Πηγάδια Καρπάθου. Από τον θρύλο Στάθη Χατζή στον σφουγγαρά Γιάννη Κόκκινο

Πηγάδια Καρπάθου. Από τον θρύλο Στάθη Χατζή στον σφουγγαρά Γιάννη Κόκκινο

Ήταν 16 Ιουλίου 1913, όταν κλήθηκε στην Κάρπαθο ένας Συμιακός ψαράς και σφουγγαράς να βοηθήσει στην ανάσυρση της άγκυρας ενός Ιταλικού πλοίου. Η απίστευτη ιστορία του Στάθη Χατζή (όπως τον φώναζαν, ο Χατζηστάθης),  είναι γνωστή σε όλο τον πλανήτη.  Έμεινε 3 λεπτά και 58 δευτερόλεπτα σε βάθος 88 μέτρων και έσπασε κάθε ρεκόρ βάθους και άπνοιας που είχε γίνει ποτέ στις καταδύσεις. Η άγκυρα του πολεμικού Regina Margeritta δέθηκε και ανέβηκε στο κατάστρωμα του πλοίου.

Ο βουτηχτής αυτός, είχε ύψος περίπου 1,70 και βάρος 65 κιλά, έπασχε από εμφύσημα και διάρρηξη του ενός τυμπάνου (το άλλο δεν υπήρχε καν) μπορούσε, κάτω από το νερό και σε μεγάλο βάθος, να μείνει χωρίς ανάσα ως και επτά λεπτά αφού, όπως ο ίδιος έλεγε, εκεί κάτω δεν αισθανόταν την ανάγκη να αναπνεύσει. Η άγκυρα του ιταλικού πολεμικού σκάφους ανέβηκε στην επιφάνεια και ο Στάθης Χατζής πέτυχε έναν απίστευτο άθλο που με τα χρόνια έγινε και θρύλος.

Ο Χατζής ήταν Συμιακός σφουγγαράς, είχε γεννηθεί το 1878 και ασχολούνταν με το ψάρεμα. Τα επόμενα χρόνια μετανάστευσε στην Αμερική για ένα καλύτερο μέλλον. Γύρισε στην Ελλάδα όταν διαγνώστηκε με καρκίνο του πνεύμονα και άνοιξε έναν μηχανοκίνητο μύλο. Πέθανε το 1936, σε ηλικία 58 ετών.

Εκατό χρόνια αργότερα, το 2013, στην ίδια περιοχή έχασε την άγκυρα του το πλοίο της γραμμής, το «Πρέβελη»!  Στην επίσημη ανακοίνωση «διαπιστώθηκε η απώλεια της αριστερής άγκυρας, μετά από θραύση του κλειδιού της αλυσίδας».

Τραγική ειρωνία που υπενθυμίζει ότι τίποτε δεν ξεχνιέται, τίποτε δεν χάνεται. Οι μνήμες είναι ζωντανές ακόμη και στα πιο βαθιά, στα πιο μαύρα νερά!

Όμως εμείς θα σταθούμε σε έναν άλλον βουτηχτή, σε έναν σφουγγαρά που ζει στην Κάρπαθο και σχνώτο του μυρίζει τους θρύλους τις θάλασσας! Ο σφουγγαράς Γιάννης Κόκκινος δεν είναι μια ιστορία παίξε-γέλασε.

Κάθε που ξεκίναγε με τα καϊκια σταυροκοπιόταν όλη η φαμίλια, στην αρχή ήταν η έρημη μάνα, έπειτα ήρθε γυναίκα του, η Θοδώρα, που ήταν μαθημένη σε γερά κλάματα και συχνούς αποχωρισμούς, αφού κι αυτή είχε τον πατέρα της, τον Γιώργη Σμαλιό, δεινό σφουγγαρά, έναν πελαγίσιο μύθο.

Κάθε καλοκαίρι καρδιοχτυπούσαν, ανάβαν κεριά και θυμιατίζαν εικονίσματα μέχρι την επιστροφή στο σπίτι, η ανάγκη όμως δεν άφηνε περιθώρια για στεριανές θεωρίες, ετούτες οι βουτιές ήταν αληθινά βαθιές, με αντάλαγμα τα ψωμοχορτασμένα στόματα.

Ο Γιάννης χτυπήθηκε από τη νόσο το 1983 και σταμάτησε το κυνηγητό των σφουγγαριών. Ευτυχώς το χτύπημα ήταν ελαφρύ, πέρασε καιρός όμως κατάφερε να επανέλθει, ακόμη μνημονεύει το φίλο και θεραπευτή του, τον μακαρίτη Ηλία Ζερβουδάκη. Από τότε σταμάτησε τα βουτήγματα, καλοκάθισε επάνω στις ζωντανές μνήμες, όμως αποφεύγει να τις πολυμοιράζεται, βλέπεις οι κανονικοί, οι στεριανοί, ψάχνουν μέσα στα τσιμέντα και προσπερνούν, ενώ όταν κοιτάζουν τον γιαλό τρομάζουν, με τα θεριά, αυτά που φαντάζονται πως κρύβει. Θαρρούν πως ο άνθρωπος, αυτός είναι το πιο μεγάλο, το πονηρό αρπακτικό, αν τύχει και υποψιαστούν πως κάτι δεν παλεύεται, αλλάζουν ρότα, το αγνοούν, μέχρι τελικά να το εξολοθρεύσουν.

