Τα περασμένα χρόνια οι πιο θαρραλέοι Καρπάθιοι, συνήθως οι υστερότοκοι, άφηναν τα μικρά χωράφια και τα αιώνια αναστέμματα τους. Κουνούσαν μαντήλια και μέσα στο δάκρυ, στον βουβό πόνο, αναχωρούσαν για τη ξενιτιά. Αναζητούσαν την τύχη, μοναδικό εφόδιο η ευχή μιας μάνας, και η αγωνία της φαμίλιας, που περίμενε κάτι από το μηνιάτικο. Μικρή σημασία είχε η απόσταση. Σε όποια μακρινή ήπειρο, σε όποια άγνωστη πατρίδα βρέθηκαν, προσπάθησαν να την κατακτήσουν.
Ενώ η απουσία προκαλούσε μια ιδιόμορφη δέσμευση σε κάθε Καρπάθιο, αφού έδενε ακόμη πιο σφιχτά τη ψυχή του πάνω στα βράχια του νησιού.
Η δουλειά του λατόμου στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα ήταν εξαιρετικά δύσκολη και απαιτούσε μεγάλη μαεστρία και προσοχή από τους μαστόρους.
Τις περισσότερες φορές ένα λάθος ήταν και το τελευταίο για τον εργάτη, που πάλευε με μια πέτρα.
Απαντήσεις για τη δουλειά του λατόμου δίνει ο Αλέκος Καμαράτος.
Αυτός ο λατόμος δούλεψε στο Μαραθώνα, το Διόνυσο, την Ερέτρεια, το Λαύριο, αλλά και στη Πεντέλη.
«Ήταν ένα επάγγελμα που ή θέλαμε ή δε το θέλαμε, το αγαπήσαμε διότι από αυτό ζούσαμε», έτσι ξεκινά να περιγράφει τα 29 χρόνια που πέρασε μέσα στα λατομεία με την ειδικότητα του εξορύχτης.
– Ερωτ: Τι ειδικότητες υπήρχαν στα δικά σου χρόνια;
Απάντ: Ας ξεκινήσουμε με τον ξορύχτη, αυτός έκανε την εξόρυξη, ακολουθούσε ο βοηθός, και μετά ήταν ο μιναδόρος, δηλαδή τον μάστορα που τρυπούσε και άνοιγε τη πέτρα με τη παραμίνα (σίδερο στρογγυλό περίπου 2 μέτρα, που μπροστά είχε κοπίδι) και ακολουθούσε τότε ακολουθούσε οξορύχτης, που γέμιζε με δυναμίτη ή μπαρούτι ανάλογα με την περίπτωση.
Μετά είναι ο ξεσκαρωτής, βοηθός του ξορύχτη, αυτός που έβγαζε και έσπαγε άχρηστα κομμάτια της πέτρας.
Στη συνέχεια μεταφέραμε με χίλια δυο βάσανα τον όγκο της πέτρας, του μαρμάρου, στη πλατεία.
Εκεί αναλάμβανε δουλειά αυτός που πελεκούσε, και τον λέγαμε πελεκάνο. Ο μάστορας σκάλιζε και γώνιαζε τον ακανόνιστο όγκο του μαρμάρου και ο βοηθός του παραδίπλα έβλεπε για να μαθαίνει.Στα βαπόρια τον λένε τζόβενο, αλλά εμείς τον φωνάζαμε νερουλά, γιατί μας έφερνε πόσιμο νερό. Μετά φωνάζαμε και πάλι τον μικρό και του δίναμε τα βελόνια για το χαλκιαδειό, και του λέγαμε να επιστρέψει στα γρήγορα με δυο-τρία ακονισμένα.
Εγώ πέρασα από όλα τα πόστα, στην αρχή που ήμουν νερουλάς, τρύπωνα και στη κουζίνα και έκανα τον μάγειρα.
– Ερωτ: υπάρχει κάποια ιστορία χαραγμένη στη μνήμη σου;
Δεν θα ξεχάσω μια Κυριακή, τότε μαγείρεψα πέντε οκάδες πατάτες με μοσχάρι γάλακτος και όπως συνηθίσαμε στρώναμε το τραπέζι και τρώγαμε όλοι μαζί, όπως κάναμε κάθε σκόλη.
