48 χρόνια από τον θάνατο του Καρπάθιου Πατριώτη γιατρού Γεωργίου Μ. Γεωργίου

48 χρόνια από τον θάνατο του Καρπάθιου Πατριώτη γιατρού Γεωργίου Μ. Γεωργίου

γράφει ο Μανώλης Δημελλάς

Όταν γνωρίζεις τους ανθρώπους μέσα από γραπτά και κείμενα, τότε  σχεδόν πάντα γεμίζεις απορίες, για το χαρακτήρα, τη ζωή αλλά και την πιθανή στάση τους στα σημερινά δεδομένα.

Στις τωρινές μέρες ήθελα τόσο να διαβάσω την άποψη του ιδρυτή της «Καρπαθιακής», Γιώργου Μ. Γεωργίου, για όλα εκείνα που συμβαίνουν και περνούν απαρατήρητα, σχεδόν στο ντούκου, από μια καταθλιπτική κι άγρια πραγματικότητα.

Ο γιατρός-συγγραφέας ταξίδευε για το νησί τα καλοκαίρια, κρατούσε μια στοίβα από σημειώσεις και δεν έχανε χρόνο, έγραφε κάθε καλό ή στραβό, και φρόντιζε να συναντηθεί με πολλούς συντοπίτες, να βρεθεί με ολάκερη τη Κάρπαθο.

Έμοιαζε να κρατά τα μάτια του ορθάνοιχτα και πάλευε να τραβήξει όλο και περισσότερες εικόνες. Όχι στα κρυφά και για τον εαυτό του, ούτε καν για το κοντινό περίγυρο.

Αλήθεια, ποιές θα ήταν οι σημερινές εντυπώσεις του, από ένα ταξίδι; Θα έβλεπε πρόοδο στο νησί, θα ξεχώριζε αξιόλογους και ουσιαστικούς  Καρπάθιους; Η μήπως θα αναστέναζε από την κατηφόρα;

Ο Γ. Μ. Γεωργίου, είχε ένα παράξενο νοιάξιμο, μια ιδιαίτερα φλογερή αγάπη για τον τόπο του, τόσο που ξεπερνούσε κατά πολύ τα στενά όρια του καρπάθιου πελάγους.

Μπορούσε να κάνει τους Αθηναίους, σημαντικούς φίλους του, ή  ακόμη και άσημους άγνωστους περαστικούς, να χασομερήσουν, να νοιαστούν για το νησί του, ενώ οι συντοπίτες Καρπάθιοι να μπήξουν τα κλάματα, πάνω σε μια μαντινάδα, από κείνες που δίχως να λογαριάζει κόπους, δίχως να ζητά κρυφές ή φανερές πληρωμές, κατέγραφε και μετέφερε σε όλο το κόσμο.

Γεννημένος το φθινώπορο του 1910, στις Μενετές, ολοκληρώνει το δημοτικό σχολείο στα ιταλικά Δωδεκάνησα και ανεβαίνει με τους γονείς και τα τρία αδέλφια του, στον Πειραιά.

Πρωτογιός ο Γιώργος, δεν θα απογοητεύσει με την επιλογή σπουδών και την αγωνιστική μαθητική στάση του.

Διαλέγει την Ιατρική σχολή Αθηνών, που τελειώνει με επιτυχία και ακολουθεί καριέρα του πραγματικά λαϊκού θεραπευτή.

Λίγους μήνες πριν ξεσπάσει ο πόλεμος του 1940, δόθηκε στον Γ. Μ. Γεωργίου  η ιατρική άδεια ασκήσεως επαγγέλματος κι έτσι ξεκίνησε την επιστημονική καριέρα και προσφορά του.

Αλλά το πάθος για τα Δωδεκάνησα δεν αφήνει φόβους και δεύτερες, μικρές, φοβισμένες σκέψεις.

