Ο Οσκός κι ο Καπετάνιος... γράφει ο Μιχάλης Μακρυμανώλης

Ο Οσκός κι ο Καπετάνιος... γράφει ο Μιχάλης Μακρυμανώλης
… Ο Καπετάν Ηλίας ήτο στα καράβια από παιί !!! Σαράντα χρόνια , ΣΑΡΑΝΤΑ ΜΕΑΑΑΑΛΑ χρόνια , απού λέε συχνά κι η Μάνα του …
Μόλις επόκαμε το Δημοτικό ήρτε ο Καλλάς του , ο καπετάν Κωσταντής , και τον επήρε μαντζί του …
Εφτά μερόνυχτα ήκλεε η Μάνα του …
<< Πού πάεις καλέ μου ίε …που πάεις καλό μου παιί…Εσού έν ηξέεις σίγρι μίγρι από θάλατσα…>>
<< Έν ηξέω αμμέ θα μάθω !!! Θωρώ τη καλέ Μάνα από για ψηλά και την ερωτεύτηκα… Γαλανή , πεντάμορφη και ήμερη…>>
<< Ξέεις τη την παρομία , έν την ηξέεις ; – Από ψηλά η Θάλατσα , κάμπος λιάι είναι…>>
Τά’ βαλε και με τον αερφό της …
<< Έν εκανεί εσού , απού’φαες τα νιάτα σου στην θάλατσα … Μ΄αυτονεά τον καμό μωρέ , ήφυε η Μάνα μας… ξέεις τα ; >>
<< Έ Ντζωγραφίνα … Τα θθε να κάμνει το παιί ογιά … Εγιό* σε μερικά χρόνια θα ξεμπαρκάρω…>>
<< Ξέεις πόσα χρόνια ακούω το ίδιο τροπάρι , από του Έρπαλη … Πύρι πυρίου εγιάησα τα νιάτα σου μωρέ , πύρι πυρίου>>
<< Τούτη την φορέα , σου βίω τον λόο μου… Μόλις στρατήσει ο Νικόλας , θα τον βάλω στην θέση μου και θα’ρτω να οράσω μνιά μάντρα να’ μεθα ογιά μαντζί !!! >>
Αυτά ήλεε ο καπετάν Κωσταντής αμμέ μόλις εμπάρκερε , τελόγκου τα ξέχανε όλα …
Πολλές φορές , ήπιαννε τον χάρτη και πολέμα να βρεί μνιά χώρα απού να μην την είχε γνωρίσει από σιμά …
Όχι μόνο αυτές που βρέχουττο από την αρμύρα , αμμέ κι αυτές απού τις εχαράτσα τα ποτάμια …
Ήτο νέος , είχε ένα ΘΕΡΙΟ μέσα του !!!Ο τόπος του ήτο μνιά πατουχέα …έν τον εχχώρει !!!
Μήε οι φουρτήνες με κείνα τα κύμματα απούτο ψηλά σαν το καμπαναριό του χωριού του , μήε οι συχνές αβαρίες εστάθησα ικανές να τον κάμου να πάρει την απόφαση , να ρίξει πλέα άγκυρα στη στεριά…
Και μια συννηχατινή , στις Ινδίες , ήφυε από τούτο τον ψεύτη κόσμο πάνω στο τεμόνι , ολόρτος …
Αυτά εσκεύγκετο ο καπετάν Ηλίας , τα τελευταία φεγγάρια , από την ώρα που πήρε το μαύρο χαπάρι…
Έν ήθελε να’ χει την τύχη του μπάρμπα του , του Κωσταντή !!! Φράγκα δόξα τον Θεό , είχε δυό πάγκες γεμάτες !!!
Την υειά του , Δόξα Τον Θεό , την είχε… Μνιά Μάνα , η Μάνα του ανεμένει να τον εεί να ασκελά την οφλέα του Πατρικού του …
Το τελευταίο μπάρκο , Αυστραλία – Ευρώπη τα σκεύγκετο όλα τούτα μέρα νύχτα… Επήρε την απόφαση …
<< Φτιάννει πλιό η αρμύρα … Θ’αλλάξω ρότα !!! Θα πάω στην κορφή του ουνού , απού εν θα ξέου ταν είναι η σκρόφα και ταν εί το κουπί…>>
Μόλις πιάννου λιμάνι , μαντζεύγκει το πλήρωμα , λέει τω να προσέχου το καράβι γιατί μπορεί ν’ αργκήσει να υρίσει… βάλλει μέσα σε μνιά δερμάτινη σποροσακούλλα τα ρούχα του , πιάννει και ένα κουπί και ξεκινά…
… Ο Νικόλας ήτο πάνω στα ουνιά με τα έθνη του !!! Εφτακόσα πρόατα , το Μουλάρι και πέντε σκύλοι !!!
Χώρια οι πούλλες , τα κουνέλλια και τα κουσκουνάκια !!!
Όλοι είχα να λέου για την μάντρα του και για το μανροκά’ι’σμά του !!!
Σε δυό Πάτερ-ημούς λέει , επήτσα τα τυρία στα τουπία …σε κείνο το Μητάτο !!!
