών του: τον τσοπάνη Βασίλη Νικολ. Πέρο, άνθρωπο που γνώριζε πέτρα προς πέτρα όλες τις περιοχές του Μεσοχωρίου. Απευθύνθηκαν σε αυτόν σε άπταιστα ελληνικά: «… Άκουσε πατριώτη. Είμαστε Άγγλοι κατάσκοποι. Ήρθαμε να σας βοηθήσουμε να ελευθερωθείτε πολύ σύντομα. Αν είσαι καλός πατριώτης, κρύψε μας κάπου, χωρίς να μάθει κανείς το παραμικρό…». Η επίθεση των Συμμάχων για την απελευθέρωση της Καρπάθου – η οποία από στρατιωτικής απόψεως ήταν η πιο οχυρωμένη νήσος των Δωδεκανήσων – θα γινόταν τέλη Σεπτεμβρίου 1943. Ο Βασίλης Πέρος τούς οδήγησε αμέσως σε μια σπηλιά που μόνο εκείνος γνώριζε: την «Καμάρα του Μαστρογιάννη» στον Ατσιππά, όπου έμειναν κρυμμένοι επί είκοσι περίπου ημέρες.

Ο Βασίλης Πέρος, αμέσως και με προθυμία έγινε στενός συνεργάτης των δύο κατασκόπων. Στις 12 Αυγούστου 1943, το βράδυ, κάλεσε τον κουνιάδο του Νικόλα Γ. Λύκο (Χατζηλύκο) στο σπίτι που έμενε με τη σύζυγό του Βασιλική, αδερφή του Χατζηλύκου. Εκεί τού ανέφερε όλα τα σχετικά με τους κατασκόπους. Ύστερα τον παρακάλεσε να βοηθήσει και εκείνος στην υπόθεση της κατασκοπείας, για την απελευθέρωση του νησιού μας, καθώς αυτόν τον είχε υποψιαστεί και τον παρακολουθούσε η ιταλική αστυνομία. Ο Χατζηλύκος, από τη μια κατάλαβε πως οι κατάσκοποι χρειάζονταν βοήθεια, επειδή κινδύνευαν να χαθούν, και από την άλλη ήξερε πως, με τους δύο συνεργάτες των κομάντος, Βασίλη Πέρο και δάσκαλο Εμμανουήλ Γ. Χαροκόπο, θα μπορούσε άριστα να συνεργαστεί. Έτσι, παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς του από τους κινδύνους που θα αντιμετώπιζαν τόσο ο ίδιος, όσο και η οικογένειά του, υπερίσχυσε το πατριωτικό του καθήκον και δέχτηκε. Ρίχτηκε στον αγώνα, παίρνοντας πληροφορίες για τους εχθρούς, από την κάτω Κάρπαθο.

Η έλευση των κατασκόπων και η παραμονή αυτών στην περιοχή του Μεσοχωρίου ήταν πασίγνωστη σε όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους του χωριού, ακόμη και στα παιδιά. Κατά την παραμονή των κατασκόπων στην περιοχή, οι Νικόλας Χατζηλύκος, Βασίλης Πέρος, Κώστας Πετρόπουλος και Σπύρος Πρωτοψάλτης προσκόμιζαν σε αυτούς πόσιμο νερό, καρπούς, καθώς και φρέσκο ψωμί, το οποίο στερούνταν, έχοντας στη διάθεσή τους μόνο μπισκότα. Οι κατάσκοποι πήραν πολλές πληροφορίες για τους κατακτητές, από τους πατριώτες μας συνεργάτες τους. Όμως, η ιταλική αστυνομία φαίνεται πως είχε κάποιες πληροφορίες, καθώς τούς παρακολουθούσε βήμα προς βήμα και έτσι η συνεργασία τους με τους Μεσοχωρίτες συνεργάτες τους ήταν δύσκολη αν όχι αδύνατη. Έτσι, οι δύο κατάσκοποι κινδύνευαν. Εν τω μεταξύ, καθώς πραγματοποιήθηκαν οι μεγάλες αποβατικές επιχειρήσεις των Συμμάχων στη Σικελία (10 Ιουλίου 1943) και άρχιζε η κατάρρευση της Ιταλίας, οι Σύμμαχοι άλλαξαν σχεδιασμό. Η SOE ανακάλεσε τους δύο κατασκόπους. Κάπως ξαφνικά, ετοιμάστηκαν να αναχωρήσουν για την Αίγυπτο, επειδή η αποστολή τους εκεί κρίθηκε πιο αναγκαία και επείγουσα, για άλλο συμμαχικό πόστο. Ο Νικόλας Χατζηλύκος ήταν αυτός που ανέλαβε να οδηγήσει τους κατασκόπους τη νύχτα, με κάθε προφύλαξη, από τη σπηλιά (κρυψώνα) του Βασίλη Πέρου, στο λιμάνι του Λευκού. Έφθασαν εκεί, ξημέρωσε, αλλά το πλοίο που θα τους έπαιρνε δεν είχε έρθει ακόμη. Πέρασε όλη η ημέρα και το βράδυ. Ο Χατζηλύκος ετοιμάστηκε να επιστρέψει

στο χωριό, καθώς θα ανησυχούσαν οι δικοί του και ακόμη επειδή είχε το καφενείο. Προτού φύγει, ο Stephens τον παρακάλεσε να πάει πάνω στην καμάρα όπου έμεναν, για να φέρει την μπαταρία που ξέχασε εκεί. Πρόθυμος όπως πάντα, πήγε και την έφερε. Όταν ο Χατζηλύκος έφευγε, οι κατάσκοποι, για να τον ευχαριστήσουν, τού χάρισαν ένα πιστόλι γερμανικού τύπου. Επίσης τού έδωσαν ένα μικρό ραδιόφωνο τσέπης, που δούλευε με μπαταρίες φακού, για να το δώσει στον Εμμ. Χαροκόπο, ως ευχαριστήριο για τη συνεργασία τους. Την επόμενη ημέρα, ο Χατζηλύκος ξαναπήγε στον Λευκό, αλλά οι κατάσκοποι είχαν ήδη φύγει για την Αίγυπτο (νύχτα 2α προς 3η Σεπτεμβρίου 1943).

