Ξύπνησα σκαντζόχοιρος. Δεν ήταν η πρώτη ούτε η μοναδική φορά που ονειρευόμουν πως μεταμορφώθηκα σε ζώο, μα η αίσθηση ετούτη ήταν τόσο ζωντανή και πειστική, που κατατρόμαξα.
Σηκώθηκα βιαστικά απ’ το κρεβάτι μου κι έτρεξα στο μπάνιο. Όσο κι αν τέντωνα τον λαιμό μου, δεν έφτανα για να με δω στον καθρέφτη. Πάτησα στα χείλη της μπανιέρας και από εκεί ανέβηκα στον νιπτήρα. Όταν αντίκρισα στο γυαλί τον σκαντζόχοιρο, οι φόβοι μου επιβεβαιώθηκαν. Είδα το σώμα μου σκεπασμένο με μαύρα, σκληρά αγκάθια. Μόνο το πρόσωπο, ο λαιμός και η κοιλιά μου καλύπτονταν από μαλακό καφεκίτρινο τρίχωμα. Απόρησα πώς άλλαξε τόσο η εμφάνισή μου σε μια μόλις νύχτα. Μα σκέφτηκα πως συμβαίνουν αυτά. Οι μεταμορφώσεις έρχονται και μας βρίσκουν απότομα και απροειδοποίητα. Έτσι δε γίνεται και στα παραμύθια; Με μια μαγική λέξη ο ήρωας μεταμορφώνεται, αυτοστιγμεί, σε βάτραχο, σε αητό, σε τραπέζι ή σε σύννεφο. Αρκεί να το θελήσει, να το αποφασίσει και να το επιτρέψει μια ανώτερη δύναμη. Εγώ δεν ξέρω ποιος θεός ή ποιος δαίμονας με καταράστηκε κι έγινα σκαντζόχοιρος. Ούτε μπορώ να θυμηθώ πού έφταιξα. Ούτε αν έφταιξα…
Πάντως η καινούρια κατάστασή μου με υποδεχόταν με μια έντονη φαγούρα στην πλάτη –σαν να αντιδρούσε το δέρμα μου στην απρόσμενη μεταμόρφωσή μου. Έφερα μηχανικά το χέρι μου πίσω, να ξυστώ, μα η κίνησή μου έμεινε μετέωρη. Δεν τόλμησα να με ακουμπήσω. Φοβήθηκα τα αγκάθια μου, μην καταγδάρουν και πληγώσουν την παλάμη μου.
Οι μέρες και οι νύχτες μου σέρνονταν πια αργές και βασανιστικές. Εγώ κοιμόμουν και ξυπνούσα σκαντζόχοιρος. Δεν ξαναπλησίασα τον καθρέφτη, για να μη βλέπω την όψη μου και τρομάζω.
Τις μέρες κρυβόμουν συνέχεια κάτω απ’ το πάπλωμά μου, τελείως κουκουλωμένος. Μόνο τη μουσούδα μου έβγαζα κάπου κάπου έξω απ’ τα στρωσίδια, δειλά, και μύριζα ανήσυχος τον αέρα.
Ως γνήσιος νυκτόβιος θηρευτής, έβγαινα τα βράδια στο γειτονικό αλσύλλιο και αναζητούσα τροφή. Έβρισκα έντομα, σαλιγκάρια, βατράχια, χόρτα και ρίζες. Τα έτρωγα όλα ωμά. Ομολογώ πως ήταν γευστικότατα και θρεπτικά, αν και με αηδίαζαν κάπως. Εδώ, νομίζω, λειτουργούσε η λογική της παλιάς, ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας μου. Όπως και να έχει το πράγμα, τουλάχιστον σταμάτησα να πεινάω.
Αν σ’ αυτές τις νυχτερινές εξορμήσεις μου συναντούσα τυχαία κανέναν άνθρωπο, περαστικό, κρυβόμουν βιαστικά μέσα στα πυκνά χόρτα. Δεν ήμουν σίγουρος πώς θα αντιδρούσε αν με έβλεπε. Ήξερα πως οι άνθρωποι είναι πολύ παράξενοι και αλλοπρόσαλλοι στις αντιδράσεις τους. Είχα μια βάσιμη υποψία, που την αντλούσα από αξιόπιστες πηγές, πως οι άνθρωποι είναι τα πια επικίνδυνα ζώα του πλανήτη. Θα ήταν ολέθριο λάθος να τους εμπιστευτώ. Αφού τέλειωνα το δείπνο μου, χορτασμένος πια, επέστρεφα, με χίλιες δυο προφυλάξεις, αχάραγα στο σπίτι και χωνόμουν ολόκληρος κάτω απ’ το πάπλωμά μου. Μόνο εκεί ένιωθα ασφαλής. Ήταν η φωλιά και το καταφύγιό μου.
