του Ανδρέα Ηλία Μακρή
Ο «πρωταγωνιστής» του αφηγήματός μας ήταν ο πρωτογιός του Δημητρού Θ. Ασημόγλου, του πρώτου(1) και τελευταίου(2) «παπλωματά» της Καρπάθου από το «Μιστλί» της Καππαδοκίας που άραξε στο νησί μας μια δεκαετία, πριν τον Μικρασιατικό ξεριζωμό. Πώς και έτσι θα μου πείτε; Ας το εξιστορήσουμε, έχει ενδιαφέρον.
Επί Τουρκοκρατίας, στις αρχές του 1900 ο Απερίτης Γιώργης Εμμ. Μακρής(3) -έμπορος και όχι παραγωγός- εξήγαγε στη Σμύρνη καρπάθικα λεμόνια φορτωμένα συνήθως στο ιστιοφόρο του καπετάν Μανωλάκη του Μαστροπαναγιώτη. Όμως σε κάποια αποστολή, η σοδιά φαίνεται είχε πρόωρα αποκοπεί και τα λεμόνια πρασινίζοντα παρέμεναν αζήτητα στο αμπάρι του ιστιοφόρου.
Ένα πρωινό, απογοητευμένος ο έμπορος, όπως καθόταν στο «Κε», στην προκυμαία της Σμύρνης, κρατώντας το κεφάλι στα χέρια του, έντονα προβληματισμένος για το δέον γενέσθαι συνάντησε τυχαία περιπλανώμενο τον νεαρό Mικρασιάτη Δημητρό Ασημόγλου. Αφού αντάλλαξαν γνωριμίες, μίλησε για τα πράσινα λεμόνια, εμπόρευμα όμως αυτή τη φορά χωρίς αγοραστικό ενδιαφέρον από τους Ελληνο-Σμυρνιούς εμπόρους, με τους οποίους μέχρι τότε είχε εποχικά νταλαβέρια. Ο πολύπειρος Μικρασιάτης τον προέτρεψε τότε να τοποθετήσει δυό-τρια αναμμένα «μαγκάλια» στο μισοκλεισμένο αμπάρι του ιστιοφόρου, ώστε με την υπερθέρμανση του χώρου, θα κιτρινίσουν τα λεμόνια. Όπερ και εγένετο. και το εμπόρευμα μοσχοπουλήθηκε στο «άψε σβήσε».
Ευγνώμων ο έμπορος (παππούς του γράφοντα) για την αποτελεσματική συμβολή του νεαρού Ασημόγλου -πολύτιμη όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων- και φυσικά ενήμερος για το ανύπαρκτο στο νησί μας βιοποριστικό επάγγελμα του «παπλωματά», πέραν από τα ευχαριστώ και τα κεράσματα τον παρότρυνε να συνταξιδέψει με προοπτική τη μόνιμη εγκατάστασή του στην Κάρπαθο, διαβεβαιώνοντάς τον ότι ολόκληρο νησί, ουδέποτε είχε ή έχει επαγγελματία παπλωματά. Γρήγορα τον έπεισε, μπάρκαραν στο ίδιο ιστιοφόρο και έτσι ο γενάρχης Δημητρός Ασημόγλου πάτησε πόδι στην Κάρπαθο.
Έκτοτε, οι πρόγονοί μας άρχισαν να απολαμβάνουν «ύπνον ελαφρύ» με στρώματα… ανατομικά, μαξιλάρια… ανάλαφρα, παπλώματα σαν… πούπουλα! Αχρείαστα πλέον τα μέχρι τότε βαριά στρωσίδια χρέμια και κιλίμια που καταπίεζαν το στήθος και δυσχέραναν την αναπνοή, μπήκαν στο σεντούκι με τη ναφθαλίνη. Γι’ αυτό σύντομα το πολύχρωμο σατέν πάπλωμα καθιερώθηκε σαν το πολυτιμότερο δώρο του γαμπρού στη νύμφη και μέλλουσα σύζυγο, μεταφερμένο επιδεικτικά στο σπίτι του νιόπαντρου ζευγαριού την ημέρα του γάμου, πάνω στο κεφάλι εύσωμου συγγενικού προσώπου, μαζί με τα απαστράπτοντα μπρούτζινα «χαρανί» και «θυμιατό». Προπορευόμενο, φυσικά, το εικόνισμα της Παναγίας να ανοίγει δρόμους στο ανδρόγυνο.
Όσον αφορά εμάς τους μεταγενέστερους, είχαμε την ευκαιρία να μας ψυχαγωγούν οι πραγματικά ευρηματικές μαντινάδες του αξέχαστου γλεντζέ και μαντιναδώρου Θεοδόση Δημ. Ασημόγλου, που άφησαν εποχή. Από πού να αρχίσουμε. Ας το επιχειρήσουμε αποσπασματικά:
Κάποτε, στουπί φαίνεται στο μεθύσι ανηφόριζε με λυρολαούτα από τους «Λώρους» στη Βολάδα. Καιγόταν το πελεκούδι όταν κάποιος της παλιοπαρέας έκοψε δυό-τρία λεμόνια από το περβόλι Απερίτισσας, που όμως τους πήρε έγκαιρα χαμπάρι και άρχισε να τους ξεφωνίζει με ανατριχιαστικές κατάρες. Άμεση και χωρίς έλεος η βλάσφημη μαντιναδώρικη απάντηση(4) του χιουμορίστα της συντροφιάς Θεοδόση, αφού δεν σήκωνε τέτοια και άρχισε σαν άλλος «σεισμολόγος» να αραδιάζει επερχόμενο… τσουνάμι!