Με την αναχώρηση των δύο κατασκόπων, τελειώνει η πρώτη φάση της κατασκοπείας. Συγκεντρώθηκαν πολλές πληροφορίες για τον κατακτητή. Έτσι, είχε ήδη προετοιμαστεί το έδαφος για τη δεύτερη κατασκοπευτική αποστολή που θα ακολουθούσε. Και οι δύο αποστολές του γραφείου ADVANCE FORCE 133 είχαν σκοπό τη συλλογή πληροφοριών για την οχύρωση της Καρπάθου, το σχηματισμό πυρήνων αντίστασης και τη δολιοφθορά των κατοχικών δυνάμεων κατά την απόβαση των Συμμάχων. Στις 3 Σεπτεμβρίου 1943, ο νέος πρωθυπουργός της Ιταλίας, στρατάρχης Pietro Badoglio, υπέγραψε – στις Συρακούσες της Σικελίας – μυστική ανακωχή με τους Συμμάχους, δηλ. η Ιταλία να μετακομίσει από τις δυνάμεις του Άξονα στους Συμμάχους. Οι Ιταλοί συμφώνησαν να παραδώσουν τη στρατιωτική και πολιτική διοίκηση των Δωδεκανήσων στους Συμμάχους. Οι Γερμανοί πρόλαβαν να αρπάξουν και την Κάρπαθο από τα ιταλικά χέρια, πριν ακόμη ξεκινήσουν οι Σύμμαχοι για να την παραλάβουν. Ένα τάγμα 800 ανδρών του γερμανικού πεζικού υπό τον λοχαγό Robert Bethege, προερχόμενο από την Κρήτη, έφθασε στην Κάρπαθο στις 6 Σεπτεμβρίου. Ενώ οι Ιταλοί και οι Σύμμαχοι είχαν συμφωνήσει η ανακωχή να μείνει μυστική, μέχρι να προετοιμαστεί καλύτερα η κυβέρνηση του Pietro Badoglio, οι Σύμμαχοι την ανακοίνωσαν ξαφνικά, το βράδυ της 8ης Σεπτεμβρίου, από το ραδιοφωνικό σταθμό της Ρώμης, με τραγικές συνέπειες για τους Ιταλούς στρατιώτες. Στα Δωδεκάνησα, η ανακωχή αυτή που υπέγραψε η Ιταλία με τους Συμμάχους είναι γνωστή ως «Armistizio».

Στις 8 Σεπτεμβρίου 1943, έγινε στο Μεσοχώρι το μεγάλο πανηγύρι του χωριού, της εκκλησίας «Παναγία η Βρυσιανή», παγκαρπαθιακό και παγκασιακό προσκύνημα (όπως κάθε χρόνο στις 8 Σεπτεμβρίου, έως και σήμερα). Ο Χατζηλύκος, νομίζοντας ότι τέλειωσαν ο πόλεμος και η κατοχή, πήρε το πιστόλι που τού χάρισαν οι δύο κατάσκοποι και έτρεξε στην αυλή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου (στη μέση του χωριού) και άρχισε να πυροβολεί φωνάζοντας «Ζήτω η Ελλάς». Σε μιαν άλλη διασκέδαση, που γινόταν στο καφενείο του και ενώ βρισκόταν σε κέφι και πατριωτική έξαρση, με το πιστόλι που τού χάρισε ο Stephens έριξε από την αυλή μερικές σφαίρες. Μια σφαίρα κτύπησε την πόρτα ενός στάβλου που ήταν απέναντι και βρήκε το κεφάλι ενός μουλαριού που βρισκόταν εκεί. Κατά τύχη όμως, βρισκόταν στο χωριό ο Μανώλης Πετροπουλάκης από τη Βωλάδα Καρπάθου, γνωστός συνεργάτης των Γερμανών, ο οποίος και τον κατέδωσε. Αυτά τα συμβάντα ήταν μια από τις αιτίες σύλληψης, φυλάκισης και βασανισμού του αργότερα.

Η δεύτερη κατασκοπευτική αποστολή FOMENT της ADVANCE FORCE 133 στα βουνά της Καρπάθου, συντελέστηκε ύστερα από διαταγή του Γενικού Συμμαχικού Στρατηγείου Μέσης Ανατολής στο Κάιρο, πρωτεύουσα της Αιγύπτου. Σκοπός της ήταν η καταγραφή των κινήσεων ξηράς, αέρος και θαλάσσης των δυνάμεων των Γερμανών κατακτητών και η διακοπή των συγκοινωνιών Ρόδου-Καρπάθου-Κρήτης. Με τελικό στόχο την προετοιμασία της απελευθέρωσης των δύο νησιών Καρπάθου και Κάσου, τα οποία αποτελούσαν σημαντικό στρατηγικό κόμβο και άριστη πολεμική θέση για την εξυπηρέτηση των Συμμάχων και την κατάληψη της γειτονικής Κρήτης.

