"Παντόξενες" - Νέο διήγημα από την Άννα Ρηγοπούλη Λιατήρη

"Παντόξενες" - Νέο διήγημα από την Άννα Ρηγοπούλη Λιατήρη

 

Στον κατεχάρη* Θ. Τριαρίδη

Κάπου κοντά στη Φλωρεντία, γύρω τα μέσα του 14ου αιώνα και πριν ακόμη φέξει η μέρα, η δεκαεφτάχρονη Λορέτα και ο συνομήλικος της Τζούλιο φορώντας τα ρούχα του γάμου τους, που θα γινόταν το απόγευμα της ίδιας μέρας, ξεκίνησαν για το μοναστήρι.

Η Λορέτα κρατούσε με το ένα χέρι τον αγαπημένο της Τζούλιο και με το άλλο το ξύλινο κουτί με το περίτεχνο χερούλι από φίλντισι και ασήμι, που είχε ολόγυρα ζωγραφισμένα σκαλίσματα σε χρώμα γκρι, που έμοιαζαν με φίδια.

Το περιεχόμενό του της ήταν άγνωστο. Μόνο τα λόγια του πατέρα της, Λορέντζο, πρακτικού γιατρού για όλες τις παθήσεις και τα απρόοπτα γεγονότα στους ανθρώπους, στα ζώα και στα φυτά, θυμόταν μέσες άκρες.

“Φύγετε, όσο ο θυμός του Θεού δεν ξέσπασε ακόμη. Ο Πάπας θα δώσει εντολή να θανατωθούν τα όργανα του Σατανά, οι γάτες, όλες οι γάτες και ιδιαίτερα οι μαύρες. Ολέθρια απόφαση. Κι αν οι γάτες θανατωθούν, ποιος θα φάει τους αρουραίους που κουβαλούν ψύλλους στ’ αμπάρια των φορτωμένων καραβιών που έρχονται από την Ανατολή; Όσα μπαχαρικά και αρωματικά βότανα να ανάψουν κι όσα ξόρκια επινοήσουν, το κακό θα γίνει. Φύγετε, για να σωθείτε… Βλέπω ανθρώπους με πρόσωπο σκούρο κόκκινο και πληγές σαν να πάλευαν με βατομουριές, βλέπω το δέρμα και τη σάρκα τους να σαπίζουν και να μυρίζουν ψοφίμι.

Βλέπω άλλους χωρίς παλάμες και πατούσες, βλέπω και τυφλούς χωρίς μνημονικό να αυτομαστιγώνονται μέχρι θανάτου. Βλέπω κι άλλους να καίγονται από άσβηστη πυρά στα σωθικά, να πέφτουν στα ποτάμια και να ξεβράζονται πνιγμένοι. Βλέπω άταφους νεκρούς στραβοχυμένους άτσαλα παντού, όπου απλώνεται η ματιά. Φύγετε, για να σωθείτε…

Ακούω τις κουκουβάγιες του Έλληνα, του Αντριάνο, να φωνάζουν κουκουβά κάθε βράδυ στο στοιχειωμένο κάστρο και τρομάζω γι αυτό που μας περιμένει. Φύγετε, για να σωθείτε… Ξαναβλέπω τις τρεις μοίρες της ελληνικής μυθολογίας, την Κλωθώ, τη Λάχεσις και την Άτροπο να κρατούν κλωστή και να κλώθουν το νήμα της ζωής, αλλά η κλωστή είναι τόσο λεπτή, που θα κόβεται αστραπιαία. Κι αυτές δεν θα καλοπιάνονται με κεράσματα και γλυκό κρασί, όσο λαχταριστά κι αν είναι! Βλέπω νεκρούς, πολλούς νεκρούς.

Στο κουτί έχω τα εργαλεία, μαγικά και βοτάνια, πολλά μυστικά και πολλές οδηγίες. Διάβασε τες. Μπορεί να σου χρειαστούν. Και να θυμάσαι: Οι γυναίκες δεν θα σταματήσουν να γεννούν τη μοίρα των ανθρώπων… Δεν σε ξεχώρισα ποτέ από τον αδελφό σου ούτε θεωρώ πως οι γυναίκες επιτρέπεται να βασανίζονται ή να καταπιέζονται με οποιονδήποτε τρόπο. Ο Λορέντζο σου, που ξεγεννήσαμε άπειρες φορές την πάνινη κούκλα, τη Μέα σου, με τη φουσκωμένη κοιλιά από το πολύ γάλα που την τάιζες με το μπιμπερό! Θυμάσαι; Εσύ μου το ζητούσες. Θα σ’ αγαπώ”.

Το πρωινό ήταν ακόμη σκοτεινό και βουβό. Μόνο ψίθυροι αγάπης περιδιάβαιναν το ατελείωτο χωμάτινο μονοπάτι. Η Λορέτα κι ο Τζούλιο βάδιζαν ανατολικά και καθώς κοιτούσαν προς το κομμάτι του ουρανού, που άρχισε να φωτίζεται αμυδρά, η Λορέτα φαντάστηκε τον ήλιο να κοιλοπονά, για να προϋπαντήσει την καινούργια μέρα.

Καινούργια, σαν το φόρεμα με το πλούσιο φουρό και το στενό μπούστο, που πρώτη φορά φορούσε. Ας έγινε κι έτσι. Δεν χολώθηκε ούτε την ένοιαζε. Τι σημασία είχε η τελετή που θα γινόταν το απομεσήμερο εκείνης της μέρας από τον ιερέα της περιοχής; Ο αγαπημένος της είχε τις ίδιες απόψεις με τον πατέρα της για τη γυναίκα.

Κάθισαν στον πλαγιαστό κορμό μιας βελανιδιάς και ο Τζούλιο κατέβασε τον

μπόγο, που είχε ριγμένο στον ώμο του. Φαινόταν βαρύς σε σχέση με το στιβαρό του κορμί.

