"Πυροκόκκινο" νέο διήγημα από την Άννα Ρηγοπούλη Λιατήρη!

"Πυροκόκκινο" νέο διήγημα από την Άννα Ρηγοπούλη Λιατήρη!

 

 

Στη Μαρία και στον Μιχάλη

                           -1-

Περού, μέσα 15ου αιώνα. Μια στρατιά από αρσενικά λάμα με σέλες στολισμένες από πολύχρωμα υφαντά με μαλλί και χοντρές κλωστές χρυσαφιού βρισκόντουσαν στη μέση της μεγάλης αυλής του πέτρινου παλατιού. Ο Σίτσου, νεαρός βασιλιάς, ένας από τους τέσσερις βασιλιάδες της αυτοκρατορίας των Ίνκας, βασίλευε στο Περού και βρισκόταν ακόμη μέσα στο παλάτι. Πήρε το πρωινό του με βιασύνη. Ήπιε γάλα της λάμα σε χρυσή κούπα κι έφαγε μοβ πατάτα, που την καλλιεργούσαν μόνο για βασιλιάδες, ψημένη σε καυτή στάχτη. Φοβόταν την πίεση, θα ανέβαινε σε μεγάλο υψόμετρο. Πήρε μια χούφτα από το φιστίκι των Ίνκας, έτσι του άρεσε να το τρώει, το ευχαριστιόταν. Πρόσεχε τη μνήμη του. Τέλος, έβαλε στο στόμα φύλλα κόκας και τα σιγογύριζε με τη γλώσσα, μέχρι να τα καταπιεί. Φοβόταν τους γκρεμούς, το μεγάλο ύψος και το άγνωστο. Φόρεσε την αμάνικη γούνα από βικούνια, που ήταν απαραίτητη για τις χαμηλές θερμοκρασίες του Ψηλού Βουνού και κρέμασε στον λαιμό τον Χρυσό Ήλιο. Κάθισε στην πολυθρόνα και δύο υπηρέτες, που περίμεναν όρθιοι σε κάθε πλάι της τού φόρεσαν χρυσοκέντητες κάλτσες και ασημένια παπούτσια. Δεν θα φορούσε σανδάλια, θα ήταν επικίνδυνο. Στο δέσιμο των κορδονιών είχε παραξενιά. Ήθελε τρεις τέσσερις κόμπους, επειδή φοβόταν μην λυθούν και σκοντάψει και πέσει, όπως όταν ήταν μικρός. Ανατρίχιαζε στην ιδέα του πόνου και φοβόταν να βλέπει αίμα.

Η πόρτα άνοιξε. Όλοι τον περίμεναν υπομονετικά να φανεί, για να δώσει το σύνθημα του ξεκινήματος της πομπής για την επιθεώρηση του μνημείου, που βρισκόταν στην κορυφή του Ψηλού Βουνού. Χτιζόταν εκατοντάδες χρόνια και βρισκόταν κοντά στα τελειώματα. Ένα χαμηλό μνημείο είχε μείνει ακόμη, που θα τελείωνε σε πέντε φεγγάρια.

“Σαν κι αυτό το μνημείο δεν υπάρχει όμοιό του στον γνωστό κόσμο”, είπαν οι σύμβουλοί του. Το σκέφτηκε ο νεαρός βασιλιάς, Σίτσου, και αποφάσισε να το δει από κοντά. Βέβαια, από την πλευρά του είχε κι άλλου είδους σχέδια, φιλοδοξίες κι επιθυμίες. Περίμενε πως και πως να τελειώσει το έργο, για να το ανακοινώσει στην αυτοκρατορία. Ήταν νέος και όποια εύσημα από τον αυτοκράτορα και τους άλλους τρεις βασιλιάδες, θα εδραίωναν τη θέση του στο βασίλειο.

Εκτός από τα λάμα, μια κουστωδία από βοηθούς, οδηγούς και υπηρετικό προσωπικό περίμεναν υπομονετικά στη μία πλευρά της αυλής. Στην απέναντι πλευρά βρισκόταν η μάνα του, Πέτσου, και η Ρίκα, η ετεροθαλής αδελφή του. Η Ρίκα εκείνο το πρωί έφτασε πρώτη απ’ όλους στην αυλή καβάλα στον Άφαντο, το πιστό της λάμα, κι επιθεώρησε τα λάμα ελέγχοντας την υγεία και την καλή τους κατάσταση. Έδωσε μεγάλη σπουδαιότητα στις ποσότητες της τροφής και του νερού κι ενημέρωσε την πομπή για τα δύσκολα κομμάτια του ταξιδιού.

