γράφει η Άννα Σακελλαρίδη
Ένας ανεμόμυλος που τα φτερά του τα γυρνούσαν οι αέρηδες του πολέμου κατά τα κέφια τους και όριζαν τις ζωές, ήταν εκείνος ο χειμώνας του ’43. Η παγωνιά και το κρύο είχαν έρθει νωρίς και τα τζάκια έκαιγαν νύχτα μέρα να ζεστάνουν κορμιά και ψυχές.
Τα μαύρα πουλιά του μίσους φτερούγιζαν παντού και η μπότα του κατακτητή ακουγόταν βαριά και ανατριχιαστική να περιπολεί στους πέτρινους δρόμους του χωριού. Νυχτέρια και ξενύχτια στο φως της λάμπας του πετρελαίου, χέρια να δουλεύουν ασταμάτητα πάνω σε πλεχτά και σε κεντήματα, πόντοι και σταυροβελονιές να μετριούνται με προσοχή. Βελόνες δυο δυο ποια θα πρωτογεμίσει με πλέξεις το πλεχτό και η φωνή της μητέρας να μαλώνει για τους πολλούς κόμπους στην ανάποδη μεριά του εργόχειρου. Σιωπηλός ο παππούς να μετρά ασταμάτητα τις χάντρες του κομπολογιού και η γιαγιά να ετοιμάζει το μοσχομυριστό φασκόμηλο που ζέσταινε την παγωνιά της ψυχής. Αναπάντητο είναι το ερώτημα για τον ρόλο που ο Θεός και η μοίρα παίζουν στη ζωή και η ικανότητα των ανθρώπων να υπερβαίνουν εμπόδια και δυσκολίες.
Γειτόνισσες και ξαδέλφισσες ήταν οι δυο γυναίκες της μικρής μας ιστορίας, ας τις ονομάσουμε Δέσποινα και η Βασιλική. Ούτε στη μία ούτε στην άλλη χαρίστηκε η ζωή. Γνώρισαν την αγριότητα του πολέμου, έζησαν απώλειες, βίωσαν την αγωνία και τις στερήσεις της κατοχής, μάτωσαν και ζυμώθηκαν με τον κίνδυνο, πάλεψαν για ζωή και αξιοπρέπεια, αναμετρήθηκαν με τη μοίρα τους γράφοντας τη δική τους ιστορία.
Η φήμη για τον εγκλεισμό των Ιταλών στους κάμπους της Παναγίας από τους πρώην συμμάχους τους, ήταν η συζήτηση εκείνων των ημερών. Πολλές οι ελλείψεις και οι δυσκολίες και μια ανταλλαγή, ένα μικρό εμπόριο, ίσως έφερνε κάποιο έσοδο στη μίζερη καθημερινότητά τους. Ετοίμασαν μπισκότα και κουλουράκια και με φρούτα από τα περιβόλια τους ξεκίνησαν εκείνο το παράξενο αλισβερίσι πίσω από τα συρματοπλέγματα του στρατοπέδου. Τα αισθήματά τους για τους Ιταλούς ήταν αρνητικά, εχθρικά. Γιατί οι μνήμες για όσα πέρασαν και περνούσαν εξαιτίας τους ήταν νωπές.
Η ζωή όμως κόβει και ράβει ανενόχλητη συνδέοντας ζωές και μονοπάτια. Η αγωνία και η δυστυχία που αντίκριζαν σιγά σιγά μαλάκωσαν την εχθρότητα και τη θέση της πήραν η συμπόνοια και η έγνοια για την τύχη που τους περίμενε. Ο Θεός μας δοκιμάζει έλεγαν, αλλά δε μας συνερίζεται και μας δίνει κάθε φορά αυτά που μπορούμε να αντέξουμε. Ας είναι δοξασμένο το όνομά Του, ψιθύριζαν.
Ένα πρώιμο ανοιξιάτικο άρωμα έφερε μαζί του την αποκριά με τα εύθυμα έθιμά της. Μύρισε ο τόπος θυμαρίσιο καρπάθικο μέλι, φρέσκο ανθότυρο και κανέλα και το παραδοσιακό γλύκισμα της αποκριάς γλύκανε πίκρες και στερήσεις. Γρήγορα το γλυκό ετοιμάστηκε από τις δύο γυναίκες και χαρίστηκε στους πρώην εχθρούς με όλη τη θέρμη της καρδιάς τους. Η ευγνωμοσύνη που αντίκρισαν ήταν η καλύτερη, η ακριβότερη αμοιβή. Η αληθινή καλοσύνη και η αγάπη είναι βαθιά, πολύ βαθιά, ξεπερνά πάθη και λάθη και δε σβήνει ποτέ σαν την ανάσα της θάλασσας. Κάποτε η ελευθερία έφθασε και η ζωή ξαναβρήκε τον κανονικό της ρυθμό.
Η Δέσποινα και η Βασιλική όμως δεν έμαθαν ποτέ αν εκείνοι οι δυστυχισμένοι έφθασαν σώοι στις πατρίδες τους ή αν ο τάφος τους δε βρέθηκε ποτέ. ‘Έζησαν ήρεμα έως το τέλος της ζωής τους. Ήταν φτιαγμένες από εκείνο το σπάνιο υλικό που κάνει κάποιους ανθρώπους να μυρίζουν άνοιξη και αγιοκέρι. Και όταν έφτασαν στο τέλος της προσωπικής τους διαδρομής σωστή ήταν ώρα για να δύσει ο ήλιος. Όλοι λίγο πολύ ζούμε στον μικρόκοσμό μας. Αν όμως κοιτάξουμε το στερέωμα θα δούμε πολλούς κόσμους διαφορετικούς να ενώνονται και να δημιουργούν αστερισμούς και γαλαξίες. Ίσως κάποια μέρα και οι δικοί μας κόσμοι να ενωθούν και να επικρατήσουν η αγάπη, η ειρήνη και ο αλληλοσεβασμός.