Η ΟΘΕΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ[1]
(Ομιλία που εκφωνήθηκε στην επετειακή εκδήλωση
της συμπλήρωσης 100 χρόνων από το Συνέδριο της Πάτμου –
Όθος Καρπάθου, 10 Αυγούστου 2012)
του Μανώλη π.-Γρ. Χατζηαντωνίου ε.τ. Λυκειάρχη
Ο Γεώργιος Πρωτόπαπας γεννήθηκε στο Όθος της Καρπάθου το 1874 και απεβίωσε το 1928. Οι ρίζες του Γ. Πρωτόπαπα φτάνουν μέχρι τον παπά-Μανώλη Σακελλάρη λειτουργό με σπάνια σωματικά και πνευματικά προσόντα, ο οποίος υπήρξε Ιδρυτής και πρώτος Διευθυντής της πρώτης Παγκαρπαθιακής Σχολής, που λειτουργούσε στην Ιερά Μονή του Αγ. Γεωργίου στις Βάσσες.
Εκεί φοιτούσαν δωρεάν μαθητές απ’ όλη την Κάρπαθο και διέμεναν στις αίθουσες και τα κελλιά της Μονής. Η φοίτηση διαρκούσε τρία χρόνια και οι μαθητές παρακολουθούσαν 5 ώρες το πρωί μαθήματα ανάγνωσης, γραφής, αριθμητικής και ψαλτικής, ενώ τις απογευματινές ώρες καλλιεργούσαν τα πλούσια και εύφορα κτήματα της Μονής.Αυτός λοιπόν ο αεικίνητος και χαρισματικός ιερέας με τη γυναίκα του Σμαράγδα απέκτησαν 8 παιδιά, 4 αγόρια και 4 κόρες. Τα αγόρια ήταν οι Ανδρέας, Γεώργιος, Ιωάννης, Μηνάς. Οι δύο τελευταίοι παντρεύτηκαν στο Όθος και απ’ αυτούς κατάγονται οι οικογένειες του Πρωτόπαπα και του Νουάρου. Οι κόρες παντρεύτηκαν σε Βωλάδα (απ’ όπου κατάγεται η οικογένεια Μανωλακάκη), Απέρι (απ’ όπου κατάγεται η οικογένεια του ιατρού Πετρίτη), Όθος και Μενετές[2].
Πατέρας του Γεωργίου Πρωτόπαπα ήταν ο Ιωάννης και μητέρα του η Ερνιά. Είχε και δυο αδελφές, την Κυραννιά και τη Φραγκουλιά.Ο Ιωάννης Πρωτόπαπας είχε μείνει ορφανός από μικρός και τον ανέθρεψε η Φραγκουλιά, αδελφή της μητέρας του, η καλύτερη υφάντρια της εποχής, που είχε μεγάλη ακίνητη περιουσία και έχαιρε εκτίμησης στο χωριό. Ο Ιωάννης Πρωτόπαπας είχε εξαιρετική μόρφωση. Διετέλεσε Γραμματέας του Μικτού Μητροπολιτικού Δικαστηρίου, που εκδίκαζε υποθέσεις οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου. Με τη βοήθεια της θείας του Φραγκουλιάς εκλέγεται Δήμαρχος Όθους σε ηλικία 25 ετών. Όμως δύο χρόνια αργότερα, σε καφενείο του χωριού, πυροβολήθηκε στο χέρι από έναν ανισόρροπο, έπαθε μόλυνση και πέθανε πριν προλάβει ο γιατρός να επιστρέψει από τη γειτονική Κάσο, όπου είχε μεταβεί για άλλον ασθενή[3].
Η αδελφή του Γεωργίου Πρωτόπαπα, Φραγκουλιά, παντρεύτηκε σε ηλικία 12 ετών, τον Κωστή Σακέλλη πολύ μεγαλύτερό της, αλλά στο χρόνο πάνω, πνίγηκε ενώ ψάρευε στον Αφιάρτη.