Καίριος ήταν ο ρόλος του πλοιάρχου Γεωργίου Εμμ. Παναγιώτου (Μαστροπαναγιώτη) από την Κάρπαθο, ο οποίος, έπειτα από εντολή της SOE, με ταξίδια του από την Κρήτη στην αποκομμένη Κάρπαθο, κατάφερε, κάτω από τη μύτη των Ιταλών και των Γερμανών, να οργανώσει το δεύτερο κατασκοπευτικό κλιμάκιο της Καρπάθου. Ξεκίνησαν από την Αίγυπτο και έφθασαν στην Κάρπαθο με ένα μικρό πλοιάριο, το ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ, με πλήρωμα τον Ανθυπολοχαγό Μιχάλη Μπερδαλή, δύο Βρετανούς και δύο Εβραίους μαχητές. Την 20ή Οκτωβρίου 1943, αποβιβάζονται στην Αγία Ειρήνη της Κοινότητας Μεσοχωρίου ο κατάσκοπος Χριστόφορος Λυτός από τη Βωλάδα (1909-1945) και ο ασυρματιστής Ιωάννης Κρασόπουλος με καταγωγή από το Βαθύ της Σάμου (1919-2000). Ο Χρ. Λυτός, πηγαίνοντας προς το Μεσοχώρι, συνάντησε τον τότε 19χρονο, Αιδεσιμότατο Ιωάννη Γ. Ανδρεάδη. Ο Χρ. Λυτός ρώτησε τον Ι. Ανδρεάδη πού μπορούσε να βρει το δάσκαλο Ιωάννη Γ. Οθείτη, τον Εμμανουήλ Γ. Χαροκόπο, τον Νικόλαο Γ. Λύκο και τον Βασίλειο Νικολ. Πέρο, οι οποίοι είχαν συνεργασθεί στενά με την προηγούμενη κατασκοπευτική αποστολή. Ο Ανδρεάδης τον οδήγησε αργά την ίδια νύχτα στο σπίτι του Εμμ. Χαροκόπου (ο οποίος υπήρξε ο κύριος σύνδεσμος των κατασκόπων στο Μεσοχώρι). Εκεί, ο Χρ. Λυτός ζήτησε και έλαβε από τους Εμμ. Χαροκόπο και Φραγκίσκο Μ. Οικονομίδη διάφορες χρήσιμες πληροφορίες. Εκείνη τη νύχτα, ο Χρ. Λυτός διανυκτέρευσε στο σπίτι του Ανδρεάδη. Δυο-τρεις ώρες προτού ξημερώσει, ο Ι. Ανδρεάδης ξύπνησε τον Χρ. Λυτό και μαζί ξεκίνησαν για την Αγία Ειρήνη. Κάποια στιγμή την ημέρα εκείνη παρουσιάστηκε εκεί ο Βασίλης Πέρος, ειδοποιημένος από τον Εμμ. Χαροκόπο. Έπρεπε να βρεθεί πιο κατάλληλο μέρος να κρυφτούν οι κατάσκοποι, καθώς υπήρχε κίνδυνος να γίνουν αντιληπτοί από τους περαστικούς. Ο τσοπάνης Νικολός Γρίβας από την Όλυμπο Καρπάθου, που γνώριζε την περιοχή, υπέδειξε μια σπηλιά στην πλαγιά του βουνού. Η μετακίνηση έγινε νύχτα, για να μην τους πάρει είδηση κάποιος περαστικός.

Το άλλο πρωί, διαπίστωσαν πως η σπηλιά δεν ήταν κατάλληλη για μόνιμη εγκατάσταση. Η αποστολή έπρεπε να μεταφερθεί σε άλλο μέρος, πιο ασφαλές. Κάποια στιγμή παρουσιάζεται στην περιοχή εντελώς τυχαία ο Μεσοχωρίτης Ευστάθιος Ι. Ρεΐσης. Ο Χρ. Λυτός τού ζήτησε να τους βοηθήσει να μεταφέρουν τον οπλισμό τους, τις αποσκευές τους και τον ασύρματο. Εκείνη τη νύχτα είχε πανσέληνο και γαληνεμένη θάλασσα. Φόρτωσαν όλες τις αποσκευές και τον ασύρματο στη βάρκα του Χατζηλύκου και, με κωπηλάτες τους Νικόλα Χατζηλύκο και Ευστάθιο Ρεΐση και με συνεπιβάτες τους δύο κατασκόπους, έφθασαν μετά από δύο ώρες, κατά τις τρεις τα ξημερώματα, στον όρμο «Φροΐσι», όπου ξεφόρτωσαν τις αποσκευές τους και παρέμειναν τη νύχτα εκείνη σε μια διπλή σπηλιά (με ανώι και κατώι) λίγο πιο πάνω από τη θάλασσα, που τούς είχαν υποδείξει ο Πέρος και ο Χαροκόπος. Από την Αγία Ειρήνη, οι υπόλοιποι επέστρεψαν στο χωριό με τα πόδια.

Ο Εμμ. Χαροκόπος σύστησε στους δύο κατασκόπους, επειδή το μέρος στο οποίο κρύβονταν είχε γίνει γνωστό σε κάποιους, να μεταφερθούν αιφνιδίως σε άλλο σημείο, το οποίο να γνωρίζουν μόνο ένα ή δύο άτομα, έτσι ώστε να μπορούν να ελέγξουν τυχόν προδοσία. Τα πρόσωπα αυτά υπήρξαν ο Νικόλας Χατζηλύκος και ο Βασίλειος Πέρος. Τα δύο αυτά άτομα (μαζί με δύο στενά συγγενικά τους πρόσωπα), έπειτα από δύο βδομάδες παραμονής των κατασκόπων στη σπηλιά στο «Φροΐσι», τούς μετέφεραν στα «Αξάντζια» για μεγαλύτερη ασφάλεια. Σχεδόν μια νύχτα χρειάστηκαν για τη μεταφορά αυτή, καθώς τα φορτία που κρατούσαν ήταν πολύ βαριά και η απόσταση μεγάλη. Εκεί, τούς έκρυψαν μέσα σε μια σπηλιά, που λέγεται «καμάρα του Χατζηπιννή» (η σπηλιά αυτή, που τη γνώριζε μόνο ο Βασίλειος Πέρος, συνδέθηκε με τον Χατζηπιννή, το επώνυμο του οποίου θυμούνται ακόμα στο Μεσοχώρι). Η σπηλιά βρισκόταν λίγο πιο πάνω από το σημερινό πυροφυλάκιο και τον αμαξιτό δρόμο.Ήταν

μια ευρύχωρη σπηλιά, που βρισκόταν μέσα σε ένα μεγάλο και πυκνό δάσος. Μόνο μερικοί τσοπάνηδες τη γνώριζαν. Ο γιατρός Ιωάννης Μηνά Οικονομίδης (Γιανναγάς) επικοινωνούσε με τους δύο κατασκόπους μέσω των Χατζηλύκου, Χαροκόπου και Πέρου και αργότερα μέσω του τσοπάνη Ιωάννη Ηλ. Λυτού, ο οποίος ήταν πρώτος ξάδερφος του Χρ. Λυτού.