Τι να πρωτοθυμηθεί, αλλά και τι να αφήσει πίσω. Ο Γιάννης πρωτοβούτηξε πολύ πριν κλείσει τα δεκαοχτώ, η έρημη ανάγκη, αυτή είναι που μπορεί, μα τι λέω μπορεί, βάζει φωτιά και κάνει τους ανθρώπους να μοιάζουν με πυραύλους. Έτσι κι ο Καλύμνιος που τότε ξεκίνησε τσιτσίδι, μόνο με ένα ζευγάρι πέδιλα και μια  μάσκα δεύτερο χέρι, να κρατά την ανάσα του και να μετρά τ’ ανάποδα, τις οργιές μέσα στο βυθό, πότε τραβώντας και πότε ξεριζώνοντας σφουγγάρια.

Το πρώτο καλοκαίρι, το 1966, γυρνούσε στις Κυκλάδες μέσα στο καϊκι, τέσσερις μήνες με λιγοστό φαϊ, όσο για νερό, αυτό πια ήταν με σταγονόμετρο, ψαρέματα και σφουγγαρομαζέματα και για πληρωμή ένα τσουβάλι αλεύρι, μάλιστα, με αυτό στην πλάτη γύρισε στο σπίτι της μάνας του, και πήρε το βάφτισμα του σφουγγαρά.

Από τότε πέρασε και σχολειό, του μάθαν να ξεχωρίζει το καλό, από το κακό σφουγγάρι, εκεί έμαθε για τις κρυφές ανάσες και τις μυστικές προετοιμασίες, για να πέφτει πιο βαθιά και με τα καλοκαίρια έσπασε η χολή του, δεν τον τρόμαζαν πια, ούτε τα μεγάλα, σαν βουβάλια ψάρια, γαλέους τους έλεγε θαρρώ, ούτε και ο μαύρος, σαν πίσσα βυθός, που μόνο να φαντάζεσαι τι στέκει σιωπηλό τριγύρω τότε σκιάζεται η ψυχούλα σου.

Στα πρώτα χρόνια έπεφτε ολόγυμνος, πρώτα εκείνος που καπετάνευε το σκάφος έπιανε ένα μακρύ καμάκι και μετρούσε τις οργιές. Αφού έβρισκε το μέρος που κρύβεται το σφουγγάρι, ο Γιάννης έπαιρνε μια βαθιά ανάσα και δώστου μέσα, όσο να μετρήσεις ήταν επάνω, έφερνε και το λάφυρο, έπειτα μοσχοπουλιόταν για καθημερινό εργαλείο στο λουτρό ή πήγαινε για λούσο, στολίδι στα ξενικά σαλόνια, που καμαρώναν για το παράξενο σχήμα και εκείνες τις τρύπες που θύμιζαν ελβετικό τυρί!

Όσο περνούσε ο καιρός ξανοιγόταν, έμαθε και τη σκανταλόπετρα, που ζύγιζε 12 οκάδες και με το βάρος της βοηθούσε το δύτη, να πάει σα σκαντάλι, δηλαδή βολίδα στον πάτο της θάλασσας, για να έχει περισσότερο χρόνο με μια ανάσα, να τρυγίσει με μεγαλύτερη ευκολία το βυθό.

Έκαμε και ένα φεγγάρι με το σκάφανδρο, εκεί πια ήταν ολόκληρη επιστήμη, πέρασε τη μουσαμαδιά (έτσι λέγαν τη στολή), τα μολυβένια παπούτσια, βάλε και την ασήκωτη περικεφαλέα και δώσε μια να πας σαν αστροναύτης στον πάτο της θάλασσας.

Δεν ήταν όμως ίδιο με την άπνοια, τώρα είχε έναν σωλήνα, το μαρκούτσι, που του έδινε οξυγόνο και έμενε στο βυθό για μπόλικη ώρα, πάντα μετρούσε και υπολόγιζε το βάθος. Έτσι ντυμένος περπατούσε στις 30 ή 40 οργιές, κούρευε το βυθό και μάζευε σφουγγάρια.

Γράδα και ματζαρόλια, αυτά μετρούσε ο μαρκουτσέρης, πάνω από τη βάρκα, ήταν αυτός που του έστελνε τον αέρα, το οξυγόνο. Ενώ λοιπόν κοιτούσε το βάθος, τα γράδα όπως τα λένε, μετρούσε και τον χρόνο τα λεπτά που ήταν ο σφουγγαράς μέσα στο βυθό και στη γλώσσα τους τα λέγαν ματζαρόλια. Ενώ ο κολαουζιέρης κρατούσε το σκαντάλι, το σκοινί, που είχε δεμένο το δύτη και τον κατεύθυνε από το σκάφος μέχρι που στο τέλος τον ανέβαζε και τον έβγαζε, σιγά-σιγά, επάνω.