“Μα αυτός ζυγίζει όσο ένα ελάφι!” είπε η Λορέτα πιάνοντας τον από το δέσιμο, για να τον σηκώσει. “Τι έχει μέσα;”

“Όταν φτάσουμε στο μοναστήρι, θα δεις. Μόνο ένα, βάλε δύο ελάφια!”, είπε γελαστά και χάιδεψε το κατσαρό, ξανθό του μούσι. Με αμηχανία ή αυτοπεποίθηση; Δύσκολο να πεις. Ήταν σχεδόν αμούστακος και δεν είχε ξυριστεί ακόμη.

Μερικούς μήνες αργότερα ο Ινδός έμπορος θησαυρών της Ανατολής, Ομ, μαζί με κουστωδία κι άλλων εμπόρων, πολλές μάγισσες για να ξορκίζουν κάθε απρόβλεπτο και κακό, αρκετές σκλάβες για την ευχαρίστησή τους και σκλάβους για την προσωπική τους καθαριότητα, σάλπαρε από το λιμάνι της Βομβάης για την Τοσκάνη έχοντας φορτωμένα τ’ αμπάρια του με υφάσματα μεταξωτά, γουναρικά και όλων των λογιών τα μπαχαρικά και τα βότανα. Πάντα, όταν έβλεπε τους αχθοφόρους να φορτώνουν και μπαχαρικά είχε την πεποίθηση πως η μεθυστική γλυκιά μυρωδιά τους θα νικούσε την ποντικίλα, αλλά έπεφτε πάντα έξω. Μόλις σάλπαρε το καράβι, η ίδια μπόχα κυριαρχούσε παντού. “Καράβια είναι, ποντικίλα μυρίζουν. Θα τα φάνε οι γάτες”, σκεφτόταν, πίνοντας ποτό με μάνγκο και γιαούρτι. Το ευχαριστιόταν ρίχνοντας στη σκαλιστή ξύλινη κούπα μια νυχιά αλάτι και τρεις σταγόνες λεμόνι. Μόνος του, αφού είχαν εντολή να τα φέρνουν χωριστά σε ταιριαστό με την κούπα μπολ.

Δυστυχώς το καράβι δεν έφτασε ποτέ στην Ιταλία. Πάνω από τους μισούς επιβάτες μαζί με τον καπετάνιο και τον Ομ παρουσίασαν βήχα, έφτυναν αίμα κι έχασαν τα λογικά τους. Τους πέταξαν στη θάλασσα μαζί με τις μάγισσες, που τις τιμώρησαν επειδή δεν μπόρεσαν να ξορκίσουν το κακό. Το ακυβέρνητο καράβι το κατέλαβαν κουρσάροι του Αιγαίου και το πούλησαν μαζί με το εμπόρευμα σε Εγγλέζο πρίγκηπα. Η φρίκη σκορπιζόταν…

-2-

Στο Μεσαιωνικό μοναστήρι της Φλωρεντίας ερημοζούσαν όλες κι όλες εφτά ψυχές. Ο Ηγούμενος, μια πανέμορφη ώριμη ανδρική μορφή με καταγάλανα μάτια κι άσπρα γένια, πέντε καλόγεροι με μυστικούς κώδικες επικοινωνίας με τον Ηγούμενο κι ένας γκριζοφορεμένος άντρας με γυαλιά, που κούτσαινε ελαφρά, τον έλεγαν Αντριάνο κι ήξερε να κατασκευάζει πέτρινα κτίρια.

Το μοναστήρι χτίστηκε πριν χρόνια κατά μήκος του ποταμού σε τρία επίπεδα, από τα οποία το ένα έγλυφε σχεδόν τις όχθες του, το δεύτερο ήταν δεκαπέντε μέτρα και το τρίτο κοντά εικοσιπέντε μέτρα πάνω από την κοίτη του ποταμού. Για να θεμελιωθεί, χρειάστηκε να μεταφερθεί μεγάλος όγκος πέτρας και χώματος, πάνω στα οποία ακούμπησε σταθερά. Στο πίσω μέρος είχε μεγάλη έκταση, όπου φυτεύτηκαν φρουτόδεντρα, αμπέλι, βότανα και λαχανικά. Προβλέφτηκε και χώρος εκτροφής ζώων και πουλερικών για κρέας, γάλα, τυρί κι αβγά. Ο Αντριάνο ήταν ο πρωτομάστορας από τη σύλληψη του σχεδίου μέχρι τα τελειώματα. Ο Ηγούμενος θαμπώθηκε από τη λεβεντιά και την παλικαριά του και τον συμπάθησε, μετά και το ατύχημα που έτυχε πάνω στη δουλειά. Όταν τελείωσαν όλα κι ο Αντριάνο ετοιμαζόταν να φύγει, ο Ηγούμενος του πρότεινε να γίνει μέλος του μοναστηριού κι εκείνος το δέχτηκε με ευχαρίστηση.

“Μόνο που εσύ θα φοράς γκρίζα ρούχα”, του ζήτησε.

“Και μακριά, να ακουμπάνε στο πάτωμα, Ηγούμενε”.

Από τότε ο Ηγούμενος τον έγραψε στη μνήμη του με το όνομα Παντόξενος, επειδή ούτε ήξερε ούτε είχε εμπειρίες από μοναστήρια. Παντόξενο, τον φώναζαν όλοι.

Η Λορέτα κι ο Τζούλιο περπατούσαν τις μέρες, με σκοπό να φτάσουν στο μοναστήρι. Τις νύχτες κοιμόντουσαν αγκαλιά. Η Λορέτα φοβόταν το σκοτάδι της νύχτας σε συννεφιασμένο ουρανό. Την τελευταία νύχτα, που είχε ξαστεριά, δεν κοιμήθηκε. Έμεινε ξάγρυπνη κοιτώντας κατάματα τα αστέρια που λαμπύριζαν στον ουρανό. Της άρεσε.

“Πρέπει να καταπολεμήσω τον φόβο της νύχτας. Το έβαλα πείσμα, πρέπει”, είπε στον Τζούλιο.

“Τα πάντα ρέουν και όλα χάνονται”, απάντησε με το αρχαίο ελληνικό ρητό που έλεγε ο πατέρας του. “Να θυμάσαι πως η νύχτα φέρνει τη μέρα, αυτό δεν θα χαθεί ποτέ!”, την φίλησε.

