Η Παναγιά του Βράχου, του Νίκου Μαστροπαύλου

Η Παναγιά του Βράχου, του Νίκου Μαστροπαύλου

«Η Παναγιά το πέλαγο κρατούσε στην ποδιά της (…)», καθώς τραγουδά ο Οδυσσέας Ελύτης, και το Αιγαίο γιορτάζει τον Δεκαπενταύγουστο απ’ άκρη σ’ άκρη. Κι η άκρη είναι εδώ, στην Κάρπαθο, πάνω στο βράχο που καταλήγουν τα σπίτια των Μενετών, ενός από τα πιο παλιά χωριά του νησιού, με έκδηλο το μεσαιωνικό παρελθόν του.

Κάποτε, στο μακρόσυρτο ταξίδι με το πλοίο της υπομονής από τον Πειραιά για την Κάρπαθο, ένας ηλικιωμένος μετανάστης που επέστρεφε πρώτη φορά μετά από 50 και βάλε χρόνια ξενιτιάς μάς έλεγε γιατί έκανε τόσο καιρό να επιστρέψει στο σπίτι του.

«Δεν έχεις ακούσει που λένε ‘να το ψωμί, εκεί μέσα στη φωτιά είναι’. Κι εσύ πέφτεις μέσα στις φλόγες για να το πιάσεις».

Ολοι αυτοί οι άνθρωποι που περπατούν στα ξένα -και στην Κάρπαθο είναι πάρα πολλοί- έχουν ανάγκη να παίρνουν μαζί τους ισχυρά σύμβολα που θα τους συνδέουν με την εστία τους. Κι η Παναγία των Μενετών είναι ένα από αυτά, όπως είναι η Παναγία η Βρυσιανή στο Μεσοχώρι, η Παναγία της Ολύμπου, η Παναγία της Πλαγιάς στη Βωλάδα ή η Κυρά Παναγιά.

Στο μεγάλο πανηγύρι της Παναγίας των Μενετών κάποιος μερακλωμένος γλεντιστής έχει τραγουδήσει ότι η εκκλησιά στην άκρη του βράχου υποδέχεται πρώτη τους ξενιτεμένους. Οχι, όμως, μόνο τους ξενιτεμένους αλλά και τον κάθε επισκέπτη που τον φορτίζει με συναισθήματα διαφορετικά αλλά εξίσου ισχυρά με τον επιστροφέα στον τόπο του.

Ειδικά εμάς, που βλέπουμε τις Μενετές με τα φώτα ενός ανθρώπου που έχει ζήσει, έχει εμβαθύνει και έχει μεταδώσει τον καρπάθικο λαϊκό πολιτισμό, του χωριανού καθηγητή Μηνά Αλ. Αλεξιάδη. Κάθε εκδήλωση αυτού του πολιτισμού χρωματίζει το μεράκι, λέξη από τις πιο πολυσήμαντες του παγκόσμιου λεξιλογίου. Το μεράκι δεν απλώνεται μόνο πάνω από το πανηγύρι και το ωραίο χωριό αλλά και πάνω από την «ενδοχώρα» των Μενετών, την Αμμοοπή και τον Αφιάρτη –με ιστορία που αρχίζει από την εποχή των Παλατιών της Κρήτης– και πάνω από την ακτογραμμή των θαυμάτων του θέρους. Τις Μενετές θα μπορούσε κάποιος να τις παρομοιάσει με τον Ολυμπο της Κάτω Καρπάθου.

Τα σπίτια, παραδοσιακά, λευκά, καρπάθικα και νεοκλασικά, με αετώματα στο χρώμα της ώχρας, σφιχτοδεμένα, συγκροτούν έναν μεσαιωνικής χωροταξίας οικισμό, αν και είναι ορατός από το ανοιχτό πέλαγος, έτσι όπως έχει «φωλιάσει» σαν ενδιαίτημα αετού στη βραχώδη πλαγιά. Αυτό το μεσαιωνικό παρελθόν του χωριού έχει αφήσει κληρονομιά τα στενά δρομάκια στα οποία δεν κυκλοφορούν μηχανές παρά μόνον άνθρωποι.

Αλλά και ο αυτοκινητόδρομος είναι στενός και περνά σαν ζωνάρι από τη μέση του χωριού, μπροστά από παραδοσιακά καφενεία στα οποία συχνά ακούγεται η μουσική του αυθόρμητου γλεντιού, στο οποίο το χωριό έχει μεγάλη παράδοση. Μάλιστα εδώ το βιολί έχει διεκδικήσει από τη λύρα και έχει τελικά κατακτήσει πρωταγωνιστικό ρόλο στο γλέντι, ίσως γιατί βρέθηκαν ονομαστοί δεξιοτέχνες να το ακουμπήσουν με περισσό πάθος στον ώμο τους και να τραγουδήσουν: Στην Πύλια που ‘σαι Παναγιά, τη θάλασσα αντικρίζεις και τους ξενιτεμένους μας, πρώτη καλωσορίζεις.

