Προλήψεις και δεισιδαιμονίες για τη γέννηση, το γάμο και το θάνατο στην Όλυμπο Καρπάθου

Προλήψεις και δεισιδαιμονίες για τη γέννηση, το γάμο και το θάνατο στην Όλυμπο Καρπάθου

 

γράφει η Μαρία Κ. Παχούλη στην σελίδα www.stinolympo.gr – φωτογραφία Καλλιόπη Μαλλόφτη

Το θέμα το οποίο πραγματεύεται η παρούσα ερευνα σχετίζεται με τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες που συνόδευαν τους τρεις βασικούς σταθμούς της ανθρώπινης ζωής, δηλαδή τη γέννηση, το γάμο και το θάνατο. Πολλές απο τις αντιλήψεις αυτες είναι καταδικασμένες να παραμείνουν στην αφάνεια ακόμα και να εκλείψουν, διότι στην εποχή μας συναντούν τη γενική αμφισβήτηση και απόρριψη ως παρωχημένες και ξεπερασμένες, καθώς αποτέλεσαν δημιουργήματα μιας παλαιότερης εποχής και κοινωνίας, αλλά και συγκεκριμένων συνθηκών.

Για τους ανθρώπους όμως εκείνης της εποχής, οι αντιλήψεις αυτές δεν ήταν απλώς προλήψεις, αλλά αποτελούσαν μια πραγματικότητα, η οποία διαμόρφωνε το πλαίσιο της καθημερινής οικογενειακής και κοινωνικής τους ζωής σε όλες τις εκφάνσεις της, ενώ συνιστούν πολύτιμο λαογραφικό υλικό για τους μελετητές οι οποίοι δεν επιθυμούν να παραμείνουν στην επιφανειακή καταγραφή γνωστών και τετριμμένων πτυχών του λαικού πολιτισμού της Ολύμπου, αλλά επιδιώκουν μια βαθύτερη κι ενδελεχή έρευνα άγνωστων σχετικά πτυχών της παλιάς ζωής του Ολυμπίτη.

Για τους ανθρώπους παλαιότερων εποχών, ο χρόνος δεν ήταν ευθύγραμμος, όπως εμείς τον αντιλαμβανόμαστε σήμερα, αλλά κυκλικός. Κάθε εποχή δηλαδή του χρόνου διαχωριζόταν ευκρινώς απο τις υπόλοιπες, διότι χαρακτηριζόταν απο συγκεκριμένες γεωργικές εργασίες που πραγματοποιούνταν σε καθε μία απο αυτές ( Μερακλής, 2004).

Διαλείμματα σε μια κοπιαστική καθημερινή ζωή αποτελούσαν οι περίοδοι των εορτών λ.χ οι Απόκριες, το διαστημα δηλαδή που είχε ως αφετηρία την Κυριακή του Ασώτου, η οποια ονομαζόταν προφωνή ή προφωνήσιμη κι έληγε την Τυρινή Κυριακή, καθώς και άλλα σημαντικά γεγονότα της κοινωνικής ζωής, όπως ήταν οι γάμοι και οι γεννήσεις, καθώς και τα γλέντια που με το γενικότερο εύθυμο και εορταστικό κλίμα που τα περιέβαλε, προσέφεραν την ευκαιρία στον ντόπιο πληθυσμό της Ολύμπου να ξεκουραστεί και να διασκεδάσει, ξεφεύγοντας για λίγο απο τον καθημερινό μόχθο.

Τις κοινωνικές αυτές εκδηλώσεις, όχι μόνο της χαράς αλλά και της λύπης, καθώς και την καθημερινότητα του Ολυμπίτη γενικότερα, πλαισίωναν αντιλήψεις και δοξασίες, οι οποίες τηρούνταν με ευλάβεια και θεωρούνταν αναπόσπαστο κομμάτι της τότε ζωής.

Αντιλήψεις και πρακτικές τις οποίες ο σύγχρονος άνθρωπος αμφισβητεί ή ειρωνεύεται, επειδή τις θεωρεί παράλογες, απλές συμπτώσεις ή τυχαία γεγονότα, για τους ανθρώπους της παλαιάς εποχής ήταν σημαντικές, διότι προσέδιδαν σε αυτές σχέση αιτίας και αποτελέσματος με τα φαινόμενα. Για το λόγο αυτόν, φρόντιζαν να τις σέβονται και να τις τηρούν, καθώς θεωρούσαν ότι εάν γινόταν ή δε γινόταν κάτι απο αυτά, σίγουρα θα επακολουθούσε κάποιο κακό.

Εθιμα και αντιλήψεις, όπως ηταν το σαράντισμα της γυναίκας μετά τη γέννα, εξυπηρετούσαν εν μέρει και πρακτικούς σκοπούς, αλλά ενείχαν και μια συμβολική διασταση. 