Όπως τρώγαμε ο μακαρίτης ο Μηνάς έχασε το πιρούνι του και μου φώναξε, του έδωσα το δικό μου και ενώ το φαγητό είχε φτάσει στη μέση της τσανάκας, αυτός δεν σταματούσε να μου αγριεύει.
Εγώ τα έχασα, θόλωσα και έδωσα μια στη πύλινη τσανάκα και την έκανα χίλια κομμάτια. Έφυγαν όλα, πάνε τα πιάτα, πάει και το μαρμάρινο τραπέζι, εμείναν όλοι μισοφαγωμένοι, μονάχα ο μακαρίτης Χαλιμάς φώναξε:»μπράβο μωρέ αξάερφε».
Αμέσως έκοψα, πήρα δρόμο, για να μην με πιάσουν. Πήγα γραμμή στον κυρ Γιάννη Μοσχούλη, που ήταν ο πρόεδρος των λατόμων, μαζί του ήταν ο Γιώργος Σπανομανωλής και ο Μιχάλης Κραμπάς.
Ο Μοσχούλης κατάλαβε γιατί πήγα και τον βρήκα και έτσι με κράτησαν στο σπιτάκι του επιστάτη του Ταλιούρη, για να τρώγω μεσημέρι-βράδυ, όμως με παρακάλεσε να μη μυρίζουν τα πόδια μου, να είμαι πλυμένος και καθαρός.
Αυτός ο επιστάτης ήταν γέρος, και πελεκούσε στελιαράκια με το σκεπάρνι, και για μένα αυτά ήταν σαν ψωμοτύρι, πολύ εύκολη δουλειά. Προετοίμαζα τα μαρμαράκια που θα δούλευε ο επιστάτης και στο τέλος πήρα 15 δραχμές παραπάνω στο βδομαδιάτικο μου.
Με ήθελε βλέπεις για γαμπρό του αυτός ο επιστάτης, αλλά εγώ δεν το πήρα χαμπάρι, βλέπεις ήταν ο ευεργέτης μου και δεν κοιτούσα παραπέρα.
Όσο για το Γιάννη Μοσχούλη, μα αυτός ήταν αριστοκράτης, ερχόταν στο λατομείο του Διονύσου με το πουκάμισο, τη γραβάτα, και με το ρεπούμπλικο του, έπαιζε μια βόλτα και τον περίμενε το αυτοκίνητο, βλέπεις αυτός ήξερε γράμματα. Αλλά πονούσε το μάρμαρο.
– Ερωτ: Ποια ήταν τα υλικά των εκρήξεων. Δυναμίτης ή μπαρούτι; ποιά ήταν η χρήση τους;
Απαντ: Αν είχαμε μια άχρηστη πέτρα που μας εμπόδιζε, τότε χρησιμοποιούσαμε δυναμίτη που θέλει καψούλι. Θα έπρεπε το άχρηστο κομμάτι να σπάσει, να φύγει από τη μέση, για να πάμε παρακάτω, μέχρι να φτάσουμε στο μάρμαρο. Τους δυναμίτες τους λέγαμε καβαλάκια.
Αν όμως η πέτρα ήταν χρήσιμη, τότε βάζαμε μπαρούτι, που πάει κατευθείαν με φωτιά. Και προσέχαμε, πηγαίναμε σύμφωνα με τα νερά της πέτρας, έτσι καταφέρναμε να τη σχίσουμε χωρίς να την καταστρέψουμε.
Ερωτ: Πόσο υλικό χρησιμοποιούσατε; με το μάτι γινόταν η μέτρηση;
Απαντ: Ο έμπειρος τεχνίτης το υπολόγιζε με το μάτι, πολλές φορές είχαν γίνει λάθη και η καλή πέτρα γινόταν κομμάτια, τότε το αφεντικό έβαζε τις φωνές και εσύ ζάρωνες, έκανες πως δεν άκουγες, καμμιά φορά σου έδινε και τα παπούτσια στο χέρι, σε έδιωχνε από το νταμάρι.
Ήταν μια παράξενη δουλειά, αλλά και στα κάτεργα να σε πάρουνε συνηθάς.
