Γράφει ο Ανδρέας Ηλία Μακρής
Προ αμνημονεύτων χρόνων ή έστω… μνημονευομένων, δηλαδή το 1950 καλοκαίρι ζαμάνι και παραμονή της Αγίας Κυριακής, στο «σιντριβάνι», Down Town τα πιτσιρίκια μαύρα, κατάμαυρα σαν το μαυροτσούκαλο, ηλιοψημένα από τις καυτερές ηλιαχτίδες ενός ασυνήθιστα θερμού καλοκαιριού περιφέρονται πρωί-πρωί, έτσι χωρίς πρόγραμμα, ανέμελα και ημίγυμνα με μόνο το μπλε σωβρακάκι της σχολικής γυμναστικής, χωρίς το άσπρο φανελάκι και φυσικά, ξυπόλητα -σιγά το πράμα-χωρίς τα «Ελβιέλα»(1). Είναι όμως ακόμη νωρίς για βουτιές και μακροβούτια ή τα «βεζυρόλια»(2) στη θάλασσα. ‘Αλλωστε, ένα σάλτο απόσταση είναι το κύμα, η θάλασσα μπορεί λοιπόν να περιμένει.
Κάποιοι όμως μόρτηδες με το αριστερό χέρι βολεμένο στην τσέπη από ανία, περιστρέφουν στο δείκτη του δεξιού χεριού την καδένα (μόδα των καιρών) αριστερόστροφα εναλλάξ, και δεξιόστροφα σιγοσφυρίζοντας το μεγάλο σουξέ του αξέχαστου τροβαδούρου Νίκου Γούναρη.:
“Άστα τα μαλλάκια σου ανακατωμένα”
Ενώ τα αλάνια της πιάτσας προβοκάρουν στα “παιδιά του Κατηχητικού” νιόφερτες πειραιώτικες μαγκιές της… Τρούμπας:
– “Είσαι ρε μάγκας;
– Ναι! Γιατί ρωτάς;
– Φτού, κολύμπα!…
– Ξαναφτύσε φίλε, γιατί… πατώνω!
Τα γεροδεμένα παιδιά της γειτονιάς μας όμως για να σκοτώσουν την ώρα τους, κρέμονται από τον περίγυρο του άνω μέρους του «σιντριβανιού» και κάνουν συνεχείς «έλξεις» με τους θαμώνες του γειτονικού καφενείου ΑΚΤΑΙΟΝ και του ζαχαροπλαστείου ΜΕΛΙΣΣΑ να ξεχωρίζουν τα πιο μπρατσωμένα και τα ανταμείβουν με ένα πρωτόγνωρης γεύσης δροσιστικό γλυκό μέσα σε μπισκοτένιο χωνάκι.
Γρήγορα, η είδηση από στόματος σε στόμα μεταδόθηκε σαν τον… κορονοϊό. Τα «Μπαλουξάκια»(3) παρατήρησαν ένα ασυνήθιστου σχήματος «τρίτροχο» ποδήλατο με αποθηκευτικό χώρο μπροστά που κατέληγε αιχμηρά σαν πλώρη βάρκας και με… «πουγκί» μάλιστα, παρκαρισμένο δίπλα στην κλειστή πλευρά από πορτοπαράθυρα του Ζαχαροπλαστείου του Γιώργη Ρουμελιώτη και ένα άγνωστο μέχρι τότε μεσήλικα να προσφέρει επ’ αμοιβή, ένα κρεμώδες δίχρωμο καφετί σαν σοκολάτα γλυκό και άσπρο, σαν πάστα βανίλιας.
Το παιδομάνι αμέσως, αυτοστιγμεί σχημάτισε από περιέργεια ένα κύκλο γύρω από το ποδήλατο και ακροποδητί για να έχουν καλύτερη εικόνα, με μάτια γουρλωμένα προσπάθησαν να ελέγξουν το περιεχόμενο του «κινητού» ζαχαροπλαστείου και δεν άργησαν τα σάλια τους να τρέχουν και μάλιστα, ανεξέλεγκτα από τη λαχταριστή -έστω και άγνωστη ακόμη γεύση του «παγωτού»- όπως άκουσαν να το λένε οι μεγάλοι. Κάποιοι όμως συνταξιούχοι Ελληνοαμερικάνοι το έλεγαν ακαταλαβίστικα, κάπως αλλιώς, κάτι σαν αλαμπουρνέζικα τους φάνηκαν:
…”Ice cream!”