Την άλλη μέρα ο Χατζηλύκος, ως απεσταλμένος του Χριστόφορου Λυτού και του Ιωάννη Κρασόπουλου, έλαβε οδηγίες να πάει στις Μενετές (Αφιάρτη) Καρπάθου, για να συναντήσει το δάσκαλο Ιωάννη Οθείτη, στον οποίο δεν είχαν ακόμη προλάβει να στείλουν μήνυμα οι δύο κατάσκοποι. Αυτός ο τελευταίος δε μπορούσε να βγει έξω από το χωριό του, επειδή ήταν υποχρεωμένος να παρουσιάζεται τρεις φορές την ημέρα ως όμηρος στο γερμανικό αρχηγείο της Αρκάσας Καρπάθου – στον τρομερό υπολοχαγό Kraack – που τον υποψιαζόταν ως εχθρό του Γ΄ Ράιχ. Ο Ι. Οθείτης έγραψε ένα μεγάλο γράμμα για τους δύο κατασκόπους, στο οποίο τούς εξηγούσε μερικά ενδιαφέροντα πράγματα. Τούς έστειλε και έναν χάρτη, στον οποίο ήταν σημειωμένες οι θέσεις και οι εγκαταστάσεις των τηλεβόλων του νησιού, η δύναμη κάθε λόχου, τα ναρκοπέδια του Αφιάρτη και των παραλιών, οι βενζιναποθήκες, τα οπλοστάσια και πολλά άλλα. Αυτός ο χάρτης ήταν έργο του οδοντίατρου Κων/νου Λειβαδιώτη από τις Μενετές. Στις Μενετές, ο Χατζηλύκος είχε συναντήσει και τον Κων/νο Λειβαδιώτη, ο οποίος τού έδωσε οδηγίες. Στο χάρτη, ο Λειβαδιώτης είχε σημειωμένη και τη θέση «Αγριοπηλάς» Μενετών, στην οποία είχαν μετατοπίσει τον καταυλισμό και τα στρατεύματά τους εκείνες τις ημέρες οι Γερμανοί. Ο Κ. Λειβαδιώτης, είχε ήδη στείλει τον χάρτη και στο Κάιρο – έδρα των Συμμάχων – με τον Εμμανουήλ Μαστροπαύλο. Έτσι, ήρθαν συμμαχικά αεροπλάνα και βομβάρδισαν.

Ο Χατζηλύκος, έπειτα από υπόδειξη του Οθείτη, έφυγε, με αληθινό κίνδυνο της ζωής του, για τις Πυλές. Εκεί συνάντησε το γιατρό Μηνά Χαλκιά, που ήταν μυημένος στην υπόθεση και που συμπλήρωσε στο χάρτη με κάθε λεπτομέρεια ένα ναρκοπέδιο που είχαν τοποθετήσει οι Γερμανοί τις τελευταίες εκείνες μέρες, έξω από το χωριό και προς το δρόμο του Μεσοχωρίου. Δέκα μέρες αργότερα, ο Νικόλας Χατζηλύκος επέστρεψε στις Μενετές – σύμφωνα με τις οδηγίες του Ι. Οθείτη, ο οποίος έστειλε στους δύο κατασκόπους συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά με την οχύρωση του νησιού, επειδή οι Γερμανοί μετακινούνταν συνεχώς και τοποθετούσαν κανόνια σε διάφορα μέρη, εκτός από τις οχυρωμένες θέσεις των Ιταλών. Αυτά επαναλήφθηκαν πολλές φορές – μέσω πάντοτε του Νικόλα Χατζηλύκου – παρόλο τον περιορισμό και την τρομοκρατία που επικρατούσε παντού. Το βράδυ, παρά την κούρασή του, έπαιρνε τα νέα στοιχεία στους κατασκόπους. Με αυτόν τον τρόπο, οι πληροφορίες για τις οχυρώσεις της Καρπάθου μεταδίδονταν από τον ασυρματιστή Ιωάννη Κρασόπουλο, στο Κάιρο, με τη μεγαλύτερη ακρίβεια και λεπτομέρεια. Ο ασύρματος του Κρασόπουλου λειτουργούσε ανελλιπώς: τρεις φορές την ημέρα, πρωί-μεσημέρι-βράδυ. Έτσι, έφθαναν στην Κάρπαθο συμμαχικά αεροπλάνα και βομβάρδιζαν.