– Ερωτ: Αυτό που λένε για τη καρδιά του μαρμάρου; υπάρχει;
Απάντ: Η καρδιά είναι συνηθισμένη υπόθεση, όταν έβρισκες μια καλή πέτρα έλεγες πως έπεσες πάνω στη καρδιά. Όταν ήτο μεγάλο και υγειής, έτσι άσπρο και καθαρό, ήταν υγρό έμοιαζε με φρέσκο ζυμωτό ψωμί, σαν αγιασμένος άρτος. Να, φέρε και μένα ένα κομμάτι Καμαράτο!
– Ερωτ: Τι είναι οι «νεροχύτες»; είχαν ονόματα τα κομμάτια της πέτρας;
Απαντ: Νεροχύτης είναι το κομμάτι του μαρμάρου που βγάζει ένα νεροχύτη της κουζίνας, έπρεπε να είναι 60Χ22Χ45.
Υπήρχε και «διπλός νεροχύτης». Άλλες ονομασίες ήταν τα «πεζοδρόμια», που εμείς τα πελεκούσαμε χοντρά-χοντρά και έπειτα έφευγαν για τα μαρμαράδικα και εκεί έκαναν τη ψιλοδουλειά. Είχαν μέγεθος22Χ35, ενώ μπορούσαν να φτάσουν μέχρι 5 μέτρα μάκρος.
Είχαμε και τους «μώλους», τη λιανόπετρα για να χτίζουν μάντρες ή ασβέστη ή τοπαραάλωμα που λέμε Καρπάθικα.
– Ερωτ: Πως τα έβγαζαν και τα κουβαλούσαν στη πλατεία του λατομείου;
Απαντ: Όταν ανακαλύφθηκε το κομπρεσέρ, δηλαδή ο αέρας, όλα έγιναν εύκολα. Με τρύπες τη μια δίπλα στην άλλη, το γάζωνε που πήγαιναν μέσα 10 μέχρι 60 μέτρα, ήταν τα χοντρά μακάπια, τα βαγοτρίλ, αράδιαζε μια σειρά 15 με 20 φουρνέλα, και το γέμιζε μπαρούτι, του έδινε μια και η πέτρα σηκωνόταν πάνω 2 μέτρα.
Έτσι το μάρμαρο το έκοβες όπου και όπως ακριβώς ήθελες.
Εμείς προλάβαμε και τις σφηνιές, που πιο παλιά ανοίγαμε με τα χέρια, τότε κυνηγούσαμε τα νερά της πέτρας. Για να κοπεί σωστά, αλλιώς αν ήταν λίγο λοξά θα στράβωνε, και στο τέλος χάναμε το μάρμαρο.
Παρατηρούσαμε και πιάναμε τα νερά. Έπειτα ξεκινούσαμε το χτύπημα με το μαντρακά και το βελόνι, και συνεχίζαμε με τη βοήθεια των φουρνέλων.
Από την κάτω πλευρά και εγκάρσια έπιανε ο εξορύχτης και δούλευε τη πέτρα στα νερά της για να τη σχίσει.
Ένας εξορύχτης για κάθε όγκο που έπιανε το καργάρισμα, το χτύπημα της κάθε σφηνιάς και οι όγκοι ήθελαν δυο-τρεις τέτοιες τρύπες, μέχρι να σχιστούν.
– Ερωτ: Και ακολουθούσαν τα φουρνέλα, πως γινόταν;
Απαντ: 29 χρόνια έκανα αυτή τη δουλειά, έχω κάψει αμέτρητα καψούλια και τόνους δυναμίτη, το μπαρούτι πια άστο!
Μια φορά είχα βάλει το μπαρούτι, όμως κόπηκε το βραδύκαυστο φιτίλι και το ξαναγέμισα, για να μη το ξεταπώσω, γιατί είναι επικίνδυνο, το γέμισα από εκεί και έξω. Έβαλα φωτιά, έσκασε, έσκισε το μάρμαρο, αλλά μετά από λίγα δευτερόλεπτα, άρπαξε το μέσα μπαρούτι και πέταξε τη φωτιά έξω από το σχίσιμο περίπου πέντε μέτρα. Αρπάξαν τα ρούχα μας, φοβηθήκαμε, ευτυχώς δεν είχε βλήματα, ήταν μόνο φωτιά και αέρας. Δεν είχε και πολύ μπαρούτι μέσα. Ήταν ένα λάθος, στους δυναμίτες ή στα καψούλια το πρώτο λάθος ήταν και το τελευταίο. Ποιος θα πειέσκασε στα χέρια μου και σώθηκα, δεν έχει τέτοια αυτό το υλικό.