Όταν είδαν τη λεπτή φέτα του νέου φεγγαριού βρισκόντουσαν μερικά βήματα από το μοναστήρι. Κοντοστάθηκαν έξω από τη βαριά δρύινη πόρτα.

“Τα ζευγάρια που αποφάσισαν να ζήσουν στο μοναστήρι πρέπει πρώτα απ’ όλα να συμβουλευτούν τον Ηγούμενο”, διάβασαν με μεγάλα γράμματα στην προχειρογραμμένη ταμπέλα.

Προβληματίστηκαν. Δεν πέρασαν την πόρτα, γύρισαν πίσω, απομακρύνθηκαν. Ο Τζούλιο πάσχιζε να ξεδιαλέξει τις σωστές αποφάσεις από το πυκνό σύννεφο συλλογισμών που τριγυρνούσαν στο μυαλό του. Πέρασε ώρα στριφογυρίζοντας τις άκρες των μαλλιών του μέχρι που έγιναν μπούκλες.

“Να βγάλεις τα ρούχα σου, θα σκύψεις να σου κόψω τα μαλλιά και θα φορέσεις τα ρούχα μου”, έκανε καθώς άνοιξε τον μπόγο λαχανιασμένος. “Από τώρα είμαστε αδέλφια”, είπε αλύγιστος.

Η Λορέτα κατάλαβε.

“Μήπως είσαι βιαστικός;” τον ρώτησε. Αντί για απάντηση, φορτώθηκε τον μπόγο στην πλάτη, πήρε το ξύλινο βαλιτσάκι με το ένα χέρι και την αγκάλιασε με το άλλο.

“Πάμε”, είπε και σκύβοντας, φίλησε το χέρι της. Είχε ύψος, ενώ η Λορέτα ήταν μικροκαμωμένη. Να υποκλίθηκε στην αγαπημένη του;

Προχώρησαν κι ανέβηκαν στο ύψωμα πίσω από το μοναστήρι. Μπερδεύτηκαν μερόνυχτα ανάμεσα στα δασικά δέντρα. Κανείς δεν τους έβλεπε. Εκείνοι όμως παρατηρούσαν το μικρό κουλουριασμένο φίδι με κάθε ηλικίας και φύλου αδυνατισμένους κι άρρωστους ανθρώπους να ζωντανεύει, να γίνεται ώρα με την ώρα όλο και πιο μεγάλο και να κινείται προς το μοναστήρι. Προβληματίστηκαν, φοβήθηκαν.

Θα έβαζαν σε εφαρμογή νέο σχέδιο.

Η Λορέτα μελέτησε όλες τις σημειώσεις και ψαχούλεψε τα όργανα και τα εργαλεία του πατέρα της. Διάβασε για τα βοτάνια. Με προσοχή έσκυψε στα γραφτά του. Διάλεξε τρία απ’ αυτά από τα πήλινα βάζα που έγραφαν απ’ έξω, παντοτινή μαγεία, τα μάσησε και τα κατάπιε. Μετά από ώρες τα βοτάνια άρχισαν να δρουν. Ήρθε πρώτα φούντωση σε όλο της το είναι και αργά αργά μια λάμψη μαγείας φώλιασε στους νευρώνες και στα κύτταρα της. Τότε, μπορούσε να βλέπει και να προβλέπει. Βρέθηκε πολλές φορές στο μοναστήρι και κατασκόπευε τους πάντες. Έμαθε τους χώρους, τα κατατόπια, γνώρισε τον Ηγούμενο, τους καλόγερους και τον ψηλό γκριζοφορεμένο με τα γυαλιά, που της φάνηκε πως τον γνώριζε, δεν μπόρεσε όμως να προσδιορίσει από πού, πώς κι από πότε. Τον είδε να γέρνει ελαφρά, αλλά ούτε αυτό την βοήθησε.

“Το μόνο που σου λείπει, κόρη μου, είναι το επάγγελμα. Θέλεις να γίνεις μαμή;” άκουσε τη φωνή του πατέρα της. Έφερε στη μνήμη της τα γεννητούρια της Μέα, της κούκλας της, και τις επιδέξιες κινήσεις του πατέρα της για να βγει το μωρό, να πάρει ανάσα και να του κόψει τον λώρο.

“Είδες πόσο εύκολο είναι να ξεγεννάς; Μετά, το μεγάλωμα του μωρού είναι τόσο εύκολο…” ξανάκουσε τα λόγια του που έσταζαν μέλι κι αγάπη.

Ήταν πια μαμή.

Ο Τζούλιο έλυσε τους κόμπους του μπόγου και θαμπώθηκε από το αστραφτερό μηχάνημα. Το έβαλε πείσμα να μάθει πώς λειτουργεί ο αυτοσχέδιος ατμοκαθαριστής, που τον σχεδίασε και τον έφτιαξε ο πατέρας του, για να καθαρίζει χαλιά και υφάσματα επίπλων βασιλικών και πριγκιπικών σαλονιών.

“Αυτός ο ατμοκαθαριστής, γιε μου, είναι για σένα, μπορεί να τον χρειαστείς”, του είπε, όταν θα έφευγαν με τη Λορέτα.

“Μα είναι τόσο βαρύς… Πώς να τον σηκώνω;” απόρησε.

“Θα τον δέσεις σε μπόγο από καραβόπανο μαζί με τα ρούχα σου. Έχω φροντίσει. Ήταν η πληρωμή μου από καθάρισμα χαλιού σε σπίτι υφασματέμπορου”, απάντησε, βγάζοντας το καραβόπανο από κασέλα. Έμοιαζε με ατσάλινο.

-3-

Έτσι, η Λορέτα κι ο Τζούλιο ήταν πανέτοιμοι να ξεκινήσουν πάλι για το μοναστήρι. Τώρα είχαν επάγγελμα κι αυτοπεποίθηση. Ο Τζούλιο ήταν πρακτικός γιατρός κι η Λορέτα μαμή. Σε λίγο βρισκόντουσαν στην ουρά του φιδιού.

