Πασχαλιάτικες θύμησες στο χωριό Σπόα της Καρπάθου!

Πασχαλιάτικες θύμησες στο χωριό Σπόα της Καρπάθου!

Γράφει ο Ηλίας Εμ. Βασιλαράς
Πρόεδρος του Ινστιτούτου Λαϊκού  Πολιτισμού Καρπάθου 

Μια ολόκληρη Σαρακοστή χρειάζεται για να προετοιμάσει κανείς το σώμα και την ψυχή του για τις άγιες ημέρες του Πάσχα, της Λαμπρής που λέμε στην Κάρπαθο.

Μάλιστα, στα βορειοανατολικά του νησιού που βρίσκεται το χωριό μας το Σπόα, σε υψόμετρο 350 μέτρων από τη θάλασσα, τις μέρες αυτές τις λέμε «λαμπρόσκολα» και τις περιμένουμε κι εμείς με μεγάλη λαχτάρα.

Δεν περιγράφεται η χαρά και η ανυπομονησία που είχαμε για αυτές τις μέρες, όχι μόνο γιατί ήταν οι δεύτερες δεκαπενθήμερες διακοπές μας από το σχολείο, αλλά και γιατί η πανδαισία των χρωμάτων της άνοιξης και η αναμονή του καλοκαιριού μας γέμιζαν διάθεση και αισιοδοξία.

Από πού να πρωτοαρχίσει κανείς να ανακαλεί στη μνήμη του ό,τι έζησε όλες αυτές τις ημέρες ως την Ανάσταση του Κυρίου και του Θωμά την Κυριακή και άσχετα πάντως πως δεν έπαιζαν όργανα και δεν είχε γλέντια, τα αξέχαστα εκείνα παιχνίδια στις Κυριακές της Σαρακοστής, έδιναν στους νέους και στις νέες ευκαιρίες για ανταμώματα.

«Οι Κούνιες»
Μεγάλη εντύπωση –δεν ξεχνώ- μου έκαναν «οι κούνιες» που τις θυμάμαι να γίνονται στο σπίτι της Ερνιάς του Μανωλή, σήμερα, της νονάς μου Ερνιάς του Ρήγα.

Μόνο ελεύθερα κορίτσια συμμετείχαν σ’ αυτό το σαρακοστιανό παιχνίδι-διασκέδαση, για τις νέες του χωριού που με την παρουσία τους γέμιζαν το μεγάλο εκείνο σπίτι. Σε τέτοια μεγάλα σπίτια όπως στης Χαζηπαπαδιάς, στου Πιπέρη, στου Βασιλή του Νικολή, έκαναν τις κούνιες για να χωράνε όλες οι κοπέλες. Και ήταν τότε πάρα πολλές στ’ αλήθεια. Εάν δεν κάνω λάθος,  συμμετείχαν και οι λογοδοσμένες, οι αρραβωνιασμένες και οι νιόπαντρες.

Δεν απαγορευόταν η είσοδος σε κανέναν -καμιά θα έλεγα καλύτερα- που ήθελε να δει και ν’ ακούσει τις μαντινάδες που θα τραγουδούσε χωρίς όργανα ή θα έλεγαν έτσι «μιλητά» τα κορίτσια που κουνιόνταν με την αυτοσχέδια κούνια που έφτιαχναν μόνες τους.

Ένα κομμάτι σανίδι περίπου ενός μέτρου αρκετά φαρδύ και πολύ γερό για να αντέχει να κάθονται ένα ή δυό κορίτσια πάνω, και ένα επίσης γερό σχοινί, ήταν τα εργαλεία που χρειάζονται να στελιαστεί η κούνια.

Το σχοινί το έδεναν καλά στη «μεσά», τον οριζόντιο ξύλινο δοκό που με τη βοήθεια του «στύλου» κρατά (αντέχει) τη σκεπή του παλιού σποΐτικου σπιτιού, που όμως έτσι είναι τα περισσότερα μέχρι σήμερα. Με το μακρύ και χοντρό αυτό σχοινί, που οι Σποΐτες το λένε «σάουλα», έδεναν καλά το σανίδι από τις άκριες του και το κρεμούσαν από τη μεσά σε ύψος που να μπορούν να αιωρούνται-κουνιούνται τα κορίτσια. Το σανίδι κατέβαινε για να καθίσουν τα κορίτσια κι ύστερα με τις άλλες άκριες του σχοινιού που τραβούσαν άλλα κορίτσια, το ανέβαζαν ψηλά, να μην βρίσκουν τα πόδια στο σουφά και να γίνεται το κούνημα εύκολο. Το παιχνίδι αυτό της κούνιας (αιώρα τη λέγανε οι αρχαίοι μας πρόγονοι) ερχόταν από ταπολύ χρόνια, την προ Χριστού περίοδο και διατηρήθηκε μαζί με άλλα παιχνίδια και στο μικρό μας χωριουδάκι.