– Ερωτ: Τι θα πει «λουστεύω» ένα μάρμαρο;
Απαντ: Κάνω λεβιέ, βγαίνει από από τη λέξη λοστός. Λούστεμα λέγαμε όταν θα σηκώναμε πάνω από το έδαφος τη πέτρα.
Θυμάμαι είχαμε έναν πελώριο εγγλέζικο λοστό, πάνω στο Διόνυσο, που ζύγιζε 120 οκάδες και πιάνανε πάνω του ίσα με 15 άτομα. Έπρεπε αυτός που κρατάει μπροστά να προσέχει, να μη του ξεφύγει, γιατί θα σκότωνε κανέναν εργάτη.
Αφού λοιπόν σκίσουμε με μπαρούτι το μάρμαρο, σκαρώνουμε και λουστεύουμε(σηκώνουμε) περίπου είκοσι πόντους ετούτο τον όγκο. Έπειτα θα πετάξουμε μέσα 5-6 σιδερένιες μπάλες ή κατρακύλια, οβίδες, για διευκολύνουμε στην επόμενη φάση που είναι το τράβηγμα, με συρματόσκοινο ή με γρύλο.
Με ένα γάτζο περνάγαμε το συρματόσκοινο και δέναμε το μάρμαρο και μετά το τραβάγαμε. Σέρναμε τον όγκο μέχρι κάτω, στη πλατεία του λατομείου και πιάναν δουλειά οι πελεκάνοι.
– Ερωτ: Υπήρχαν εργαζόμενοι που σκοτώθηκαν στα λατομεία;
Απαντ: Πολλοί άνθρωποι χάθηκαν, πάρα πολλοί. Είχα έναν φίλο στη Κοζάνη, νιόπαντρος, τον ΠαριανόΛουκή. Άναψε το φιτίλι, όμως άργησε να παίξει το μπαρούτι, πήγε και έβαλε το αυτί του να ακούσει. Αυτό έσκασε, όμως δεν είχε δύναμη να σκίσει το μάρμαρο έτσι ξετάπωσε και άνοιξε μια τρύπα, 10 πόντους,στο κρανίο του.
Ο επιστάτης στο Διόνυσο ήταν κι αυτός Παριανός, ο Φραγκιάς. Θυμάμαι έβαλε ένα μεγάλο φουρνέλο, το άφηνε και κρύωνε και άδειαζαν μέσα ξανά υλικό, δύο ντενεκέδες μπαρούτι. Το έκαιγε και μεγάλωνε η τρύπα που ήταν βαθιά, κάτω από το μάρμαρο, γινόταν σπηλιά.
Στην αρχή την άνοιξε με βαγοτρίλ, έβαλε μέχρι σαράντα ντενεκέδες μπαρούτι, ήθελε να σπρώξει τον όγκο, να ξεκολήσει από το βουνό και να έρθει έξω. Αυτός λοιπόν δεν περίμενε τη τελευταία φορά να κρυώσει, και μόλις έριξε δύο ντενεκέδες μπαρούτι, άρπαξε φωτιά και τους πέταξε όλους ψηλά. Είναι πολύ δυνατό πράμα το μπαρούτι.
– Ερωτ: Ποιούς είχες δασκάλους; πως έμαθες τη τέχνη;
Απαντ: Ο Σκορδαράς, ο Χαλιμάς (Μιχάλης Γεραπετρίτης), ο Νίκος Γεραπετρίτης, ο Γιώργος Δημελλάς, μα ποιούς να πρωτοθυμηθώ.
Ο Αλέκος Καμαράτος
«Θέλεις πει ότι ο Καρπάθιος τη τέχνη του λατόμου την έχει μέσα του.
Θα χαλάσει ένα μάρμαρο, θα χάλασει δεύτερο, τρίτο δε το χαλάει. Εγώ άμα βλέπω ένα μάγειρα και μαγειρεύει, αναρωτιέμαι και λέω πως τα βγάνει πέρα, είναι ανάλογα, κάθε κατεργάρης στο πάγκο του.
Όλοι έχουν αγαπητικές και έγω έχω για καμάρι
τις πέτρες και τα σίδερα που είναι μέσα στο νταμάρι».
Μανώλης Δημελλάς
Καρπαθιακά Νέα