“Το ταξίδι θα είναι μακρύ κι επικίνδυνο. Έχουμε βέβαια μοναδικό δίκτυο δρόμων και γεφυρών, αλλά υπάρχουν και δύσκολα κομμάτια ακόμη. Όλοι θα κακοπάθουμε, αλλά τα λάμα θα ταλαιπωρηθούν περισσότερο. Θ’ ανέβουν και θα κατέβουν το πιο Ψηλό Βουνό της αυτοκρατορίας. Πρέπει ν’ αντέξουν. Τα φιδίσια μονοπάτια και τα στενά περάσματα ανάμεσα σε γκρεμούς δεν είναι παιχνίδι. Όμως θα είμαστε ασφαλείς, όλα έχουν ελεγχθεί με προσοχή”. Έτσι την συμβούλεψε η μάνα της πριν ξεκινήσουν για το ταξίδι. Εφάρμοσε κατά γράμμα τις οδηγίες της.

Όταν φάνηκε ο Σίτσου, οι συγκεντρωμένοι έμειναν βουβοί σε στάση προσοχής. Ο βασιλιάς κούνησε το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά σαν να επιθεωρούσε την κουστωδία κι αμέσως η Ρίκα έδωσε το σύνθημα αναχώρησης. Ένα σύννεφο χρυσού και σκόνης σηκώθηκε στον αέρα από τους λαμπερούς αρμούς της τετραγωνισμένης πέτρας, που ήταν στρωμένη η αυλή. Τα πρόσωπα όλων φωτίστηκαν με χρυσόσκονη.

“Μεγαλειότατε, το καπέλο δεν φόρεσες, φεγγάρι μου! Ο ήλιος θα είναι καυτός. Γύρισε πίσω, καμάρι μου”, φώναξε η μάνα του με ερωτική χροιά στη φωνή της. Κάποτε τον είχε ποθήσει.

Το έμβλημα του ήταν το καπέλο που είχε μεγάλο ύψος και πλατύ γείσο. Η Ρίκα φρόντισε να φτιαχτεί, για να τον προστατεύει από τη ζέστη και το κακό μάτι. Ήθελε ένα καπέλο που να είναι πρωτότυπο και να μην έχει ξαναφορεθεί στα τέσσερα Βασίλεια. Αφού συμβουλεύτηκε τους ειδικούς στα καπέλα, που ήταν και πολλοί στην Αυτοκρατορία, πήρε τις αποφάσεις της. Φτιάχτηκε από λεπτές κορδέλες χρυσού, φύκια και ποσειδωνίες, αυτά τα λεπτά φυτά της θάλασσας που πηγαινοέρχονται με ευκολία στο θαλασσινό νερό. Για να είναι πιο εντυπωσιακό, στολίστηκε με αχιβάδες και κοχλίες με τα καλύμματά τους. Όλα τα παράγγειλε από το Αιγαίο Πέλαγος. Για την κατασκευή του ειδικού αργαλειού, που να υφανθούν τα υλικά, έφερε μάστορες από την Ήπειρο και την Κρήτη. Υπήρξαν δυσκολίες αλλά δεν κιότεψε ούτε υπολόγισε κόπο. Κάλεσε τις τεχνίτριες προγιαγιάδες της, για να διδάξουν την τέχνη στις πιο άξιες γυναίκες του βασιλείου, που θα ύφαιναν το καπέλο. Όλα έγιναν όπως είχαν σχεδιαστεί εκτός από τα καλύμματα των κοχλιών της θάλασσας, που λαμπύριζαν και τους θάμπωναν τα μάτια. Τα ύφαναν με δυσκολία.

Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό και το καπέλο μοναδικό στην αυτοκρατορία.

Ο βασιλιάς Σίτσου ενθουσιάστηκε από την επιθεώρηση του Ψηλού Βουνού. Δεν πέρασαν πολλές μέρες και κάλεσε τη Ρίκα. Ανυπομονούσε να εδραιώσει τη θέση του.

“Κρίμα να μην είναι έτοιμο να στείλω ταχυδρόμους κι αγγελιοφόρους στα πέρατα της Αυτοκρατορίας”, της είπε φιλώντας την στο μέτωπο.

“Μεγαλειότατε, σε πέντε φεγγάρια…”

“Τι θα γίνει σε πέντε φεγγάρια, η ένωσή μας;” την διέκοψε.

