του Ιωάννη Ηλ. Εμίρη – από το βιβλίο του “Άγιοι που έζησαν στον 20ό αιώνα”
Στις 2 Μαρτίου εορτάζει ο ταπεινός Άγιος των Αθηνών, ο Άγιος Νικόλαος Πλανάς. Ο Άγιος λειτουργούσε καθημερινά επί πενήντα έτη, ενώ συνέβαλε αποφασιστικά να καθιερωθούν οι ολονύκτιες Ακολουθίες (οι αγρυπνίες, ή παννυχίδες) στην εκκλησιαστική ζωή των Αθηνών.
Η ΖΩΗ ΤΟΥ
Ισως και να είναι αρκετό για να γίνεις Άγιος να λειτουργείς καθημερινά, τουλάχιστον για έξι με οκτώ ώρες, επί πενήντα χρόνια, κι αυτό γιατί ένας άνθρωπος που ζει με τέτοιον τρόπο δεν μπορεί παρά να είναι πλήρως αφιερωμένος στον Θεό και να κερδίζει με τον πνευματικό, αλλά και σωματικό του, κόπο τη Θεία χάρι.
Αυτό έκανε ο Άγιος Νικόλαος Πλανάς, ο ταπεινός ιερέας των Αθηνών που είχε γεννηθεί στη Νάξο το 1851.
Δεκατετράχρονος ήρθε στην Αθήνα, όπου με υπόδειξη της μητέρας του παντρεύτηκε πριν χειροτονηθεί. Λίγο καιρό μετά τη γέννηση του παιδιού τους, η σύζυγος του αρρώστησε και κοιμήθηκε. Από τότε ο παπα Νικόλας έκανε μοναδικό του σπίτι την Εκκλησία.
Υπήρξε εφημέριος στον Άγιο Ιωάννη τον Κυνηγό στη Λ. Βουλιαγμένης και λάτρης των αγρυπνιών τις οποίες τελούσε κυρίως στον Προφήτη Ελισσαίο, μια μικρή εκκλησία στο Μοναστηράκι.
Γύρω του συγκέντρωσε πολλούς ευλαβείς χριστιανούς που αγαπούσαν τις πατερικές παραδόσεις, ανθρώπους του πνεύματος και των γραμμάτων, αλλά και πολλές απλές γυναίκες που τον στήριξαν στην προσπάθειά του και τον συνόδευαν σε όλες του τις δραστηριότητες.
Ο π. Νικόλαος ήταν ο κατ’ εξοχήν απλός ιερέας, με παλαιά ράσα και κυρτό σώμα, χωρίς κανένα εξωτερικό στολίδι, αλλά με την ψυχή του να λάμπει και να εμπνέει τους γύρω του.
Εντελώς αφιλάργυρος, πρόσφερε αδιακρίτως σε ελεημοσύνη όλα τα χρήματα που του έδιναν. Νήστευε αυστηρά και προσευχόταν διαρκώς ασκώντας τη νοερά προσευχή, ενώ ήταν γεμάτος αγάπη για τους πάντες και ουδέποτε κατέκρινε, ακόμα και ανθρώπους που τον εξέθεταν με τη συμπεριφορά τους.
Τον Οκτώβριο του 1931 μετά από τη Λειτουργία, έχασε τις αισθήσεις του και από τότε δεν μπόρεσε να λειτουργήσει ξανά. Μια καθημερινή διακονία που πλησίαζε τα πενήντα έτη είχε φθάσει στο τέλος της.
Κοιμήθηκε στις 2 Μαρτίου 1932. Στην κηδεία του συνέρευσε πλήθος Αθηναίων ενώ προέστη ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ο οποίος στον επικήδειό του προέβλεψε και τη μελλοντική του αγιοκατάταξη.
ΠΟΛΟΣ ΕΛΞΗΣ ΚΑΙ ΕΜΠΝΕΥΣΗ ΠΙΣΤΕΩΣ
Είναι πράγματι ένα θαυμαστό γεγονός ότι εκείνος ο ολιγογράμματος, υπήρξε πόλος έλξης για θεολόγους, στοχαστές και διανοούμενους όπως οι δύο Αλέξανδροι, ο Παπαδιαμάντης και ο Μωραϊτίδης, ο νεαρός τότε Φιλόθεος Ζερβάκος, ο Παύλος Νιρβάνας, κ.ά. Ακόμα και ο Άγιος Νεκτάριος, ήταν κι αυτός από τους εκκλησιαζόμενους στον προφήτη Ελισσαίο. […]
Δεν θα ήταν υπερβολή να ονομάσουμε τον Άγιο Νικόλαο τον κατ’ εξοχήν λειτουργό του Υψίστου, αφού επί πενήντα χρόνια λειτουργούσε καθημερινά και μάλιστα με πολύωρες ακολουθίες.
«Η χαρά του και η ζωή του ήτανε να λατρεύει τον Θεό ημέρας και νυκτός, να κάνει Λειτουργίες, αϋπνίες, εσπερινούς, παρακλήσεις, αγιασμούς, ευχέλαια, μνημόσυνα. Έξω από αυτά, ζωή και ευτυχία δεν υπήρχε για τον Γέροντα, για τον παππού, για τον Παπα Νικόλα» γράφει ο άνθρωπος που ζωγράφισε υπέροχα, με χρώματα αλλά και με λέξεις, την Ορθοδοξία ο Φώτης Κόντογλου.
Ήθελε όλα να συντελούν στη μεγαλοπρέπεια της Λειτουργίας. Ήθελε το Ευαγγέλιο, κατά την είσοδο, να το συνοδεύει λαμπάδα, κι όχι μικρό κερί, εκατέρωθεν της Ωραίας Πύλης να υπάρχουν επίσης λαμπάδες, κι όταν κατά τις αγρυπνίες έλεγε τα «Τριαδικά» άναβε πολλά κεριά μπροστά στην εικόνα του Χριστού.
Στη Θεία Λειτουργία μνημόνευε όλους τους Αγίους καθώς και χιλιάδες ονόματα ζώντων και τεθνεώτων. Όταν έπαιρνε ένα χαρτί με ονόματα το κρατούσε για μήνες ή και για χρόνια και διάβαζε κάθε φορά όλα τα ονόματα.
Άρχιζε μνημονεύοντας τους τεθνεώτες και στη συνέχεια τους εν ζωή. Ξεκινούσε από τους Μητροπολίτες, στη συνέχεια ιερείς και διακόνους από τη Νάξο και την Αθήνα, και συνέχιζε με την ατελείωτη σειρά των χαρτιών που αναφέραμε.
Όπως γράφει ο μακαριστός Μητροπολίτης Τίτος, το τελετουργικό του ήταν μεγαλύτερο σε διάρκεια από το αντίστοιχο οποιασδήποτε Μονής του Αγίου Όρους. Και συμπληρώνει ως αυτόπτης μάρτυς: «Είχεν αληθινόν φόβον Θεού, οσάκις ευρίσκετω εν τω ναώ αλλά και μετέδιδε τούτον εκ της όλης αυτού στάσεως και του τρόπου της ιδικής του προσευχής και αναφοράς».
Η Προσκομιδή, με την ανάγνωση των ονομάτων, διαρκούσε περίπου δύο ώρες. Τα μεριδοχάρτια ήταν γι’ αυτόν τα «γραμμάτια» που είχε συνάψει με τους πιστούς. Η Λειτουργία που ξεκινούσε στις οκτώ το πρωί τελείωνε κατά τις δύο ή τρεις το απόγευμα.
2.3.2023
Καρπαθιακά Νέα