karpathiakanea.gr

Η σκοτεινή πλευρά του παραδείσου

Η σκοτεινή πλευρά του παραδείσου

[ Υπάρ­χουν συμ­βά­ντα που τί­πο­τε δεν μπο­ρεί να ανα­τρέ­ψει, όπως η απά­ντη­ση στις προ­σευ­χές μας να φύ­γουν οι κα­τα­κτη­τές, για να μπο­ρέ­σου­με επι­τέ­λους να πά­με σε σχο­λείο με κυ­ρί­αρ­χη τη δι­κή μας γλώσ­σα. Και αυ­τό συ­νέ­βη στα Δω­δε­κά­νη­σα το 1944. Ελ­λη­νό­που­λο από τα ομη­ρι­κά έπη, να πας πρώ­τη φο­ρά σε ελ­λη­νι­κό σχο­λείο στην Τε­τάρ­τη Δη­μο­τι­κού. Και ο δά­σκα­λος, που εί­χε σπου­δά­σει φι­λό­λο­γος στην Αθή­να, στην Ελ­λά­δα, να μη θέ­λει να δι­δά­ξει την ανού­σια δι­δα­κτέα ύλη. Γέ­μι­σε τους τοί­χους με χάρ­τες όλων των ηπεί­ρων του πλα­νή­τη, έβα­λε έναν κύ­κλο γύ­ρω από το νη­σί μας –για να έχου­με χώ­μα δι­κό μας να πα­τή­σου­με σε μια απέ­ρα­ντη υφή­λιο– και διά­βα­ζε στην τά­ξη, μπρο­στά σε άλ­λο χάρ­τη κά­θε φο­ρά, μύ­θους του Αι­σώ­που στο πρω­τό­τυ­πο. Αυ­τό και αν ήταν μα­γεία. Όσο και αν κά­ποια παι­διά γε­λού­σαν με την πα­ρά­ξε­νη γλώσ­σα, ανοι­γό­ταν μπρο­στά στα πε­ρί­ερ­γα μά­τια μας ένας απέ­ρα­ντος χω­ρό­χρο­νος τό­σο γοη­τευ­τι­κός, που έμοια­ζε πιο φα­ντα­στι­κός και από πα­ρα­μύ­θι. ]

– Κύ­ριε, θα μπο­ρέ­σου­με πο­τέ να γρά­ψου­με όπως ο Αί­σω­πος;
– Όχι, σύ­ντο­μα θα μπο­ρέ­σε­τε να τον δια­βά­σε­τε.
– Κι εσείς μό­νο να τον δια­βά­σε­τε μπο­ρεί­τε;

Το βρά­δυ κά­θι­σε να γρά­ψει. Εί­χε μά­θει κρυ­φά να δια­βά­ζει και να γρά­φει ελ­λη­νι­κά. Πή­ρε ένα τε­τρά­διο που εί­χε κρυμ­μέ­νο στο ντου­λα­πά­κι της και άρ­χι­σε να αφη­γεί­ται ένα όνει­ρο που εί­χε δει κι έμοια­ζε σαν μύ­θος.
Εί­δε ότι εί­χε πε­θά­νει. Δεν τρό­μα­ξε. Εί­χε ακού­σει να λέ­νε, «αν δεις στον ύπνο σου ότι πέ­θα­νες, θα ζή­σεις πολ­λά χρό­νια». Υπέ­θε­τε, βέ­βαια, όσο μι­κρή και αν ήταν, ότι τα όνει­ρα αντλού­σαν πλη­ρο­φο­ρί­ες από το πα­ρελ­θόν και το πα­ρόν, δεν προ­έ­βλε­παν το ανύ­παρ­κτο ακό­μη μέλ­λον.

Ένας μι­κρός άγ­γε­λος την πε­ρί­με­νε στην άκρη του Κά­βου, μπρο­στά σε μια σκά­λα που έφτα­νε ως τον ου­ρα­νό. Ανέ­βη­καν μα­ζί σκα­λί σκα­λί, ανά­λα­φροι, σαν να πε­τού­σαν και οι δύο, σαν να χό­ρευαν ένα μπά­λο διο­νυ­σια­κό. Όταν έφτα­σαν κο­ντά σε ένα μα­γευ­τι­κό κή­πο, εί­δαν στην πόρ­τα τον Άγιο Πέ­τρο να την πε­ρι­μέ­νει.

– Benarrivata, φώ­να­ξε ο Άγιος, που δεν εί­χε πλη­ρο­φο­ρη­θεί για την αλ­λα­γή στις διε­θνείς μοι­ρα­σιές και μι­λού­σε ακό­μη ιτα­λι­κά στο κο­ρι­τσά­κι από την Κάρ­πα­θο. Ήταν τό­τε ακό­μη πο­λύ μα­κριά ο Ου­ρα­νός από τη Γη.
Την πή­ρε από το χέ­ρι να της δεί­ξει τα όμορ­φα δέν­δρα.

– Και το απα­γο­ρευ­μέ­νο;

Χα­μο­γέ­λα­σε, δεν απά­ντη­σε.

– Η κό­λα­ση πού εί­ναι;

Χα­μο­γέ­λα­σε ξα­νά. Η Κό­λα­ση δεν εί­χε χτι­στεί ακό­μη.

– Κι αυ­τό το σκο­τει­νό κομ­μά­τι του κή­που τι εί­ναι;

– Funny you should ask.

Από την ιτα­λι­κή κα­το­χή πέ­ρα­σε στη γλώσ­σα της πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης. Τι ήταν τε­λι­κά ο χρό­νος; Πό­σα χρό­νια χω­ρού­σε η στιγ­μή;

– Θυ­μά­σαι κά­πο­τε που έκα­νες μα­θή­μα­τα, χω­ρίς να πε­ρι­μέ­νεις αντα­μοι­βή, σε ένα μι­κρό­τε­ρο κο­ρί­τσι, και σου εί­πε στο τέ­λος, αφού προ­βι­βά­στη­κε χά­ρη σε σέ­να, «τι ξέ­ρεις εσύ να μου μά­θεις εμέ­να»; Εδώ θα ’ρ­θει, όταν πε­θά­νει, πλή­ρης ημε­ρών αχα­ρι­στί­ας. Τον ονο­μά­ζου­με σκο­τει­νό κή­πο. Εί­ναι ο ει­δι­κός χώ­ρος για τους αχά­ρι­στους. Να μη βλέ­πουν ο ένας τον άλ­λο και αλ­λη­λο­ε­ξο­ντω­θούν. Μια πρό­βα για την Κό­λα­ση.

– Μα αφού δεν τη φτιά­ξα­τε ακό­μη.
– Εί­ναι μια πρώ­τη γεύ­ση για το αν­θρώ­πι­νο γέ­νος. Θα τους αρέ­σει η πρό­κλη­ση. Θα δεις.

Ζή­τη­σε από τον Άγιο να της επι­τρέ­ψει να περ­πα­τή­σει λί­γο στον σκο­τει­νό κή­πο. Της έδω­σε ένα αναμ­μέ­νο κε­ρά­κι και τη συμ­βού­λε­ψε να μη μι­λή­σει σε κα­μία σκιά.
Βρέ­θη­κε ανά­με­σα σε ένα με­γά­λο πλή­θος. Πώς χω­ρού­σαν όλες αυ­τές οι σκιές σε ένα τό­σο μι­κρό κομ­μά­τι του κή­που; Και φού­σκω­ναν από αυ­το­θαυ­μα­σμό. Δεν εί­χαν κα­μιά αμ­φι­βο­λία ότι εί­χαν κα­τα­τρο­πώ­σει τους ευ­ερ­γέ­τες τους, τους εγω­ι­στές, που πί­στευαν ότι ήταν ανώ­τε­ροί τους.

– Έλα, αρ­κε­τά εί­δες για μι­κρή θνη­τή. Θέ­λου­με να επι­στρέ­ψεις στη Γη και να αφη­γη­θείς όσα έζη­σες εδώ πά­νω.
– Θα εί­μαι πά­λι ζω­ντα­νή;
– Αν ήσουν πριν, θα εί­σαι και τώ­ρα.
– Μπο­ρώ να βοη­θή­σω το κο­ρί­τσι να γί­νει κα­λός άν­θρω­πος; Δεν εί­ναι τό­πος αυ­τός ού­τε για αχά­ρι­στους.

Ο Άγιος Πέ­τρος γέ­λα­σε δυ­να­τά.
Το γέ­λιο του δεν ακού­στη­κε ως τη Γη. Ήταν και τό­τε πο­λύ μα­κριά από τον Ου­ρα­νό.

πηγή www.hartismag.gr