Η Ρίκα δεν απάντησε. Καβάλησε τον Άφαντο  κι εξαφανίστηκε. Είχε πολλά να θυμηθεί και πολλά να σχεδιάσει μέχρι την πολυπόθητη μέρα της ένωσής της με τον βασιλιά Σίτσου.

                                    -2-

Η Ρίκα γνώριζε τον νεαρό βασιλιά από μωρό. Η ίδια τον μεγάλωσε από την πρώτη μέρα που γεννήθηκε. Με φροντίδα και λατρεία περισσή. Όταν άρχισε να ανδρώνεται τον ερωτεύτηκε παράφορα και περίμενε την εντολή του Ήλιου για να τον παντρευτεί. Η εντολή όμως δεν ερχόταν και η μάνα της την έχρησε σχεδιάστρια της αρχαίας πόλης και αρχηγό της κουστωδίας του νεαρού βασιλιά στις εξορμήσεις του.

Εκτός όμως από τις βασιλικές της υποχρεώσεις, η Ρίκα, είχε καλλιτεχνική φλέβα, απύθμενη φαντασία και δεξιοτεχνία.

“Ποιος σε δίδαξε να γράφεις σκαλίζοντας τις πέτρες;” την ρώτησε ο βασιλιάς, όταν την είδε να κεντά πέτρες.

“Μα, ο πατέρας μου που σκάλιζε κι αυτός τις πέτρες”, απάντησε.

Όλοι ψιλορωτιόντουσαν τι να έγραφαν ή τι να συμβόλιζαν τα περίεργα, ακαταλαβίστικα σχήματα στο Ψηλό Βουνό. Εκείνη όμως γνώριζε τι έφτιαχνε: Το Ψηλό Ηφαίστειο που θυσίαζαν τα παιδιά, τις αμέτρητες παρθένες του Ήλιου, το οινοπνευματώδες ποτό τσίκα από καλαμπόκι, μια χούφτα χρυσάφι σε σχήμα καρδιάς στο κεφάλι του βασιλιά, ανθρώπους να καλλιεργούν απέραντες εκτάσεις με μοβ πατάτα και καλαμπόκι, το χρυσό φόρεμα που θα φορούσε στην ένωσή της με τον βασιλιά, τις θάλασσες του Αιγαίου, την αλστρομέρια, το αγαπημένο κρίνο της αυτοκρατορίας των Ίνκας, τον πατέρα της, που ήταν απόγονος του θεού της Σοφίας και ανακάλυψε πρώτος την ιερογλυφική γραφή και την κατασκευή των αγαλμάτων, την υφάντρα προ προ προγιαγιά της, τη ζούγκλα του Αμαζονίου, το χρυσό ραβδί του θεού Ίντι, τα φαγητά που έτρωγε ο βασιλιάς, μια μούμια κ. α.

Και ξαφνικά μια μέρα ο θρησκευτικός τους ηγέτης, Ήλιος, κάλεσε τον δρομέα να πάρει μήνυμα για την Πέτσου. Ο δρομέας φόρεσε τον πιο πλουμιστό καρώ χιτώνα με όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου και ανέβηκε στο Ψηλό Ηφαίστειο. Ο Ήλιος έστειλε πολλές πράσινες αχτίδες και τον οδήγησε στο σωστό σημείο. Πήρε το μήνυμα στα χέρια του και άρχισε να κατηφορίζει. Η ανηφόρα δεν τον δυσκόλεψε, αλλά στην κατηφόρα μέρες και νύχτες περπατούσε για να φθάσει στην Πέτσου. Δυσκολευόταν, τα πόδια του πισωγύριζαν. Τις νύχτες που έπεφτε παγωνιά, μούδιαζαν. Προβληματιζόταν, φοβόταν μην δεν φτάσει, τρόμαζε για τις συνέπειες, αλλά προσπαθούσε.

“Είναι από το βάρος του μηνύματος που κουβαλάς”, άκουσε φωνή ακαταλαβίστικη και πολλές αχτίδες Ήλιου τον ζέσταναν. Πήρε δυνάμεις και συνέχισε. Κάποιο μεσημέρι έφτασε στην αυλή του βασιλιά, όπου συνάντησε την Πέτσου.

“Έχω μήνυμα του Ήλιου για τη γυναίκα που θα πάρει ο βασιλιάς”, είπε.