Τόσο επί ιταλικής, όσο και επί γερμανικής κατοχής της Καρπάθου – πριν ακόμη φθάσουν οι Χρ. Λυτός και Ιωάννης Κρασόπουλος – βρισκόταν στο νησί ο Ιταλός αξιωματικός του πυροβολικού Patruno. Δραπέτευσε από στρατόπεδο συγκεντρώσεως των Πηγαδίων Καρπάθου προς το τέλος Οκτωβρίου, ενώ δηλ. οι δύο προαναφερόμενοι κατάσκοποι βρίσκονταν στο νησί. Πήγε πρώτα στο Όθος Καρπάθου. Από κει τράβηξε για τα Σπόα Καρπάθου και στη συνέχεια για το Μεσοχώρι. Το Γερμανικό Αρχηγείο της Καρπάθου είχε εκδώσει αμέσως ένταλμα σύλληψης εις βάρος του, καθώς, λόγω της ειδικότητάς του, ήταν κάτοχος των ιταλικών σχεδιαγραμμάτων στρατιωτικής οχύρωσης της Καρπάθου. Όποιος υποδείκνυε που βρισκόταν και κρυβόταν ο παραπάνω, θα είχε ως αμοιβή 10.000 ιταλικές λιρέτες και επιπλέον τρόφιμα για όλη του την οικογένεια. Συγχρόνως,

έστειλαν εγκύκλιο σε όλους τους αστυνομικούς σταθμούς των Ιταλών. Με αυτήν, απειλούσαν με την ποινή του θανάτου όποιον τον βοηθούσε να αποφύγει τη σύλληψή του. Δεν άργησαν να πληροφορηθούν – έπειτα από προδοσία – πως ο Patruno βρισκόταν στο Μεσοχώρι. Διέταξαν την ιταλική αστυνομία του Μεσοχωρίου να τον συλλάβει αμέσως. Ο διοικητής της τελευταίας, Brigadiere Antonio Michali (Brigadiere: βαθμός που ισοδυναμεί με τον υπενωμοτάρχη της Ελληνικής Χωροφυλακής, ο οποίος ήταν διοικητής ενός μικρού αστυνομικού τμήματος με δυο-τρεις άλλους αστυνομικούς), που ήταν φίλος του και που ήταν γνωστό πως δε συμπαθούσε τους Γερμανούς και είχε στενές σχέσεις με τον Εμμ. Χαροκόπο, σκηνοθέτησε τη σύλληψη και απόδρασή του και κατόπιν παρακάλεσε τον Χαροκόπο να τον στείλει στη σπηλιά, στην οποία κρύβονταν οι δύο κατάσκοποι. Ήταν πολύ δύσκολο για τους κατοίκους του Μεσοχωρίου να κρύβουν ταυτόχρονα σε διαφορετικούς χώρους τον Patruno και τους κατασκόπους. Έτσι, κρίθηκε σκόπιμο να τούς συνενώσουν, προκειμένου να μειωθούν οι πιθανότητες σύλληψής τους. Ο Χαροκόπος ρώτησε τους δύο κατασκόπους για τον Patruno, αλλά οι τελευταίοι δίσταζαν να δεχθούν τον Ιταλό στο κρησφύγετό τους.

Κανείς δεν ήξερε τι θα μπορούσε να συμβεί με τον άνθρωπο αυτόν, που δεν είχε και τόσο καλή φήμη. Ήταν αξιωματικός επιπόλαιος, συμφεροντολόγος και «φιλοτομαριστής», όπως έλεγαν όλοι, όσοι τον γνώριζαν. Παρ’ όλα αυτά, έλαβε τη συγκατάθεσή τους, καθώς δε μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Ανέθεσαν στον Χατζηλύκο και τον Πέρο να τον οδηγήσουν στη σπηλιά των κατασκόπων. Εκεί, ο Χρ. Λυτός τον υποδέχθηκε με ευγένεια, καθώς γνώριζε πως ο Patruno θα μπορούσε να τούς δώσει πληροφορίες για τους Γερμανούς (πράγματι, από όσα γνώριζε, και από τους χάρτες που είχε, τούς έδωσε πολλές καλές και θετικές πληροφορίες για όλα τα οχυρώματα των Ιταλών και των Γερμανών. Οι πληροφορίες αυτές αμέσως διαβιβάσθηκαν στο Κάιρο. Έτσι, την επομένη παρουσιάσθηκαν συμμαχικά αεροπλάνα της RAF, τα οποία κατέστρεψαν πολλά άπό αυτά τα οχυρώματα). Συγχρόνως, η Γερμανική Στρατιωτική Διοίκηση, προς ανεύρεση του φυγά, στέλλει απόσπασμα τριάντα οπλισμένων Γερμανών στρατιωτών στο Μεσοχώρι και ταυτόχρονα ένα άλλο από ισάριθμους οπλισμένους Γερμανούς στρατιώτες στα Σπόα. Οι Γερμανοί μετέθεσαν αμέσως τον Antonio Micali στο Όθος, γιατί τον θεώρησαν υπεύθυνο για τη μη σύλληψη του Patruno. Επειδή πίστευαν πως ο Patruno κρυβόταν στο Μεσοχώρι ή στα Σπόα, συγκέντρωσαν τους κατοίκους των δύο χωριών, άνδρες, γυναίκες και παιδιά και τούς απείλησαν πως αν δεν μαρτυρούσαν πού κρυβόταν ο Patruno, θα τούς εκτελούσαν όλους και στη συνέχεια θα έκαιγαν όλο το χωριό τους. Οι Μεσοχωρίτες και οι Σποΐτες, όμως, κράτησαν κλειστό το στόμα τους. Έτσι, οι Γερμανοί έφυγαν άπρακτοι από τα δύο χωριά. Όμως, συνέλαβαν και μετέφεραν μαζί τους ως ομήρους πέντε νεαρούς Μεσοχωρίτες και πέντε νεαρούς Σποΐτες. Απείλησαν ότι θα τούς εκτελούσαν, αν δε βρισκόταν ο Patruno ζωντανός ή νεκρός.

