Ο παππούς κι γιαγιά από το Όθος! Αναζητώντας τις οθείτικες ρίζες μας
716Views
γράφει η Μαριγούλα Κρητσιώτη
Στην εκδήλωση, που πραγματοποιήθηκε στις 19 Αυγούστου 2021, επιδιώξαμε την σύμπραξη οθειτών παππούδων –γιαγιάδων και εγγονών, από 6-13 ετών. Αυτή δεν αποτελούσε θέαμα, για τούτο και η αφίσα δεν κυκλοφόρησε από πριν, ως κάλεσμα. Ουσιαστικά ήταν μια πολύμορφη μαθησιακή διάδραση μεταξύ των δύο αναφερόμενων ομάδων, κάτι που μάλλον δεν καταστήσαμε σαφές.
Η παθητική ή η ενεργητική συμμετοχή των παππούδων -γιαγιάδων θα συνέβαλλε στον σκοπό της εκδήλωσης. Κι αυτός ο σκοπός ήταν, να μάθουν όλα τα παιδιά και να επεξεργαστούν πληροφορίες για τον τόπο της οθείτικης ρίζας τους. Πολύ περισσότερο, να τις εντυπώσουν τα παιδιά που κατοικούν εκτός χωριού, λόγω μεικτών γάμων ή ξενιτεμού των γονέων τους.
Από αυτήν την άποψη, ενώ οι δράσεις του υπαγόρευαν να αναφέρονται στον παππού και την γιαγιά, τα κατεύθυναν να περιπλανούνται νοητικά στην τοπογεωγραφία τους, να ξεγλιστρούν στα μονοπάτια των σχέσεων και των συνηθειών τους και να ακολουθούν το νήμα των πολλών συνδέσεών τους με το στερέωμα των Οθειτών.
Και το κυριότερο, τα προκαλούσαν να αντιλαμβάνονται ότι και τα ίδια αποτελούν κρίκο αυτής της ομάδας ανθρώπων, εκτός εκείνης, με την οποία συμβιώνουν σε άλλους τόπους. Στόχος ήταν να ενδυναμώνεται, με ποικίλους τρόπους, στην σκέψη τους η αίσθηση, του «είμαι από…», αλλά «και από…», ώστε στο παρόν, αλλά και στο μέλλον, να τους τραβά κι ο οθείτικος τόπος. Να νοιώθουν ότι και στο περιβάλλον του θα ανακαλύπτουν σχέσεις, γνώσεις, διδαχές, απαντήσεις κι ακόμα, αγάπη, φιλία, εκτίμηση, αποδοχή, ασφάλεια.
Αρκεί για όλα αυτά μια μόνο συνάντηση; Οι ειδικοί αποφαίνονται ότι η βιωματική-συνεργατική μάθηση επενεργεί άμεσα, ιδίως, όταν αναφέρεται στην καλλιέργεια συναισθηματικής και κοινωνικής συμπεριφοράς.
Εκείνο που στην δική μας περίπτωση ευνοούσε ακόμα περισσότερο αυτήν την γνωσιακή διαδικασία είναι ότι όλα τα παιδιά είχαν κοινά σημεία αναφοράς. Προβληματισμούς, ωστόσο, προκαλούσε η ηλικιακή ανομοιογένεια στην σύνθεση της ομάδας τους ή η ανόμοια ικανότητα προσέγγισης της οθείτικης κουλτούρας, καθώς δεν είχαν όλα ίδιες εικόνες και εντυπώσεις των διάφορων εκφάνσεών της.
Προληπτικά για τούτο, ζητήσαμε εκ των προτέρων από τα μεγαλύτερα και ντόπια ως επί το πλείστον παιδιά, να έχουν μέσα στις δράσεις τον ρόλο του μεγάλου αδελφού, έναντι των μικρότερων, καθώς επίσης των προερχόμενων από το εξωτερικό παιδιών. Στον ίδιο ρόλο θα μπαίναμε κι εμείς, οι συντελεστές. Αν και στην πράξη δεν ελέγχαμε πάντα την τήρηση αυτού του σχεδιασμού, η ομάδα κυλούσε και μάλιστα με απρόσμενες εκπλήξεις.
Ηταν εκπληκτικό ότι τα πιο μικρά, ακόμα κι αυτά τα πεντάχρονα εκφράστηκαν ατομικά. Αρθρωσαν τον δικό τους λόγο ενώπιων όλων ή πήραν έμμεσα και αυθόρμητα την θέση του ομαδάρχη, ερχόμενα στην θέση να υποδεικνύουν στα μέλη της ομάδας τρόπους κίνησης και δράσης. Και το πιο σημαντικό, έδιναν πληροφορίες που πρόσφεραν γνώση σε όλα τα άλλα. Αντίστοιχα εμείς, καθώς και οι γιαγιάδες εξηγούσαμε σχέσεις και συνήθειες, ακόμα και από την δεξαμενή του παρελθόντος, τις οποίες εύλογα τα παιδιά δεν γνώριζαν.
Αν θα μιλούσαμε για επιτυχία, το κλειδί της ήταν, η μεταξύ όλων συνεργασία και αλληλεπίδραση. Μέσω αυτής, οι μεγάλοι συμπεριφερόμασταν σαν παιδιά και τα παιδιά ένοιωθαν άξια και ικανά, όπως τους μεγάλους.