Είδαν από μακριά τη βαριά πόρτα να είναι ανοιχτή, διάπλατα. Δύο μέτρα πριν την πόρτα ο ψηλός γκριζοφορεμένος με γυαλιά άφηνε τους ανθρώπους να μπαίνουν ένας ένας ή ανά δύο. Καθυστερούσε, έγραφε προσεχτικά όλα τα ονόματα. Το ξεσκαρτάρισμα γινόταν από πέντε καλόγερους, που έκοβε το μάτι τους σαν των καψωμένων κουρσάρων, που ψάχνουν να διαλέξουν ερωτιάρες σκλάβες. Τους χώριζαν σε πέντε κατηγορίες: Τους κοκκινόμαυρους στο δέρμα, άνδρες ή γυναίκες, τους έριχναν κατευθείαν στο ποτάμι. Τους υγιείς σκελετωμένους από λιμό θα τους τάιζαν για λίγες μέρες κι αν δεν έπαιρναν την πάνω βόλτα θα είχαν την τύχη των προηγούμενων. Τα ζευγάρια τα οδηγούσαν κατευθείαν στον Ηγούμενο. Όσοι φαίνονταν υγιείς, άντρες, γυναίκες, νέοι και νέες, τους πήγαιναν κατευθείαν στο αγρόκτημα για δουλειές. Τα παιδιά τα οδηγούσαν σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο, όπου υπήρχαν πανιά, χώμα, ξύλινα ραβδιά, πέτρες, κλωστές, σχοινιά, άχυρα και μεγάλα κλαδιά δέντρων. Για να παίζουν.

Όταν ήρθε η σειρά τους, πέρασαν την πόρτα χωρίς δυσκολία.

“Αδέλφια είμαστε”, είπε ο Τζούλιο.

“Ονόματα”, ρώτησε απότομα ο πορτιέρης γέρνοντας το σώμα του προς μια μεριά.

“Εμένα Τζούλιο και γνωρίζω πολλά γιατρικά”.

“Εσένα; Όνομα γρήγορα”.

“Μαξιμίλιαν και μπορώ να ξεγεννώ γυναίκες και ζώα”, κόμπιασε η Λορέτα.

“Τι κουβαλάτε;” ρώτησε.

“Τα εργαλεία μας”.

Ο γκριζοφορεμένος έκανε νεύμα στους πέντε καλόγερους. Μαζεύτηκαν γύρω του και τους μήνυσε τα νέα.

“Είναι ακριβώς ότι χρειαζόταν ο Ηγούμενος, Παντόξενε”, είπε ο ένας από τους πέντε στους υπόλοιπους κι εκείνοι συμφώνησαν. Ο πιο σβέλτος ανέβηκε από τη μυστική σκάλα, για να ενημερώσει τον Ηγούμενο.

Ύστερα από λίγο ο Τζούλιο και ο Μαξιμίλιαν οδηγήθηκαν από τον καλόγερο στη σκάλα, που οδηγούσε στο κελί του Ηγούμενου. Βρισκόταν στο πιο ψηλό επίπεδο του μοναστηριού. Ανεβαίνοντας τα τελευταία σκαλιά είδαν φαρδύ πλανισμένο κορμό δέντρου καρφωμένο στο πρεβάζι του παράθυρου με μεγάλη κλίση προς το ποτάμι. Αμέτρητοι σκελετωμένοι ανέβαζαν τους κοκκινόμαυρους και τους ακουμπούσαν εκεί. Με μια ανεπαίσθητη κίνηση χάνονταν στο βάθος της αβύσσου. Τα κοντά μαλλιά του Μαξιμίλιαν σηκώθηκαν όρθια.

“Είναι αλήθεια πώς γνωρίζετε όλα όσα μου έγραψε ο Παντόξενος;” ρώτησε δύσπιστα ο Ηγούμενος, που κοιτούσε επίμονα τον Μαξιμίλιαν. Ο Τζούλιο τρομοκρατήθηκε στη σκέψη… Άστραψε στο κεφάλι του κεραυνός και παρά λίγο να πάρει τη Λορέτα και να κατέβουν τα σκαλιά.

“Μάλιστα, τα σέβη μας”, απάντησε ο Μαξιμίλιαν.

Πέρασαν ώρες συζητήσεων. Μπήκαν πολλά σχέδια στο τραπέζι. Ο Ηγούμενος πείστηκε να μετατραπεί προσωρινά το μοναστήρι σε νοσοκομείο.

Το μοναστήρι χωρίστηκε έτσι, ώστε να έχει δύο πτέρυγες απομονωμένες μεταξύ τους με πολλές κλίνες η κάθε μία. Η μία πτέρυγα προοριζόταν για όσους είχαν αποστεωθεί από τον λιμό, οι οποίοι συνήθως κατάφερναν να επιζήσουν. Η άλλη ήταν διαρκώς γεμάτη με ασθενείς, που είχαν προσβληθεί από λοιμό, από τους οποίους οι περισσότεροι έπαιρναν τον δρόμο που δεν έχει γυρισμό. Το πρόγραμμα των γιατρών, Τζούλιο και Μαξιμίλιαν, εφαρμοζόταν χωρίς παρεκκλίσεις και περιελάμβανε: Επισκέψεις στους ασθενείς μέρα παρά μέρα, πλούσια σε βιταμίνες και θρεπτικά συστατικά διατροφή και απολύμανση, η οποία γινόταν κυρίως με ατμό και περιστασιακά σε επίμονες καταστάσεις και με λεμόνι, ξίδι και οινοπνευματώδες ποτό, όποτε μπορούσαν να βρεθούν. Ο Τζούλιο και ο Μαξιμίλιαν φορούσαν διαρκώς μάσκες από το καραβόπανο του μπόγου, που έκανε την κάθε μέρα τους μαρτυρική. Τις άλλαζαν τρεις φορές την ημέρα και τις απολύμαιναν κι αυτές με ατμό.

