Παιγνίδια με τη φωτιά!...

Παιγνίδια με τη φωτιά!...

Του Ανδρέα Ηλία Μακρή

Στα Πηγάδια, τα παιδιά της μεταπολεμικής περιόδου -η σειρά μας δηλαδή- στα τέλη του ’40 αρχές του ’50 βιώσαμε τα παιδικά μας χρόνια παίζοντας με το διάσπαρτα εγκαταλειμμένο καίτοι ετοιμοπόλεμο υλικό των κατοχικών στρατευμάτων(1) που ασφαλώς θα κόστιζε μυθικά ποσά, έως ότου αρχίσει η «λεηλασία» και η λαφυραγώγηση του.
Αξέχαστες οι παιδικές μας παραστάσεις ως θεατές ή συμπρωταγωνιστές. Όντας η μοναδική μας διέξοδος στην παντελή έλλειψη παιχνιδιών στα δύσκολα εκείνα χρόνια, έπρεπε με την ευρηματικότητα μας να ικανοποιήσουμε εκ των ενόντων τις ανάγκες μας για παιχνίδια. Να ψυχαγωγηθούμε, να εκτονώσουμε την παιδική μας «εκρηκτικότητα».
Το υπερσύγχρονο «οπλοστάσιο»(2) μας μπορούσε είκοσι πέντε μόλις χρόνια πριν, να ζήλευε ο ελληνικός στρατός στην άτυχη Μικρασιατική εκστρατεία αφού περιελάμβανε:
– Ένα μεγάλο γερμανικό θωρακισμένο ερπυστριοφόρο όχημα (τανκ) PANZER III άθικτο, φέροντα πυροβόλο όπλο μεγάλου διαμετρήματος, χρώματος βαθυπράσινου με τις ερπύστριες μόνο αποσυνδεδεμένες, που για λόγους προφανείς οι Γερμανοί αφαίρεσαν τους πίρους, πριν το εγκαταλείψουν στο Κονάκι στο λιόφυτο απέναντι στην κατοικία του Γιώργη Κ. Λαμπρίδη.
– Ένα ελαφρύ ιταλικό ερπυστριοφόρο όχημα μεταφοράς προσωπικού, φέροντα οπλοπολυβόλο και αυτό λειτουργικό, όμως στα χρώματα της ερήμου αφημένο στη Ζωοδόχο Πηγή στη Δαματρία, στο χωράφι του Γιώργη Βασ. Μαργαρίτη. Αν μάλιστα του έβαζες βενζίνη έκανες και βόλτα!… (Οι Ιταλοί δεν ήταν ζημιάρηδες σαν τους Γερμανούς).
– Ένα γερμανικό κιλλίβαντα πυροβόλου όπλου μεγάλου βεληνεκούς (ρυμουλκούμενο κανόνι σε δυό τροχούς) αφημένο στο «Ρυάκι», μπροστά στο σημερινό Δασονομείο. Τι κάναμε εδώ; Θυμάμαι ολόκληρο ασκέρι Πηγαδιωτάκια να μαζεύουμε «ντενεκούδια», τα άδεια κουτιά γάλακτος τα γεμίζαμε νερό, φτιάχναμε μικρό πύργο τοποθετώντας όρθια το ένα, πάνω στο άλλο. Μετά αφήναμε να πέσει πάνω τους με πάταγο το άκρο της ρεμούλκα για να απολαμβάναμε το θέαμα με τα νερά να εκφενδονίζονται προς πάσα κατεύθυνση και ξανά, μανά τα ίδια.
Αργότερα, φαντασθείτε ότι την κάνη μετέφεραν οι ψαράδες μας στη «Σκάλα», την πασσάλωσαν στο καρνάγιο απέναντι στο «Σύρτη» και έκτοτε λειτουργούσε κόντρα στo παλάγκο για να ανελκύουν τα ψαροκάικα στη στεριά.