Πράγματι, η εκκλησιά της Παναγίας στην άκρη του βράχου μοιάζει να συγκρατεί τα σπίτια του χωριού που κατηφορίζουν την πλαγιά μέχρι την αυλή της. Ετσι προσέρχονται οι ξενιτεμένοι και πλήθος άλλων προσκυνητών το τριήμερο του Δεκαπενταύγουστου, σε ένα από τα μεγαλύτερα πανηγύρια της Καρπάθου.

«Ω! Παναγία των Μενετών, ω! Παναγιά του Βράχου, βοήθα τους προσκυνητές όλοι υγεία να ‘χου…»…

τραγουδούν την ημέρα του πανηγυριού εδώ στο χείλος του απότομου βράχου. Αυτό το σημείο είναι εδώ και αιώνες τόπος λατρείας, αλλά η εκκλησιά που τον στολίζει σήμερα χτίστηκε πριν από 150 και βάλε χρόνια. Εχει όμως το «άρωμα» ακόμη πιο παλιών καιρών, καθώς έχουν εντοιχιστεί κολόνες και άλλα μέλη από την παλαιοχριστιανική βασιλική της Αρκάσας. Τις έσυραν από δύσβατα μονοπάτια ως εδώ πάνω.

Στον Εσπερινό της Παναγίας, την παραμονή του Δεκαπενταύγουστου, όλα τα σοκάκια οδηγούν στην άκρη του βράχου. Προσκυνητές απ’ όλα τα χωριά της Κάτω Καρπάθου καταφθάνουν στην αυλή της Παναγίας, πολλοί από τους οποίους κρατούν μέσα σε κεντητό «μποξιά» τυλιγμένο τον άρτο τους. Οι επίτροποι τους παραλαμβάνουν και τους στοιβάζουν στη μέση της αυλής. Πίσω, όλα τα σπίτια των Μενετών βλέπουν με ανοιχτά τα φώτα τους προς τον αυλόγυρο της Παναγίας δημιουργώντας ένα φανταστικό σκηνικό.

Μέσα στην εκκλησιά ακούγεται ο χορός των προσκυνητών που ψέλνουν τα εγκώμια της Παναγίας. Βλέπετε, η Κάρπαθος δεν τηρεί, μόνο, ευλαβικά τις παραδόσεις της, αλλά δημιουργεί και νέες. Ιερείς και λαϊκοί, γυναίκες και άνδρες, θρηνούν γύρω από τον Επιτάφιο της Παναγίας:

Η Αγνή εν τάφω, κατετέθης βαβαί, η Θεόν εν τη γαστρί Σου χωρήσασα, και κυήσασα αφράστως επί γης. Εν τω μεταξύ, στην κουζίνα του μεγάρου οι μάγειροι γεμίζουν 13 μεγάλα καζάνια με μερίδες μοσχαριού. Ετοιμάζουν το πιάτο του πανηγυριού, κρέας στιφάδο και πιλάφι, το οποίο θα σερβιριστεί την επομένη, μετά τη Θεία Λειτουργία, στις τάβλες που ήδη είναι στρωμένες στο μέγαρο. Θα προσθέσουν σαλάτες, ποικιλίες και φυσικά κρασί.

Θα φάνε περισσότεροι από 2.500 πανηγυριώτες –έξι φορές γεμίζει και αδειάζει το μέγαρο– και μετά θα αρχίσει το γλέντι και ο χορός. Μετά το τέλος του Εσπερινού της Παναγίας, όσοι γιορτάζουν ανοίγουν τα σπίτια τους για να δεχθούν ευχές. Μερικά είναι παραδοσιακά καρπάθικα σπίτια, και οι επισκέπτες έχουν έτσι την ευκαιρία να ρίξουν μια ματιά στο πολύχρωμο εσωτερικό τους. Σίγουρα κανείς δεν θα τους το αρνηθεί.

Το πανηγύρι της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο στις Μενετές Καρπάθου είναι τριήμερο. Την παραμονή (14 Αυγούστου) γίνεται Πανηγυρικός Αρχιερατικός Εσπερινός, όπου προεξάρχει ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Καρπάθου και Κάσου κ. Αμβρόσιος και ψάλλονται τα Εγκώμια της Παναγίας από όλο το εκκλησίασμα.