Γνωστό το μοιρολόϊ της Φραγκουλιάς:
“Έρημα να ‘πομείνουσι, τα ψάρια, στον Αφιάρτη,
που ‘πήραν το πουλάκι μου και δε τ’ αφήνουν να ‘ρτει.“
Ξαναπαντρεύτηκε σε ηλικία 16 ετών τον Μηνά Κόκκινο και απέκτησε δύο παιδιά. Την Αντιγόνη (1896) και το Γιάννη (1901). Πέντε μήνες μετά τη γέννηση του γιου του έφυγε για να εργαστεί στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας και μετά στη διώρυγα του Σουέζ στην Αίγυπτο, όπου και πέθανε.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επιστολές του Γιάννη Κόκκινου, όπου εκφράζει την ευγνωμοσύνη του στο θείο του Γεώργιο Πρωτόπαπα, δικηγόρο τότε παρ’ Αρείω Πάγω στην Αθήνα, που τον βοήθησε να τελειώσει το σχολείο και την Εμπορική Σχολή Αθηνών. Το 1920 ο Γιάννης Κόκκινος πήγε στην Αμερική, σπούδασε Αρχιτέκτονας και διέπρεψε στο επάγγελμά του.Παντρεύτηκε στην Αμερική και αργότερα χορήγησε υποτροφίες σε Καρπάθιους φοιτητές για αρκετά χρόνια.
Η Αντιγόνη παντρεύτηκε το Σταύρο Αναγνωστόπουλο και απέκτησε 5 παιδιά. Το Μανωλάκη, γιατρό που σκοτώθηκε στον εμφύλιο, την Ηλέκτρα, που παντρεύτηκε το δάσκαλο Πρωτοψάλτη, τη Χρυσούλα, που παντρεύτηκε το Μηνά Λαγωνικό, τη Φανή που πήρε τον Παπουτσάκη και ζει στην Αμερική και το Μενέλαο που παντρεύτηκε τη Θεοδώρα Μακρή από τη Βωλάδα.
Ο Γεώργιος Πρωτόπαπας αγάπησε παράφορα τη Μαριγώ Χατζημανώλη – Καπετανάκη, κανακαρά του Απερίου, που ανταποκρίθηκε στον έρωτά του και τελικά την έκλεψε, αφού οι γονείς της ήθελαν να την παντρέψουν με άλλον, και πήγαν στην Κάλυμνο. Εκεί απόκτησαν τη πρώτη κόρη τους, την Καλλιόπη, που παντρεύτηκε τον Καρακατσάνη. Αυτή ήταν δραστήρια γυναίκα, η οποία διετέλεσε Πρόεδρος της Κοινότητας Απερίου (1976-78) και υπηρέτησε τα κοινά με επιτυχία.
Αργότερα επέστρεψε στην Κάρπαθο και απέκτησε δεύτερη κόρη, την Αννίκα, που παντρεύτηκε το Μανώλη Βόζο και απέκτησαν 3 παιδιά. Τη Μαίρη, το Φρίξο και την Καλλιρόη. Το τελευταίο παιδί του Πρωτόπαπα ήταν ο Γιάννης, ένα πανέξυπνο αγοράκι, που πέθανε σε ηλικία πεντέμισυ ετών και βύθισε στο πένθος όλη την οικογένεια.
Για να κερδίσει όμως τη Μαριγώ ο Γεώργιος Πρωτόπαπας υπέφερε και κοπίασε πολύ. Τακτικά έπαιρνε μαζί του καλούς τραγουδιστές και δυνατά παλικάρια, όπως το ξάδελφό του Κώστα Σφακιανό, το Γεώργιο Θεοχαρίδη και άλλους και με λυριστή τον Πολυχρόνη Τραμπάκουλα κατέβαιναν το ποταμό από Βωλάδα προς Απέρι, για να πάνε να κάνουν καντάδα στο σπίτι της αγαπημένης του Μαριγώς. Μάλιστα κάποιο βράδυ ανεβαίνοντας τον ποταμό πήδηξε ένα φράχτη και έπεσε σε ένα λάκκο με ασβέστη, με αποτέλεσμα να πάθει μικρή αγκύλωση το πόδι του.
Δυό δίστιχα από την καντάδα:
“Και αν κοιμάσαι ξύπνησε, χρυσό μου περιστέρι,
κ’ έβγα στη πόρτα να γενεί, η νύχτα, μεσημέρι.“
Σε πανηγύρι της Ζωοδόχου Πηγής, έκρυψαν τη Μαριγώ σε στασίδι της εκκλησίας, αλλά ψάχνοντας με το βλέμμα την εντόπισε από μακριά και τραγούδησε:
“Μέσα σε δυο ξύλα ξερά εβάλα το πουλί μου
και θένν’ ανάψου να καεί, να κλαίει η ψυχή μου.”
