της Κατερίνας Σχοινά από την σελίδα https://filologosepipantosepistitou.wordpress.com
Μία εικόνα διαφορετική, έξω από τα καθημερινά μας ερεθίσματα. Σε μία από τις πιο νότιες γωνιές του Αιγαίου, στην Κάρπαθο, υπάρχει ένα χωριό σχεδόν στην άκρη του ουρανού. Η Όλυμπος. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 310 μέτρων, κατά μήκος του αυχένα που συνδέει δύο βουνοκορφές της βόρειας Καρπάθου.
Η δυτική πλευρά της Ολύμπου είναι απόκρημνη και στέκεται πάνω από κατωφέρεια που καταλήγει στην θάλασσα, ενώ η ανατολική της πλευρά είναι πιο ομαλή και της προσφέρει πρόσβαση στο επίνειό της, το Διαφάνι. Είναι «ξεκομμένη» κατά κάποιον τρόπο από το υπόλοιπο νησί. Η πρόσβαση γίνεται δύσκολα, καθώς ο δρόμος είναι εξαιρετικά απόκρημνος. Εκεί όμως υπάρχει κρυμμένη μια λαϊκή παράδοση που αντέχει σθεναρά μέχρι και σήμερα που αρνείται να εξαφανιστεί.
Σε αυτό το χωριό, λοιπόν, που ο χρόνος το ξέχασε και κυλά πιο αργά απ’ ότι θα μπορούσε κανείς να τολμήσει να σκεφτεί, η Δρ. Νάντια Μαχά -Μπιζούμη μας εξηγεί την επιλογή των γυναικών του χωριού να φορούν ακόμα στην καθημερινότητά τους το παραδοσιακό ένδυμα του τόπου τους, το καβάι, που δεν έχει καμία σχέση με καταπίεση, όπως θα σκεφτόταν κανείς πολύ εύκολα.
Στην Όλυμπο, το καβάι, αποτελεί ένα από τα λιγοστά παραδείγματα τοπικής ενδυμασίας που έχει έως και σήμερα λειτουργική χρήση. Αποτελείται από τα βασικά κομμάτια που συνθέτουν το σύνολο μιας φορεσιάς με καβά(δ)ι, όπως είναι η ποκαμίσα, η βράκα, το καβάι, η ποδιά, η ζώνη και το μαντίλι. Το ίδιο το καβάι, μακρύ κατακόρυφα ανοιχτό μπροστά εξωτερικό ένδυμα (είδος επενδύτη) από όπου παίρνει και την ονομασία της η τοπική φορεσιά, είναι ένα ένδυμα συμβολικά φορτισμένο, που συνδέεται άμεσα με τον πρωταγωνιστικό ρόλο των γυναικών στην τοπική παραδοσιακή αγροτοκτηνοτροφική οικονομία, αλλά και με τη συλλογική επιβίωση και αναπαραγωγή της κοινότητας. Λειτουργεί ως «σύμβολο–κλειδί» (key symbol) της τοπικής ταυτότητας εντός και εκτός της Καρπάθου, αλλά και στην Ολυμπίτικη διασπορά. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι το ανάγλυφο που κυριαρχεί στο υπέρθυρο της κεντρικής εισόδου της Κοίμησης της Θεοτόκου στην Όλυμπο, αναπαριστά την Παναγία ενδεδυμένη με καβάι.
Αρχικά, το καβάι κατασκευάζεται από τοπικό αργαλίσιο υφαντό, της γούφας, με ενυφασμένα και επίρραφα κεντήματα, ενώ, στη δυναμική εξέλιξή του, από αγοραστό ύφασμα, ραμμένο στη ραπτομηχανή, με επίρραφα μόνο κεντήματα. Τα νεότερα κεντήματα, συχνά δε, και αγοραστά (τρέσες), αποτελούν μία από τις ισχυρές ενδείξεις των μεταβολών που υφίστανται οι εκφράσεις ενός τοπικού ενδυματολογικού συστήματος σε απόλυτη συνάρτηση με τα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα. Το καβάι, στην παλαιότερη καλή εκδοχή του, γνωστό ως μπέλλινο, είναι κατασκευασμένο από εισαγόμενα μεταξωτά και βαμβακερά υφάσματα από τη Μέση Ανατολή ή την Ασία, ένδυμα των ιεραρχικά ανώτερων σε τάξη «κανακαριών» (πρωτοκόρες).
