Για τον ποιητή Νίκο Παναγιωτόπουλο γνωρίζουμε ελάχιστα, ακόμη και η σχέση του με την Κάρπαθο παραμένει αφώτιστη αν και είναι εξαιρετικά ζωντανή και σίγουρα λειτουργεί ως πηγή έμπνευσης. Ωστόσο εμείς, εδώ στα Καρπαθιακά Νέα, θελήσαμε να τον γνωρίσουμε καλύτερα. Αποφασίσαμε να ανασύρουμε στοιχεία από παλαιότερα αφιερώματα, θεωρώντας ότι για έναν ποιητή δε μετρά ο χρόνος. Αντίθετα στο πέρασμα του έχει την ικανότητα να αφαιρεί κάθε περιττό μάταιο βάρος από τους “κανόνες” της εποχής που χρεώνουν την υπόσταση του δημιουργού και συχνά τυφλώνουν τον αναγνώστη.
Ξεχωρίζουμε το άρθρο του Χάρη Βλαβιανού, για τον Νίκο Παναγιωτόπουλο, στην εφ. ΤΑ ΝΕΑ:
«Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος περνάει με υποτροφία στο Παν/μιο (γαλλική φιλολογία), αλλά αποφασίζει να μην παρακολουθήσει. Εργάζεται επί εικοσαετία ως οικονομικός διευθυντής σε φαρμακαποθήκη, μερίδιο της οποίας είχε κληρονομήσει. Από το 1985 αφιερώνεται αποκλειστικά στη συγγραφή του Σύσσημου ή των Κεφαλαίων, εκτενέστατης ποιητικής σύνθεσης, η οποία τον απασχόλησε άλλη μία εικοσαετία. Παράλληλα, ασχολείται με τη μετάφραση, ιδίως αρχαίου δράματος. Η «Αντιγόνη» που είδαμε πρόσφατα στην Επίδαυρο σε σκηνοθεσία Λ. Βογιατζή και ο «Οιδίποδας» που έπεται στηρίζονται στη δική του μετάφραση.
Το 1988 δημοσιεύει σε πενήντα αντίτυπα εκτός εμπορίου το πρώτο από τα οκτώ Φυλλάδια που έμελλε να συγκροτήσουν το Σύσσημον και το απευθύνει, όπως σημειώνει ο ίδιος, στα «επιλεγμένα πρόσωπα», που συμμερίζονταν τους ποιητικούς του προβληματισμούς.
Τα τριάντα τρία από τα συνολικά τριανταπέντε Κεφάλαια του έργου κυκλοφόρησαν όλα εκτός εμπορίου σε επτά Φυλλάδια . Αυτή η αρχική φάση «κλειστής» κυκλοφορίας κράτησε από το 1988 ώς το 1999 και τα Φυλλάδια αυτά, δουλεμένα στη μονοτυπία, εκδόθηκαν διαδοχικά από τον «Εκηβόλο», τη «Λέσχη του Δίσκου», τον «Ίκαρο» και το «Ροδακιό». Δουλεύοντας τα δύο Κεφάλαια που θα απάρτιζαν το όγδοο (και όπως αποδείχθηκε, τελευταίο) Φυλλάδιο του βιβλίου, ο ποιητής επανεπεξεργάστηκε συνολικά το έργο, που κυκλοφόρησε ολοκληρωμένο το 2006 από την «Ίνδικτο».
Εκλεκτικές συγγένειες: Πολυσχιδές και πολυεπίπεδο έργο, το Σύσσημον φέρει αναπόφευκτα τα ίχνη επιρροών και αναγνωστικών εμμονών του συγγραφέα: αρχαία τραγωδία, Πίνδαρος, μεσαιωνικές μυθιστορίες, ισλανδικές σάγκες, αλλά και τα Αυτόγραφα του Σολωμού και το Μήτηρ Θεού του Σικελιανού, τα οράματα του Γέιτς, τα Κάντος του Πάουντ, η Ανάβαση του Σεν Τζον Περς, τα Τρία κρυφά ποιήματα του Σεφέρη και το Φωτόδεντρο του Ελύτη.
Κριτική ετυμηγορία: Ακόμη και με τα μέτρα ενός Γουόρντσγουορθ ή ενός Παλαμά, το Σύσσημον, που πλησιάζει τους 10.500 στίχους, αποτελεί πρωτοφανές έργο για την ελληνική σύγχρονη ποίηση. Πολυθεματικό, πολυεστιακό, «ανοιχτό», χτίζεται αργά μέσα στον χρόνο και εξελίσσεται ποιητικά και πνευματικά μαζί με τον δημιουργό του. Είναι μια σύνθεση μεγάλης πνοής και δύναμης, όπου η γραφή ολοκληρώνεται μέσα από την πράξη της διακοπής της.