Η Πέτσου αναρίγησε από χαρά. Διάβασε στη σκαλισμένη πέτρα:

“Πέτσου, ο Ήλιος σε γονιμοποίησε για να γεννήσεις την Ηλιαχτίδα, την κόρη που θα παντρευτεί ο βασιλιάς. Πρέπει να εξασφαλιστεί η καθαρότητα του βασιλικού γένους”. Η Πέτσου πάγωσε. Πίστευε πως η εντολή του Ήλιου θα ήταν για την κόρη της, τη Ρίκα.

“Κρίμα, άλλα αποφάσισε. Δεν έδινε την εντολή σε μένα; Ο έρωτας μου μένει άσβηστος!” σκέφτηκε. Ο Ήλιος την άκουσε;

Και την Ηλιαχτίδα, η Ρίκα την μεγάλωσε με την ίδια αγάπη και φροντίδα που είχε μεγαλώσει και τον βασιλιά. Από μωρό είχε κατάλευκο δέρμα και ήταν φαγούδικο και στρουμπουλό. Όσο μεγάλωνε, τόσο και πάχαινε, μόνο που το δέρμα της σκούραινε και τα μάτια της έγιναν κόκκινα. Ένα μεσημέρι, όταν έγινε έξι χρονών, ο Ήλιος έσβησε ξαφνικά.

“Την Ηλιαχτίδα την θέλω μαζί μου, χάνω δυνάμεις! Να την θυσιάσετε στην κορυφή του Ψηλού Ηφαίστειου. Δεν χρειάζεται πάχυνση, μόνο με τσίκα να την ποτίσετε και να την στολίσετε με πολλές αλστρομέριες όλων των χρωμάτων. Ο βασιλιάς να παντρευτεί τη μάνα του”, άκουσαν τις αχτίδες του.

Μετά, πιο πλούσιο φως έδωσε ξανά λάμψη στην αυτοκρατορία.

Η Ηλιαχτίδα δεν πήρε μυρουδιά τι της συνέβη. Ευχαριστήθηκε μάλιστα με τις αλστρομέριες που κρατούσε στην αγκαλιά της. Όταν έφτασαν στα μισά του δρόμου η Ρίκα την ρώτησε για το αγαπημένο της χρώμα και δεν απάντησε. Είχε κοιμηθεί. Φαινόταν ίδιο αγγελούδι.

                                    -3-

Η καρδιά της Ρίκα βούλιαξε σε ποτάμι με βούρκο. Έφυγε από το παλάτι και έμενε με τον Άφαντο στην καλύβα από φοίνικες, καλαμιές και κορμούς δέντρων, σε μια από τις αναβαθμίδες στην πλαγιά του Ψηλού Βουνού. Εκεί, σε μεγάλη γεωργική έκταση, φρόντιζε τη γη και καλλιεργούσε λογιών κηπευτικά. Τώρα, που δεν είχε τις έννοιες και τις σκοτούρες της βασιλείας ονειρευόταν, όχι το γάμο της με τον βασιλιά ούτε τη μάνα της. Ονειρευόταν την Ηλιαχτίδα, που την αγάπησε κι έφυγε χωρίς να νιώσει τον φόβο και το άγνωστο που την περίμενε. Ονειρευόταν και τον πατέρα της, που τον είχε στερηθεί επειδή ήταν πολυάσχολος. Σπάνια τον συναντούσε σαν παιδί. Έφερνε στη σκέψη και τη γιαγιά της, όπως της την είχε περιγράψει η Πέτσου, με πολύχρωμα ρούχα μέχρι το γόνατο, υφαντή ποδιά και καπέλο, που δεν ήταν ψηλό σαν του βασιλιά, αλλά φουσκωτό κι απλωτό με πολλά χρώματα ζεστά και κόκκινα σαν τα καυτά σίδερα του χαλκιά. Οτιδήποτε φορούσε τα ύφαινε η ίδια. Από δώδεκα χρονών έμαθε την τέχνη κι από τότε, όποτε πρωτοφορούσε καινούργιο υφαντό, κόρδωνε. Την τέχνη του αργαλειού υπηρέτησαν οι γυναίκες της οικογένειας για τέσσερις γενιές. Έτσι της είπε η Πέτσου.

“Ρίκα μου, λατρεμένη από τον Ήλιο, μόνο εγώ δεν ακολούθησα την τέχνη του αργαλειού, επειδή με διάλεξε ο Ήλιος να γεννήσω τον βασιλιά κι εσένα για να γίνεις βασίλισσα. Εκεί ψηλά στον ουρανό τα βρήκαν και τα συμφώνησαν με τον πατέρα σου. Η γιαγιά μου ήταν η τελευταία υφάντρα, που έμαθε την τέχνη από την προγιαγιά μου, που κι εκείνη την έμαθε από την προ προγιαγιά μου, που κι εκείνη την έμαθε από την προ προ προγιαγιά μου”.

