Το συναπάντημα με τις Αναράες

Το συναπάντημα με τις Αναράες

 

Δεν πάνε πολλά χρόνια από την εποχή που τα σπίτια δεν είχαν αποχωρητήρια ούτε κι οι άνθρωποι κρατούσαν ρολόγια.

Μια τέτοια νύχτα πετάχτηκε μέσα από βαθύ ύπνο ο Βασίλης, για να κάμει την ανάγκη του. Βγήκε από το σπίτι και πήγε γραμμή για το γέρικο σχίνο, εκείνον που κρεμόταν ολομόναχος, στο πίσω χάλασμα του χωραφιού. Με τα παντελόνια κατεβασμένα, σα να του φάνηκε πως δεν ήταν μακριά η ώρα για να ξημερώσει, υπολόγισε την Πούλια, μέτρησε τα αστέρια και ψάχνωντας μια βολική πέτρα για να σκουπιστεί, σκέφτηκε να ξεκινήσει για τη πόλη.

Με το γάϊδαρο ήταν δύο ώρες δρόμος, θα γλύτωνε τη πρωινή κάψα, ενώ όλες οι δουλειές θα τέλειωναν πριν ο ήλιος προλάβει να καβαλίσει το βουνό.

Έριξε ένα χράμι στη πλάτη του ζώου κι έπειτα το σαμάρωσε, εκείνο ξίνισε για το ξαφνικό ξύπνημα, αλλά ήταν μαθημένο και τον κοίταξε μέσα στα μάτια, σα να του έλεγε ότι κάνουμε αφέντη να το κάνουμε σιγά και με υπομονή, έχουμε χρόνο, αφού πιάνουμε τη μέρα από την άκρη της μαύρης νύχτας.

Πήραν το στενό δρομάκι και βγήκαν στον αμαξωτό, ένα αεράκι τρύπωνε και έκανε πέτρες και δέντρα να ψιθυρίζουν λόγια, γνωστές κουβέντες στο παρεάκι, που κατέβαινε σιωπηλό. Όταν έπιασαν τη κατηφόρα ο Βασίλης ανέβηκε στο ζώο, εκείνο δεν έδειξε να αντιδρά, ήξερε πως στη κατεβασιά γινόταν διπλός, πάντα φορτωνόταν και το βάρος του κύρη του. Ένα περίεργο συναπάντημα έγινε πάνω στο πέτρινο γεφύρι της στροφής.

Το ζώο κοκκάλωσε και δεν πήγαινε μήτε μπρος μα ούτε και πίσω, έσπρωχνε ο Βασίλης, φώναζε και πίεζε το γάαρο να ξεκινήσει, όμως εκείνος έμοιαζε δεμένος. Όταν τα μάτια του έπεσαν στο έδαφος τα έχασε, μια γουρούνα με μπόλικα παιδιά της, είχαν μπλεχτεί στα πόδια του γαϊδάρου και δε τον αφήναν να κάνει ρούπι. Στα βιαστικά μέτρησε είκοσι, μπορεί και περισσότερα γουρουνάκια να στριφογυρίζουν γύρω από το γαϊδαράκο και εκείνος  ανήμπορος  περίμενε να απομακρυνθούν. Στην αρχή με το καλό μα έπειτα με το άγριο, ο Βασίλης άρχισε να βρίζει Θεούς και δαίμονες, να προσπαθεί με τα λόγια να τα διώξει.

Πάνω που έκαμε μια να κατέβει από το σαμάρι, τα γουρούνια μεταμορφώθηκαν ένα- ένα, σε δροσερές κοπέλες, γινήκανε λέει αναράες, τα νεραϊδοφαντάσματα που κατέβαιναν από τα βουνά και πιάναν κουβεντολοϊ στα γεφύρια. Κοψοχωλιάστηκε ο Βασίλης, τα χρειάστηκε ακόμα και το γαϊδούρι, σιάχτηκε και ξεφυσούσε, γκάριζε τρομαγμένο.

Είχε λαθέψει με την ώρα, αντί για χάραμα ήταν μεσάνυχτα, για αυτό και τα συναπαντήματα με τις ιδιότροπες Αναράες.

Στα παρακάτω χρόνια η ιστορία ξεχάστηκε, δεν λαθεύουμε πια στον υπολογισμό της ώρας, ούτε και κάνουμε την ανάγκη μας στα ξεμοναχιασμένα δέντρα.

Οι Αναράες σέρνουν το χορό μέσα στα παιδικά βιβλία και περιμένουν, μάλλον μάταια, να γίνουμε επιστήθιοι φίλοι σε κάποια χαμένη, αδιάφορη στιγμή μας.

Στους ίδιους δρόμους συναντάς μόνο τα ανθρώπινα καμώματα, παρατημένα, φαγκρίζουν, γυαλίζουν, όλα τα σκουπίδια μας, που κόντρα σε όλους τους καιρούς, δεν λένε  τα έρημα να λιώσουν.

Όλα τα δικά μας κατορθώματα, σκεπάζουν γη και ουρανό και βγαίνουν από πάνω.

Μοιάζει να μην υπολογίζουν χρόνους, τα πλαστικά παιδιά μας, κι εμείς δίχως να το καταλαβαίνουμε, στο τέλος θα πνιγούμε μέσα στα ψεύτικα γεννήματα μας.

Μανώλης Δημελλάς Καρπαθικά Νέα