Του Ανδρέα Ηλία Μακρή
Το 1958, στις επετειακές γιορτές της 7ης Μαρτίου για τα δεκάχρονα της «Ενσωμάτωσης» της Δωδεκανήσου με τη Μητέρα Ελλάδα, αντιπροσωπεία βαθμοφόρων του 1ου Συστήματος Nαυτοπροσκόπων Καρπάθου προσκλήθηκε από τις διοργανώτριες Αρχές και παρέλασε στη Ρόδο ενώπιον του Βασιλιά Παύλου και της αλήστου μνήμης Βασίλισσας Φρειδερίκης.
Η αντιπροσωπεία μας απαρτίζετο από τους Φρίξο Εμμ. Βόζο αρχηγό, υπαρχηγούς τον αξέχαστο συμμαθητή μας Σωκράτη Ηλ. Σακελλάκη, τον Ντίνο Ι. Καραξή και τον υποσημειούμενο Ανδρέα Ηλ. Μακρή. Επίσης, τον μακαρία τη μνήμη ενωμοτάρχη Καλλίνικο Ι. Κόνσολα.
Το ταξίδι μας ήταν περιπετειώδες, καίτοι το Α/Π ΄Ανδρος γενικά, εθεωρείτο καλοτάξιδο ποστάλι. Με φρέσκο όμως τον καιρό στο αφιλόξενο μπουγάζι της Καρπάθου το βαπόρι πάνω στον καιρό, άρχισε τα ελαφρά σκαμπανεβάσματα του. Βλέπαμε όμως να πληθαίνουν τα κύματα σαν προβατάκια και η θάλασσα να γαλακτώνει. Σαν έστριψε και δεξιά πορεία το βαπόρι, Παναγία μου! Χτυπιόταν αλύπητα, τριζομανούσε ολόκληρο από τα αλλεπάλληλα κύματα. Άρχισαν τα κουνήματα πότε να γέρνει, δεξιά, άλλοτε αριστερά μέχρι να παλαντζάρει στα ίσια του και πάλι, φτού κι’ απ’ την αρχή.
Τότε, κάποιοι κιότηδες της συντροφιάς άμαθοι στα θαλασσινά βλέπεις, άρχισαν να τάσσουν κεριά στον Άη-Νικόλα επηρεασμένοι αναπόφευκτα από το συνεχές μπότζι του καραβιού και τη ναυτία που τους σμπαράλιασε το ηθικό, ενώ τα ζιζάνια άρχισαν να το διασκεδάζουν και να αραδιάζουν ένα σωρό μακάβριες σαχλαμάρες.
“Πάει, τέλειωσε το λα(δ)ικό μας!”
Έκοβε ο ένας.
“Τετέλεσθαι…”
Έραβε επίτηδες, ο άλλος.
Τελικά, τούκου-τούκου και Θεού θέλοντος, αλλά καιρού… μη επιτρέποντας, μετά 8ωρη δοκιμασία και χωρίς ενδιάμεσους σταθμούς παρακαλώ, φθάσαμε αργά βράδυ στη Ρόδο καταταλαιπωρημένοι, πες καλύτερα ημιθανείς. Η υποδοχή που μας επιφύλαξαν δεν ήταν ό,τι καλύτερο περιμέναμε. Φιλοξενηθήκαμε «σπαρτιάτικα» σε μια αχανή θεοσκότεινη ψυχρή αίθουσα στα υπόγεια του Βενετόκλειου Γυμνασίου, λες και περιέθαλπαν λαθρομετανάστες… τριτοκοσμικής χώρας.
Επειδή όμως η πείνα, πείνα, για να γλυκάνουμε τα σάλια μας πήγαμε όλοι μαζί να δειπνήσουμε μεταμεσονύχτια πλέον, στο μόνο τότε ξενυχτάδικο εστιατόριο της Ρόδου «ΝΗΡΕΥΣ» στη αριστερή γωνία Μανδρακίου. Ατυχήσαμε όμως. Η κουζίνα είχε πια κλείσει και διαθέσιμη υπήρχε μόνο η κλασσική «ναπολιτάνα» μακαρονάδα και αυτή, κρύα, ξεπαγιασμένη.
