Για ρακί στις Μενετές. Όπως θυμόταν ο Αριστείδης Παπουτσάκης

Για ρακί στις Μενετές. Όπως θυμόταν ο Αριστείδης Παπουτσάκης

Κάποτε λοιπόν, όχι τόσα πολλά χρόνια πίσω, στα καρπάθικα σπίτια υπήρχε άφθονο σπιτικό κρασί και ντόπιο τσίπουρο!

Μάλιστα! Κάθε φαμίλια απαραίτητα θα έφτιαχνε 300-500 οκάδες κρασί και στη συνέχεια άναβαν καζάνι, έκαναν απόσταξη και έφτιαχναν άλλο τόσο τσίπουρο. Ειδικά το τσίπουρο δεν το είχαν για τη δική τους κατανάλωση, το προσέφεραν στις χαρές και στα γλέντια, την καλή ώρα, όπως γίνεται στις μέρες μας στο πανηγύρι της Παναγίας. Σε κάθε σπίτι το κέρασμα ξεκινούσε με ένα τα σπιτικό τσιπουράκι!

Από το 1938 οι Ιταλοί , το οικονομικό, το Guardia di finanza, ήταν το πιο σκληρό σώμα που υπήρχε πάνω στο νησί, έβγαλαν επίσημο φιρμάνι και απαγόρεψαν στην Κάρπαθο τα καζανίσματα, έπειτα πλάκωσε ο πόλεμος, οι μεγάλες φτώχειες κι τις φτώχειες, τις μιζέριες που κατέληξαν στο μισεμό και την εγκατάλειψη των χωραφιών. Έτσι δεν έμεινε άνθρωπος να συνεχίσει τα καζανίσματα και να φτιάχνει το κρασάκι του.

Με ξεναγό το μνημονικό του αείμνηστου Μενετιάτη Αριστείδη Παπουτσάκη, μαθαίνουμε τις τοποθεσίες που ήταν τα επτά καζάνια, μάλιστα επτά, που έβραζαν το Μενετιάτικο τσίπουρο!

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν. Απέναντι από το σταύλο Μηνά του Βιτωρούλη, στη Ζαζόπετρα, είχε ένα μεγάλο σκίνο, εκεί είχε ένα καλύβι, ήταν το καζάνι, η φωτιά και η μπιρμπιλίθρα, είχε και ένα μάγγανο λίγο πιο πίσω κι από εκεί μετέφεραν το νερό.

Έπειτα, όπως πάμε προς τα πίσω, για το Βρουλούι, στις Παναγίας το κάμπο, κοντά στης Παναγιώτας του Ρουσάκη το χωράφι. Αυτό ήταν ένα από τα μεγάλα καζάνια του χωριού.

Στις Παναγίας το κάμπο βρισκόταν και το μεγαλύτερο καζάνι, ήταν του παπα-Μπέριου, που είχε κι ένα κεντρικό καφενείο.  Τις ημέρες που άναβε το καζάνι έπαιρναν φωτιά οι λύρες κι αναστέναζαν τα λαούτα!

Σε κείνο το σταύλο ολόκληρος ο τοίχος της αυλής είχε μια σειρά από κιούπια, επίτηδες φτιαγμένα, χωνευτά μέσα στις πέτρες. Υπήρχε και ένα κόλπο, άναβαν ένα κερί και το έβαζαν μέσα στις μεγάλες στάμνες κι όταν αυτό έσβηνε τότε καταλάβαιναν ότι τα στράφιλα ήταν έτοιμα και άναβαν φωτιά, ετοίμαζαν το καζάνι και έφτιαχναν το τσίπουρο!

Κοντά στο κτήμα του Νίκου Ρουσάκη, ήταν το καζάνι της Σοφίλας του (Β)ασιλή, έτσι το λέγανε.

Τελευταίο καζάνι ήταν αυτό της διακόνισσας, της Μαριάνθης του παπα-Βαγγέλη κι αυτό βρισκόταν στον ποταμό, προς τη Διάθρα.

Επίσης στην περιοχή του Αφιάρτη υπήρχαν ακόμη δυο μεγάλα καζάνια.

Για να πάρουμε μυρωδιά και να καταλάβουμε τις ποσότητες, όταν η μητέρα του αφηγητή, του Αριστείδη Παπουτσάκη, άναβε το καζάνι έφτιαχνε περίπου 700 κιλά τσίπουρο! Όλα τα σπίτια έκαναν 300 με 500 οκάδες κρασί! Και δεν ορισμένα βαρέλια έβαζαν πετίλα πεύκου μέσα στο μούστο, για να δώσουν παραπάνω χρώμα στο κρασί τους.

Ο αείμνηστος αφηγητή και ξεναγός μας στην ιστορία των Μενετών, ήθελε να προχωρήσει στα γράμματα, όμως ο αγρότης, ο ζευγάς πατέρας του δεν τον άφησε και του έλεγε μια μαντινάδα:

«Αν είσαι για την Κάρπαθο μην πιάνεις καλαμάρι

Μόνο στιβάνι να φορείς και να λαλείς ζευγάρι…»

Σήμερα στο χωριό μπορεί να μην υπάρχει σπιτικό τσίπουρο κι η γη να ξεραίνεται διψασμένη, μα δεν λείπει η πρόθεση, η διάθεση και πάνω από όλα η μνήμη.