Σκαρφαλώνοντας πάνω στο τάνκ τότε, περάσαμε τη «στρατιωτική» βασική μας εκπαίδευση παριστάνοντας τους πυροβολητές. Όταν βαρεθήκαμε πια άρχισε η αποψίλωση του για να αναβαθμίσουμε λέει τα πατίνια μας, αποσπώντας τα ρουλεμάν για να ρολάρουν καλύτερα οι τροχοί μας, αφού το ποδήλατο ήταν άπιαστο όνειρο. Για την ιστορία -που δεν πρέπει να ξεχνάμε- να θυμίσω ότι, το καλύτερο πατίνι ανήκε στον Βαγγέλη του Φουνταλή (Παπαδόπουλος), ισάξιο όμως και εκείνο του αξέχαστου Ηλία Αρ. Ματσάκη. Περίπου ανταγωνιστικό (ας μου επιτραπεί που ευλογώ τα γένια μου) και του γράφοντα, όπως και του νεότερου μας Χαρή Α. Ζαβόλα
Τη Μεγαλοβδόμαδα πάλι, σαν άλλοι βατραχάνθρωποι του Πολεμικού Ναυτικού βουτούσαμε στη θάλασσα κάτω από τα διοικητήρια στου «Παντελή το στέμμα» να ανασύρουμε από το βυθό τις ποντισμένες σφαίρες μεγάλου και μικρού διαμετρήματος που άδειασαν οι Γερμανοί στη θάλασσα την παραμονή της αποχώρησης τους από την Κάρπαθο στις 4 Οκτωβρίου 1944. Τον πλεονάζοντα φορητό οπλισμό ως γνωστόν, είχαν ήδη ανασύρει την επομένη της αναχώρησης τους από το βυθό οι «Μιαούληδες. Οι μακαρίτες Μιχάλης, Σωτήρης, Παντελής και Γιάννης Νιοτής να εξοπλίσουν τη διμοιρία του Πηγαδιώτη οπλαρχηγού και έφεδρου λοχία του Ελληνικού Στρατού Γιώργη Γιάννη Παραγιουδάκη.

Πρώτος με διαφορά στην ανέλκυση σφαιρών ήταν ο συγχωρεμένος ο Φλούριος Κωνστ. Ασπρομάτης. Σωστό «υδρόβιο», αξεπέραστος στη διάρκεια παραμονής στο βυθό, κοντά στα τρία λεπτά της ώρας. Οι μικρότεροι αφαιρούσαμε τις μπαλότες (βολίδες) από τους κάλυκες σιγά-σιγά, με το μαλακό και με προσοχή στο καψούλι, σαν καλά εκπαιδευμένοι «πυροτεχνουργοί». Μετά αδειάζαμε την εκρηκτική ύλη, τα γνωστά «μακαρόνια και τις «χυλόπιτες» να φτιάξουμε βαρελότα. Το μπαρούτι, πήγαινε κατ’ ευθείαν γόμωση στις «κάνες», ο εκκωφαντικός κρότος των οποίων το βράδυ της κάθε Ανάστασης τράνταζε συθέμελα τις γειτονιές.
Όχι αδικαιολόγητα πάντως, τους γονείς μας διακατείχε συνεχής αγωνία και ταραχή για τυχόν ατυχήματα από θραύσματα. Από αγαθή τύχη πάντως δεν μας προέκυψαν. Σήμερα, ρίγος καταλαμβάνει όποιος αναλογισθεί ότι παίζαμε με τη φωτιά, αφού όλα ήταν πιθανά, δυνατά και ενδεχόμενα. Κομίζω γλαύκα, το ξέρω, αφού σε πόσους Πηγαδιώτες ψαράδες η δυναμίτιδα δεν είχε φάει το δεξί τους χέρι ή στην καλύτερη περίπτωση, τα δάκτυλα.
Αχτύπητος «πυροτεχνουργός» της παρέας ήταν ο Νικο(λό)ς ο Τσέρκης ο οποίος όμως είχε ήδη υποστεί τραυματικές εμπειρίες στο Απέρι από έκρηξη χειροβομβίδας σε πολύ μικρότερη ηλικία, μαζί με τον μακαρία τη μνήμη, Μιχάλη Εμμ. Τσαγκάρη, τον μετέπειτα καθηγητή μαθηματικών. Που να φαντασθούμε τότε, τη σημερινή αφθονία των κροτίδων, την πολυτέλεια και ποικιλία των βεγγαλικών.
Στις αποκριές πάλι, οι παρατημένες πολεμικές εξαρτήσεις των κατοχικών στρατευμάτων(3) ήταν η προτιμητέα αποκριάτικη αμφίεση. Εύρισκες άλλωστε πανεύκολα κάσκες (κράνη), μπαλάσκες (εξαρτήσεις), αντιασφυξιογόνες μάσκες, μπαγιονέτες (ξιφολόγχες), μπότες (αρβύλες), ναζιστικά και φασιστικά διακριτικά. Αξεπέραστος μεταμφιεσμένος Γερμανός στρατιωτικός ήταν ο αξέχαστος Κωνσταντής Καραξής του Γιάγκου. Αλήθεια, τι βλοσυρό ύφος και πολεμοχαρές βλέμμα παρουσίαζε η όψη του, λες και μας ήρθε από τη διακεκαυμένη «ζώνη των πρόσω». Aπό τις επικές μάχες του Lelingrand πολεμώντας τον κόκκινο στρατό του στρατάρχη Ζούκωφ! Η εμφάνιση του και μάλιστα, με αντιασφυξιογόνο μάσκα αντί της αποκριάτικης «μουτσούνας», σου προκαλούσε δέος με το εντυπωσιακό και αγέρωχο παρουσιαστικό του. Μακράν ο καλύτερος «Γερμανός», μη… Γερμανός!