Εν τω μεταξύ, ο Patruno φαινόταν τρομοκρατημένος και αποφασισμένος να παραδοθεί στους Γερμανούς. Οι δύο κατάσκοποι Λυτός και Κρασόπουλος, όσο και αν προσπάθησαν, δεν κατόρθωσαν να τον καθησυχάσουν και να τον μεταπείσουν. Και τούτο γιατί, εκτός του ότι θα κινδύνευε ο ίδιος να τουφεκιστεί, θα έπαιρνε στο λαιμό του και όλους εκείνους που τον είχαν βοηθήσει και περιθάλψει. Ο Ιταλός ήταν αμετάπειστος. Ήθελε να σώσει τη ζωή του, αδιαφορώντας για όλους τους άλλους. Οι δύο κατάσκοποι, ενδιαφερόμενοι επιπλέον και για την τύχη των αθώων ομήρων και αφού πλέον είχαν αποσπάσει από αυτόν, όσες πολύτιμες πληροφορίες ήθελαν για την οχύρωση της Καρπάθου, επικοινώνησαν με την υπηρεσία τους και έλαβαν την εντολή να θυσιασθεί ο Patruno, ώστε να αποσοβηθεί ο κίνδυνος, καθώς δεν υπήρχε εμπιστοσύνη σε αυτόν πως, αφημένος ελεύθερος και παραδιδόμενος στους

Γερμανούς, δεν θα αποκάλυπτε τα πάντα, για να σωθεί. Εκείνο το βράδυ, την ώρα που ο Patruno άκουγε το ραδιόφωνο χρησιμοποιώντας τα ακουστικά των κατασκόπων, ο Χρ. Λυτός τον πυροβόλησε με το περίστροφό του στο κεφάλι δύο φορές και τον άφησε νεκρό. Ήταν 13 Νοεμβρίου 1943. Στη συνέχεια καθάρισαν καλά τα αίματα από το πρόσωπο και το κεφάλι του Ιαλού, έκλεισαν με βαμβάκι τα τραύματα που προξένησαν οι σφαίρες και, κατά τη διάρκεια της νύχτας, οι Λυτός, Χατζηλύκος και Πέρος μετέφεραν τη σορό του και, για να φαίνεται ως αυτοκτονία, την έριξαν σε μια ρεματιά στην τοποθεσία «Συκινάς» του Λευκού, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.

Ο Νικόλας Χατζηλύκος ήταν πάντα πρόθυμος να συμμετέχει σε οποιαδήποτε αποστολή. Παρά τους συνεχείς κινδύνους που αντιμετώπιζαν οι συμμετέχοντες στο δίκτυο της κατασκοπείας, εκείνος ήταν ο μόνος που μετέφερε όλες τις πληροφορίες στους τηλεγραφητές, για να τις στείλουν στην Αίγυπτο, όπου βρισκόταν η έδρα των συμμαχικών επιχειρήσεων. Οι συνέπειες της αντιστασιακής του δράσης εναντίον των κατακτητών υπήρξαν σοβαρότατες. Συνελήφθη από τους Γερμανούς, φυλακίστηκε, βασανίστηκε απάνθρωπα, ώστε να καταδώσει τους συνεργάτες του, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε φυλάκιση από το γερμανικό στρατοδικείο της Ρόδου, μαζί με το γαμπρό του Βασίλη Ν. Πέρο. Ήταν ο μοναδικός Δωδεκανήσιος που οδηγήθηκε στα στρατόπεδα-κολαστήρια αιχμαλώτων της Γερμανίας (το χειμώνα 1943-44) και, ως εκ θαύματος, επέστρεψε ζωντανός. Κανένας δεν το περίμενε, καθώς κανείς δε γύριζε από τα κολαστήρια που είχαν φτιάξει οι άνθρωποι του Χίτλερ. Στερήθηκε τα πάντα και βασανίστηκε, φθάνοντας στα πρόθυρα του θανάτου. Και όμως, επέζησε. Στάθηκε ανέλπιστα τυχερός, καθώς, λίγες ημέρες αν κρατούσε επιπλέον ο πόλεμος και δεν έμπαιναν οι Σύμμαχοι στη Γερμανία, θα είχε την τύχη των χιλιάδων αιχμαλώτων που άφησαν την τελευταία τους πνοή στο Νταχάου και το Άουσβιτς.

Ο Νικόλαος Γ. Λύκος επέστρεψε στην Αθήνα – μέσω Ιταλίας και Πατρών – στις 10 Αυγούστου 1945. Στο χωριό του επέστρεψε στις 15 Σεπτεμβρίου 1945. Το περιεχόμενο τριών εγγράφων: της Αστυνομικής Διεύθυνσης Πατρών, του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και του Στρατάρχη Χάρολντ Αλεξάντερ, ανώτατου αρχηγού των συμμαχικών δυνάμεων Μεσογείου, καθώς και άλλα, είναι αδιάψευστοι μάρτυρες της μεγάλης πατριωτικής του προσφοράς. Ο πραγματικός αυτός ήρωας με τη μεγάλη ελληνική καρδιά, ο ανιδιοτελής, ο ατρόμητος, ο αποφασιστικός και θαρραλέος, αναλάμβανε ως μέλος της κατασκοπείας δύσκολες αποστολές, για αυτό η συμβολή του στην όλη υπόθεση υπήρξε μεγάλη και ουσιαστική. Υπέφερε τα πάνδεινα αλλά δε λύγισε ποτέ. Δεν πρόδωσε τους συντρόφους του μήτε και τον αγώνα της Εθνικής Αντίστασης. Ο Νικόλαος Γ. Λύκος τιμήθηκε με πληθώρα πιστοποιητικών και αργυρών μεταλλίων, όπως: Δελτίο Ταυτότητος Ομήρων, Βεβαίωση Γραφείου Αιχμαλώτων, Πιστοποιητικό Αντιστασιακού από τη Νομαρχία Δωδεκανήσου (1987), καθώς και Αργυρό μετάλλιο με έπαινο για τη μεγάλη δράση του.

Στο σημείο αυτό, παρατίθενται τα περιεχόμενα της Βεβαίωσης του Γραφείου Αιχμαλώτων του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, ένα αδιάψευστο αποδεικτικό για τη δράση, τον πατριωτισμό, την ελληνοπρέπεια, τον ηρωισμό και τις θυσίες αυτού του μεγάλου ήρωα της Καρπάθου: «Το Γραφείον Αιχμαλώτων του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού πιστοποιεί ότι ως προκύπτει εκ των εις χείρας των στοιχείων, ο Νικόλαος Λύκος εκ Μεσοχωρίου Καρπάθου του Γεωργίου και της Μαρίας διετέλεσε κρατούμενος των γερμανικών Αρχών Κατοχής εις Γερμανίαν και απελευθερωθείς επέστρεψεν εις Αθήνας την 10ην Αυγούστου 1945».