Όσο περνούσαν οι μέρες, αγωνιζόμουν να συνηθίσω και να αποδεχτώ τη σκαντζοχοιρένια όψη μου. Έλεγα στον εαυτό μου πως εγώ γεννήθηκα σκαντζόχοιρος γνήσιος, κοντόχοντρος, αγκαθωτός και φοβητσιάρης. Ισχυριζόμουν πως δεν υπήρξα ποτέ άνθρωπος και πως η ανάμνηση της υποτιθέμενης ανθρώπινης υπόστασής μου δεν ήταν παρά ένα πολύ ζωντανό και συνάμα τρομακτικό σκαντζοχοιρόνειρο, που το είχα πιστέψει αφελώς.
Όμως ένα πρωί, τελείως απροειδοποίητα, ξύπνησα άνθρωπος. Θα ήταν καμιά δεκαριά μέρες μετά την αρχική μεταμόρφωσή μου. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου για να σιγουρευτώ πως δεν ονειρεύομαι. Σήκωσα τα χέρια μου, τα έφερα μπροστά μου και τα κοιτούσα εκστασιασμένος. «Χέρια… χέρια!» έλεγα και τα θαύμαζα. Παραμέρισα την κουβέρτα για να δω και τα πόδια μου. Ήθελα να σιγουρευτώ. «Άνθρωπος… άνθρωπος!» άρχισα να μονολογώ σαστισμένος.
Σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι μου κι έτρεξα στο μπάνιο. Αυτή τη φορά δε χρειάστηκε να σκαρφαλώσω στον νιπτήρα, γιατί ο καθρέφτης μου ήταν βιδωμένος στη σωστή θέση ή, μάλλον, εγώ είχα αποκατασταθεί στο σωστό ύψος. Ο καθρέφτης επιβεβαίωνε, το δίχως άλλο, την επιστροφή μου στην ανθρώπινη κατάσταση. Κοιτιόμουν για ώρα στο γυαλί και δε χόρταινα να με βλέπω. «Άνθρωπος… άνθρωπος!» επαναλάμβανα, για να πιστέψω το απίστευτο. Και με καμάρωνα. Έβρισκα το πρόσωπό μου πανέμορφο. Θαύμαζα μέχρι και τις ρυτίδες και τις άσπρες τρίχες μου, που πριν απ’ την αναπάντεχη μεταμόρφωσή μου με προβλημάτιζαν πολύ και με στενοχωρούσαν.
Αν και τις μέρες που προηγήθηκαν είχα αρχίσει να συμβιβάζομαι με τη σκαντζοχοιροκατάστασή μου, να συμφιλιώνομαι με τα αγκάθια μου και να βρίσκω συμπαθητική ακόμα και τη διατροφή μου, η αποκατάσταση της πρότερης μορφής μου με γέμισε χαρά. Είχα νομίσει πως θα έμενα για την υπόλοιπη ζωή μου σκαντζόχοιρος, σαν τον Γκρέγκορ Σάμσα, που η μεταμόρφωσή του σε κατσαρίδα ήταν οριστική και μόνιμη.
Λίγους μήνες πριν επέλθει η προαναφερθείσα μεταμόρφωσή μου σε σκαντζόχοιρο, είχα εγκαταλείψει αρκετές απ’ τις παλιές χρονοβόρες ενασχολήσεις μου. Έμενα πια πολλές ώρες στο σπίτι. Η μεταμόρφωσή μου σε… σπιτόγατο είχε προηγηθεί εκείνης σε… σκαντζόχοιρο. Γέμιζα λοιπόν τον ελεύθερο χρόνο μου με διάβασμα. Δυο με τρεις φορές κάθε μήνα επισκεπτόμουν το βιβλιοπωλείο της γειτονιάς μου και χάζευα για ώρες τους πάγκους με τα απλωμένα βιβλία. Μου άρεσε να τα πιάνω, να τα φυλλομετρώ, να διαβάζω τις περιλήψεις τους στα οπισθόφυλλα και να οσφραίνομαι το φρεσκοτυπωμένο χαρτί τους. Έφευγα απ’ το κατάστημα με μια τσάντα γεμάτη με βιβλία, κατά το πλείστον λογοτεχνικά, Ελλήνων και ξένων συγγραφέων. Και τα διάβαζα συστηματικά. Όσα βιβλία μού άρεσαν πολύ, τα ξαναδιάβαζα, δυο, τρεις και τέσσερις φορές.
Όμως, μετά την τελευταία μεταμόρφωσή μου, πήρα μια μεγάλη απόφαση:
-Ως εδώ! Τέλος! Δε θα ξαναδιαβάσω Φραντς Κάφκα!
Από την αδημοσίευτη συλλογή του «Εξημερώνοντας φαντάσματα: μικροδιηγήματα για τον ύπνο, την αϋπνία, τα όνειρα και τους εφιάλτες».
* Ο Βασίλης Γεργατσούλης είναι δάσκαλος, φιλόλογος και διδάκτωρ Λαογραφίας. Έχουν δημοσιευτεί 15 βιβλία του. Λαογραφικές μελέτες του έχουν δημοσιευθεί σε συλλογικούς τόμους και περιοδικά. Έχει βραβευτεί σε πολλούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Εργάζεται ως διευθυντής σε Δημοτικό Σχολείο στη Νίκαια Αττικής.
πηγή fractalart.gr