Μεγάλες ουρές ανθρώπων κάθε ηλικίας κι από διάφορα επαγγέλματα έτρεχαν στο νοσοκομείο και συστήνονταν σαν γιατροί. Όλοι κρατούσαν χυμούς ή μίγματα αποξηραμένων φύλλων, λουλουδιών και ριζών φυτών, διάφορα σκευάσματα από ορυκτά και έλαια, αρωματικές πούδρες, αυτοσχέδιες μάσκες από αρωματικά φυτά για προστασία, προγράμματα διατροφής που σκότωναν τα μικρόβια, ασκήσεις γυμναστικής που δυνάμωναν τα πνευμόνια και άλλα. Κανείς δεν κατάφερε να μπει σαν γιατρός. Ο Ηγούμενος είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στον Τζούλιο και στον Μαξιμίλιαν, που έκαναν τη δουλειά τους αθόρυβα εφαρμόζοντας τους ίδιους κώδικες ηθικής και αλληλεγγύης για όλους.

Περνώντας ο καιρός όλοι γνωρίστηκαν με όλους κι οι περισσότεροι απ’ όσους ανάρρωσαν έμειναν στο μοναστήρι βοηθώντας τους δύο γιατρούς. Έτσι, πολλοί ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν, αφού τροποποιήθηκαν οι διατάξεις και το επέτρεπαν. Γεννήθηκαν παιδιά. Η Λορέτα έδινε ζωή σε όλα τα παιδιά. Οι καλόγεροι είχαν ερωτικές επαφές με άντρες και γυναίκες, πολλοί άντρες και γυναίκες βιάζονταν ομαδικά και άντρες πρόσφεραν ερωτική ευχαρίστηση στους καλόγερους. Ο Ηγούμενος γλυκάθηκε την πρώτη φορά που βρέθηκε με όμοιό του κι από τότε απαιτούσε από τους νεόνυμφους να έχει την αποκλειστικότητα στον άνδρα πριν από την ένωση του ζευγαριού. Αν αρνιόντουσαν, καλούσε και τη νύφη μαζί. Αν και πάλι δεν δέχονταν, τους έδιωχνε από το μοναστήρι.

Ο Τζούλιο και ο Μαξιμίλιαν σκεφτόντουσαν μέρες. Προβληματίστηκαν.

“Είναι επανάληψη της κατάστασης στα Σόδομα και Γόμορα; Ναι, είναι”.

“Πρέπει να ρίξουμε θειάφι και φωτιά; Φυσικά όχι”.

”Μήπως ο πατέρας σου έχει βοτάνια με ορμόνες ή άλλα μαγικά;”, ρώτησε μετά από πολλά ο Τζούλιο.

“Ναι, βέβαια, τα μελέτησα”, απάντησε.

Το θέμα που τους απασχόλησε περισσότερο και το συζήτησαν νύχτες και νύχτες αφορούσε τα άτομα, στα οποία θα έπρεπε να δοθούν τα μαντζούνια. Μόνο στους άντρες ή και στις γυναίκες; Σε μια από τις συζητήσεις, που τους είχε βρει σχεδόν το ξημέρωμα, είδαν μια σκιά έξω από τη μισάνοιχτη πόρτα του κελιού τους. Την άνοιξαν και είδαν τον Παντόξενο στον διάδρομο. Περπατούσε πιο γρήγορα απ’ ότι συνήθως.

“Λες να μας άκουσε;” αναρωτήθηκαν.

“Μπα, μιλούσαμε ψιθυριστά”.

“Ευτυχώς που κρυφάκουσα! Ούτε εγώ ούτε η αγαπημένη μου θα πάρουμε τα μαντζούνια. Θέλω να γίνω πατέρας”, σκέφτηκε ο Παντόξενος.

-4-

Στο πρόγραμμα σίτισης όλων των τροφίμων του νοσοκομείου, ασθενών και μη, γυναικών και αντρών, εκτός των παιδιών, προστέθηκε μίγμα από βάλσαμο φυτών για ρύθμιση των ορμονών, προστασία της γενετήσιας συμπεριφοράς, για την υγεία των γεννητικών οργάνων, διάφορα ψυχοτρόπα βότανα και άρωμα αγριοτριανταφυλλιάς. Είχε μορφή σιροπιού, ήταν γλυκούτσικο και είχε ευχάριστη μυρωδιά. Ονομάστηκε μέλι αγριοτριαντάφυλλου. Πριν καν το πάρουν οι ασθενείς, μοσχοβολούσαν οι χώροι του μοναστηριού. Ακόμη και οι πτέρυγες των άρρωστων μύριζαν τριαντάφυλλο. Απ’ αυτό έπαιρναν όλοι κάθε μέρα πριν το μεσημεριανό φαγητό όσο χωρούσε μισό κέλυφος φουντουκιού ή μια άδεια μικρή αχιβάδα ή μισή δαχτυλήθρα. Με τον καιρό το έμαθαν όλοι και το ζητούσαν. Η μεγαλύτερη δόση δεν ήταν τοξική και γι αυτό δεν είχε σημασία η ακρίβεια.

Πέρασε καιρός. Οι ορμόνες των αντρών και των γυναικών σταδιακά τροποποιήθηκαν. Άρχισαν να γεννιούνται όμορφα κορίτσια με ελαφρό χνούδι. Όσο για τα αγόρια είχαν μεγαλύτερα μάτια και πεταχτά βυζάκια. Όλοι το θεώρησαν φυσιολογικό.

“Ομορφιά και υγεία παντού. Ευλόγησον, Παντοδύναμε”, έκλεινε την προσευχή του ο Ηγούμενος.

Ο Μαξιμίλιαν τροποποιούσε τη σύσταση στο μέλι αγριοτριαντάφυλλου μέχρι το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ήξερε τι έκανε.