Δέκα αμουργκίους εέμωννε πρωί και βράυ… Τέτοια μάντρα , μήε εφάνει , μήε εκούστει !!!
Ο Νικόλας όμως , ήτο ΑΘΘΡΩΠΟΣ και τα πλιό πολλά τά’ βιε χωρίς φράγκα… Εθώρει τις ανάγκες , και ήθελε να βοηθά όλους τους Αθθρώπους , ξένους και ίκούς !!!
Κάθε καραβέα , επόαλλε δέκα αμανάκια σε συγγενείς και φίλους … κι όχι μόνο τις ΜΕΑΛΕΣ ημέρες !!!
Τον εθώρει η Μάνα του απού σκεντεύγκετο σαν την άικη κατάρα από νύχτα ώς νύχτα και τού’ λεε …
<< Φύε παιί μου από τούτο τον ερημότοπο… Γιάαιννε στην ξενικιά να ουλέψεις μερικά χρόνια και να’ρτεις να πάρεις μνιά κόρη… όποια κόρη μου πείς και γιό θα συφφωνήσω … Φύε τώρα πού’ σαι μικρός κι είναι όλη η ντζωή ομπρός σου … Ογιά , έν θθε να κάμεις παιί μου κατάσταση… >>
<< Και πού θε να σε φήκω καλέ Μάνα μοναχή σου , έ μου λέεις ; Πώς θα τις φέρνεις βόρτα όλες τούτες τις βουλείες , μέσα κι απ’ όξω ύρου ; >>
<< Αμμέ γιατίνα παιί μου και εν να’μαι μοναχή …Την μάντρα την έχεις στρατισμένη και τις βουλείες τις εθυμούμαι ακόμη !!! Εγιό έν σου τις ήμαθα μαθές ; Ωσά χρειαστώ βοήθεια θε να τρέξου όλες οι υναίκες να μου ώκου ένα χέρι…Όλες με ααπούσι !!!
Φύε παιί μου να’ χεις την ΕΥΚΗ μου , φύε … Ο καιρός έν αργκεί να περάσει …Εγιό θε να σε νεμένω να υρίσεις !!!
Το τουβράι σου τόχω κυερνημένο από τί καιρό… Πιάσε το , πιάσε και την κουταλευτήρα και άμε στο καλό !!! >>
<< Το τουβράι εντάξει …Την κουταλευτήρα , γιατίνα να την πάρω μαντζί μου ; >>
<< Κάμνε αυτά που σου λέω και μην ερωτάς !!! >>
Και κεί που’ μπε και καλοσκεύγκετο τον ξενιτεμό , αξάφνου << ήφυε… >> η Μάνα του Νικόλα …
Πάνω στο σκαμνάκι …με τ΄αγράττι στο χέρι και το πήλινο τσουκάλι πάνω στη φωτία …
Πιάννει την κουταλευτήρα ο Νικόλας και κατηφορίντζει …
Πιάννει το κουπί ο Ηλίας και ανηφορίντζει …
<< Πού πάεις Άθθρωπε με την κουταλευτήρα και το τουβάι ; >> ερωτούσα τον Νικόλα στα παρακάτω χωριά …
<< Πού πάεις Άθθρωπε με το κουπί και τo δερμάτινo σάκο ; >> ερωτούσα και τον καπετάν Ηλία στα παραπάνω χωριά…
Μέχρι που φκιάσα σε χωριά που την κουταλευτήρα και το κουπί τα λέα ξύλα πελεκημένα !!!
Κι οι δυό επετούσαν από την χαρά τω… Είχα ένα καλό προαίστημα … Επί τέλους , εκοντεύγκα στον προορισμό τω…
Στα μισά , εσυνεπαντήχτησα…
<< Ώρα καλή , Άθθρωπέ μου !!! >> λέει ο Νικόλας στον θαλατσινό !!! Τον ξαννεί από πάνω μέχρι κάτω …Θωρεί εκείνη την θερεμένη κουταλευτήρα και μονολοά από μέσα του …
<< Ελέησο …πόσο μεάλα τέπελα είναι τα ικά του χαρκόματα…και θάρου και γιό πως η ε’ι’κή μου ήτο μεάλη…>>
<< Γειά , γειά χαρά και σε σένα !!! >> λέει ο Ηλίας στον βουνίσιο !!! Τον ξαννεί κι αυτός όλο περιέργεια και λέει από μέσα του …
<< Αυτό το κουπί , πρέπει να ‘ναι από την πλιό μικρή βάρκα του ντουνιά … κι έχει και τρύπα στην πίσω βάντα …>>
Είχε ένα καλιοπό πεύκο εκειά παραπέρα και καθώς ήτο κι οι δυό κουριασμένοι , εκα’ί’σα να ξετρομάξου …
– Λύννει το τουβράι ο Νικόλας και βγκάλλει φρέσκο τυρί , γεφτέρι από τον ξυλόφουρνο , ένα χίντικο καρύ γεμάτο καβρουμά , αγριλλούς , κρομμυόφυλλα , ρόκα , ντομάτες , αλαρμιστές πιπεριές … βγκάλλει την κανζίκα του , σταυρώννει το εφτέρι , κόβγκει ένα καράι και το βίει στον Νικόλα …
– Ανεχειλίντζει τον δερμάτινο σάκο κι ο καπετάν Ηλίας και βγκάλλει μια φραντζόλλα καλαμποκόψωμο , καπνιστό σαλάμι , ελιές , παστρουμά , τυρί με τρύπες και φυκία … και μικρά πλαστικά κουτία , απού΄χα μέσα βούτυρο και μέλι… βγάλλει ένα πολυεργαλείο ( leatherman …) κόβει δυό φέλλες ψωμί και τις δίνει στον Νικόλα !!!
