Ο χορός, η γυναίκα και η Καρπαθιά ποιήτρια

Ο χορός, η γυναίκα και η Καρπαθιά ποιήτρια

Για την ποιητική συλλογή της Ζωής Σαμαρά Είδα τις λέξεις να χορεύουν (εκδ. Γκοβόστη).

Της Αλεξάνδρας Μπακονίκα

Στην πολυσύνθετη, ποιητική συλλογή της Ζωής Σαμαρά Είδα τις λέξεις να χορεύουν,  οι φωνές, ως πρωταγωνιστές, που μιλούν και διαλέγονται είναι τρεις, ο χορός, η γυναίκα και η ποιήτρια.

Ο χορός αντιπροσωπεύει τον κόσμο, την κοινωνία με τις άπειρες όψεις και εκφάνσεις, που παρέχει συνεχώς ερεθίσματα στο ποιητικό υποκείμενο, αλλά συγχρόνως το διαπλάθει και το προσδιορίζει. Η γυναίκα είναι εκ των πραγμάτων ο υποδοχέας που συγκεντρώνει κι αποθησαυρίζει κάθε συναίσθημα και προσωπική ή συλλογική εμπειρία μέσα στη ζωή, ενώ η ποιήτρια είναι η πιο ευαίσθητη, διορατική και ισχυρά διανοητική πλευρά της, που προχωράει σε βάθος κι επιχειρεί να μετουσιώσει το συναίσθημα σε τέχνη.

Μέσα από τις φωνές των τριών πρωταγωνιστών το ποιητικό υποκείμενο κάνει έναν απολογισμό ζωής και μια στοχαστική ενατένιση της ύπαρξης, αρχίζοντας από την παιδική ηλικία και φθάνοντας στην πλήρη ωρίμανση.

Στο πρώτο μέρος της συλλογής, που έχει τον τίτλο «Πρόλογος», αποσαφηνίζεται μέσα από ένα και μοναδικό εξάστιχο ποίημα ότι το έναυσμα για να συναντήσει η γυναίκα την ποιήτρια είναι οι διηγήσεις του χορού. Και προχωράμε στο δεύτερο μέρος της συλλογής με τον τίτλο «Διάλογος», όπου ως ηχείο κι αντικατοπτρισμός του κόσμου, ο χορός θέτει το πλαίσιο για να ειπωθούν οι πιο βαθιές εκμυστηρεύσεις εναλλάξ ανάμεσα στη γυναίκα και την ποιήτρια, ενώ συγχρόνως συμπλέκεται κι ο χορός στο διάλογο ενδυναμώνοντας την έντασή του ακόμη περισσότερο. Μέσα από τις φωνές των τριών πρωταγωνιστών το ποιητικό υποκείμενο κάνει έναν απολογισμό ζωής και μια στοχαστική ενατένιση της ύπαρξης, αρχίζοντας από την παιδική ηλικία και φθάνοντας στην πλήρη ωρίμανση μέσα στο χρόνο.

Ο τόπος της παιδικής ηλικίας, η Κάρπαθος, είναι έμπλεος λάμψης όχι μόνο από το διάχυτο φυσικό κάλλος, αλλά κι από τη στενή κοινωνική συνοχή που διέπει την κοινωνία του νησιού, μια κοινωνία ανοικτή κι ευφρόσυνη παρά τα εμπόδια της φτώχιας που αντιμετωπίζει.

Η γυναίκα-ποιήτρια ως παιδί από νωρίς δείχνει έντονη έφεση και αφοσίωση στα γράμματα, τα βιβλία, τα διαβάσματα, τη γραφή. Η απόφασή της από την τρυφερή αυτή ηλικία να γίνει συγγραφέας φανερώνει έναν χαρακτήρα ευαίσθητο, ανήσυχο και δυναμικό. Η οικογένεια και ο κοινωνικός περίγυρος δεν αποτελούν φρένο ή εμπόδιο στο ανήσυχο πνεύμα της, εξάλλου τα μητριαρχικά πρότυπα είναι απτά και δυνατά. Κυρίαρχη είναι ιδίως η παρουσία της γιαγιάς της, της γιαγιάς «αρχόντισσας», όπως την αποκαλεί στο ποίημα «Όθος», και αξίζει να παραθέσουμε τους στίχους που τόσο έξοχα την σκιαγραφούν ως προσωπικότητα: η γιαγιά/ η αρχόντισσα/ που έσκαβε τη γη/ πλάι στους εργάτες/ και στη συνέχεια μαγείρευε/ Τους πρόσφερε λαγό κρασάτο πάνω στο καλό τραπεζομάντηλο/Τους φίλευε καρπούς εξωτικούς από την Αλεξάνδρεια/ Η γιαγιά/ με τα πολλά χωράφια/ τα πολλά παιδιά/ τον ταξιδιάρη σύζυγο που λάτρευε/ τον λίγο χρόνο/ ευδαιμονίας.

Μεγαλωμένη μέσα σε ένα ζεστό και γόνιμο περιβάλλον, η ποιήτρια διαρκώς μέσα στα χρόνια ετοιμάζεται για υψηλά πετάγματα -οι μεγάλες ψυχές έχουν ανάγκη από υψηλά και μεγάλα πετάγματα. Απεκδύεται τους περιορισμούς των συμβάσεων, το «ζουρλομανδύα της υπακοής», τους εξαναγκασμούς της εξουσίας και με την τόλμη ενός γενναίου κι απελευθερωμένου πνεύματος ρίχτεται στην περιπέτεια της ζωής, αλλά και στην περιπέτεια της τέχνης. Οι υψιπετείς στόχοι της όμως πάντα συνδυάζουν την προσφορά, την αμέριστη συμπάθεια, την έγνοια για τον πάσχοντα συνάνθρωπο, τον παρία, τον φτωχό, τον αδικημένο. Το έντονο ανθρωπιστικό στοιχείο -στη ποιητική συλλογή δεν λείπουν και οι καταγραφές για την θλιβερή πραγματικότητα της χρεοκοπίας που ζούμε- πάντα δίνει το στίγμα στην ποίηση της Σαμαρά.