Περνούσαν τα χρόνια και οι γυναίκες συνέχιζαν να γεννούν. Ο Μαξιμίλιαν τις ξεγεννούσε με καπατσοσύνη κι αγάπη. Οι καρποί της ένωσης γυναικών και αντρών εξελίχθηκαν ακόμη περισσότερο. Το χνούδι των κοριτσιών μετατρεπόταν σταδιακά σε φτερά, ενώ στα αγόρια μεγάλωσαν λίγο ακόμη τα μάτια και τα βυζάκια έγιναν μικρούτσικοι μαστοί. Τα κορίτσια, που ήταν όμορφα και γλυκομίλητα, μετά την ηλικία των οχτώ, δούλευαν τα βράδια στο μοναστήρι κι άντεχαν το ξενύχτι. Έκαναν συντροφιά και παρακολουθούσαν τους άρρωστους. Ο Τζούλιο κι ο Μαξιμίλιαν ανάσαναν. Τα αγόρια, που ήταν δυνατά και πρόθυμα, βοηθούσαν τους άντρες που δούλευαν στα χωράφια για την καλλιέργεια του κήπου, φρόντιζαν τα ζώα κ.α. Έτσι, υπήρχε αφθονία φρούτων, λαχανικών, αβγών, γάλακτος και κρέατος και όλοι είχαν όφελος. Δεν έλειπαν αγαθά σε μια περίοδο που ελάχιστοι άνθρωποι μπορούσαν να δουλέψουν.

Κι έφτασε η μέρα που το πείραμα του Μαξιμίλιαν θα έπαιρνε τέλος.

“Ευτυχώς, όλοι θεώρησαν φυσιολογική την μεταμόρφωση των παιδιών. Ίσως επειδή μαγεύτηκαν από το μέλι αγριοτριαντάφυλλου; Ούτε κι εγώ γνωρίζω. Έως εδώ όμως. Καλά είναι! Μετά; Τι θα γίνει μετά;” αναρωτιόταν ο Μαξιμίλιαν.

“Ο χρόνος οδηγός”, απάντησε ο Τζούλιο, που άκουσε τις σκέψεις του.

Από τους άλλους, αυτούς με το κοκκινόμαυρο χρώμα, ελάχιστοι κατάφεραν να γίνουν, όπως ήταν πριν. Όσοι έζησαν, μπορεί να μην είχαν πόδια, χέρια ή να είχαν μυαλό μικρού παιδιού ή να το έχασαν εντελώς, ή μπορεί να ήταν βουβοί, ή να δυσκολευόντουσαν να πάρουν ανάσα και σφύριζαν μέρα νύχτα. Έμεναν όμως στο μοναστήρι για φαγητό και ύπνο κι έδιναν χέρι βοήθειας, όπου μπορούσαν. Ο Ηγούμενος στην αρχή τους συμπόνεσε κι έδωσε την συγκατάθεσή του, αλλά όταν έγιναν πολλοί, θορυβήθηκε. Κάλεσε τους γιατρούς.

Ο Τζούλιο ανέβηκε χωρίς καθυστέρηση από τη μυστική σκάλα, που χωρούσε με το ζόρι ένα άτομο.

“Πού είναι ο Μαξιμίλιαν;” ρώτησε δείχνοντας την πλάτη του στον Τζούλιο. Στεκόταν στο παράθυρο και κοιτούσε τον λαμπρό ήλιο.

“Έχει γέννα, μόλις ξεκίνησε”, απάντησε λαχανιασμένος.

“Βαρέθηκα τις γέννες. Σαν πολλοί δεν μαζευτήκαμε εδώ μέσα; πήγαινε και να έρθετε μαζί!” είπε χωρίς ανάσα.

Ο Τζούλιο κατέβηκε βιαστικά στον χώρο που γεννούσαν. Βρήκε καταϊδρωμένη τη Λορέτα και δίπλα της τον Παντόξενο.

“Μόλις γεννήθηκε το κοριτσάκι μου. Σε ευχαριστώ, Λορέτα”, τον άκουσε να της λέει γεμάτος χαρά, καθώς έβγαλε τα γυαλιά, για να σκουπίσει δάκρυα χαράς που έβρεξαν τα μάγουλα και τον λαιμό.

Η Λορέτα γούρλωσε τα μάτια και την ίδια στιγμή έπεσε στην αγκαλιά του.

“Αντριάνο, ω Αντριάνο!” φώναζε έκπληκτη. “Εσύ δεν είσαι που αγαπούσες και τάιζες τις κουκουβάγιες στο στοιχειωμένο κάστρο ψηλά στον λόφο; Που όταν πέθαινε κάποιος φώναζες σαν κουκουβάγια για να μάθουν όλοι το δυσάρεστο νέο; Εσύ δεν είσαι που ήρθες από την Ελλάδα με το όνομα Ανδρέας και στη γειτονιά που μέναμε σε φώναζαν Αντριάνο, επειδή ήσουν δυνατός κι ατρόμητος; Εσύ δεν είσαι που έχτισες με πέτρα πολλά σπίτια; Ω, Αντριάνο, κρίμα που δεν είχα καταλάβει νωρίτερα πως βρίσκεσαι εδώ…. Με εμπόδιζαν τα γυαλιά σου!”

“Ω, Λορέτα, ούτε εγώ σε γνώρισα, ήσουν μικρή, όταν έφυγα. Τότε δεν φορούσα γυαλιά, πάντα τα σιχαινόμουν. Στο χτίσιμο του μοναστηριού προσπαθούσα να λαξέψω μια μεγάλη πέτρα, για να την τετραγωνίσω και να την βάλω μπατική, δηλαδή σταυρωτά σε γωνία τοίχου, κι ένα λεπτό κομμάτι σαν μαχαίρι πετάχτηκε στο μάτι μου. Έβαλα ασυναίσθητα το χέρι στο μάτι και η πέτρα κύλησε, έλιωσε την πατούσα μου. Έμεινα χωρίς μάτι και πόδι. Δύο κακά μαζεμένα.

“Αντριάνο, πόσο λυπάμαι. Είσαι όρθιος όμως και μόλις έγινες πατέρας!” Ο Παντόξενος έσκυψε και της φίλησε το λερωμένο από τη γέννα χέρι.

“Μαξιμίλιαν, μας ζήτησε ο Ηγούμενος. Πήγα μόνος, αλλά θέλει κι εσένα μαζί. Πάμε;”

Ο Μαξιμίλιαν πλύθηκε κι άλλαξε γιατρική ποδιά.