Κάμνου κι οι δυό τον σταυρό τω , μ’ αυτά που θωρούσα…κι αρκινού !!!
<< Άκου καπετάν Ηλία , λέει ο Νικόλας …Αφού πήρες την απόφαση να ξεμπαρκάρεις , να πάεις να βρείς την μάντρα μου στο Θριασί !!! Την ήφηκα στους γειτόνους μου , αμμέ σάν μάθου πώς ήφυα θα την πάρου για λλόουτων…Να πάεις να των πείς πως σου την αφήνω , μέχρι να υρίσω από τούτο το μακρινό ταξίδι … Στην αρχή , θα τα βρείς μπαστούνια … Όμως ότι θέλεις να μάθεις θα ρωτάς την Μαρινία , απού’ ναι καλή , καματερή και γνωστική και θα σε ορμηνεύγκει για όλα … Και για να μην σου μουντάρου και τα σκυλία μου ,θα σου ‘ώκω την παρτασού μου κι ωσάν την μυρίσου θα καταλάβου… Και μόλις ταχτοποιηθείς φέρε και την Μανούλα σου να την έχεις μαντζί σου , να μην είναι και κείνη μοναχή της !!! Νάε και το κλί του σπιτιού μου !!!
Τον ακούει ο Ηλίας και δεν πιστεύγκει στ’ αφκιά του… Λέει του λοιπόν και κείνος.
Άκου και σύ , Νικόλα … Αφού πήρες την απόφαση να ενείς θαλατσινός … το καράβι μου , Αγ. Αικατερίνη είναι το όνομά του είναι γεμένο στο λιμάνι του Αφανίου … Ωσάν αποσώσεις , να πείς στο πλήρωμα πως σε ποάλλω για να πάρεις την θέση μου , μέχρι να ποκάμω τα εντερέσια μου … Να , πάρε και το κλί της καμπίνας μου , πάρε και το καπέλο μου , το γνωρίντζου όλοι και μόλις το ού θα σε πιστέψου !!! Όλοι των είναι καλά παιδιά και καλοί ναυτικοί… Στην αρχή , εσύ να είς πόσο σκούρα θα τα βρείς…Όμως μην ανησυχείς …Ότι θέλεις να μάθεις θα ρωτάς τον Μηνά . Είναι ένα παλληκάρι από την Κάσο και είναι σαν αδερφός μου …
Μνιά χάρη θέλω μόνο …Σαν πάτε με το καλό στην Αργεντίνα , θα περιμένει στον ντόκο η Isabella …Θα την γνωρίσεις μόλις την εείς … Θα’ χει μνιά κόκκινη μοσκοκαρφέα στα μακρέα κατραμένια μαλλιά της !!!Να την φωνάξεις στην γέφυρα , να της βώκεις αυτό το γράμμα , θα καταλάβει … είπε κι ήβγκαλε από τον κόρφο του ένα στιαρό μπλίκο …
…Εγκαλιάστησα , ευκήθηκε ο ένας στον άλλο και πήρε ο ένας τ’ ανήφορο κι ο άλλος το κατήφορο !!!
*******
… Κι έτσι , ο καπετάν Ηλίας ε’ί’νει βοσκός κι ο Νικόλας ο ‘οσκός ε’ί’νει καπετάνιος !!!
– Κάθε φορέα που θωρεί στην κορφή του ουνίου ένα μητάτο και ασπρίντζει , ο Νικόλας ξεσηκώνει τον κόσμο με τις κόρνες για να χαιρετήσει λέει τον φίλο του τον καπετάν Ηλία απού όσκει στο Μητάτο του !!!
– Και κάθε φορέα απού ααντζέρει ένα καράβι γαλανό απού μοιάντζει με το ικό του , ο καπετάν Ηλίας λέει των παιώ του να σημάνου την καμπάνα , της γυναίκας του ν’ άψει τις αστιές , της Μάνας του να κουννά το μεταξωτό , χιονάτο μαντήλι … για να χαιρετήσου και κείνοι τον ε’ι’κό του φίλο , τον Νικόλα τον βοσκό , απού ταξιεύγκει με το καράβι του !!!
Λέου κι οι δυό πως μνιά ημέρα λέει …θα ξανα’υ’ρίσου στις παλιές τω αάπες , αμμ΄έν τ’αποφασίσα ακόμη …
*******
*ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ σε όλους τους καπετάνιους λοιπόν , μπαρκαρισμένους και ξέμπαρκους !!!