«Το στόμα που βλαστήμησε, ποτέ να μη γελάσει,
η λεμονιά να ξεραθεί, τσ’ ο στάβλος να χαλάσει!…
Και πάλι:
Η λεμονιά λέω να ξεραθεί, τσ’ ο τσήπος να ρημάξει,
τσαι το νερό του πηγα(δ)ιού, τσαι τσείνο να φυράσει!…
Και τέλος:
Να ξεραθούν τα δέντρα σου τσαι τα μποστανικά σου!…
τσαι να τα βλέπεις ‘πο μακριά, να τσαίεται η καρδιά σου!»
Άλλη φορά, γιορτή του «Αρχιστρατήγου» τώρα, ο Θεοδόσης γλεντοκοπούσε τρία μερόνυχτα στη «Λάστο», πλέοντας σε πελάγη απέραντης ευφορίας αλλά, και μακαριότητας. Ε, κάποια στιγμή, πολύ, πάρα πολύ αργά, θυμήθηκε επί τέλους, πως είχε γυναίκα και παιδιά να τα ανηορέψει(5) και πάνω στο γλέντι, ξεφούρνισε μαντιναδώρικα το συζυγικό του ενδιαφέρον, ρωτώντας σχετικά την παρέα του.
“Έτσι ά ‘πού (β)αστήξαμε, να μην μας πιάσει μάτι,
μην εί(δ)ατε αν ειν΄ καλά, η κόρη του Σταμάτη; “
Σημείωση:
Σταμάτης; Πεθερός.
Κόρη; Η σύζυγος Μαρία και μητέρα των παιδιών του.
Ο υπαινιγμός είναι μάλλον ανακριβής ως προς τους τύπους, αλλά ούτε κατ’ ελάχιστον ψευδής ως προς την ουσία.
Μια άλλη φορά, ο Θεοδόσης πάλι φτιαγμένος γλεντοκοπούσε στο καφενείο του Μανώλη Μιχ. Τσαγκάρη στο Απέρι με «σκούρα» παρέα. Όταν κάποιος τους ψιθύρισε τον επισυμβάντα εντωμεταξύ θάνατο του υπέργηρου δασκάλου και συγχωριανού τους Γεωργίου Ηλ. Ζαβόλα, και ότι καλό θα ήταν να αποχωρήσουν σε ένδειξη πένθους. Αυτός, απτόητος τους αποπήρε μαντιναδώρικα γιατί άπαξ και άνοιγε το στόμα, δεν το έκλεινε:
«Επόθανε ο γέρος μου, επόθανε τσι’ η μάνα,
τσ’ αν ‘πόθανε ο δάσκαλος, (δ)εν είν’ με(γ)άλο πρά(γ)μα».
Άντε, ακόμη μια ευκαιρία να τον απολαύσουμε. Αργά βράδυ, μα τι λέω, περασμένα μεσάνυχτα πια τ’Αη Γιαννιού στη Βολάδα, ο Θεοδόσης με βιολιά, λαούτα, λύρες και φτιαγμένη… παρέα άραξε έξω από το σπίτι του εορτάζοντα Γιάννη Β. Χρυσαφίνη με διπλαμπαρωμένη πλέον την αυλόπορτα, λόγω της προχωρημένης ώρας. Η οικογένεια, βαρέθηκε να τους περιμένει και πήγε για ύπνο με τον… «εμίρη», τον πελώριο πιστό σκύλο της οικογένειας κουλουριασμένο στην αυλή, πανέτοιμο να περιφρουρήσει την ησυχία του αφεντιού του που δεν άργησε να γρυλλίζει απειλητικά και υπόκωφα.
Ο Θεοδόσης άρχισε τραγουδιστά, μήπως και συγκινήσει τον εορτάζοντα, όμως, πολύ, πάρα πολύ αργά, ήδη κοιμόταν στους «επτά» ουρανούς:
«Να χαιρετίσουμε ήρταμε, γιατί ‘μαστε ούλοι φίλοι,
μα όχι, Χρυσαφίνη μου, να μας εφαν’ τσ’ οι σκύλοι!
Και στρεφόμενος μετά στον σκύλο άρχισε να τον θωπεύει, να τον καλοπιάνει:
«Μη γαβγίζεις βρε… «εμίρη» μου, τσ’ ‘γώ μ΄ ε(δ)ικός σου,
να μην επάρει ο διά(β)ολος, ‘πόψε τ’ αφεντικό σου!»
Όπως καταλάβαμε, ο Θεοδόσης δεν ύμνησε τον έρωτα όπως οι περισσότεροι της συνομοταξίας του. Μάλλον αριστοφανικός μάς προέκυψε με δυσεύρετο σαρκαστικό χιούμορ ή καλύτερα το alter ego του μεγάλου σατιρικού μας ποιητή Γεωργίου Σουρή (1853-1919). Γι’ αυτό τον πήγαινα τον μακαρίτη.
_____________________
1.- Αφήγηση +Σοφίας Γ. Μακρή – Σαρρή.
2.- Φταίει ίσως, η υψηλών προδιαγραφών σημερινή τεχνολογία
της Media Strom και Coco-Mat…
3.- Διετέλεσε Μουχτάρης Απερίου (1905-1910)
4.- Αφήγηση Μιχάλη Μηνά Κυζούλη.
5.- Ενδιαφερθεί.
Απόσπασμα από το βιβλίο μου «ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ. ΠΗΓΑΔΙΩΤΙΚΑ & ΞΕΝΟΧΩΡΙΑΝΑ”