Μια οποιαδήποτε σελίδα του βιβλίου αντανακλά αυτήν την αίσθηση δυσκολίας- τη δυσκολία τού να υπάρχεις και να γράφεις: απομονωμένες προτάσεις και παράγραφοι χωρίζονται με κενά διαστήματα, σπάζουν με παρενθετικές παρατηρήσεις, με μέρη σε πλάγια γραφή και πλάγια γραφή σε παρενθέσεις, έτσι που το κείμενο δεν καταλαμβάνει ποτέ ένα ενιαίο, αδιάσπαστο οπτικό πεδίο. Διαβάζει κανείς το Σύσσημον αποδεχόμενος ότι «το αναγνώσιμο είναι μόνο το μη αναγνώσιμο, σπασμένο σε κομμάτια, ένα μεγαλειώδες θέαμα χάους. Σπαράγματα σπαραγμάτων. Η ζωή η ίδια – δικαιωμένη ωστόσο μέσα από τη δικαίωση της τέχνης που την υπερασπίζεται.
Ο Μάκης Μηλάτος, με αφορμή την έκδοση του δεύτερου Βιβλίου Δεύτερο του συνθετικού ποιήματος Σύσσημον, του Νίκου Παναγιωτόπουλου, από τις εκδόσεις To Ροδακιό, γράφει στην Athens Voice:
«Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, του οποίου ο ποιητικός λόγος πάλλεται διαρκώς –λέω εγώ με τις φτωχές μου γνώσεις επί του θέματος–, κοινωνεί ένα από τα σπουδαιότερα λογοτεχνικά γεγονότα της ελληνικής πραγματικότητας τα τελευταία 30 χρόνια. Όμως παραμένει ένα «καλά κρυμμένο μυστικό», καθώς ο ίδιος διαφεύγει συστηματικώς, αν και θα έπρεπε να είναι ένα λογοτεχνικό γεγονός διαρκείας.
Από το 1988 προτίμησε τη λάθρα οδό κι αντί να εκδίδει, όπως κάνουν ασκόπως πολλοί συνάδελφοί του καταστρέφοντας απλώς τα δάση, αυτός κατέφυγε με εκτός εμπορίου φυλλάδια για λίγους φίλους. Τα ποιήματα και τα κείμενά του κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι, μια συνωμοσία ποιητικών πλασμάτων που ζουν στην πόλη. Με αυτό τον τρόπο και σε βάθος χρόνου ολοκληρώθηκε το έργο ζωής: «Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια», ένα δημιουργικό έπος αληθινής ομορφιάς, μέσα στο οποίο μπορείς να χαθείς ανεπιστρεπτεί, να επανέρχεσαι διαρκώς και να μην τελειώνει ποτέ, ένα έργο μοναδικό και ανεπανάληπτο, με τη γλώσσα σαν ένα διαρκές και εθιστικό τριπάκι που γοητεύει, συνδέει με το σύμπαν, παίζει παιχνίδια με το μυαλό, μετατρέπει το λόγο σε μια συναρπαστική εμπειρία, ένα βίωμα.
Ενώ λοιπόν είμαι άρχοντας
και είμαι φτιαγμένος για τη διασκέδαση
η φύση με βάρυνε με τη μοίρα
να σκέφτομαι δραματικά
να μην ελευθερώνομαι ποτέ από κάτι που κάνω
και αιώνια να δίνω λόγο για τις πράξεις μου
στην ανάγκη και μόνο αυτό
κάνει έναν άνθρωπο άνθρωπο
και μοναχά αυτές οι μαύρες σκέψεις
κάνουν αυτή την τάξη πραγμάτων όπου ανήκω
αθάνατη.Κι όπως διαφιλονικώ συνέχεια
κάτι παλιό
δηλαδή ότι μόνο εγώ είμαι άνθρωπος
το λέω
μα μόλις κάτι τέτοιο πω
στρέφω πάντα απότομα την πλοήγηση της ζωής μου
προς τη δριμύτητα
αφού το να θέλει να είναι κανείς άνθρωπος
σημαίνει
να επιδιώκει συνέχεια τη συναναστροφή
μιας αξίας που του είναι ξένη.
