γράφει ο Γιάννης Χαλκιάς
Ο πρώτος στίχος της Οδύσσειας:
Άνδρα μοι έννεπε, Μούσα, πολύτροπον…
Ξεκινάει ο Όμηρος την Οδύσσεια παρακαλώντας την Μούσα, η οποία ήταν θεότητα της εποχής, να τον εμπνεύσει ώστε να βρει τα κατάλληλα λόγια για να αφηγηθεί και να επαινέσει τον ήρωα του έργου του.
Πάντοτε μου έκανε μεγάλη εντύπωση αυτός ο στίχος καθώς στο χωριό μου (Σπόα -Καρπάθου) θα ακούσεις γυναίκες ηλικιωμένες, αλλά και νεότερες, που όχι μόνο δεν διάβασαν Όμηρο, αλλά μάλλον δεν πήγαν ποτέ τους σχολείο, να ξεκινούν τις ευχές τους με ακριβώς τον ίδιο τρόπο! Θα ακούσεις για παράδειγμα μία μητέρα να τραγουδάει στον γάμο του υιού ή της κόρης της, και να λέει:
Έλα Χριστέ και Παναγιά και κάθισε στον νου μου,να δώσω εγκάρδιες ευχές απόψε του παιδιού μου.
..και έπειτα θα συνεχίσει δίνοντας τις ευχές της, επαινώντας παράλληλα και τα χαρίσματά του. Όλα αυτά σε έμμετρο λόγο βέβαια, τον αρχαίο ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο και με συνοδεία μουσικής. Όπως τους αρχαίους ποιητές που πολλές φορές απήγγελναν συνοδεία κάποιου οργάνου -συνήθως λύρας ή άρπας.


Αυτά είναι λίγα μόνο από τα κοινά του τόπου μου, της Καρπάθου, με εκείνον της ομηρικής Ελλάδας, και η ίδια η διάλεκτος μας βέβαια έχει παραμείνει πολύ κοντά στην αρχαιοελληνική.
Αν μάλιστα διαβάσει κανείς τον Όμηρο και γνωρίζει τον τρόπο ζωής των Καρπαθίων μπορεί εύκολα να αναγνωρίσει αμέτρητες ομοιότητες όπως την φιλοξενία, την προσφορά δώρων σε φίλους ή ακόμη και αγνώστους, την αξία της τιμής, το ενδιαφέρον προς την υστεροφημία, την αγάπη για την εξερεύνηση του αγνώστου, την συνομιλία με τους Θεούς σαν ίσος προς ίσο κ.τ.λ.
Δεν έγραψα αυτό το κείμενο βέβαια για να πω ότι ο Όμηρος έζησε στην Κάρπαθο, αλλά για να πω ότι ο τόπος μου, απόμερος καθώς ήταν και με τον κάθε κατακτητή να εγκαθίσταται πολύ σπάνια εκεί (συνήθως έστελναν απλώς “φοροεισπράκτορες” μα ποτέ δεν μετοικήθηκε) διατήρησε ανόθευτη μία πανάρχαια πολιτιστική κληρονομιά εφάμιλλη των παρθένων τοπίων του.