Ο Στρατάρχης Χάρολντ Αλεξάντερ, Ανώτατος Αρχηγός των συμμαχικών δυνάμεων Μεσογείου, απένειμε Πιστοποιητικό Πατριώτου στο μεγάλο αυτόν ήρωα (1945), στο οποίο αναγράφονται τα εξής: «Εν ονόματι των Κυβερνήσεων και Λαών

των Ηνωμένων Εθνών, ευχαριστούμεν το ΛΥΚΟΝ ΝΙΚΟΛΑΟΝ δια τας υπηρεσίας που προσέφερεν εις τον αγώνα δια την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ. Δια των προσπαθειών του εβοηθήθη μεγάλως η Απελευθέρωσις της ΕΛΛΑΔΟΣ ως πράγματι και ο όλος σκοπός δια τον οποίον μάχονται όλα τα ελεύθερα Έθνη».

Ο Νικόλαος Γ. Λύκος απεβίωσε στη Βιρτζίνια των ΗΠΑ στις 24 Οκτωβρίου 1976 και σε ηλικία μόλις 66 ετών, αφού είδε τα Δωδεκάνησα ελεύθερα και ελληνικά. Τα βασανιστήρια και οι κακουχίες της αιχμαλωσίας συντόμευσαν τη ζωή του.


ΠΗΓΕΣ

Α. Αρχεία

1. Ληξιαρχείο Δήμου Καρπάθου.

2. Αρχείο συγγραφέα.

Β. Εφημερίδες

1. ΚΑΡΠΑΘΙΑΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ, φύλλο 13ο και 14ο, Μάιος-Ιούνιος 2005, σ. 7.

Γ. Περιοδικά

1. ΚΑΡΠΑΘΙΑΚΗ ΗΧΩ, τριμηνιαία έκδοση του Συλλόγου των Απανταχού

Καρπαθίων, τεύχος 422, «60 χρόνια από την απελευθέρωση της Καρπάθου: το

τέρμα ενός μακρινού δρόμου», Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2004, σ. 14-15.

Δ. Ιστοσελίδες 1. https://www.karpathianrevolution.gr, (Δημελλάς Μανώλης, «Ο πατριώτης

Νικόλαος Λύκος, από το Νταχάου στη λησμονιά»).

2. https://efimeridaomonia.wordpress.com, 28 Νοεμβρίου 2020 (Χήρας Γιάννης Ι.,

«Ο ήρωας Χριστόφορος Λυτός (1909-1945»). 3. https://www.karpathiakanea.gr, 1 Σεπτεμβρίου 2021 (Δημελλάς Μανώλης, «Ο

ήρωας καπετάνιος Πανάγος Παραλής»).

Ε. Μέσα κοινωνικής δικτύωσης

1. Facebook (Γεωργαλλίδης Σταύρος, «Τα Δωδεκάνησα του χτες», 28 Ιανουαρίου

2021).

ΣΤ. Βιβλιογραφία

1. ΒΑΣΙΛΑΚΗΣ Βάσος Ν., Το Μεσοχώρι της Καρπάθου, τόμος πρώτος, Αθήνα

1973, σ. 37-43.

2. ΒΑΣΙΛΑΡΑΣ Ηλίας Εμμ., «Φωτογραφικός περίπατος στα άδυτα της κατασκοπείας», Τετράπολις, τεύχος 20, Νοέμβριος 2009, σ. 46, 47 και 52.

3. ΓΚΙΚΑΣ Ι. Ε., Ο Μουσολίνι και η Ελλάδα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι. Δ. Κολλάρου & ΣΙΑ Α.Ε., Αθήνα 1982.

4. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ Γιάννης Β., Έλληνες και ξένοι κατάσκοποι στην Ελλάδα, εκδόσεις Σπ. Δαρέμα, Αθήναι [1982].

5. ΚΑΡΤΙΕ Ρεμόν, Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τόμος δεύτερος, εκδοτικός οργανισμός Πάπυρος, 1995.

6. ΚΑΣΣΩΤΗΣ Μανώλης Γ., Η Κάρπαθος στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Κέντρο

Καρπαθιακών Ερευνών, Αθήνα 2007.

7. ΚΑΣΣΩΤΗΣ Μανώλης-ΚΟΥΤΕΛΑΚΗΣ Χάρης, Τα ντοκουμέντα μιλούν για την Κάρπαθο στα χρόνια του πολέμου, Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Δωδεκανήσου, Αθήνα 2017.

8. ΚΥΠΡΙΩΤΗΣ Φώτης, Δωδεκανησιακή Εθνική Αντίσταση στα χρόνια της Ιταλο-Γερμανο-Αγγλοκρατίας 1912-1948, Ρόδος 1988, σ. 327-329.

9. ΜΗΝΑΣ Κωνσταντίνος, Τοπωνυμικό της Καρπάθου, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Καρπάθου, εκδόσεις «Εξάντας», Αθήνα 2000.

10. ΟΘΕΙΤΗΣ Ιωάννης Γ., Η Επανάστασις Καρπάθου 1944, Β’ έκδοση, Σύλλογος των Απανταχού Μενετιατών Καρπάθου, Πειραιάς [1988], σ. 14, 21 και 24-30.

11. ΟΡΦΑΝΟΣ Μανώλης Γ., Αναμνήσεις από τον πόλεμο (1943-1944), Ρόδος 2013.

12. ΠΑΖΑΡΤΖΗΣ Κωνσταντίνος Ι., «Προσωπικές αναμνήσεις της περιόδου 1938-1944», στο βιβλίο του ιδίου Απομνημονεύματα, Αθήνα 2009.