Ο αρχηγός μας αστειευόμενος βέβαια, ρώτησε τότε το μισονυσταγμένο γκαρσόνι -πάνω που καληνύχτιζε το αφεντικό του- πόσο τελικά θα βάρυνε τον λογαριασμό η παραπανίσια σάλτσα;
Η απάντηση ήρθε με γαλαντόμικη φινέτσα:
-Τζάμπα, Κύριε μου!
-’Ε, τότες, με μπόλικη… σάλτσα, σας παρακαλώ!
Σε λίγο, πλάκωσαν που λέτε οι… «ναπολιτάνες» μας να κολυμπούν στη σάλτσα κι’ αρχίσαμε όλοι σαν γλάροι να βουτούμε στα πιάτα, λες και παραγγείλαμε την αρρωστιάρικη σούπα «Μαλλιά Αγγέλου».
Να το πώ και αλλιώς; μακαρονάδα μπλούμ!
Οι συνέπειες όμως ήταν καταιγιστικές και εξελίχθηκαν σε Τρα-γι-κω-μω-δία!… Αφήστε τα ρούχα μας, διάστικτα κατακηλιδωμένα από τις σάλτσες που κατάντησαν… «πουά». Μάτι δεν κλείσαμε όλη νύχτα. Η σάλτσα ήταν φαίνεται μπαγιάτικη και ξεπατωθήκαμε όλοι -με το συμπάθιο κιόλας- στις στομαχικές αναταράξεις κρατώντας χειμωνιάτικα την κοιλιά μας να τρέχουμε έξω σκουντουφλώντας στο σκοτάδι παχύ σαν πίσσα, μέχρι «εκεί» που πας μόνος, με τον εαυτόν σου.
Να το πούμε φανταρίστικα; Στο «Θηρίο», μια και τα γυμνασιακά εκείνα αφοδευτήρια «τουρκικού τύπου» έφεραν αργότερα στη μνήμη μου τις πάλαι ποτέ τουαλέτες πρόχειρου καταυλισμού νεοσυλλέκτων, να συνηθίσει η φανταρία με το καλημέρα, στα δύσκολα.
Φυσικά, μιλάμε για ό,σους πρόλαβαν να φθάσουν στον τελικό «προορισμό». Οι άλλοι, που ξέμειναν κάπου στη μέση; Κλάφτα Χαράλαμπε! Και να σκεφθείτε ότι ξημέρωνε ημέρα της παρέλασης ενώπιον των Βασιλέων. Εξυπακούεται ότι, μετά από αυτό το χουνέρι που μας προέκυψε, η διάθεση μας για την ημέρα που ξημέρωνε πήγε περίπατο.
Στην παρέλαση όμως, πρυτάνευσε το προσκοπικό δόγμα: «Έσο έτοιμος». Έστω και με το στανιό, μια χαρά τα πήγαμε ενσωματωμένοι στην ίδια ομάδα με αντιπροσωπείες ναυτοπροσκόπων της Κω και Καλύμνου και μάλιστα, τιμητικά στην πρώτη αράδα εμείς με προπορευόμενο ομαδάρχη τον Φρίξο. Με πρωσική πειθαρχία θα έλεγα, συγχρονισμένο βηματισμό, σωστά στοιχισμένοι και ζυγισμένοι αποσπάσαμε το αυθόρμητο χειροκρότημα χιλιάδων παραληρούντων από ενθουσιασμό Δωδεκανησίων.
Ευτυχώς, στο ταξίδι της επιστροφής, μας λυπήθηκε ο Παντοδύναμος και μας χάρισε μια θάλασσα ατλαζένια και… ρεφάραμε, διαφορετικά κάποιοι θα ξέμεναν στη Ρόδο, Κύριος οίδε μέχρι πότε. Πάντως, όχι ο γράφων.
Από το υπό έκδοση βιβλίο μου: «ΚΑΡΠΑΘΙΟΓΡΑΦΙΕΣ»