Παρόλο που η Ρίκα ζούσε μόνη της στην καλύβα, δεν ένιωθε μοναξιά. Τα βράδια τής έκαναν παρέα ο πατέρας και η γιαγιά της, που ερχόντουσαν στο κρεββάτι και ξάπλωναν δίπλα της. Τη γιαγιά της δεν την έβλεπε, μόνο την άκουγε, ενώ τον πατέρα της τον έβλεπε ολοζώντανο. Ήταν ξεδοντιασμένος και σκελετωμένος.  Είχε κεφάλι ανθρώπου, αλλά το σώμα του ήταν ερπετό ιγκουάνα με μακριά ουρά. Τον φρόντισε και του έδωσε κρέας από ινδικό χοιρίδιο, πατάτες και καλαμπόκι για να παχύνει και να δυναμώσει. Εκείνος την νοιαζόταν, της μίλησε για τα κατορθώματά του και την συμβούλευε, όλο την συμβούλευε. Την παρότρυνε να φτιάξει μικρά ομοιώματα παιδιών από τρία υλικά: Αίμα και σάρκα περουβιανού άτριχου σκύλου με κίτρινα μάτια, χώμα από τους πρόποδες του Ψηλού Ηφαίστειου και βούρκο από τάφρο νεκρών. Θα ήταν, λέει, για να στολιστεί το Ψηλό Βουνό, έτσι όπως του ταίριαζε, όταν θα τελείωνε σε πέντε φεγγάρια.

“Βιάσου, Ρίκα, πριν φτάσουν οι βροχές! Το αίμα και τις σάρκες των σκύλων θα τα αποθηκεύσεις σε μικρό πέτρινο πιθάρι, που θα το σκεπάσεις με καπάκι και θα το κλείσεις με λάσπη. Ξέρεις γιατί; Για να μην παίρνουν αέρα και μολυνθούν. Το βούρκο από τάφρους νεκρών θα το παραχώσεις σε βαθύ λάκκο, που θα σκαφτεί κάτω από το μεγάλο δέντρου. Κατάλαβες, αυτό που βρίσκεται κοντά στη σπηλιά σου, ε; Το χώμα από τους πρόποδες του ηφαιστείου θα το σκεπάσεις με τα φύκια και τις ποσειδώνιες, που περίσσεψαν από το καπέλο του βασιλιά, αφού πρώτα τα βάψεις με τα χρώματα της ποδιάς της γιαγιάς σου. Για μάτια θα βάλεις τους κοχλίες και για κοκκινάδι στα μάγουλα θα βάλεις τις αχιβάδες του Αιγαίου, που δεν παθαίνουν τίποτε όσα χρόνια κι αν περάσουν”, την συμβούλεψε. Η Ρίκα προβληματιζόταν, σκεφτόταν, στενοχωριόταν κι αυτή δεν ήξερε τι απ’ όλα. Βασικά δεν ήθελε να σκοτωθούν σκυλιά, όμως για το πρακτικό μέρος δεν είχε αντίρρηση. Θα έκανε, όπως την συμβούλεψε ο πατέρας της.

“Έχεις τα προσόντα, είσαι προικισμένη. Θα σου φέρω και τον χωρικό που ξέρει την τέχνη του συνδυασμού των χρωμάτων για να βάψεις τα υφαντά ρούχα των παιδιών σε όλες τις αποχρώσεις του πυροκόκκινου. Ξέρεις εσύ, έχουμε τις ίδιες φλέβες, θα τα καταφέρεις!”, της έλεγε και της ξανάλεγε τα βράδια. Την έπεισε.

                                    -4-

Η Ρίκα με ενθουσιασμό αναποδογύρισε τον κόσμο της αυτοκρατορίας και επισκέφτηκε όλους τους τόπους και στα τέσσερα βασίλεια. Με μυστικότητα τα βρήκε όλα, τα αποθήκευσε και τα επεξεργάστηκε, όπως την συμβούλεψε ο πατέρας της. Σε λίγο καιρό εκατοντάδες λάμα μετέφεραν τα υλικά που ξεφορτώθηκαν στη μεγάλη έκταση που ζούσε. Για την μεταφορά των πέτρινων πιθαριών με το αίμα και τις σάρκες των άτριχων σκύλων διάλεξε τα πιο ρωμαλέα και μεγαλόσωμα λάμα. Δεν έμεναν παρά τα καλούπια, που εμφανίστηκαν ξαφνικά μετά από μέρες στον ίδιο χώρο που είχαν ξεφορτωθεί τα υλικά. Ήταν τεσσάρων λογιών, όρθια κορίτσια και αγόρια σε ηλικίες δύο και τεσσάρων χρόνων και μάλιστα φτιαγμένα από ατόφιο χρυσάφι.