Απόσπασμα από το
«Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια» ,
εκδόσεις Ινδικτος
Τέλος επιλέξαμε ένα απόσπασμα της δημοσίευσης που έγραψε ο Αλέξανδρος Γκανάς, έπειτα από μια συνάντηση Λογοτεχνικής Συντροφιάς του 2ου Πειραματικού ΓΕΛ Αθηνών με τον Νίκο Παναγιωτόπουλο. Εκεί λοιπόν αναφέρει:
«………Ο ίδιος (ο ποιητής) φαίνεται να αποδίδει ύψιστη τιμή στην πνευματική ζωή, αυτή δηλαδή που χαρακτηρίζεται από την ανάγνωση των έργων του ανθρώπινου πνεύματος, ουσιαστικά συμπεριλαμβάνοντας σε αυτά, ως μια κατηγορία τους, και τα θρησκευτικά κείμενα. Αντίστοιχα, μοιάζει να συμπεριλαμβάνει σε μια κατηγορία αυτού που θα αποκαλούσαμε παράδοση και τις θρησκευτικές παραδόσεις. «Το αληθινό νερό σβήνει την δίψα για πάντα», αποφαίνεται στο έργο του. Πώς όμως συμβαίνει αυτό, όταν δημιουργεί μια άλλη δίψα, μια εξάρτηση από τα βιβλία, «μια ανάγκη να διαβάσεις», κατά δήλωση του ίδιου, «επιθυμητή σαν μια δεύτερη ερωτική ζωή»; Τα βιβλία, όσο κι αν αποτελούν έργα του ανθρώπινου πνεύματος, παραμένουν, όπως και ο άνθρωπος και το νερό και ο έρωτας, δέσμια του υλικού κόσμου. Αυτή είναι μια συνθήκη που μόνον η θρησκεία και η θρησκευτική πνευματική ζωή μπορούν να παραβιάσουν. Μάλιστα δήλωσε ότι «πρέπει την πρώτη γέννηση, τη βιολογική, να την ακολουθήσει μια δεύτερη, η πνευματική. Αλλιώς ακυρώνεται και η πρώτη για την ανθρώπινη συνθήκη της ολότητας.» Η άποψη αυτή είναι μάλλον σωστή, απλώς δεν καταλαβαίνω πώς το ανθρώπινο πνεύμα αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα από τη θρησκευτική ζωή. Άραγε, όταν αυτό συμβαίνει, δεν το ανάγουμε ουσιαστικά σε θρησκεία;
Και σε άλλες εποχές οι συνθήκες ήταν δύσκολες για τον άνθρωπο, παρατήρησε ο καλεσμένος μας, όταν η συζήτηση έφτασε στην τρέχουσα επικαιρότητα. Συνήθως όλα γίνονται σε δύσκολες συνθήκες, καθώς για τον καθέναν μας δεν υπάρχει «άλλη ευκαιρία». Η πραγματική δυσκολία προέρχεται από έλλειψη πίστης σε αξίες. Ο «Θεός» συνοψίζει αυτό του εννοούμε με τον όρο «αξίες». Όταν ο Γκάντι απάντησε σχετικά με το θρήσκευμά του «Είμαι ινδουιστής, χριστιανός, μουσουλμάνος και εβραίος», εννοούσε «ανήκω στον κόσμο της πίστης, σ’ έναν κόσμο αξιών».
Ξαναγυρίσαμε στη γενική θεώρηση του «Σύσσημου». Δήλωσε ότι δεν τον ενοχλούν καθόλου οι ερμηνείες «εκτός προθέσεων». Στις επιρροές του συμπεριέλαβε κυρίως τα επικά ποιήματα – από τη μεσαιωνική γαλλική κυρίως (Κρετιέν ντε Τρουά π.χ.). Από τους Νεοέλληνες γενικά ξεχώρισε τον Παπαδιαμάντη («ένας ολόκληρος κόσμος οικείος τουλάχιστον ώς τις προηγούμενες γενιές»), κάποια επιμέρους ποιήματα ή έργα («Μύρης», «Ιερά Οδός», «Άγραφον», «Μήτηρ Θεού», «Τέταρτη Διάσταση» κλπ.) και ποιητές σαν τον Σαχτούρη ή τον Καρούζο.
Ρωτήθηκε για την υστεροφημία. Δεν είναι κάτι που πραγματικά τον ενδιαφέρει καταρχήν, δήλωσε. Αλλά όποιος ασχολείται με τη δημιουργία ξέρει ότι γράφεις για να μην πεθάνεις. «Καλό είναι να μην μας απασχολούν οι καρποί των πράξεών μας. Αλλά όλοι κρυφοκοιτάμε. Κανείς δεν ξέρει την τύχη…» Αναφέρθηκε σχετικά στην περίπτωση Πεσόα».
Πηγές: εφ. ΤΑ ΝΕΑ, athensvoice.gr, https://blogs.sch.gr/2lykpiatt/