Τα κορίτσια ανέβαιναν με τη σειρά τους ένα-ένα ή δυο-δυο στην κούνια και κάποια άλλα από το «κατωσούφι» τα κουνιούσαν μέχρι να αλλάξουν ρόλους. Στις κούνιες, δινόταν η ευκαιρία στα κορίτσια να ευχαριστήσουν με μαντινάες τους νεαρούς που τους τραγουδούσαν στον κάτω χορό των Αποκριών ή άλλων γλεντιών.

Μ’ άρεσε πολύ σαν οι νεαροί τραγουδούσανε στις χορεύτρες τους κυρίως, σ’ όσες ήταν στα δεξιά τους, αλλά πολλές φορές και σ’ εκείνες στα αριστερά, ιδίως όταν οι μαντινάδες έκρυβαν κάποια μηνύματα που οι μανάδες των κοριτσιών προσπαθούσαν να αποκρυπτογραφήσουν. Κι ήταν όντως μηνύματα με πολλούς αποδέκτες οι μαντινάδες που τραγουδούσαμε  όταν η περίσταση το επέτρεπε. Απευθύνοταν δηλαδή αλληγορικά και σ’ αυτή που ενδιαφέρονταν και σ’ εκείνη που απέριπταν. Είναι γνωστή μία σχετική μαντινάδα:

Άσπρες μετατοπίσσετε, μελαχροινές χωστείτε
οι κρουσταλένιες ήρτασι τσαι θε να ντροπιαστείτε

Δεν τραγουδούσαν τα κορίτσια ούτε σ’ αυτού του είδους τις μαντινάδες, αλλά ούτε και στις επαινετικές, που δεν έκρυβαν και κανένα υπονοούμενο, όπως συνηθιζόταν στο κάτω χορό. Μόνο στα καλαματιανά και στα κρητικά, στα ξεξιλίσματα δηλαδή του χορού μπορούσαν να τραγουδήσουν οι κοπέλες. Δεν ξεχνούσαν όμως τις υποχρεώσεις τους και τις εκπλήρωναν μόνο μια φορά τον χρόνο, στις κούνιες.

Στις κούνιες, τα κορίτσια τώρα, χωρίς τη συνοδεία οργάνων έστελναν τα δικά τους μηνύματα που φρόντιζαν πάντα κάποιες άλλες να φτάσουν στ’ αυτιά των ενδιαφερομένων. Ωραία χρόνια και ρομαντικά. Συζητήσεις με μαντινάδες. Τι πιο όμορφο άραγε;

Έγινε, λέει, και χορός στις κούνιες, κάποτε που οι ίδιες οι κοπέλες έπαιξαν λύρα με το στόμα τους, μέχρι να έρθουν τα όργανα που δεν άργησαν να φανούν. Κάθε κανόνας έχει και τις εξαιρέσεις του. Δεν άντεξαν λένε οι νεαροί όταν φτάσανε κάποια μηνύματα στα αυτιά τους. Ήταν φαίνεται ότι περίμεναν να ακούσουν. Πήγαν λοιπόν στο σπίτι με τις κούνιες και δεν άργησε να στελιαστεί κι ο χορός. Πήραν όμως συγχώρεση από τον θεό του Έρωτα και έτσι εξιλεώθηκαν για την παρασπονδία τους τις μέρες της Σαρακοστής.

Σύρματα
Αλλά και τα σύρματα -η αρχαία διελκυστίνδα- έδιναν την ευκαιρία στους νέους και στις νέες του χωριού να έρθουν λίγο πιο κοντά, να ανταλλάξουν ματιές ή μερικές κουβεντούλες ας ήταν και τηλεγραφικές. Τις Κυριακές της Σαρακοστής γίνονταν και τα σύρματα. Σιγά-σιγά, όμως, μεταφέρθηκαν τη Λαμπρή Εβδομάδα, συνήθως τη Δευτέρα, και έτσι δίνεται η ευκαιρία στους Σποΐτες και στις Σποΐτισσες να γλεντήσουν τη νίκη τους, γιατί από την Ανάσταση του Κυρίου και μετά, ξεκρεμάζονται από τις θέσεις τους τα παροπλισμένα λόγω Σαρακοστής τοπικά μουσικά όργανα η λύρα, η τσαμπούνα και το λαούτο…

Πω-πωωω τι γινόταν και τι συνεχίζει να γίνεται στα σύρματα! Από τη μια μεριά του σχοινιού οι γυναίκες -υπερδιπλάσιες των αντρών- και απ’ την άλλη οι άντρες.

Το στενό στον Χριστό, απ’ τον καφενέ της Μαριγώς ως του Σακέλλη την αυλή, γεμίζει κόσμο, κάθε ηληκίας και φύλλου. Παιδάκια 4-5 χρονών, γριές και γέροι που ξεπερνούν τα ενενήντα, συγκεντρώνονται για να αναλάβει καθένας το ρόλο του πρωταγωνιστή ή του κομπάρσου.