“Έναν άντρα αδύνατο και ξεδοντιασμένο είδαμε πολλά βράδια να περνάει. Είχε μεγάλη ουρά ιγκουάνα”, της είπαν οι φύλακες. Μόνο αυτή κατάλαβε.

Όλα ήταν έτοιμα. Η Ρίκα θα ξεκινούσε να πλάθει το μίγμα των υλικών, για να φτιάξει τα αγάλματα των παιδιών, όταν θα έβλεπε στον ουρανό τη λεπτή φέτα του νέου φεγγαριού. Για γούρι. Έτσι το σκέφτηκε. Ήρθαν και γέμισαν πολλές φέτες φεγγαριών και το φεγγάρια γίνονταν στρογγυλά και χάνονταν, αλλά η Ρίκα δυσκολευόταν να τα ανακατέψει. Είχε πρόβλημα με το χώμα από τους πρόποδες του ηφαίστειου. Ήταν σκληρό και περίεργο, δεν έδενε με τα άλλα υλικά, δεν πλαθόταν. Δοκίμασε να το ανακατέψει με το χρυσό ραβδί του Θεού του Ήλιου, του Ίντι, που της δάνεισε ο πατέρας της, αλλά και πάλι δεν πλαθόταν. Τότε η γιαγιά της έδωσε εντολή στον πατέρα της να τα ανακατέψει με την ουρά του.

Η Ρίκα έπιασε δουλειά. Χαιρόταν να πλάθει ζωές με τόσο εύπλαστη ζύμη.

Άπειρες παιδικές μορφές, που είχαν όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου, στέγνωναν στον ήλιο για να στολίσουν το Ψηλό Βουνό. Η Ρίκα τα καμάρωνε σαν παιδιά της.

Ώσπου ένα πρωί τα κορίτσια και τα αγόρια ζωντάνεψαν και βγήκαν από τα καλούπια. Στάθηκαν όρθια και φορούσαν υφαντά πυροκόκκινα ρούχα. Αμέσως περπάτησαν. Η Ρίκα δάκρυσε από χαρά.

“Δεν είναι όμως, όπως φαίνονται. Το αίμα του περουβιανού άτριχου σκύλου ρέει μέσα τους, στο δέρμα τους κρύβεται η φωτιά της λάβας, στο μέρος της καρδιάς έχουν τάφρο με πολλούς νεκρούς, με κοχλίες βλέπουν και στα μάγουλα έβαλαν για κοκκινάδι τις αχιβάδες”, σκέφτηκε η Ρίκα.

“Είμαστε όμορφα, ας πάμε να μας καμαρώσει ο βασιλιάς Σίτσου”, άκουσε τις φωνές τους μια μέρα, η Ρίκα. Το χάρηκε.

Έτσι, στρατιές παιδιών ξεκίνησαν, ατελείωτες. Όσο προχωρούσαν, τόσο και πλήθαιναν. Στο δρόμο μιλούσαν, χαίρονταν, χόρευαν.

Ο βασιλιάς βρισκόταν ακόμη στο κρεββάτι. Παρόλο που ξύπνησε νωρίς, δεν σηκώθηκε. Μόνος χουζούρεψε χωρίς την αγκαλιά της Πέτσου. Η ένωση με τη μάνα του καθυστέρησε. Πρακτικοί χειρουργοί και μάγοι έβαλαν τα δυνατά τους να ξεζαρώσουν το γέρικο πρόσωπο της μέλλουσας νύφης.

“Αχ, και να την είχα δίπλα μου! Πόσο μου λείπει η γυναικεία αγκαλιά”, σκέφτηκε. Δεν καλοκέφιασε και η ατονία συνέχιζε να του σιγοτρώει τις αισθήσεις. Κάλεσε τον υπηρέτη να του φέρει πρωινό. Ξαφνικά, κάποιος χτύπησε την πόρτα του υπνοδωματίου και πριν καν απαντήσει, άνοιξε ο πορτιέρης.