Τέλος, στο ειδικά κατασκευασμένο κτίριο με ψυκτικούς θαλάμους στο «Ρυάκι» στο οποίο ο ιταλικός στρατός συντηρούσε τα τρόφιμα και εφόδια του, παρατηρήσαμε μια μικρή τρύπα στην πίσω πλευρά του κτιρίου. Φαίνεται, είχε προηγηθεί το «ντου» από πεινασμένα κλεφτρόνια με στόχο, τα εναπομείναντα τρόφιμα αφού μερόνυχτα πριν στα Πηγάδια βασίλευε παντού η δίψα για αρπαγή.
Εμείς σαν να μαντέψαμε ή από κάποια άνωθεν επιφοίτηση κατεδαφίζοντας περισσότερο διαπιστώσαμε ότι ενδιάμεσα της τοιχοποιίας υπήρχε ειδική μόνωση από μεγάλα μπλόκα φελλού, σε σκούρο καφεδί χρώμα, προφανώς για διατήρηση της ψύξης στους θαλάμους.
Με τα χεράκια μας στο πι και φι, ο τοίχος κατέρρευσε. Το «συνεργείο» κατεδάφισης επέδειξε ιδιαίτερη σπουδή και ζήλο. Αποσπώντας τότε, από ένα μπλόκο φελλό με παρότρυνση του Νίκου Γίαννη Ιωαννίδη αγόρια(4) και κορίτσια(5) ολόκληρο παιδομάνι πάσης ηλικίας πήγαμε κατ’ ευθείαν για μπάνιο κάτω στο «σιντριβάνι». Γέμισε η θάλασσα «Μπαλουξάκια».

Κρατώντας όλοι για πλάκα από ένα φελλό «επλέαμε» στο νερό μέχρι τη μακρινή σημαδούρα. Μη εξαιρουμένου του αξέχαστου Ηλία Ηρ. Δρακογιάννη, ο οποίος καίτοι Πηγαδιωτάκι ήταν γνωστή η φοβία του με το υγρό στοιχείο, άσχετα αν αργότερα μας προέκυψε αξιωματικός στην ποντοπόρο ναυτιλία.
Πέτρινα χρόνια πράγματι, που απαιτούσαν όμως αρκετή εφευρετικότητα και δυσανάλογα μεγάλη προσπάθεια για τις μικρές μας απολαύσεις. Μέσα μας όμως, κρύβαμε όλοι μεγάλη εγκαρτέρηση και τελικά, ακόμα πιο μεγάλες προσδοκίες.
___________________________________________

1.- Να ειπωθεί ότι, τη δεκαετία του ΄50 διάφοροι γυρολόγοι αγόραζαν ό,τι εγκαταλειμμένο πολεμικό υλικό σε σίδερο, μπρούτζο ή αλουμίνιο υπήρχε στην ύπαιθρο (τανκ, μηχανές, σασσί αυτοκινήτων, βάσεις πυροβόλων, κάλυκες σφαιρών, μέχρι συντρίμμια αεροπλάνων) μεταπωλώντας τα σε χυτήρια των Αθηνών. ‘Ενας εξ αυτών, ο Γιάννης Νταμαρέλος Κώος την καταγωγή έμεινε γνωστός με το παρατσούκλι «ο Μπρουζάς!» Έτσι, σε ανύποπτο χρόνο και από σπόντα, μας προέκυψε καθαρό περιβάλλον στα λημέρια μας. Διαφορετικά, φαντάζεσθε σήμερα διάσπαρτα τα σκουριασμένα πολεμικά κουφάρια να χάσκουν ξεχαρβαλωμένα, οξειδωμένοι μπρούτζινοι κάλυκες (πρασινωπής απόχρωσης), τις νάρκες και χειροβομβίδες;
2.- Χαριτολογώντας, διερωτώμαι αν η προηγηθείσα παιδιόθεν εξοικείωση μας με το πολεμικό υλικό, σαν παλιές «καραβάνες» συνέβαλε στην επιλογή μελών της «παλιοπαρέας» ως αξιωματικών στη διάρκεια της στρατιωτικής μας θητείας.
3.- Μη ξεχνάμε οι Ιταλοί διατηρούσαν μεγάλη στρατιωτική βάση στην Κάρπαθο. Αριθμούσαν περί τους 3.000 άνδρες, πλέον οκτακοσίων Γερμανών στρατιωτικών.