Ντύνεται στο χακί, εθελοντής, υπίατρος στο Σύνταγμα Δωδεκανησίων, ανεβαίνει και πολεμά στα Ελληνοαλβανικά βουνά. Μέσα στην κατοχή, εργάζεται στο Τζάννειο νοσοκομείο Πειραιά, όμως συνεχίζει, δεν σταματά, την πατριωτική δράση. Μάλιστα συλλαμβάνεται και δικάζεται με κατηγορία την προδοσία κατά των ιταλών, μαζί με τους Δωδεκανήσιους: Γ.Μαύρο, Ν. Μανούση, Μ. Ζερβού, Γ. Θέμελη, Γ. Μαυρικάκη.

Μέτα την απελευθέρωση θα γνωρίσει τη κανακαρά, κόρη του γιατρού Μανώλη Λοϊζου. Η Θεοδώρα είναι μορφωμένη, έχει τελειώσει το ελληνογαλλικό σχολείο, του Πειραιά και δεν αφήνει αδιάφορο τον Γεωργίου.

Η γνωριμία τους κατέληξε τελικά στη σχέση της ζωής του. Ο καρπάθικος γάμος τους έγινε στις Μενετές το Δεκέμβρη του 1945.

Ο εμφύλιος πόλεμος, είχε αναγκάσει τον γιατρό να κρατήσει τη σύζυγο του στη Κάρπαθο, ενώ εκείνος μοιράζει το χρόνο του εργαζόμενος, πότε στη τυραννισμένη Αθήνα και πότε στο ελληνικό πια, μα πάμφτωχο νησί του.

Παραμονές του 1949, ο Νίκος Μαστρομηνάς έκλεινε τα δώδεκα, δε ξεχνά και συχνά μνημονεύει το γιατρό, που τον έσωσε από βέβαιο θάνατο.

Με τον παράτυφο να τον έχει κυριεύσει, δεν έδιναν πιθανότητες επιβίωσης στον πιτσιρίκο. Ήταν στα τελευταία του ο Νίκος, όταν βρέθηκε στις Μενετές ο Γιώργος Μ. Γεωργίου.

Φώναξαν τον περαστικό γιατρό, μήπως είχε κάτι να προτείνει, αν και όλοι θεωρούσαν το παιδί χαμένο. Εκείνος δεν στάθηκε λιγόψυχα, αμέσως έκοψε τρείς βεντούζες, από το αριστερό στήθος και το παιδί ξανάστρεψε, πήρε τα πάνω του. Σήμερα δε ξεχνά, διηγείται με θέρμη, την ιστορία του σωτήρα-γιατρού.

Με το τέλος του εμφυλίου ο Γεωργίου θα φέρει την οικογένεια στον Πειραιά. Συνεχίζει να εργάζεται στο ΙΚΑ και ετοιμάζει το μεγάλο σχέδιο του. Μαζί με τους Ν. Πρωτοψάλτη, Β. Χανιώτη, Α, Φράγκο, το 1952, ιδρύουν την εφημερίδα «Καρπαθιακή».

Το πάθος για τον τόπο βγάζει κραυγές, μοιάζει με αγιάτρευτη πληγή, η επιτακτική ανάγκη για επικοινωνία, το νοιάξιμο για τα κοινά, αλλά πάνω από όλα η προβολή, των αιώνιων, άλυτων προβλημάτων ενός τόπου που σπάνια ακούγεται.

Από τότε δεν σταμάτησε, να γράφει και να δημοσιεύει με θάρρος, αλλά και με μέτρο τη λογική και τη σύνεση, κάθε στραβό και ανάποδο, που συναντά μπροστά του.

Η πορεία του στα συλλογικά όργανα των αποδήμων αποδεικνύει την βαθιά, αλλά τόσο καθαρή, ειλικρινή αγάπη για το νησί του.

Ο μοναδικός σύλλογος που πήρε ενεργά μέρος, ήταν ο σύλλογος των Αποδήμων Μενεδιατών Αττικής, που ήταν και ιδρυτής, ενώ στην εφημ. «Καρπαθιακή»  φρόντιζε επιμελώς, όχι μόνο να καταγγέλει, αλλά κυρίως να προτείνει, να προβάλει τις πιθανές λύσεις, αποφεύγοντας στείρα κριτική και σπορές ατάκτων ανέμων, που πρόσκερα παρασύρουν, αλλά δεν οδηγούν σε πρακτικά, ουσιαστικά αποτελέσματα.