Η εμφάνιση και η παράλληλη χρήση του δυτικότροπου σακκοφούστανου στην Όλυμπο από τις αρχές του 20ού αιώνα, ως χωρική έκφραση της ευρωπαϊκής μόδας, θα ταυτιστεί με το επίσημο ένδυμα των ανύπανδρων κοριτσιών και με το νυφικό ένδυμα. Παρακολουθώντας την κοινωνική του ζωή, φαίνεται ότι, ενώ αρχικά είναι κατασκευασμένο από μονόχρωμα μεταξωτά, στη δυναμική εξέλιξή του, θα ενσωματώσει πολύχρωμα γυαλιστερά υφάσματα φερμένα από την Αμερική. Η ενσωμάτωση των νεότερων υφασμάτων στην κατασκευή του σακκοφούστανουλειτουργεί ως αντικαθρέφτισμα της επιρροής που άσκησε το μεταναστευτικό ρεύμα στον τοπικό υλικό πολιτισμό, στη λαϊκή αισθητική αντίληψη και φυσικά στις τεχνικές παραγωγής του τοπικού ενδύματος. Επισημαίνω τη χρήση των ίδιων μεταξωτών πολύχρωμων υφασμάτων και στις σκέπες των εικόνων της Βόρειας Καρπάθου. Η συγκεκριμένη χρήση σηματοδοτεί κατά τη Βασιλική Χρυσανθοπούλου, την ανθρώπινη, γυναικεία παρουσία κοντά στους αγίους και μέσα στην εκκλησία «εξανθρωπίζοντας» τις εικόνες.
Σήμερα το Ολυμπίτικο καβάι, ως κυρίαρχη έκφραση της καρπαθιακής ενδυματολογικής συμπεριφοράς, αποτελεί ένας είδος σθεναρής πολιτισμικής αντίστασης, όπως εύστοχα έχει επισημάνει σε σχετική μελέτη της η Βιργινία Σκιαδά, ένα ένδυμα με λειτουργικό και σημειοδοτικό χαρακτήρα. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο, νομίζω ότι πρέπει να μελετηθεί σε βάθος η ιστορική εξελικτική του πορεία, με σκοπό την ανάδειξη αθέατων μέχρι σήμερα όψεων της διάδρασής του με τους ανθρώπους. Την αρχή έκανε το Ινστιτούτο Λαϊκού Πολιτισμού Καρπάθου, το οποίο το 2014 συμπεριέλαβε στη σειρά των Εκδόσεών του, το βιβλίο Η ενδυματολογική έρευνα της Καρπάθου, της Μαρίνας Βρέλλη-Ζάχου, στο οποίο καταγράφεται συστηματικά η εξέλιξη της καρπαθιακής ενδυμασίας γενικότερα, με σημαντικές αναφορές στους τύπους της ολυμπίτικης γυναικείας ενδυμασίας, μέσα από μια πρισματική ματιά στην ενδυματολογική βιβλιογραφία της Καρπάθου από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα, στο αδημοσίευτο πρωτογενές αρχειακό ενδυματολογικό υλικό, καθώς και στο μουσειακό καρπαθιακό ενδυματολογικό υλικό, ελληνικών και ξένων συλλογών. Εύχομαι να υπάρξει συνέχεια.
Η Δρ. Νάντια Μαχά – Μπιζούμη σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων. Το 2006 ολοκλήρωσε τον κύκλο των σπουδών της στη Μουσειολογία και είναι διδάκτορας Λαογραφίας του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης. Έχει διδάξει με ανάθεση στο Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης και σε Μεταπτυχιακά Προγράμματα του ΕΚΠΑ. Από το 2013 διδάσκει στο ΤΕΙ Αθηνών (Τμήμα Βιβλιοθηκονομίας και Συστημάτων Πληροφόρησης, Τομέας Μαθημάτων Πληροφόρησης), και από το 2015, στο Διατμηματικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Μουσειακές Σπουδές» του ΕΚΠΑ.