“Μεγαλειότατε, παιδιά, πολλά παιδιά σας περιμένουν στην αυλή”, είπε ξέπνοα.

“Θέλουμε να σε δούμε, Μεγαλειότατε”, φώναζαν τα παιδιά.

“Παιδικές φωνές ακούγονται, Μεγαλειότατε!” επανέλαβε ο πορτιέρης.

“Παιδικές φωνές; Δεν τις ακούω, αλλά τα παιδιά τα αγαπώ. Ας περάσουν”, απάντησε ενθουσιασμένος.

“Είναι πολλά, Μεγαλειότατε, δεν χωρούν στο παλάτι. Μήπως να κατεβείτε και να βγείτε στην πόρτα, για να τα χαιρετίσετε;” άκουσε τον πορτιέρη.

Ο υπηρέτης που ήρθε, φέρνοντας το πρωινό, τον έντυσε, του έβαλε στο στόμα  ένα γαρύφαλλο, το συνήθιζε κάθε πρωί νηστικός, επειδή μύριζε το στόμα του, φόρεσε το καπέλο και ευδιάθετος φάνηκε στην πόρτα. Όταν είδε τα παιδιά, χάρηκε.

“Πόσο ωραία θα ήταν να γεννήσω πολλά παιδιά, να γεμίσει η αυλή, να παίζουμε, να σκαρφαλώνουμε στο δάσος, να πηγαίνουμε κυνήγι…”

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη σκέψη του… Μόλις σήκωσε το χέρι του να τα χαιρετήσει όλα άλλαξαν! Είδε σκυλιά, πολλά σκυλιά που γαύγιζαν, βγάζοντας καυτές χρυσοκίτρινες σπίθες από το στόμα τους. Όρμησαν να τον κατασπαράξουν. Είδε το ηφαίστειο να φουντώνει, να βράζει, να καλύπτει το παλάτι στο πέρασμά του και τη λάβα να χύνεται στην πόρτα και να του καίει τα πόδια. Ένιωσε βάρος στην καρδιά του και αμέτρητοι νεκροί ξεπήδησαν από το στέρνο του και κείτονταν σε τάφρο μπροστά του, κάνοντας του νόημα να πηδήξει κι αυτός. Το καπέλο του άρχισε να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, ώσπου έφτασε στο ταβάνι και τον πίεζε, δυνατά και επίμονα, τόσο που το κεφάλι τον έτσουζε και τον φαγούριζε. Δεν το άντεχε και πριν καν σκεφτεί να το βγάλει, πέταξε από το κεφάλι του. Σήκωσε τα μάτια προς τον ουρανό κι είδε ένα μεγάλο πυροκόκκινο πανί. Ακούμπησε στο κεφάλι για να ξυστεί και δεν ένιωσε δέρμα, μόνο κοχλίες και αχιβάδες ψαχούλεψε. Δοκίμασε να τα ξεκολλήσει. Αδύνατον. Πανικός τον κυρίευσε, άρχισε να τρέμει, να ουρλιάζει και να πηδάει χωρίς σταματημό.

Ο βασιλιάς, Σίτσου, έχασε τα λογικά του.

Τα κορίτσια και τα αγόρια τον είδαν. Εκείνος όμως δεν τα είδε.

Η Ρίκα καμάρωνε το έργο της από μακριά. Με ικανοποίηση.

Τα παιδιά ξεκίνησαν για τη μόνιμη κατοικία τους, το Ψηλό Βουνό. Μπροστά αυτά και πίσω τους ακολουθούσαν όλα όσα είδε ή ένιωσε ο βασιλιάς πριν χάσει τα λογικά του. Τα αμέτρητα άτριχα σκυλιά με κίτρινα μάτια και το απέραντο ποτάμι λάβας που προχωρούσαν πίσω από τα παιδιά χωρίς να τα αγγίξουν για κακό ποτέ, αμέτρητους νεκρούς που περπατούσαν και προσευχόντουσαν για την καλή τους τύχη και πολλούς κοχλίες και αχιβάδες. Το ταξίδι της ανηφόρας για το Ψηλό Βουνό κράτησε χρόνια και τα παιδιά, ενώ δεν μεγάλωναν, ερωτεύτηκαν και γέννησαν κι άλλα πολλά παιδιά, ίδια με τα πρώτα. Πίσω τους ακολουθούσαν υπομονετικά τα σκυλιά, η λάβα, οι νεκροί, οι κοχλίες και οι αχιβάδες. Όταν έφτασαν στη μάνα τους, τη Ρίκα, δεν χωρούσαν. Εκείνη αλαφιάστηκε, τα έχασε.