4.- Χαράλαμπος Ηρ. Δρακογιάννη, Γιάννης & Ανδρέας Μ. Ζαβόλα, Φλούριος & Νίκος Κ. Ασπρομάτης, Γιώργος, Ανδρέας & Λάκης Η. Μακρή, Ντίνος Χ. Λάμπρος, Ντίνος Μιχ. Λάμπρος, Γιώργος Εμμ. Λάμπρος, Ντίνος & Φραγκιός Ι. Καραξή, Κωνσταντής Γ. Καραξής, Σωτήρης Ι. Πολεμικός, Ντίνος & Ηλίας Φρ, Χιωτάκη, Χαράλαμπος Σ. Χατζηγεωργίου, Νίκος & Ηλίας Σ. Λαμπρινοί, Γιάννης & Χαρής Α. Ζαβόλα, Μανωλάκης Αλ. Μανωλάκης, Σωτήρης Εμμ. Πολεμικός, Μιχάλης Τ. Τσαουσόπουλος, Ηλίας Α. Ματσάκης, Νίκος Μ. Μοσχονάς, Σωκράτης Η. Σακελλάκης, Παντελής Κ. Αυλωνίτης, Γιώργος Εμμ. Οθείτης, Γιώργος Λιβαδιώτης, Γιάννης Γ. Κασώτης, Σάββας Κ. Κασώτης, Χαράλαμπος & Ντίνος Μιχ. Χατζηευσταθίου, Χαράλαμπος Ι. Μαλαξός, Χαράλαμπος Ευσταθίου, Αλφρέδο Βιλανούτσι, Γιάγκος Εμμ. Αλαχούζος, Γιώργος Εμμ. Χαλκιάς Μανώλης & Γιάννης Δ. Μαγριπλή, Γιώργος Α. Γεργατσούλης, Μιχάλης Παν. Μανωλιός, Μιχάλης Νταργάκης, Χαρής Η. Ορφανός, Μανώλης & Στάσης Μαλόφτης, Ντίνος & Νικήτας Σκ. Καβουκλή, Νικολός Εμ. Τσέρκης, Μήτρος Ν. Αλεξίου, Μηνάς & Νίκος Α. Χατζημιχάλης, Ηλίας Λαθουράκης, Μιχάλης Ι. Παπαγεωργίου, Bασίλης Μαλόφτης, Γιώργος Χατζηγεωργίου κ.ά.

5.- Άννα, Ρηνούλα, Λέλα & Μαίρη Γ. Χριστοδούλου, Άννα & Λέλα Εμμ. Λάμπρου, Ρηγώ Μιχ. Λάμπρου, Μαριγούλα Χ. Λάμπρου, Ρηνούλα Τσαγκαράκη, Ρηγώ Γ. Παραγιουδάκη, Μαριγούλα Γ. Καραδημητρίου, Bάσω Δ. Χρυσού, Ευαγγελία Φρ. Χιωτάκη, Ρηγοπούλα Κ. Ασπρομμάτη, Δωροθέα Ν. Λυριστή, Ζωγραφούλα Ηρ. Δρακογιάννη, Πόπη Ι. Ζαβόλα, Ρηνούλα & Τίτη Καραξή, Ρηνούλα Γ. Λογοθέτη, Καλλιόπη & Σέβα Ι. Ιωαννίδη, Ευαγγελία & Έλλη Κασώτη, Φανή Γεωργιάδη, Πόπη Ν. Αλεξίου, Μαριγούλα Χατζηγεωργίου, Μαριγούλα Α. Γεργατσούλη, Φωτεινή Ι. Πολεμικού, Χαριτωμένη Ι. Μαργαρίτη, Παρασκευή & Μένη Ι. Πολεμικού, Ευτυχία Ι. Μαλαξού, Βενετία Εμίρη, Αννα Μιχ. Νιοτή, Βικτωρία Βασιλάκη, Ευδοξία Α. Χαλκιά, Θεοδώρα Βιτώρη-Χαλκιά, Μαριγούλα Η, Ορφανού, Σοφία Α. Ζαβόλα, Ρηνούλα Σ. Λαμπρινού, Αφροδίτη Μ. Χατζηευσταθίου, Νεφέλη Βιλανούτσι, Γιασεμούλα Ι. Παπαγεωργίου, Κατερίνα Ι. Οικονομίδη, Ελενίτσα Κ. Λάμπρου κ.ά.

Από το υπό έκδοση βιβλίο: «Καρπαθιογραφίες»