Στο τέλος έμαθε και το κομπρεσέρ, το πιο σύγχρονο εργαλείο που τροφοδοτούσε με αέρα το δύτη και τον κάνει εντελώς αυτόνομο, όμως έτσι γίνεται και πιο εύκολο το χτύπημα από τη νόσο των δυτών. Εκείνο το μοιραίο πέρασμα της φυσαλίδας με άζωτο στο αίμα και τους ιστούς, που αφήνει ανεπανόρθωτα κουσούρια στους βουτηχτές σφουγγαράδες.

Έτσι κι ο Γιάννης Κόκκινος, στη τελευταία του βουτιά ήταν δεμένος με ένα κομπρεσέρ, όταν η νόσος τον κοπάνησε κι από τότε έπαψε να φορά στολή και να βουτάει στο πέλαγος. Όμως δεν έκοψε το τσιγάρο, που τόμαθε αναγκαστικά, αφού σε κάθε ανάδυση είναι το πρώτο πράμα που κάνει ο σφουγγαράς, όπως βγαίνει από το βυθό και πριν ακόμη βγάλει τη στολή, βρεμένος όπως ήταν, του μπήγαν ένα αναμμένο στριφτό στο στόμα, αν άντεχε τον καπνό ήταν το καλό σημάδι, πως δεν είχε κανένα πρόβλημα, αν όμως δεν το σήκωναν τα πνεμόνια, τότε είχε τσακώσει τη νόσος, ο δύτης σε λιγάκι θα είχε πιο βαριά συμπτώματα. Αμέσως έψαχναν για θαλάμους αποσυμπίεσης ή αν δεν υπήρχαν τέτοια γιατρικά του ξαναφορούσαν στολές και περικεφαλαίες και τον πέταγαν στη θάλασσα, μήπως και με την πίεση του αλμυρού νέρου γίνει κανένα θαύμα.

Ο Κόκκινος έχει ξεχάσει τους χοντρούς γαλέους και τα μεγάλα ψάρια, αυτά που κολυμπούσαν και βοσκούσαν αμέριμνα κοντά του, όμως ακόμα θυμάται τον γλυκαμένο για άνθρωπο σκύλο, που έπεσε πάνω στο θείο του, το Νίκο Κουτσουράη κι εκείνος ίσα που πρόλαβε και σάλταρε στη βάρκα, το θεριό πρόλαβε και έκανε μια χαψιά στα πέδιλα που φορούσε ο δύτης, και τα έκαμε κομμάτια.

Άλλη μια φορά, σε μια άκρη της Καρπάθου άκουγε έναν παράξενο θόρυβο, ήταν δεν ήταν στις 20 οργιές, ανατρίχιασε, παράτησε τα ψαρέματα και βγήκε βιαστικά πάνω στο σκάφος, έπειτα από λίγο, πλησίασε το καϊκι ένα θεόρατο σκυλόψαρο, με δύο πτερύγια! Ακόμα το θυμάται και αναντρανίζουν τα μάτια του, μα δεν θέλει να κάνει περιγραφές, ούτε να δίνει στίγματα, βλέπεις τρομάζουν οι γνωστοί, τον ακούν  και κοιτούν με δέος τη θάλασσα, βλέπεις τέτοια «γλυκαμένα» σκυλιά στο αίμα, όταν πλησιάζουν, ακούγονται από τα δόντια τους. Τα τρίβουν! Τα προετοιμάζουν και τα ακονίζουν ψάχνοντας το ανέμελο αθώο θύμα τους.

Η εποχή με τις σκανταλόπετρες για μεροκάματο, μα και αναγκαστικό μαξιλάρι, έσβησε και πάει, μοιάζει σα να μάτωσε τα χρόνια μας εκείνη η αρρώστια του σφουγγαριού. Σήμερα η άπνοια είναι μονάχα σπορ, ένα ζόρικο άθλημα.

Εκατοντάδες παθιασμένοι βουτηχτές γυρνούν όλο τον κόσμο και αναζητούν τα δικά τους πιο βαθιά νερά! Θέλουν για να μετρήσουν τα όρια τους, σε βάθη και τις αντοχές τους με τις καφτές τους ανάσες. Όμως η Κάρπαθος κρατά το πιο λαμπρό παρελθόν της άπνοιας μέσα στην αγκαλιά της.

Το πιο ιστορικό σημείο στην ιστορία της ελεύθερης κατάδυσης φαίνεται ολοκάθαρα από το μπαλκόνι του Γιάννη Κόκκινου, είναι μέσα στα Πηγάδια, το λιμάνι του νησιού!

ο αείμνηστος γιατρός Νίκος Τρικοίλης

Και για να μην ξεχνάμε, ο Κ.Ο.Π.Α.Π. Δήμου Καρπάθου, με την συνεργασια του Skandalopetra World Club.com, τον Σύλλογο Ελεύθερης Κατάδυσης Θεσσαλονίκης, το Apnea School of Thessaloniki και το Καταδυτικό Κέντρο Καρπάθου, διοργάνωσαν το Skandalopetra Inter Games, απο τις 16 εως τις 19 Ιουλιου 2016!

Μανώλης Δημελλάς

Καρπαθιακά Νέα