13. ΠΑΡΑΓΥΙΟΣ Ιωάννης, «Νικόλαος Γ. Λύκος (Χατζηλύκος)», Καρπαθιακή Ηχώ, τεύχος426, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2005, σ. 42.

14. ΧΑΛΚΙΑΣ π. Κωνσταντίνος Ιω., «Η εθνική δράση του αγωνιστή της ελευθερίας αείμνηστου Γεωργίου Κων. Λυτού κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο 1940-1944» (μέρος πρώτο), Αιγαιοπελαγίτικα Θέματα #53, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1996, σ. 434 και 435.

15. ΧΑΡΟΚΟΠΟΣ Θεοχάρης Εμμ., Η κατασκοπεία στη Κάρπαθο, Κάρπαθος 2014.

16. ΧΗΡΑΣ Γιάννης Ι., «Ο οδοντίατρος Κωνσταντίνος Μ. Λειβαδιώτης (1906-1989)», Ίστια, τεύχος 7, Νοέμβριος 2009, σ. 36-39.

17. ΧΗΡΑΣ (ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ) Ιωάννης Ι., Η ομηρία δώδεκα Καρπαθίων κατά τη γερμανική κατοχή, εκδόσεις «Κάμειρος», Αθήνα 2020, σ. 11, 12, 63 και 64.


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

                                    ΓΙΑΝΝΗ ΙΩΑΝΝΗ ΧΗΡΑ

     Ο Γιάννης Ιωάννη Χήρας γεννήθηκε στο Williamsport της Πενσυλβάνια των ΗΠΑ το 1969, από γονείς καταγόμενους από το Απέρι της Καρπάθου. Πατέρας του ήταν ο φαρμακοποιός και συγγραφέας Ιωάννης Ι. Χήρας (Ιωαννίδης) (1935-2001). Μητέρα του είναι η Ευαγγελία (Κική) Εμμ. Χρυσού (1949-). Το 1978 εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς στο Χαλάνδρι Αττικής. Το 1987 αποφοίτησε από το 3ο Λύκειο Χαλανδρίου. Την ίδια χρονιά έφυγε στις ΗΠΑ για σπουδές. Τον Γενάρη του 1993 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Κάρπαθο, όπου είχαν εν τω μεταξύ εγκατασταθεί οι γονείς του. Από τότε μέχρι σήμερα ζει συνεχώς στο νησί. Είναι εισοδηματίας.

Με την εγκατάστασή του στο νησί αφοσιώθηκε στο διάβασμα σοβαρών εντύπων. Μάλιστα, το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό από τη μόρφωσή του το έχει αποκτήσει διαβάζοντας από μόνος του. Εδώ και χρόνια ασχολείται και με ιστορικές έρευνες. Τον ενδιαφέρει η τοπική ιστορία. Έχει επίσης στο ενεργητικό του και συγγραφικό έργο. Δημοσίευσε άρθρα ιστορικού περιεχομένου (βιογραφικά ή γενεαλογικά δένδρα) σε τοπικής εμβέλειας ΜΜΕ: στην ΚΑΡΠΑΘΙΑΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ, στην ΚΑΡΠΑΘΙΑΚΗ ΗΧΩ, στην ΑΔΕΣΜΕΥΤΗ ΚΑΡΠΑΘΟ, στην ΟΜΟΝΟΙΑ, στα ΚΑΡΠΑΘΙΑΚΑ ΝΕΑ, στη ΡΟΔΙΑΚΗ, στη ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ και στο περιοδικό ΙΣΤΙΑ. Δημοσίευσε και βιβλιοπαρουσίαση, στη ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ. Στο ΙΣΤΙΑ, εκτός από αρθρογράφος, υπήρξε και διορθωτής – μαζί με ένα ακόμη άτομο – των κειμένων του περιοδικού. Επιμελήθηκε και ολοκλήρωσε την ημιτελή εργασία του πατέρα του υπό τον τίτλο «Ονοματολογικές μοναδικότητες – Απέρι: 1944-45». Η εργασία αυτή δημοσιεύθηκε στην περιοδική επιστημονική έκδοση ΚΑΡΠΑΘΙΑΚΑ (τόμος Ε’) του Κέντρου Καρπαθιακών Ερευνών της Ρόδου (2019).

Στη συνέχεια, η συγκεκριμένη εργασία εκτυπώθηκε και κυκλοφόρησε και ως ανάτυπο. Επίσης επιμελήθηκε και ολοκλήρωσε την επίσης ημιτελή εργασία του πατέρα του υπό τον τίτλο «Η ομηρία δώδεκα Καρπαθίων κατά τη γερμανική κατοχή». Η εργασία αυτή εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Κάμειρος» της Αθήνας τον Ιούνιο του 2020. Την περίοδο 2004-2005 υπήρξε  – μετά από απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του τότε Δήμου Καρπάθου – ένα από τα μέλη της Συντακτικής Επιτροπής της εφημερίδας ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ, που εξέδιδε τότε ο Δήμος. Τον Οκτώβρη του 2010, ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Καρπάθου-Κάσου κ.κ. Αμβρόσιος τον όρισε ως τον γραμματέα του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Ιερού Ναού ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ πόλεως Καρπάθου.

Η θητεία του ανανεώθηκε τον Νοέμβρη του 2014, τον Ιανουάριο του 2018 και τον Φεβρουάριο του 2020. Το 2016, τον όρισε ως τον γραμματέα και του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Ιερού Ναού ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ πόλεως Καρπάθου, για τριετή θητεία. Τον Φεβρουάριο του 2020 την ανανέωσε, για τρία ακόμη χρόνια. Εκτός από τα ελληνικά, μιλάει, διαβάζει και γράφει και στα αγγλικά.

                                                                                              E-mail: jjhiras@gmail.com