Τελικά κατάφερε σε σύντομο χρόνο, δίχως να βάζει τα οικονομικά σε ζυγαριές, αφού σχεδόν πάντα τον έβαζαν μέσα, να κάνει την εφημερίδα τον σπουδαιότερο συνδετικό κρίκο, των αποδήμων με την Κάρπαθο.

Δύο κρυφά χούγια, φαίνεται να είχε ο πατριώτης, Μενετιάτης γιατρός. Ήταν πιστός οπαδός του «Εθνικού» Πειραιώς, δεν έχανε τα δύσκολα κυριακάτικα μάτς στο Καραϊσκάκη και για παρέα  διάλεγε τον γιό του, τον Μιχάλη. Μάλιστα επέλεγε να βλέπει τον αγώνα από τα θεωρεία των λιγοστών φανατικών Εθνικών, από την θρυλική θύρα 14!

Αλλά ήταν και παθιασμένος ψαράς, με τη βάρκα του, τη ΧΑΡΑ, λάτρευε να ξανοίγεται μονάχος στον Σαρωνικό, έστω και για ένα γρήγορο, πρωϊνό ψαρεματάκι.

Δεν ήταν τα αγκίστρια και τα δολώματα, ποτέ δεν είχε για  στόχο τη ψαριά. Με συντροφιά τη σιωπή της θάλασσα, έδινε σχήμα στις ιδέες, προσπαθούσε να κάνει γραπτό λόγο, μικρές και μεγάλες σκέψεις του.

Ο γιατρός κατέγραφε με πάθος, την παραδοσιακή μουσική και τα αυτοσχέδια τραγούδια, τις Καρπάθικες μαντινάδες. Με κάθε ευκαιρία το μικρό κασετόφωνο του ήταν πάντα ανοιχτό και ηχογραφούσε.

Και πάλι, τίποτε δεν γινόταν για τον εαυτό του, στο κρατικό ραδιόφωνο της εποχής, σχεδόν δύο δεκαετίες ‘50 και ‘60, είχε εξασφαλίσει μια ξεχωριστή εβδομαδιαία εκπομπή, με ακούσματα από το νησί του.

Την 1 Οκτώβρη 1958, προχωρά στην έκδοση του πρώτου και μοναδικού βιβλίου του.

Ο πρώτος τόμος από τα «Καρπαθιακά»,  ήταν μονάχα η αρχή, ιδεολόγος αλλά μεθοδικός, άοκνος και αποτελεσματικός, μάζευε πρωτογενές υλικό από όλα τα χωριά. Στεκόταν και κατέγραφε μαντινάδες, παροιμίες, κάθε ενδιαφέρουσα ιστορία γινόταν κτήμα και κρυφό καμάρι του γιατρού.

Ο λόγος του καθημερινού Καρπάθιου, έμπαινε στην πρώτη γραμμή χωρίς αποκλεισμούς.

Σκόπευε μάλιστα να ολοκληρώσει τα «Καρπαθιακά», μέσα σε τέσσερα βιβλία, το καθένα φορτωμένο με ξεχωριστά βιώματα, πάθη, συναισθήματα, αλλά και ακριβέστατα ιστορικά και απογραφικά στοιχεία, για το κάθε χωριό της Καρπάθου.

Ένα ιατρικό λάθος στην ήδη ταλαιπωρημένη υγεία του, γίνεται η αιτία να φύγει αναπάντεχα από τη ζωή, στις 16 Ιανουαρίου 1975.

Ο καλός φίλος του Κωνστ. Μελάς, με αφορμή το χαμό του Γ. Μ. Γεωργίου, θα γράψει τον πιο δύσκολο υπέρτιτλο στην εφημ. «Καρπαθιακή»:

«Της Δωδεκανήσου ο αγωνιστής, των Μενετών ο βράχος, της Καρπάθου ο δρύς, έπεσε…».