“Ε, Ρίκα, ξέχασες; Σου είπα πως τα παιδιά τα φτιάξαμε για να στολίσουν το Ψηλό Βουνό, έτσι όπως θα του ταίριαζε, όταν θα τελείωνε σε πέντε φεγγάρια… Αλλά, μην νοιάζεσαι. Βάλτα μέσα στα μνημεία και σκέπασε τα με τα υλικά που τα ακολουθούσαν. Δεν πειράζει!”, άκουσε τη φωνή του πατέρα της.

Η Ρίκα οδήγησε τα παιδιά στο Ψηλό Βουνό. Κουρασμένα και άυπνα περίμεναν ανυπόμονα την ημέρα που θα ξεκουράζονταν. Έβγαλαν τα υφαντά τους ρούχα και τα κρατούσαν στα χέρια. Άρχισαν να μπαίνουν σε όποιο κενό έβρισκαν και το γέμισαν. Σκαρφάλωσαν μέχρι την πιο δύσβατη κορυφή και κάλυψαν παντού τις τρύπες. Σκεπάστηκαν με τα ρούχα τους κι ένιωσαν ευχάριστα.

“Εδώ είμαστε, ερχόμαστε και μπαίνουμε κι εμείς στα κενά, για να προστατεύουμε τα παιδιά”, άκουσε η Ρίκα τα σκυλιά, τη λάβα, τους νεκρούς, τους κοχλίες και τις αχιβάδες. Γρήγορα γρήγορα, όλοι ταχτοποιήθηκαν στις θέσεις τους. Τότε, έφτασε το πυροκόκκινο καπέλο του βασιλιά που περιφερόταν χρόνια αόρατο στον ουρανό και τα κάλυψε. Έμειναν εκεί αρκετές εκατοντάδες χρόνια. Όλα τα υλικά φίλιωσαν μεταξύ τους κι αγαπήθηκαν από τα παιδιά, μέχρι που το αίμα και οι σάρκες από τους περουβιανούς σκύλους, το βούρκο από την τάφρο νεκρών και το χώμα από τους πρόποδες του Ψηλού Ηφαίστειου λειτούργησαν σαν καταλύτες. Όλα μαζί έγιναν χώμα! Πού και πού κοχλίες και αχιβάδες του Αιγαίου κόρδωναν αναλλοίωτοι στον χρόνο. Μόνο οι λωρίδες χρυσού του καπέλου του βασιλιά και τα καλύμματα των κοχλιών άστραφταν αραιά και πού, έτσι για να σπάει η μονοτονία του χώματος.

Ο Άφαντος κυκλοφορεί ολημερίς κι ολονυχτίς από πάνω τους και τους τραγουδάει ή τα νανουρίζει ή τους λέει παραμύθια. Με υπομονή μετρά τα χρόνια που θα περάσουν μέχρι να ξυπνήσουν.

Η Ρίκα ζει, βλέπει και καμαρώνει το Ψηλό Βουνό, Μάτσου Πίτσου. Στενοχωριέται μόνο, επειδή τα κορίτσια και τα αγόρια εγκαταστάθηκαν πριν τελειώσει το έργο.

 

“Ας δουλέψουν κι οι μέλλουσες γενιές. Πέντε φεγγάρια… μόνο!”, σκέφτεται.

 

ΤΕΛΟΣ

 


 

                      ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

 

         Η Άννα Ρηγοπούλη Λιατήρη γεννήθηκε στην Κάρπαθο το 1948 και μένει στο Μαρούσι Αττικής. Σπούδασε στο Γ.Π.Α. και εργάστηκε στο Υπουργείο Α. Α. & Τρ. στην Αθήνα. Είναι μάνα τριών κοριτσιών και γιαγιά. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με το γράψιμο. Το μυθιστόρημα “Το πολυκαιρισμένο σεντόνι” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λεξίτυπον. Από τη συμμετοχή της στο εργαστήριο δημιουργικής γραφής του Θανάση Τριαρίδη προέκυψαν τα διηγήματα “Η βελουδένια Κορεάτισσα”, “Τα στόματα των φύλλων”, “Το ιερό μηδέν” και “Το μεταξένιο παρασόλι”, που περιλαμβάνονται στα συλλογικά έργα “Λεοπαρδάλεις στον ναό” και “Ανάλαφρη λαιμητόμος”.

9.1.2023

Καρπαθιακά Νέα