 

Χιλιάδες Καρπάθιοι προσκυνητές, παρεπιδημούντες συμπατριώτες και εκατοντάδες ξένοι παρακολουθούν την Αρχιερατική Βυζαντινή Ακολουθία, στην οποία προσφέρονται από πιστούς πάμπολλοι εορταστικοί άρτοι που ευλογεί ο Μητροπολίτης στην αρτοκλασία στο τέλος του Εσπερινού. Επειτα οι άρτοι κόβονται σε κομμάτια και μοιράζονται σε όλους τους προσκυνητές. Οι άρτοι είναι μεγάλα σε μέγεθος ψωμιά, πολύ αρωματικά, σχήματος στρογγυλού, που αποτυπώνονται με σταυροειδή ξύλινη σφραγίδα και προσφέρονται ως αφιερώματα υπέρ υγείας ή τάματα στην Παναγία, σε ανάμνηση του θαύματος του Χριστού με τους πέντε άρτους που πολλαπλασιάστηκαν στην επί του όρους ομιλία του.

Πολλοί από τους άρτους αυτούς ετοιμάζονται από Καρπάθιες γυναίκες με θεσπέσια μυρωδικά και ψήνονται σε παραδοσιακό φούρνο με ξύλα, γι’ αυτό έχουν εξαιρετική νοστιμιά. Οι άρτοι αυτοί λέγονται «καρπάθικοι» και τους προτιμούν πάντοτε οι προσκυνητές. Προσφορές άρτων και αρτοκλασία γίνονται επίσης ανήμερα της Παναγίας (15 Αυγούστου), όπου στο πανηγύρι προσέρχονται επίσης χιλιάδες προσκυνητές.

Σημειώνω ακόμη, ότι η αρτοκλασία που ευλογείται από τον Μητροπολίτη κ. Αμβρόσιο την παραμονή ή τον ιερέα της Εκκλησίας παπα-Γιώργη Οικονομίδη ανήμερα ανάγεται επίσης στα γεύματα της Αγάπης των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Την τρίτη ημέρα της Παναγίας (16 Αυγούστου) γίνεται το γνωστό έθιμο «Ικάντο», όπου πωλούνται με δημόσιο πλειστηριασμό τάματα και άλλα αφιερώματα στην ιερή εικόνα της Παναγίας της Μενετιάτισσας. Την επομένη της γιορτής, το απόγευμα, διαδραματίζεται στο Μέγαρο το παμπάλαιο έθιμο «ικάντο», όπου πωλούνται με δημόσιο πλειστηριασμό τα αφιερώματα των προσκυνητών στην Παναγία.

Ο Μηνάς Αλ. Αλεξιάδης γράφει στη μελέτη του «Εκκλησιαστικοί πλειστηριασμοί στην Κάρπαθο: «Αφού γεμίσει το Υπόστεγο από κόσμο, τα μέλη της εκκλησιαστικής επιτροπής παίρνουν τη θέση τους, συνήθως στο βάθος του Μεγάρου, και πάνω σ’ ένα μεγάλο τραπέζι τοποθετούν όλες τις δωρεές των πιστών. Αμέσως έπειτα, με τη φροντίδα της επιτροπής, καλούνται καμιά δεκαριά μικροί μαθητές του Δημοτικού και των πρώτων τάξεων του Γυμνασίου -οι μεγαλύτεροι δεν το καταδέχονται-, για να κάνουν χρέη διαλαλητή. Κάθε διαλαλητής, περιφέροντας από ένα αντικείμενο κάθε φορά στο Υπόστεγο, ‘φωνάζει’ την καθορισμένη τιμή.

Συχνά αυτοσχεδιάζει και δεν παραλείπει να το διαφημίζει, συνηθισμένος και από προηγούμενες δημοπρασίες: ‘Χίλιες πεντακόσιες δραχμές η εγγλέζικη χρυσή λίρα με την όμορφη κοπέλα!’, ‘Δυο χιλιάδες πεντακόσιες το βραχιόλι που το φοράς και καμαρώνεις!’.

Η πλειοδοσία παρουσιάζει πολλές φορές μεγάλο συναγωνισμό μεταξύ δύο και τριών υποψήφιων αγοραστών που ενδιαφέρονται για το ίδιο αντικείμενο ή γιατί αρέσει σ’ όλους ή γιατί ο δωρητής θέλει να το ξαναπάρει δίνοντας χρήματα».

Αρθρο του Νίκου Μαστροπαύλου στο «Βήμα»