Αλληλοδανειζόμενα τότε «δεκαρίτσες» με ένα χωνάκι παγωτού στο χέρι τα πιτσιρίκια άρχισαν να δροσίζουν τα «εντός» τους μέχρι μυελού οστών, μέχρι το μεδούλι. Μερικά όμως, αρκέστηκαν στην εκχώρηση του δικαιώματος να γλύφουν ταυτόχρονα το παγωτό από το χωνάκι φίλων. Βέβαια, δεν έλλειψαν οι πλάκες και τα αστεία μεταξύ της πιτσικαρίας:
«Φύσα το, βρε το παγωτό να… ξεκρυώσει!» Άκουγες να λένε.
Αλλά φεύ!…
Αυτό ήταν, και πάει. Τα Πηγάδια χωρίς 24ωρη ακόμη, παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, οι φερμένες από τη Ρόδο παγοκολόνες(4) άρχισαν να λιώνουν σχηματίζοντας ένα μικρό ρυάκι στον τσιμεντένιο οδόστρωμα, αφού βεβαίως η όλη ποσότητα του ροδίτικου παγωτού μοσχοπουλήθηκε το άψε-σβήσε και έκτοτε, τον έχοντα την πρωτοβουλία, μην τον ξαναείδατε πλέον πωλητή παγωτού(5).
Βέβαια, το 1952 δύο χρόνια αργότερα, θιασώτης της γαλλικής ζαχαροπλαστικής σχολής ο Βασίλης Μιχ. Πιττάς(6) (1915-1991) από το Φοινίκι εισήγαγε από το Μιλάνο σύγχρονο συγκρότημα παρασκευής, πέραν του παγωτού και παγοκολόνες προς διάθεση στην αγορά μέχρι 30 κομμάτια ημερησίως και το εγκατέστησε στο ζαχαροπλαστείο του: “Special” στoν εμπορικότερο δρόμο των Πηγαδίων.
Έκτοτε, οι λάτρεις του παγωτού στην Κάρπαθο απολαμβάνουν πλέον διαχρονικά, αναρίθμητες ποικιλίες κάθε γεύσης, απόχρωσης και… ονοματολογίας παγωτά ντόπιας παρασκευής ή εισαγόμενα της ελληνικής βιομηχανίας.
___________________
1.- Η πρώτη ελληνική βιομηχανία ελαστικών παπουτσιών που
λάνσαρε τα γνωστά σήμερα ως sneackers, αθλητικά
παπούτσια.
2.- Παιδικό παιχνίδι στη θάλασσα. Έκαναν κύκλο, μετρούσαν
μέχρι το δέκα και…μπλούμ στο νερό όλα ταυτόχρονα.
3.- Παρατσούκλι Πηγαδιωτών. Ξυπόλητα, ανυπόδητα, παιδιά
του γιαλού.
4.- Για να διατηρηθούν περισσότερο, παγωτό και
παγοκολόνες κατά το ταξίδι τους από τη Ρόδο με το καΐκι
του Κώστα του Σύκαλου, τα έβαλαν σε τσουβάλι
ημιβυθισμένα στον αφρό της θάλασσας, δεμένο στις δέστρες
του καϊκιού!
5.- Ο πολύ δημοφιλής μετέπειτα, Καρπάθιος οργανοπαίκτης και
τραγουδιστής Γιαννιός Ι. Χαλκιάς από την Καλλίπολη του
Πειραιά.
6.- Προηγούμενα, ο Βασίλης Πιττάς υπήρξε απόφοιτος της
δραματικής σχολής του Εθνικού μας Θεάτρου. Συσπουδαστής
της Δέσπως Διαμαντίδου, Μελίνας Μερκούρη, Τίτου Βανδή,
Μάνου Κατράκη και Ντίνου Ηλιόπουλου. Διακριτή άλλωστε η
φινέτσα, αλλά και η ευθιξία του και η ροπή του στη μουσική.
Θυμάμαι φτιάχναμε φωνητικό ντουέτο απαιτήσεων με
τραγούδια του Γούναρη και Θεοδωράκη.
Και όμως, διέπρεψε ως ζαχαροπλάστης. Αξεπέραστος ο…
χαλβάς του, τα λουκούμια (Χρυσό βραβείο Διεθνούς Έκθεσης
Θεσσαλονίκης 1954), τα «σού» κ.ά.
Ας μην τον αδικήσουμε όμως, ως καλλιτέχνη. Σκηνοθέτησε το
1949 το θεατρικό έργο του Κώστα Κρυστάλλη η «Γκόλφω»
που ανέβασε το νεοϊδρυθέν τότε Λύκειο Ελληνίδων
Καρπάθου στη θεατρική αίθουσα του Σκούλλου, πέρα στην
«Έμπαση», που άφησε όμως εποχή.
Απόσπασμα από το υπό έκδοση νέο βιβλίο:
«ΚΑΡΠΑΘΙΟΓΡΑΦΙΕΣ”