Όταν δίνεται το σύνθημα της έναρξης των συρμάτων, οι φωνές φτάνουν ως τον ουρανό. Το σχοινί τεντώνει τόσο πολύ που κινδυενεύει να κοπεί. Είναι όμως εκτός από μακρύ (φτάνει ως τα πενήντα μέτρα) και πολύ χοντρό, και έτσι αποφεύγονται τα ατυχήματα από πιθανό σπάσιμο του σχοινιού.
– Ενικήσαμεεεεεεε, φωνάζουν οι γυναίκες.
– Ενικήσαμεεεεεεε, φωνάζουν οι άντρες.
– Καλοφαωμένη σας, λένε οι γυναίκες.
– Και του χρόνου να σας ξανατραβήξομε, απαντάνε οι άντρες.
– Εφάτε τη τσ’ εφέτι τη χυλόπιτα, υπενθυμίζουν οι γυναίκες.
– Ούτε με τις γαρνιές ‘εν ημπορείτε να νικήσετε, επιβεβαιώνουν άντρες, κι ας είστε και τριπλάσιες από μας.

Οι πιο καπάτσες θα βάλουν λίγο αλεύρι και νερό, θα το κάνουν δήθεν χυλόπιτα, κι ώστα να δεις είναι πασαλειμμένα τα πρόσωπα των αντρών.

Οι κατσουκνίες (τσουκνίδες) που είχαν φέρει μεγάλες σε ηλικία γυναίκες για να παρενοχλούν τους άντρες, να μην μπορούν να τραβούν, εξετέλεσαν την αποστολή τους και έχουν εξαφανιστεί πλέον.
Οι πειραχτικές μαντινάδες δεν θ’ αργήσουν να κυκλοφορήσουν. Οι γυναίκες προλαβαίνουν πάντα αλλά δεν θα μείνουν αναπάντητες κι απ’ τους άντρες. Ούτε τα όργανα όμως αργούν να εμφανιστούν. Για πότε στήνεται το γλέντι και ο χορός είναι άξιον θαυμασμού. Την περίμενε η νεολαία αυτή την εξέλιξη και την επιδιώκει. Το καθιστό γλέντι κι ο κάτω χορός θα μονοπωλούν τις υπόλοιπες ώρες.

Το κοντράστο με τις μαντινάδες θα δίνει και θα παίρνει. Η κόντρα τώρα από τα σύρματα μεταφέρεται στο γλέντι, κι αυτό το κάνει πολύ ενδιαφέρον. Είναι μάλιστα και ένα από τα γλέντια που κυριαρχεί το ίδιο θέμα, που περιστρέφεται γύρω απ’ την εξέλιξη των συρμάτων και προπάντων στους πρωταγωνιστές των δυο αντιμαχόμενων ομάδων, των αντρών και των γυναικών, τούτα όλα όμως χατήρι του γλεντιού.

Δείγματα από μαντινάδες του κοντράστου:
Γυναίκες
Ακούσετε τι πάθασι οι άντρες οι Σποΐτες,
σύρματα λέει θέλασι να κάμουν οι κοπρίτες.
Θαρούσασι τα σύρματα πως ήτο μαντινά(δ)ες,
να κάουται να τραγουδού όξω τους καφενά(δ)ες.

Μικροί, μεγάλοι, γέροντες και μεσοκοπημένοι,
ήρταν να πολεμήσουσι οι κακομοιριασμένοι,
και ενισχύσεις φέρασι κάμποσα φανταράκια
μα θα θυμούται τη χρονιά τα δυο τω τα χεράκια.
Ως και το γέρο φέρασι κι εβάστα το μπαστούνι
και ο παπάς προσεύχετο στης Φούλας το καντούνι.

Άντρες:
Εφάσι τη χυλόπιτα πάλι οι γυναικούλες,
κι ας ήρθασι στα σύρματα μικρές, μηάλες ούλες.
Κάπου καμιά εκατοστή ήτανε οι κυρίες,
κι εφέτος πάλι τη λαμπρή ήμπαν σε φασαρίες.

Τις γραις επιστρατεύσασι και τα μωρά ακόμα,
μ’ οι άντρες τις εσύρασι να φάσιν ούλες χώμα.
Εβάλα και τα σκέλη μας στόχο με τα ραβδιά τω,
και δεν εξεχωρίζασι ας ήτο και παιδιά τω.

Δείγματα από μαντινάδες του γλεντιού:
-Τα κάναμε τα σύρματα κι εφέτος στο χωριό μας,
και θα το συνεχίζομε χατήρι των παιδιών μας.
-Το καθένα μας έθιμο αξίζει χίλια γρόσια,
αμέ τα σύρματα θαρώ αξίζουν άλλα τόσα.

-Μία καλή παράδοση οι νέοι μας κραούσι,
για να τη βλέπουσι κι αλλού και να ‘χουσι να πούσι.
-Ο σύλλογός μας χωριανοί το έθιμο στηρίζει,
κι αναπολήσεις όμορφες απόψε μας θυμίζει.

Η αντιπαράθεση ξεχνιέται αμέσως με το ζέψιμο του πάνω χορού που δίνει τη δυνατότητα τώρα στους νέους να δείξουν την επιδεξιότητά τους στο χορό, όπως έδειχναν την παλικαριά τους στα σύρματα. Δίνει όμως και τη δυνατότητα στα κορίτσια να βρεθούν κάποια στιγμή χορεύτρες εκείνων για τους οποίους ενδιαφέρονται. Να δεχθούν το διακριτικό σφίξιμο του χεριού τους και ας μεσολαβεί το άσπρο μαντηλάκι που κρατούν πάντα οι κοπέλες μαζί τους στον χορό.

Τα παιχνίδια της Σαρακοστής, ξεκούραζαν κυρίως τους νέους και τις νέες απ’ την πολύ δύσκολη καθημερινότητα του χωριού. Από τις γεωργικές και τις ποιμενικές δουλειές που οι περισσότεροι με αυτά ασχολούνταν και απ’ αυτά ζούσαν.
Δεν καταλάβαινε κανείς πότε πέρναγαν οι εφτά εβδομάδες της Σαρακοστής, που συμβολίζονταν κιόλας με εφτά αμύγδαλα ή καρύδια ή δαχτυλιές πάνω στους «γίλους» που έφτιαχναν οι γυναίκες στους ξυλόφουρνούς τους το Σάββατο της τελευταίας Αποκριάς, δυο μέρες πριν την Καθαρά Δευτέρα.

Όποιο παιδί, λέει, έτρωγε το γίλο του θα έβρισκε τη φωλιά της πέρδικας με τα αυγά της γεμάτη! «Αλαζαράκια» θα τα λένε τώρα –όχι γίλους- τα ψωμάκια του ίδιου σχεδόν σχήματος που ξαναφτιάχνουν το Σάββατο του Λαζάρου.
Και τι δεν φτιάχνουν οι νοικοκυρές τη Μεγαλοβδομάδα ξεκινώντας απ’ τα (α)λαζαράκια! «Κουκνούκους» διαφόρων σχεδίων με τα κόκκινα αυγά κολλημένα πάνω. Ανθρωποειδή ή φιδάκια είναι κυρίως τα σχήματα των κουκνούκων. Αυγούλες, χοντροκούλουρα με κόκκινο αυγό στη μέση, τούρτες, και παλιότερα το κουλούρι της πεθεράς, που ήταν ένα χοντροκούλουρο με πολλά κόκκινα αυγά πάνω πέντε, έξι και εφτά ακόμα.

Κάλαντα Λαζάρου
Ούτε και εμείς όμως δεν καθόμασταν ήσυχοι! Με το που βγαίναμε απ’ το σχολείο οργανωνόμασταν για τα «κάλαντα του Λαζάρου». Πριν το Σάββατο, μερικές μέρες, φέρναμε βάγια από το Μακρύ Γιαλό θυμάμαι, για να κάνουμε τους σταυρούς και τα αστέρια. Όσες περισσότερες μέρες έμεναν τα βάγια στην κοπριά, τόσο πιο πολύ μαλάκωναν (κιτρίνιζαν) και δουλεύονταν πιο εύκολα στα χέρια μας.

Μια εικόνα θαρώ μόνο του Λαζάρου υπήρχε στην εκκλησία μας, και την έπαιρνε όποιος προλάβαινε από την προηγούμενη βραδιά, για να μπορεί να βγει πρωί-πρωί του Σαββάτου στα καλαντα. Να γυρίσει προπάντων «τα μιτάτα» του χωριού, με το καλαθάκι που κρατούσαν με την εικόνα, τους σταυρούς και την ελιά μέσα, να το γεμίσουν με τυριά, μυζήθρες και αυγά, να έρθουν να τ’ αδειάσουν σπίτι για να γυρίσουν και τα σπίτια του χωριού, να πούνε κι εκεί τα κάλαντα του Λαζάρου.
.

…………………………………..
…Καλώς σας τον εφέραμε τον Άγιο Αλάζαρο.
Καλά να τον τιμήσετε από ένα κι από δυο,
από εφτά κι από οχτώ, κι από μυζήθρα κι απ’ αυγό…

……………………………………….
Όσοι δεν νήστεψαν όλη τη Σαρακοστή, τώρα, με την είσοδο της Μεγαλοβδομάδας ξεκινάνε κι εκείνοι τη δικιά τους νηστεία, για να μεταλάβουν τη Μεγάλη Πέμπτη αφού επροηγείτο το ευχέλαιο που γινόταν πάντα τη Μεγάλη Τετάρτη.
Οι ακολουθίες όμως της Μεγάλης Εβδομάδος ξεκινούσαν από την προ του Πάσχα Κυριακή με τον Νυμφίο, το τροπάριο της Κασιανής, τα δώδεκα Ευαγγέλια, τη Σταύρωση, τα εγκώμια, την πρώτη και την δεύτερη Ανάσταση. Η εκκλησία του πολιούχου μας, Αγίου Γεωργίου του μεθυστή, γέμιζε αυτές τις μέρες με πιστούς.

Μας άρεσαν πολύ οι ύμνοι της εβδομάδας των παθών του Κυρίου, αλλά περιμέναμε με ανυπομονησία την Μεγάλη Παρασκευή που θα χωριζόμασταν σε ομάδες άντρες-γυναίκες και πάλι, να πούμε τα εγκώμια. Για να διαβάζουμε καλά τα εγκώμια και να μην κάνουμε λάθη, μας προετοίμαζαν οι δασκάλοι μας από το σχολείο. Ο Διακολιός και ο Χαλκιάς έδιναν μεγάλη σημασία στο αλάθητο διάβασμα της «Ζωής εν Τάφω», του «Άξιον Εστί» και του «αι Γενεαί Πάσαι» για αυτό το έβαζαν και σαν μάθημα, και μας μάζευαν και στο σπίτι τους ακόμα και τα απογεύματα να τα διαβάζουμε μεγαλόφωνα.

Το ίδιο ακριβώς γινόταν και με το «Άσπιλε Αμόλυντε», το «και δος ημίν δέσποτα» και το «εν παντί καιρώ» που είχαμε μάθει σχεδόν σαν ποιήματα, γιατί ήμασταν υποχρεωμένοι να τα λέμε κι εμείς, παιδιά ακόμα, όποτε χρειαζόταν. Ήμασταν στ’ αλήθεια έτοιμοι σε όλα τα παραπάνω, κι ας ήμασταν έντεκα-δώδεκα χρονών. Και πράγματι, δεν κάναμε κανένα λάθος στα εγκώμια και νιώθαμε υπερήφανοι για το αλάθητο το δικό μας τις περισσότερες φορές, αλλά και για την αστοχία των κοριτσιών όποτε κάνανε κάποιο λάθος ή παραφωνία. Όταν όμως έβγαινε ο επιτάφιος στις γειτονιές, αγόρια και κορίτσια μαζί τον συνόδευαν με τις στροφές που ήξεραν απέξω κι από τις τρεις στάσεις.

Στη γειτονιά «του Χριστού», οι νέοι που σήκωναν τον Επιτάφιο, τον ψήλωναν τόσο όσο να μπορούν να περάσουν τρεις φορές από κάτω όλοι οι πιστοί χωρίς να ακουμπούν πουθενά, για να μην πονάνε τη μέση τους όλο τον χρόνο. Το ίδιο ακριβώς επαναλαμβανόταν και κατά την επιστροφή του Επιταφίου στην εκκλησία, μπροστά στην πόρτα της.

Όλες αυτές τις μέρες της Μεγαλοβδομάδας οι γυναίκες του χωριού είναι σε μεγάλη κινητικότητα καθαρίζουν, ασπρίζουν, φουρνίζουν και δεν λείπουν από καμιά ακολουθία, παρά την κούρασή τους, άσχετα αν τη Μεγάλη Πέμπτη έχουν να παρακολουθήσουν και τα δώδεκα ευγγέλια το βράδυ. Πρωί-πρωί ξεκινάνε την ημέρα τους με το άναμα του φούρνου και το βάψιμο των κόκκινων αυγών (από λεμονόφυλλα ή τα πλαστάρια των ξινίδων), που θα χρειαστούν για τους κουκνούκους, τις αυγούλες, τα χοντροκούλουρα και το κουλούρι της πεθεράς.

Την ίδια μέρα κάνουν και το ψωμί της εβδομάδος για να μείνουν μόνο οι τούρτες και η προετοιμασία του πασπαρά (βυζαντιού) για το φούρνισμα του Σαββάτου.  Όσες δουλειές όμως κι αν έχουν, δεν θα ξεχάσουν τη Μεγάλη Παρασκευή (που σταματάει κάθε δουλειά και οι άντρες κρεμάνε τον βαλέ στο καφενείο -δεν παίζονται δηλαδή χαρτιά) πριν φάνε οτιδήποτε άλλο, να βάλουν λίγο ξύδι στο στόμα τους, όπως έκαναν και στον Χριστό οι Εβραίοι. Να ετοιμάσουν τη σκέτη φακή χωρίς λάδι -μόνο με ξύδι- και να τρέξουν να μαζέψουν λουλούδια για να στολίσουν τον επιτάφιο.