Ολοι μαζί δημιουργούσαμε μια «κινούμενη ισορροπία με τις πιθανές ρωγμές της». Ηταν σαν να ανοίγαμε ένα κλειδωμένο δωμάτιο των παιδιών που, οι συναισθηματικές σχέσεις με τον παππού και γιαγιά από το Οθος, είχαν ήδη κτίσει στο υποσυνείδητό τους. Οπου, μαζί με αυτά φωτίζαμε διάφορες γωνιές του, στις οποίες διέκριναν το τι, το πού, το πότε, το πώς και το γιατί, γύρω από την οθείτικη τοπικότητα προσώπων, πραγμάτων και παραδόσεων.
Η συνεργασία, η αλληλεπίδραση και η επακόλουθη ενεργητική μάθηση προέκυπτε μέσα από το παιχνίδι. Παίξαμε με μυρουδιές, γεύσεις, ήχους, αντικείμενα και χρήσεις αντικειμένων στο συνεχές της καθημερινότητας των Οθειτών.
Με παιχνίδια το παιδί μαθαίνει, αλλά και εκδηλώνει ποιες σκέψεις και ποια αισθήματα και συναισθήματα βρίσκονται πίσω από πράξεις των μεγάλων, κι αυτές τις εθιμικές. Σαν παιδιά φτιάχναμε κάτι σαν αυλούς και φλογέρες με καλαμιές σταχυών ή με κανονικά καλάμια κι επίσης λύρες με ξυλάκια, προσπαθώντας να αναπαραστήσουμε μουσικά όργανα και μουσικούς. Σ’ αυτά τα αυτοσχέδια παιχνίδια μας, μπορούν να προστεθούν οι «λίλες». Το ότι, δηλαδή, στολίζαμε σπιτάκια με κομμάτια σπασμένων πιάτων, σαν να διακοσμούσαμε ράφια των καρπάθικων σπιτιών. Φτιάχναμε, ακόμα, «κούτσες» (πάνινες κούκλες), τις ντύναμε με κουτσόπανα (κομμάτια πανιών), τις ταΐζαμε και τις νανουρίζαμε. Παίζαμε, εν ολίγοις, την μαμά και τον μπαμπά, τις γειτόνισσες, τους κουμπάρους, τον γαμπρό και την νύφη. Ετσι μαθαίναμε ρόλους και κανόνες συμπεριφοράς για την ζωή μας.
Παίζοντας, φτάσαμε να χορεύουμε γύρω από το μεγάλο δένδρο της καταγωγής μας, στα κλαδιά του οποίου ανέμιζαν οι ζωγραφιές των παιδιών, με σχήματα και γνωρίσματα των παππούδων-γιαγιάδων. Κι όλοι μαζί τραγουδήσαμε αυτό το δένδρο που, «ρίζες και κλαδιά απλώνει/νιους και γέρους μας ενώνει»….
Καταφέραμε να μεταδώσουμε στα παιδιά όσα επιδιώκαμε;
Το μόνο που ακούγαμε αργότερα, αλλά ζήσαμε, επιπλέον, κατά τις δράσεις, ήταν ότι τα παιδιά διασκέδασαν κι επιθυμούν τέτοιες επαναλήψεις. Αυτή εξάλλου είναι ή άμεση διαπίστωση μετά την συμμετοχή σε παρόμοια σεμινάρια χοροθεραπείας, δραματοθεραπείας, φιλαναγνωσίας κλπ. Γιατί, όσα βιώνονται με τις αισθήσεις και το σώμα δεν εκφέρονται με λόγια, πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για παιδιά. Αντίθετα, μένουν στο σώμα, περιέχοντας λανθάνουσες και κυοφορούμενες κι όχι πάντα ξεκάθαρες σημασίες, οι οποίες λειτουργούν μακροπρόθεσμα.
Όταν, στην περίπτωσή μας, τα παιδιά θα τις επεξεργάζονται και θα τις αξιολογούν, ερχόμενα αντιμέτωπα με το τι σημαίνει η μια και η άλλη πρακτική μέσα στην αληθινή πραγματικότητα. Τότε θα ανακαλύπτουν και τα κενά τους και θα βρίσκουν τις αναλογίες τους μέσα στο πλέγμα των οθείτικων σχέσεων και συνηθειών. Ίσως, μάλιστα, να οδηγούνται και στις διαδρομές αυτών των σχέσεων και συνηθειών από το παρόν, στο παρελθόν και στο μέλλον.
Οσο για εμάς, διδαχθήκαμε πολλά από αυτήν την πρώτη και πειραματική εκδήλωση, για το πώς να συνεχίσουμε με άλλες, εστιάζοντας κάθε φορά, σε ένα επί μέρους θέμα, από τα πολλά της παράδοσής μας και οργανώνοντάς το έτσι ώστε, να δίνεται περισσότερος χρόνος για την προσέγγιση και βίωσή του.
Σύνταξη, οργάνωση και επιμέλεια της δράσης: Μαριγούλα Κρητσιώτου
(πρακτικές και θεωρητικές γνώσεις: 2μηνο σεμινάριο (2018) στο «Εργαστήρι Παιχνιδιού και Βιωματικής Εκπαίδευσης Ενηλίκων». Σεμινάρια χοροθεραπείας με την France Schott-Billmann και την Κατερίνα Σταύρου).
Σημαντικές υποδείξεις από Νιόβη Κωσταντινίδη και Κάτια Σπόλντι.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Λάκης Κουρετζής, «Το θέατρο για παιδιά στην Ελλάδα». Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 1990