Ανεβαίνοντας τη σκάλα είδαν αυλάκι αίματος, σωματικών υγρών και ακαθαρσιών που ξεκινούσαν κάτω από τον πλανισμένο κορμό κι έφταναν σχεδόν μέχρι το τελευταίο σκαλί. Ευτυχώς είχαν ξεραθεί και δεν βρωμούσαν.

“Την ευλογία σας, Ηγούμενε”, υποκλίθηκαν.

“Για πέστε μου, Μαξιμίλιαν… Μάλλον έχω δύο απορίες ή ερωτήσεις, όπως θέλετε, πέστε το. Η μία είναι για τους ζωντανούς, μισούς, από τον λοιμό. Έχουν γεμίσει οι γωνίες και οι τοίχοι από δαύτους. Η δεύτερη έχει να κάνει με τα παιδιά, που μοιάζουν με κουκουβάγιες” ρώτησε χωρίς καθυστέρηση.

“Κουκουβάγιες; Πού τις είδατε τις κουκουβάγιες;” απόρησε ο Τζούλιο.

“Τζούλιο, δεν ρώτησα εσένα. Θέλεις να έρθεις αργά το βράδυ να το συζητήσουμε; Θα σε περιμένω… Τώρα μπορείς να πηγαίνεις”.

Ο Τζούλιο κατέβηκε τα σκαλιά και την απάντηση έδωσε ο Μαξιμίλιαν.

“Τα παιδιά αυτά δεν θα μεγαλώσουν άλλο, θα τεκνοποιούν μέχρι τα εικοσιπέντε και θα διατηρούνται ακμαία μέχρι τα πενήντα πέντε”.

“Και μετά;”

“Μετά θα αρχίσουν να γερνάνε και θα πεθάνουν φυσιολογικά, όπως όλοι μας. Επίσης, αυτά τα κορίτσια και τα αγόρια δεν θα προσβάλλονται από κανέναν λοιμό ούτε τώρα ούτε μέχρι να φθάσουν πενήντα πέντε χρονών. Αυτός είναι ο λόγος που γεννήθηκαν έτσι. Όσο για τους μισούς, φαντάζομαι θα εννοείτε τους ακρωτηριασμένους και όσους έχασαν το μυαλό τους ανθρώπους, έτσι;”

“Ναι, ναι, απάντησε ο Ηγούμενος βιαστικά. Το μάτι του γυάλιζε.

“Αυτοί, ξέρετε, είναι το στήριγμα του νοσοκομείου. Κάνουν δουλειές που δεν μπορούν να τις κάνουν άλλοι. Εξάλλου, να σας πω και κάτι ακόμη; Μέρα με τη μέρα μειώνονται, ο λοιμός ελέγχεται…”.

Ο Ηγούμενος δεν άφησε τον Μαξιμίλιαν να τελειώσει.

“Έλα κοντά μου να σε ευχαριστήσω, λατρευτέ μου, γιατρέ. Στο μοναστήρι έγιναν θαύματα. Πόσα καλά έκανες στους ανήμπορους και πόσες επιτυχίες είχαμε, χάρη στις γνώσεις και στην εργατικότητά σου! Τι να πρωτομετρήσω; Χθες το βράδυ δοκίμασα από το γλυκό κρασί που έστειλες. Τι ευδαιμονία στην ψυχή! Το σώμα μου όμως; Σε ποθώ από την πρώτη φορά που σε αντίκρισα και τώρα ακόμη περισσότερο… Τόσα χρόνια περιμένω”, είπε καθώς άπλωσε τα χέρια να τον αγκαλιάσει.

Ο Μαξιμίλιαν τον απώθησε κι εκείνος κόντεψε να σωριαστεί. Ο Ηγούμενος επέμενε, πείσμωσε και συνέχισε. Από τη μάχη άνοιξε ο γιατρική ποδιά του Μαξιμίλιαν και φάνηκαν οι μαστοί του.

Ο Ηγούμενος τον έγδυσε.

Η Λορέτα έμεινε τσίτσιδη.

“Δεν μου κάνουν οι γυναίκες”, σκέφτηκε ψυχρά και φώναξε τον καλόγερο που κρυβόταν στη μυστική σκάλα.

“Πάρτην και αλυσόδεσε την, την άτιμη, την ψεύτρα. Έτσι, όπως είναι, δεμένη, να την ρίξεις στον γκρεμό”.

“Την ευλογία σας, Ηγούμενε”.

Ο Τζούλιο δεν κατέβηκε τα σκαλιά. Περίμενε εκεί που ήταν ο πλανισμένος κορμός. Τα άκουσε όλα. Νόμιζε μάλιστα πως είδε την πάλη της αγαπημένης του με τον Ηγούμενο, την αμηχανία της όταν άνοιξε η γιατρική ποδιά, την κοκκινάδα της ντροπής στο κάτασπρο δέρμα της όταν την έγδυνε, την πάλη της με τον καλόγερο, όταν προσπαθούσε να την δέσει, την τρομάρα της όταν σύρθηκε προς τον πλανισμένο κορμό. Στιγμές πριν την ανεβάσουν, ο Τζούλιο σάλταρε προς την άβυσσο.

Μετά, μια δυνατή κραυγή θανάτου ξέσκισε τον αέρα.

“Τζούλιο, αγαπημένε!”

Στον καλόγερο, που ήταν αμάθητος στη βαρβαρότητα και στη βία, σάλεψε το μυαλό και χωρίς να μπορεί να σκεφτεί, έσυρε τον Ηγούμενο ζωντανό, τον σήκωσε, τον έβαλε στον πλανισμένο κορμό και τον έριξε στον γκρεμό. Δεν πήρε μυρωδιά τι έκανε. Αμέσως μετά πήδηξε κι αυτός. Όταν άκουσαν την κραυγή θανάτου οι δύο καλόγεροι, ένιωσαν φόβο και ντροπή και πήραν κι αυτοί την ανηφόρα για τον πλανισμένο κορμό. Τους φάνηκε τόσο εύκολο, είχαν συνηθίσει πια.