Οι στιγμές είναι πολύ συγκινητικές και θρηνητικές συνάμα γιατί μαζί με το μοιρολόι της Παναγίας μοιρολογούνταν και για τα στενά συγγενικά τους πρόσωπα, που έχασαν πρόσφατα. Συνήθιζαν μάλιστα να βάζουν ένα μεγάλο κερί και τη φωτογραφία του προσώπου που έχασαν, πάνω στον Επιτάφιο, ανάμεσα στα λουλούδια.

Οι γυναίκες παρέες-παρέες συντροφεύουν τον Επιτάφιο όλη την ημέρα λέγοντας τον θρήνο της Παναγίας, και συνήθιζαν μάλιστα να τον ξενυχτούν ως το Σάββατο το πρωί.

Σήμερο μαύρος ουρανός, σήμερο μαύρη μέρα,
σήμερο εσταυρώσασι των πάντων Βασιλέα.
Τότες ετσείνο τον τσαιρό συβούλιο εκάμα,
αρχιερείς τσαι γραμματείς με το λαό αντάμα,
για να συλλάβου το Χριστό και να το θανατώσου
πάνω σε Τίμιο Σταυρό δια να το Σταυρώσου…

Το Σαββάτο το περιμέναμε –σαν παιδιά- με λαχτάρα, γιατί θα μας έστελναν οι γονείς μας «στη μάντρα». Κάθε οικογένεια είχε το δικό της τσοπάνο. Από εκείνο θα έπαιρνε τα κρέατα του Πάσχα και την αργατινή (της ημέρας) δρίλλα, απαραίτητο έδεσμα στο τραπέζι της Λαμπρής. Φορτωμένοι με το τουβρά που το γέμιζαν με ρύζια, μακαρόνια, γλυκά, ψωμί ή χοντροκούλουρα, τραβούσαμε καθένας στον δικό του τσοπάνη που και εκείνος ήξερε και μας περίμενε,  δίνοντάς μας τα κρέατα που ήξερε εκ των προτέρων πως θέλαμε. Αντιγέμιζε τον τουβρά με τα δικά του αντίδωρα, μυζήθρα, τυρί, γάλα και δεν μας άφηναν να φύγουμε εάν δεν τρώγαμε την δρίλλα που έβαζαν μπροστά μας, μέσα στο «καυκί».

Δύο συνήθως κρέατα αγόραζε κάθε σπίτι. Το μικρό (έως οχτώ-δέκα κιλά), το βυζάντι δηλαδή που θα έμπαινε στον φούρνο το βράδυ, και το περσινό «χημέρι» ή κόρνακα (δεκαπέντε με είκοσι κιλά). Σε όλα σχεδόν τα σπίτια έβλεπες κρεμασμένα δυο σφαχτά, ενα μικρό και ένα μεγάλο. «Πλούσια τα ελέη», σου έλεγαν οι νοικοκυρές κι ευχαριστούσαν τον Θεό που τους βοήθησε να περάσουν ακόμα ένα Πάσχα με γεμάτο το τραπέζι τους.

Δεν παραλείπει τίποτα, ακόμη και σήμερα, η Σποΐτισσα νοικοκυρά από όσα συνήθιζε να κάνει ανέκαθεν. Μέχρι να τους φέρουν το βυζάντι, έχει ανάψει τον παραδοσιακό φούρνο κι έχει ψήσει το ψωμί και τις τούρτες κι είναι έτοιμη να αρχίσει την προετοιμασία για το βυζάντι, του πασπαρά που λέμε εμείς στο Σπόα ή το «οφτό» που λένε σε άλλα χωριά.

Όλη σχεδόν η Κάρπαθος απ’ άκρη σ’ άκρη έχει το ίδιο φαγητό για το τραπέζι του Πάσχα. Παρά την κούραση όμως της ημέρας, η Σποΐτισσα δεν παραλείπει να παρεβρεθεί και στην πρώτη Ανάσταση και να φέρει το Φως της Αναστάσεως στο σπίτι, ανάβοντας το καντήλι της με τ’ Άγιο Φως.

Με το «Δεύτε λάβετε Φως» και το «Χριστός Ανέστη», η εκκλησία δονείται από τουφεκιές και πυροτεχνήματα, ακόμα και σήμερα από τη νεολαία του χωριού θυμίζοντάς μας τα δικά μας παιδικά χρόνια, που τότε όμως, το χλωρικό ήταν το εκρηκτικό που καλωσόριζε την Ανάσταση του Χριστού μας. Ήταν επικίνδυνες οι ευρεσιτεχνίες που χρησιμοποιούσαμε για να ακουστούν όσο πιο δυνατά γινόταν.

Το χλωρικό, το ‘σκούσαμε βάζοντας λίγη σκόνη κάτω από μια πλακερή πέτρα που την πατούσαμε δυνατά με τη φτέρνα του αριστερού ποδιού, κλωτσούσαμε ύστερα με την φτέρνα του δεξιού την πέτρα και την αριστερή φτέρνα μαζί και με την τριβή που εδημιουργείτο γινόταν η έκρηξη και πολλές φορές μούδιαζε το πόδι μας.
Το γέμισμα όμως της «κλεί(δ)ας», με χλωρικό ή μπαρούτι και η έκρηξή του ήταν το χειρότερο πασχαλινό παιχνίδι για κρότο. Πώς δεν θρηνήσαμε θύματα μέχρι τώρα ήταν φαίνεται θέλημα Θεού. Δεν αποφεύγαμε όμως τους τραυματισμούς.

Τι νόστιμη μαγειρίτσα ήταν εκείνη αλλά και τα «α(π)ού μέσα» (εντόσθια) γιαχνί, και τι χαρά στο κάθε κόκκινο αυγό που έσπαγες μέχρι  να σπάσει και το δικό σου! Δεν τα κατάφερνες όμως να φας όλα τα αυγά που έσπαγες στο τσούγκρισμα για το «Χριστός Ανέστη», γιατί λέγανε οι γονείς μας, πως κάθε αυγό που σπάζεις το παίρνεις για δικό σου και πρέπει λέει να το τρως αμέσως.

Η δεύτερη Ανάσταση δεν αργεί να ‘ρθει. Εάν δεν το ‘χες κάνει από την Πρώτη, κρεμάς και πυρπολείς τον Εβραίο –που φτιάχναμε πιο μπροστά για να είναι έτοιμος από την Πρώτη Ανάσταση. Παίρναμε ένα παντελόνι, ένα πουκάμισο, κάναμε και κεφάλι με καπέλο, τα γεμίζαμε άχυρα, έπαιρνε το σχήμα του ανθρώπου, το κρεμούσαμε έξω από την εκκλησία και το καίγαμε με το «Χριστός Ανέστη, ο Εβραίος εχέστη» που λέγαμε και το εννοούσαμε!

Γινόταν και χορός στην αυλή της εκκλησίας μετά την δεύτερη Ανάσταση κι ας μην είχε μεγάλη διάρκεια, γιατί έπρεπε όλοι να πάνε για φαγητό και να ξαναβρεθούν το απόγευμα. Ταίριαζε όμως με το όλο εορταστικό κλίμα, τον ενθουσιασμό, τη χαρά και την ελπίδα που έφερνε η Ανάσταση του Κυρίου. Τα όργανα ήταν πάντα εκεί κι ας ήταν η πληρωμή τους, θυμάται η μάνα μου, μερικοί κουκνούκοι που τα κορίτσια μάζευαν μεταξύ τους και μ’ αυτούς τους πλήρωναν. Και χωρίς πληρωμή όμως ο Κώστας κι ο Χρόνης θα ήταν εκεί με τη λύρα και την τσαμπούνα τους. Και σήμερα ακόμα τα παιδιά τους, και τα εγγόνια τους είναι παρόντες σ’ όλα τα γλέντια και τους χορούς, σε κάθε χαρά που γίνεται στο μικρό τούτο χωριό με τους καλούς γλεντιστάδες, τους καλούς χορευτές και τις καλές χορεύτρες.

Η λαμπροβδομάδα συνεχίζεται στο πνεύμα και στο κλίμα της Λαμπρής Κυριακής. Από ‘δω και πέρα η καλημέρα μας αντικαταστένεται από το «Χριστός Ανέστη» και το «Αληθώς ο Κύριος», ως την Ανάληψή Του.

Η Λαμπρή Δευτέρα έχει γίνει πλέον η ημέρα για τα σύρματα που από παιχνίδι και ολυμπιακό άθλημα που ήταν, μεταμορφώθηκε σε έθιμο που συγκεντρώνει το ενδιαφέρον όσων το παρακολουθούν. Καρπάθιων και μη. Γίνονται τα σύρματα και στον Άγιο Νικόλα αν η μέρα είναι καλή κι ο κόσμος κατέβει στη θάλασσα. Αυτήν την παραλία βρήκαμε –μια Λαμπρή Τρίτη που γυρίζαμε τα εικονίσματα- γεμάτη γαριδάκι που γεμίσαμε όλοι από όσες τσάντες είχαμε, κι ήταν σαν να μην είχαμε πάρει τίποτα. Δεν λιγόστεψε καθόλου! Τόσο πολύ ήταν.

Τούτες τις μέρες, παιδιά τότε, τρέχαμε στους ποταμούς να βρούμε «σφάκες» που γύριζαν για να κάνουμε «πιστόλες». Φτάναμε ως κάτω το Χάι, για να βρούμε πολλώ λογιώ –λεπτές, πιο χοντρές και πιο χοντρές για να κάνουμε πιστόλες με πολλά «πελετζίκια».

Ο ποταμός του Περβολιού, ήταν ένας τόπος με τις σφάκες που ψάχναμε. Κι όταν της Λειαδιώτισσας (Ζωοδόχου Πηγής) πηγαίναμε στη χάρη της, ο ποταμός που είναι πολύ κοντά της γέμιζε παιδιά για να κάνει ο καθένας την πιστόλα του.
-Εμένα είναι με τρία πελετζίκια, έλεγε ένας
-Εμένα με δύο, έλεγε άλλος.
-Κι εμένα με τρία… και τέσσερα… και πέντε καμιά φορά… μπορούσε να είχε καταφέρει κάποιος.

Κι ύστερα να ξαναπάμε στο πανηγύρι προς το τέλος της λειτουργίας, να ρίξουμε πάλι τα χλωρικά και τις στράκες μας σε κάθε «Χριστός Ανέστη», και να καθίσουμε με τις οικογένειές μας γύρω από το τραπεζομάντιλο που έστρωναν κατάχαμα, να ξανατσουγκρίσουμε τα αυγά, να φάμε τους μεζέδες που ετοίμαζαν οι μάνες μας για αυτήν την ημέρα. Μας δινόταν η ευκαιρία και πάλι να ξαναδοκιμάσουμε λίγη δρίλλα που έφερναν οι γείτονες βοσκοί, που είχαν τα μιτάτα τους πάνω απ’ την εκκλησία -στον Πέτασο και στο Ξεροπήα(δ)ο. Πολλές φορές νυχτωνόμασταν να πάμε στο χωριό, γιατί μετά από το καθιστό γλέντι ακολουθούσε και χορός. Σήμερα, δεν φέρνουν πλέον οι προσκυνητές τα φαγητά τους, ούτε τα τραπεζομάντιλά τους να τα στρώσουν στο χώμα όπως στα παιδικά μας χρόνια.

Η εκκλησία είναι με την «κούφη» της, το μέγαρό της δηλαδή. Ετοιμάζεται φαγητό απ’ τους επιτρόπους για όλους τους προσκυνητές και το σποΐτικο γλέντι κι ο χορός γίνονται εκεί μέσα και καλά κρατούν. Οι προσκυνητές θα τραγουδήσουν και θα ευχηθούν για τη χάρη και την ομορφιά της Ζωοδόχου Πηγής, στον ιδιοκτήτη της, στον ιερέα, στους επιτρόπους, στους δωρητές και φυσικά θα ζητήσουν από τη Χάρη της εκκλησίας να σκεπάζει και να προστατεύει τον κάθε χωριανό είτε βρίσκεται εδώ, είτε είναι στην ξενιτιά. Όμως στο σποΐτικο γλέντι υπάρχει τάξη και ιεραρχία, για αυτό κάθε «θέμα» ανοίγει με τη σωστή «σειρά» και δεν επιτρέπεται ενώ βρισκόμαστε σε ένα θέμα να τραγουδηθεί μαντινάδα έξω από αυτό.

Δείγματα μαντινάδων για το τοπίο και την χάρη της εκκλησίας:

-Αντίκρυ από το χωριό στη φύση μέσα στέκεις, και νήμα προστατευτικό για σκέπη του, του πλέκεις. -Κορνιζομένη φαίνεσαι από μακριά στο μάτι, και μια εικόνα δίνεις του, όλο ομορφιά γεμάτη. -Πηγή ζωής το νόημα που βγαίνει απ’ τ’ όνομά σου, σε χάρη και παράδοση δεν έχει όμοιά σου.

Δείγματα μαντινάδων στο θέμα του ιερέα:

-Θα μπω κι εγώ στο θέμα σας με του σκοπού το πάσο, πως ομορφαίνει η συντροφιά παπά μου με το ράσο. -Παπά-Κωστή τραγούδησε, πιάσε τη και τη λύρα, τους μερακλή(δ)ες μάζεψε εις του γλεντιού τη γύρα. -Εθύμησές μου σήμερα παλιές μου αναμνήσεις, να ‘σαι καλά και του καιρού να ‘ρθεις να λειτουργήσεις.

Το γλέντι της Ζωοδόχου Πηγής είναι και το τελευταίο της λαμπροβδομάδας. Ίσως για να ξορκίσει τ’ αερικά, δηλαδή τις Αναρά(δ)ες που ζούσαν εκεί κι έστηναν χορούς τις νύχτες με τις αστροφεγγιές με τα όμορφα τσοπανόπουλα, χορεύοντας μαζί τους ως την ώρα που θα κούκιζε (λαλούσε) ο πρώτος πετεινός. Αυτό όμως είναι ένα άλλο θέμα…

Σχέδον τίποτα από όλα όσα αναφέραμε δεν βλέπουμε φέτος λόγω του κορωνοϊού. Ας ευχηθούμε το επόμενο Πάσχα να είναι το Πάσχα που γνωρίσαμε και περιμέναμε.

23.4.2023
Καρπαθιακά Νέα