Εδώ εντοπίζεται η λειτουργία του μαγικού αριθμού σαράντα (40) η οποία μας είναι γνωστή ήδη απο την αρχαιότητα: σαράντα ημέρες μετά τον τοκετό πρέπει η γυναίκα και το βρέφος να παραμείνουν στο σπίτι. 

Τόσο χρονικό διάστημα χρειαζόταν ο οργανισμός τους, ώστε να αναπτυξει τις απαραίτητες αντιστάσεις, καθώς αναφερόμαστε σε μια εποχή, κατα την οποία η χρήση φαρμάκων δεν ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη και χρησιμοποιούνταν κυρίως τα λαικά γιατροσόφια και τα βότανα. 

Ταυτόχρονα όμως, σαράντα ημέρες έπρεπε η νέα μητέρα και το βρέφος να παραμείνουν στο σπίτι, για να αποφύγουν το κακό, το βάσκανο ματι.

Σύμφωνα με τον Κόνσολα (1966), μέχρι τα σαράντα, το καντήλι του σπιτιού έπρεπε να ανάβει νύχτα – μέρα, ενώ μέχρι και τα εφτά τουλάχιστον, η λεχώνα έπρεπε να έχει συνεχώς συντροφιά και εάν θα παρέμενε μόνη, έπρεπε να βάλουν πίσω απο την πόρτα μια σκούπα για να εμποδίζεται η κακή ώρα. 

Ταυτόχρονα, η πόρτα του σπιτιού, εφόσον έκλεινε τη νύχτα δεν έπρεπε να ξανανοίξει, απο φόβο «για τα κακά πράματα», εννοώντας την αντίληψη για την ύπαρξη δαιμόνων που θα μπορούσαν να βλάψουν τη γυναικα και το μωρο. Το φόβο αυτόν εξηγεί και η τοποθέτηση κατω απο το προσκέφαλο της λεχώνας μαχαιριού, ενώ η αποφυγή του ματιάσματος (βασκανίας) πραγματοποιούνταν με το να φοράει η γυναίκα χρυσό (μάλαμα) ή φυλαχτάρι γραμμένο απο τον παπα. 

Η ασαράντιστη γυναίκα επιπροσθέτως δεν επιτρεπόταν να εκκλησιαστεί ή να πιάσει αντίδωρο, ενώ έπρεπε να αποφεύγει να σηκώνει βάρη, να κρυολογεί, να φουρνίζει και να ποτίζει το κήπο της.

Ο μαγικός αριθμός σαράντα όμως συνδεόταν και με άλλες εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής: για σαράντα ημέρες, το νιόπαντρο ζευγάρι δεν επιτρεπόταν να παρευρεθεί γάμο, ενώ όταν πέθαινε κάποιος στην οικογένεια, οι συγγενείς νήστευαν το κρεας για σαράντα μέρες.

Εξίσου διαδεδομένες δοξασίες ήταν όσες συνόδευαν τα έθιμα για τις επτά ημέρες απο τη γέννηση του μωρού (τα εφτά). Κατα τη λαική πίστη, το βράδυ εκείνο, οι τρεις Μοίρες επισκέπτονται το σπίτι του παιδιού για να το μοιράνουν, να του γράψουν δηλαδή το ριζικό του, αποφασίζοντας για την τύχη, αλλά και για το θάνατο του. 

Οι γονείς και οι συγγενείς του βρέφους, για να καλοπιάσουν τις Μοίρες κατασκεύαζαν ένα γλυκισμα, την αλευρέα (οξοτάραη), κατασκευασμένη απο κοσκινισμένο κριθαρένιο αλεύρι που ζυμωνόταν με χοχλαστό νερο, μέλι ανακατεμένο με τσικνωμένο λάδι κι κρεμμύδι

(Κόνσολας, 1966). Η μητέρα του παιδιού έπρεπε να φάει εφτά περονές (πηρουνιές) αλευρέα, ενώ άλειφαν με αυτήν το πρόσωπο του πατέρα και του παππού του μωρού. 

Το μωρό τοποθετούνταν μέσα σε μια στολισμένη σκάφη απο γυναίκα αμφιθαλή, να έχει δηλαδή στη ζωή και τους δύο γονείς της, και ήταν ντυμένο με αγορίστικα ρούχα το κορίτσι και με κοριτσίστικα το αγόρι (Μακρής, 2014).

Παρόμοιου τύπου δοξασίες, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και σχετικά με τα έθιμα που πλαισίωναν την προετοιμασία του γάμου και τη γαμήλια τελετή:

Κατα τη διάρκεια της στέψης, θεωρούνταν δυσοίωνο να πέσουν απο τα χέρια του κουμπάρου τα στέφανα. Επίσης, ο αριθμός των κουμπάρων έπρεπε παντοντε να είναι μονός, θεωρούνταν γουσουζιά ο ζυγός αριθμός.

Γυναίκα που βρισκόταν σε πένθος δεν επιτρεπόταν να φιλήσει τα στέφανα του νιόπαντρου ζευγαριού. Αντ’ αυτού τοποθετούσε πάνω στο μαύρο της τσεμπέρι ένα λευκό μαντήλι, δείχνοντας έτσι ότι έστω και προσωρινά διώχνει τη θλίψη της και συμμετέχει στη χαρά του ζευγαριού.

Θεωρούνταν επίσης κακό να παντρευτεί κάποιος δίσεκτο έτος ( τη χρονιά δηλαδή που ο Φεβρουάριος έχει 29 μέρες), ενώ γάμοι δε γίνονταν επίσης το Δωδεκαήμερο, τη Σαρακοστή και το Μάιο, «για να μη τω κάμου μάγια» και επίσης γιατί «ο Μάης μαγεύγκει και μαραίνει».

Τρεις ημέρες μετά το γάμο, ο γαμπρός και η νύφη δεν έπρεπε «να ντιείρουν ποταμο», να περάσουν δηλαδή ποτάμι, γιατί υπήρχε η αντίληψη ότι θα αποκτούσαν μόνο κορίτσια (Μακρής, 2014). Επιπλέον, την ημέρα του γάμου ο γαμπρός και η νύφη έπρεπε να ακολουθήσουν διαφορετικούς δρόμους για να πάνε στην εκκλησία. 

Ταυτόχρονα, δεν επιτρεπόταν να παντρευτούν αδέλφια μέσα στον ίδιο χρόνο, γιατί θεωρούνταν γρουσουζιά για το δεύτερο αντρόγυνο.

Ο ρόλος της αμφιθαλούς γυναίκας θεωρούνταν πολύ σημαντικός και κατα τις προετοιμασίες του γάμου, καθώς ήταν το πρόσωπο εκείνο που σήκωνε το στρώμα κατα το λάλημα, τη μεταφορά δηλαδή των προικιών απο το σπίτι του γαμπρού στο σπίτι της νύφης, αλλά και άλειφε τις παραστάδες του σπιτιού με μέλι, μετα το τέλος του μυστηρίου και τηn άφιξη των νεονύμφων στο σπίτι.

Και στα έθιμα του θανάτου και της ταφής όμως συναντάμε μια πληθώρα προλήψεων και δεισιδαιμονιών:

Κατα την ημέρα της ταφής, δεν έπρεπε οι συγγενείς να πιάσουν σκούπα μεσα στο σπίτι, διότι θεωρούνταν ότι έδιωχναν την ψυχή του νεκρού. Γυναίκες που βρίσκονταν σε πένθος δεν «ανεκούμπωναν τη φτερούα του καβαίου τους» , προφανώς για να μη φαίνεται το λευκό χρώμα εσωτερικά, ενώ γυναίκα που είχε άντρα στην ξενιτιά δε μοιρολογά απο φόβο μήπως ο άντρας της πάθει κάποιο κακό (Μακρής, 2014).

Δε φορούσαν επίσης ποτέ μαύρα ρούχα στα παιδιά, καθώς το θεωρούσαν δυσοίωνο.

Εξίσου κακό σημάδι θεωρούνταν το πρωτότοκο αγόρι να μοιάζει πολύ στον πατέρα του, γιατί πίστευαν ότι εκείνος θα πεθάνει νέος, όπως και παιδιά που γεννιόντουσαν υπερβολικά όμορφα θεωρούνταν «του χαμού», ότι δηλαδή θα πέθαιναν σε μικρή ηλικία.

Τέλος, όταν κάποιος πέθαινε την τελευταία μέρα του χρόνου (συνεπαρμός), την πρώτη του μηνός ή και την πρώτη του έτους τοποθετούσαν μέσα στο φέρετρο ένα κλειδί και μια κλειδαριά «για να κλειώσει ο Αης» και να μην πεθάνουν κι άλλοι.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Κόνσολας, Ν., (1966). Λαογραφικά Ολύμπου Καρπάθου, Δελτίον της Ελληνικής

Λαογραφικής Εταιρείας, τομ. ΚΔ, Αθήνα

2. Μακρής, Ν., (2014). Λαογραφικά Ολύμπου Καρπάθου. Θέματα υλικού και

κοινωνικού βίου, Κέντρο Καρπαθιακών Ερευνών, σειρά αυτοτελών εκδόσεων,

Αριθ. 7, Πειραιάς

3. Μερακλής, Μ., (2004). Ελληνική Λαογραφία. Κοινωνική Συγκρότηση, Ηθη και

Εθιμα, Λαική Τέχνη, Αθήνα: Οδυσσέας