Ο Παντόξενος, όταν άκουσε την κραυγή της Λορέτας, πέτρωσε. Έκατσε ακούνητος στο σκαμνί του και σηκώθηκε μετά από μέρες.

Το μοναστήρι άρχισε να μην λειτουργεί σωστά σαν νοσοκομείο. Δεν υπήρχαν γιατροί για τους ασθενείς ούτε και συντονισμός των καθημερινών αναγκών και υποχρεώσεων. Λίγοι θυμόντουσαν να παίρνουν μέλι αγριοτριαντάφυλλου. Έτσι, σιγά σιγά οι πρακτικές μαγείας της Λορέτας και του Τζούλιο δεν εφαρμόζονταν ή και ατόνησαν. Αυτό προκάλεσε μεγάλες αλλαγές σε όλους. Καθώς και τα μάγια λυνόντουσαν, τα όμορφα κορίτσια με φτερά μεταπλάστηκαν σε γυναίκες του έρωτα και της σαρκικής ηδονής και τα όμορφα αγόρια με μικρούς μαστούς και μεγάλα μάτια μεταπλάστηκαν σε ερωτοχτυπημένους άντρες έτοιμους να τις ποθήσουν. Λέξεις όπως amore, ti amo, desiderio, sesso… ηχούσαν στο μοναστήρι.

Περνούσε ο χρόνος. Από την ένωση γυναικών και αντρών γεννήθηκαν παράξενες κουκουβάγιες με διαφορετικά χρώματα που φώλιασαν στο μοναστήρι. Δεν είχαν φωνή. Δυο μεγαλύτερες κουκουβάγιες με ξανθωπά φτερά και κόκκινο στέμμα έβγαιναν τα βράδια και καθόντουσαν αγκαλιασμένες στα κεραμίδια του μοναστηριού. Ούτε αυτές είχαν φωνή.

Μόνο ο Παντόξενος έκανε κουκουβά τα βράδια. Έκλαιγε τους πεθαμένους.

“Οι κουκουβάγιες που δεν φωνάζουν πώς βρέθηκαν εδώ άραγε;” τον ρώτησε η κόρη του;

“Ποιος να ξέρει; Παντόξενος εγώ, παντόξενες κι αυτές. Πάμε σπίτι. Σήμερα θα μου πεις εσύ το παραμύθι με τις κουκουβάγιες!”

-5-

Πρωτοχρονιά 2022. Το ζευγάρι των τουριστών με την εφτάχρονη η κόρη τους, Λουίζα, ξεκίνησαν από το Λονδίνο κι έφθασαν πρωί στη Φλωρεντία για τουρισμό. Πρώτα, πήγαν στα τουριστικά μαγαζιά. Έψαχναν κάτι για μια εργασία της κόρης τους. Η δασκάλα ζήτησε από τα παιδιά να κάνουν μια ζωγραφιά για την πανούκλα. Όταν η Λουίζα είδε τη μάσκα με μύτη πουλιού, που την φορούσε ο κούκλος στη βιτρίνα, παραξενεύτηκε ή τρόμαξε; Δεν κατάλαβαν. Οι γονείς της, που ήξεραν, αντάλλαξαν ματιά τρόμου.

“Μαμά, αυτή η μάσκα δεν μοιάζει μ’ αυτήν που φορούσε ο παππούς πριν πεθάνει, ε;” ρώτησε.

“Δεν μοιάζει, Λουίζα, έχεις δίκιο. Αυτήν την φορούσαν τον Μεσαίωνα, καμάρι μου”, της είπε, αγκαλιάζοντάς την.

“Μα κι εμείς την ίδια με του παππού φοράμε τώρα, Λουίζα”, παρατήρησε ο πατέρας της.

“Α, το ξέχασα”, έκανε αφηρημένη.

“Δεν είναι καλή ιδέα να φτιάξεις μια παρόμοια ζωγραφιά;”

“Ναι, ναι, νομίζω θα τα καταφέρεις”.

Η Λουίζα είδε ενθουσιασμένους τους γονείς της και συμφώνησε. Την ζήτησαν από τον υπάλληλο.

“Θα την θέλαμε”, είπαν.

“Λυπάμαι, είναι η τελευταία. Να ρωτήσω τον υπεύθυνο”. Περίμεναν αρκετή ώρα.

“Λυπάμαι, δεν χαλάμε τη βιτρίνα, είπε”, άκουσαν τον υπάλληλο.

Η Λουίζα έβαλε τα κλάματα.

Πικράθηκαν οι γονείς, γκρεμίστηκε η επιθυμία της κόρης τους, της μοναχοκόρης.

“Μήπως θέλετε κάτι άλλο;”ρώτησε ο υπάλληλος.

“Κοίτα! Μια κουκουβάγια. Μου την παίρνεις; Έχει και βυζάκια!” φώναξε η Λουίζα σκουπίζοντας δάκρυα και μύξες στο μανίκι της.

“Κουκουβάγια με μαστούς!” σκέφτηκε η μάνα της και ζήτησε την κουκουβάγια.

Η Λουίζα την πήρε στα χέρια και χάιδεψε τα πουπουλένια πλούσια φτερά της. Μετά, τα δάχτυλά της ψαχούλεψαν το στήθος της.

“Μου αρέσει πιο πολύ η κουκουβάγια από τη μάσκα. Αυτήν θα ζωγραφίσω”.

“Γιατί;” ρώτησε η μαμά.

“Επειδή η μάσκα ήταν τρομαχτική, ενώ η κουκουβάγια έχει απαλά φτερά και βυζάκια σαν τα δικά μου. Θα κοιμόμαστε μαζί. Την αγαπώ!”

ΤΕΛΟΣ

*Από το ρ. κατέχω: γνωρίζω καλά (Λεξικό ιδιωμάτων Καρπάθου του Κωστή Μηνά, καθηγητή γλωσσολογίας πανεπιστημίου Αιγαίου)

Άννα Ρηγοπούλη Λιατήρη

2.1.2023

Καρπαθιακά Νέα