“Δεν είναι μια, δεν είναι δυο, στις τρεις το παλικάρι,
στις τέσσαρες ο μέρμυγκας θα φάει το λιοντάρι.“
Σε γλέντι μετά την “απαγωγή” κι ενώ χόρευε η Μαριγώ στον κάβο, τραγούδησε:
“Το φεγγαράκι σκίστηκε κι έτοιμον είν’ να πέσει,
φως μου, γιατί αντίκρυσε τη λυγερή σου μέση.”
Όταν τέλος γύρισε από την εξορία τραγούδησε:
“Ήθελ’ ο Θιός και τα ‘φερε και γύρισα οπίσω,
το δέντρο που μαραίνετο, να το ξαναποτίσω.”
“Θυμούμαι περαζούμενα, ωσάν να είναι πέρσι,
που ‘ρκουμου ‘που το ποταμό κι ήπεσα στον ασβέστη.“
Η οικογένεια Πρωτόπαπα διακρινόταν ιδιαίτερα για το ποιητικό της ταλέντο. Στα Λαογραφικά Σύμμεικτα του ιστορικού και λαογράφου Μιχαήλ Γ. Μιχαηλίδη – Νουάρου υπάρχουν πλήθος τραγούδια, νανουρίσματα, μοιρολόγια και διηγήσεις της Κυραννιάς και της Φραγκουλιάς Ι. Πρωτόπαπα.
Το 1930 ο διάσημος μουσικός Samuel Baud-Bovy στο θέατρο “ΑΛΑΜΠΡΑ” ηχογραφεί τη Κυραννιά Πρωτόπαπα σε Καρπάθικους σκοπούς νανουρίσματα, καλημερίσματα, μοιρολόγια. Eιδικά αυτό που έγραψε για τον αδελφό της Γεώργιο είναι ένα αριστούργημα της λαϊκής μας παράδοσης, που σώθηκε και μια πηγή που κάθε ειδικός μπορεί να πάρει ανεξάντλητες πληροφορίες για τη μουσική της εποχής εκείνης.
Με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο Μιχαήλ Γ. Μιχαηλίδης-Νουάρος στέλνει τη γυναίκα του Δέσποινα με δυο παιδιά στην Κάρπαθο για περισσότερη προστασία. Η Δέσποινα συνδέεται φιλικά με την Αντιγόνη, τις μεγαλύτερές της Κυραννιά και Φραγκουλιά Πρωτόπαπα και με τις νεάνιδες της εποχής εκείνης Χατζηνούλα Νικολαΐδου, Σοφία Οικονομίδου και Αλεξάνδρα Βαρίκα και άλλες κα ιδρύουν τον Εκπαιδευτικό Σύλλογο Όθους που προσέφερε πολλά στην φιλανθρωπική και κοινωνική ζωή του Όθους.
Κλείνοντας θα αναφέρω τρεις μαντιάδες του Γεωργίου Πρωτόπαπα που έγραψε μετά το θάνατο του γιου του (Νοέμβριος του 1926).
“Και πως να παρηγορηθεί, τέτοια καρδιά κλεισμένη,
όταν την έχουν οι καημοί περίσσια ποτισμένη.”
“Στάλα τη στάλα καίγεται, το λάδι στο καντήλι,
κι η φλόγα σιγοσβήνεται και μένει το φυτίλι.”
“Έτσι κι εμένα καίγονται τα σωθικά μου μόνο,
και στάζουνε σιγά-σιγά σταλαγματιές τον πόνο.”
Ο Γεώργιος Πρωτόπαπας παρέστη ως εκλεγμένος εκπρόσωπος της Καρπάθου στο Συνέδριο της Πάτμου (1912). Το αποτέλεσμα ήταν να τον εξορίσουν οι Ιταλοί λόγω της πατριωτικής του δράσης.
Λόγω της ασθένειας από την οποία έπασχε οι Ιταλοί του επέτρεψαν να επιστρέψει στην Κάρπαθο το 1927.
Με την επιδείνωση της ασθένειάς του ζήτησε ο ίδιος να μετακινηθεί από το Απέρι στο πατρικό του σπίτι στο Όθος και να ταφεί εκεί στο χωριό του. Πράγματι το έτος 1928 απεβίωσε και ετάφη στο Όθος.