Η μύηση στο μέγα μυστήριο της ζωής και του κόσμου για τη Σαμαρά περνάει, διηθείται, απαυγάζεται, αποκαλύπτεται μέσα από την παράδοση του εαυτού της στην ποίηση. Γιατί η ποίηση απαιτεί την καταβύθιση στη σιωπή.

Παράλληλα με το κοινωνικό στοιχείο, (αναφορές για τη Γάζα, την Μπιάφρα, το μακελειό των πολέμων ανά την υφήλιο), αλλά και σε μεγαλύτερη έκταση εμφανίζεται το υπαρξιακό, καθώς και ο ρόλος, η σημασία της ποίησης.

Η μύηση στο μέγα μυστήριο της ζωής και του κόσμου για τη Σαμαρά περνάει, διηθείται, απαυγάζεται, αποκαλύπτεται μέσα από την παράδοση του εαυτού της στην ποίηση. Γιατί η ποίηση απαιτεί την καταβύθιση στη σιωπή, που είναι η είσοδος για το πλησίασμα της γνώσης και της αλήθειας. Η ποίηση δεν ανέχεται τις ψευδαισθήσεις, βασανιστικά αποκαλύπτει το χάσμα, το «κενό» που μας περιβάλλει και μας εξουθενώνει, όπου το «άπειρο παίζει κρυφτούλι με το μηδέν», κι όπου το χάος και «το πουθενά είναι παντού».

Έτσι, αν η γυναίκα ξεκίνησε για υψηλά πετάγματα σε γαλάζια βάθη, για ιδανικές φωνές ονείρων που μεσουρανούν σε φωτεινούς ορίζοντες, η ιδιότητά της ως ποιήτρια τραγικά κι αμετάκλητα την προσγειώνει, διαβάζουμε τους στίχους από το ποίημα Και είπες»: [..] θα πηγαίνεις/ αργά/ για να ζήσεις/ μια ζωή/χωρίς πετάγματα/χωρίς/ δρασκελιές/αργά με προσοχή/ Σιγά την πόρτα/Βήμα σημειωτόν/μια ζωή με νωχελείς κινήσεις/μια ζωή πλήρης ημερών/ ανυπαρξίας.

alt
   Η Ζωή Σαμαρά

Η υφή της ποιητικής συλλογής είναι δραματική, το ποιητικό υποκείμενο λαχταράει για την πραγματοποίηση ενός ενθουσιασμού, μιας έκστασης, μιας ολοκλήρωσης ονείρων, όμως καταλήγει στην πικρή διαπίστωση ότι σ’ έναν κόσμο μη έλλογο, που κρατάει καλά κρυμμένα τα μυστικά και το αχανές μυστήριό του, «η άβυσσος μας περιμένει», «η φωνή μας έσπασε τα κλαδιά της», «δεν φυτέψαμε άνεμο στο αλφαβητάριό μας», «αφήσαμε χώρο για μεταμέλεια και πένθος». Το κρεσέντο από τη διάψευση των προσδοκιών επιτείνεται ακόμη περισσότερο και στα δύο ποιήματα του τρίτου μέρους της συλλογής, που έχει τον τίτλο «Ο λόγος», όπου η αμείλικτα σκληρή πραγματικότητα χαρακτηρίζεται μέσα από τους στίχους ως «θραύσμα της φαντασίας μας/ βίαιη αποκόλληση/από το αληθινό βλέμμα του ονείρου».

Ωστόσο υπάρχει ένα «διαλείπον φως» που αφήνει μια χαραμάδα αγαλλίασης, μια λάμψη που ανάβει, τρέμει και πάλι επανέρχεται, τροφοδοτώντας με δύναμη κι ελπίδα την κλεισμένη μέσα σε «φυλακές κι αγκύλες μοναξιάς» ψυχή της Σαμαρά. Κι αυτό το φως που τη συμπαραστέκεται είναι η τέχνη της ποίησης, που μόνο αυτή μπορεί στο διηνεκές να δίνει παρηγοριά κι απάγκιο. Έτσι εξηγείται και ο χαρμόσυνος τίτλος της συλλογής «Είδα τις λέξεις να χορεύουν», χαρμόσυνος γιατί οι λέξεις της ποίησης κινούν τη γη «στο ρυθμό μιας μουσικής απόκοσμης», χαρίζοντας ομορφιά και μαγεία στις πονεμένες καρδιές μας.

Η Ζωή Σαμαρά προβαίνει σε μια απογύμνωση της ψυχής της, που φανερώνει τις τραγικές διαστάσεις που την περικυκλώνουν και την τραντάζουν, μένουμε με δέος συγκίνησης και υποκλινόμαστε στο ρίγος που μας μεταδίδει αυτή η απογύμνωση. Ο δραματικός τόνος των ποιημάτων συμβαδίζει κι αναδεικνύεται έξοχα μέσα από την λιτή, εύχυμη κι εναργή έκφραση του λόγου της, ενός λόγου αδρού και δραστικού.

* Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ είναι ποιήτρια.

alt

Είδα τις λέξεις να χορεύουν
Ζωή Σαμαρά
Εκδ. Γκοβόστη 2015
Σελ. 80,

πηγή www.bookpress.gr