Γράφει ο Ανδρέας Ηλία Μακρής
Το Νοέμβρη του 1950 χειμώνα καιρό, εντελώς ανέλπιστα είχαμε την άφιξη στα Πηγάδια του νεαρού τότε, κι αργότερα Πανελλήνια καταξιωμένου Καραγκιοζοπαίχτη Χαρίδημου. To νέο έπεσε σαν αστραπή στην πιάτσα. Τα μάθατε; Λέγαμε μεταξύ μας, ήρθε λέει Καραγκιόζης και με στεντόρεια τη φωνή, μας συμπλήρωνε ο ντελάλης μας Βασίλης ο Νουμερόπουλος:
«Κάθε βράδυ στου Χατζηπαναγιώτη τον καφενέ, ο Καραγκιόζης, με μισή δραχμή εισιτήριο!»
Για δέκα τέσσερις μέρες, πολύ πριν την έναρξη των παραστάσεων του θεάτρου σκιών, φίσκα η αίθουσα του καφενείου. Μα τι λέω, καρφίτσα δεν έπεφτε! Γεμάτη από πιτσιρίκια και πίσω μεριά, γαλαρία, τους μεγάλους κάθε ηλικίας και τάξεως να κάθονται ανυπόμονοι μπροστά από τ’ άσπρο σεντόνι για να γνωρίσουν από κοντά τις φιγούρες του θιάσου του κατεργάρη Καραγκιόζη, του πολυτεχνίτη κι ερημοσπίτη Ρωμιού, από τον προικισμένο καραγκιοζοπαίχτη που άλλαζε συνέχεια και με μαεστρία το χρώμα της φωνής του, ανάλογα με τον χαρακτήρα του κάθε ήρωα επί της οθόνης.
Θυμάμαι σαν τώρα, τις πρώτες παραστάσεις του Καραγκιόζη να μας συστήνεται σαν επιστήμονας!… Γιατρός την πρώτη μέρα, δικηγόρος την άλλη και την παρ΄ άλλη, παρακατιανά πια επαγγέλματα του Φούρναρη, του χαμάλη, του προξενητή και κάπου ενδιάμεσα, να μας προκύπτει ο αθεόφοβος και γαμπρός, καίτοι φαμελίτης με τρία, τέσσερα παιδιά που ψοφούσαν απ’ την πείνα από την αφροντισιά του αχαΐρευτου πατέρα τους.
Κι ο κόσμος να ξεκαρδίζεται στα γέλια από την αστεία καρικατούρα του Καραγκιόζη με μια μύτη να! -μετά συγχωρήσεως- σαν μελιτζάνα, και παραγεμισμένη την καμπούρα, αλλά και να απολαμβάνεις τις έξυπνες ατάκες του παμπόνηρου Ρωμιού, του “φαταούλα”, με κατακλείδα πάντα το αξίωμα: «Τα εμά εμά, και τα σα, εμά!». Δηλαδή, τα δικά του, καταδικά του, και τα ξένα… δικά του! με απατεωνιές και μπαγαποντιές να βγαίνει πάντα λάδι και δικαιωμένος.
Είχε όμως και συμπρωταγωνιστές το θέατρο Σκιών. Και τι φιγούρες, ένας κι ένας!… Ας τους ξαναθυμηθούμε.
Ο «καρπαζοεισπράκτορας» και ρουφιάνος του, Χατζατζάρης (πιο επίσημα Χατζηαβάτης) το δεξί του χέρι να μεταφέρει μαντάτα για να ξέρει προηγούμενα ο παμπόνηρος το κάθε τι, να το παίζει μετά cool, άνετος και γιατί όχι, χαρισματικός σαν κάποιους «Καραγκιόζηδες» πολιτικούς μας, που εκ συστήματος τον αντιγράφουν καθημερινά.
Ο θειός του, ο περιορισμένης ευφυίας Αρχιτσέλιγκας Μπαρμπαγιώργος να του θυμίζει το περήφανο σόι τους! Το «Φιόρε του Λεβάντε» ο Ζακυνθηνός Νιόνιος με τη μελωδική λαλιά, τον πολλά βαρύ μάγκα Σταύρακα, τον Μορφονιό που μπροστά του, ακόμη κι ο Κουασιμόδος, κούκλος εθεωρείτο ή ο σκληρός Bελιγκέκας το μακρύ χέρι του Νόμου και απηνής διώκτης του Καραγκιόζη, αλλά ευκολόπιστος και στο τέλος, πάντα ριγμένος, μέχρι τον πολυχρονεμένο βεζύρη και τη βασιλοπούλα κόρη του, βαθιά ερωτευμένη με ποιόν παρακαλώ, τον Καραγκιόζη! Άλλο πάλι ανέκδοτο κι αυτό.
Φυσικά σαν «καλός» οικογενειάρχης και με «αρχές» άρχιζε πάντοτε την παράσταση με την οικογένεια επί της οθόνης να δίνει το παρόν. Αγλαΐα, η ταλαίπωρη σύζυγος και τα παιδιά του Σβούρας που έτρωγε το ξύλο της Αρκούδας έτσι χωρίς αφορμή, τo κακόμοιρο το Κολλητήρι και το συμπαθητικό λιλιπούτειο Γκατσουλίνο και να τους καμαρώνει ο Καραγκιόζης σαν γύφτικο σκεπάρνι και να φωνάζει στη διαπασών: « Έ, ρε, οικογένειαααα!…Γειά σου, οικογένειαααα!»
Και μετά δίωρο ασταμάτητου γέλιου, ο Καραγκιόζης μας καληνύχτιζε όλο ευγένεια και με βαθιά υπόκλιση:
“Κυρίες και Κύριοι”
και μετά άφηνε ένα μακρόσυρτο, θορυβώδες χασμουρητό κι ολοκλήρωνε με τη φράση:
“Η παράσταση μας έλαβε τέλος”.
Και εμείς τότε τρέχαμε να προλάβουμε να χωθούμε στα σπίτια μας, να κάνουμε νανάκια… πριν πέσουν τα φώτα της Δημοτικής επιχείρησης ηλεκτρισμού στις 11.00 ακριβώς κάθε βράδυ, να μη μας φάνε λέει, οι … «Αναρά(δ)ες1» και τα Τελώνια.
___________________
1. Νεράιδες.
Από το υπό έκδοση βιβλίο μου «ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ»