της Μαρίτσας Τσαμπανάκη – Διακομηνά
Δεν άντεξε, σε πρόδωσε, Βάσο μας η καρδιά σου,
και σκόρπισες πόνο, πολύ, στην οικογένειά σου.
Τέσσερις μήνες πάλευες μεσ’ στα νοσοκομεία,
με θάρρος αντιστέκουσου στου Χάρου τη μανία.
Όμως ο Χάρος νικητής, σε κάθε μάχη, βγαίνει,
το θύμα σημαδεύει το και τη ψυχή του παίρνει.
Έφυγες τόσο βιαστικά, μέσα στο καλοκαίρι,
που θα ‘ρχουσουν να δροσιστείς στου Διαφανιού τ’ αγέρι.
Βάσο, δεν ήταν ώρα σου να φύγεις μάνι-μάνι,
που ‘θελες να ξεκουραστείς, στο σπίτι, στο Διαφάνι.
Η Φώφη, η Μάρη κι ο Κωστής στη Ρόδο σε προσμένα,
και δεν εθέλαν να σε δουν με χέρια σταυρωμένα.
Τ’ αδέρφια και τ’ ανήψια σου ήταν σε αγωνία,
και κάναμε παράκληση, όλοι, στην Παναγία.
Να σου χαρίσει την υγειά και πίσω να γυρίσεις
και όχι μεσ’ στο φέρετρο να ‘ρθεις να χαιρετήσεις.
Πολλές οι αναμνήσεις μας των παιδικών μας χρόνω,
και η καρδιά μου λύγισε, πάλι, μ’ αυτό το πόνο.
Προσπάθησες από μικρός κι είχες λαμπρή πορεία,
γι’ αυτό και ο πατέρας μου σου ‘χε αδυναμία.
Στις πίκρες μας και στις χαρές πάντα κοντά μας ήσου,
και την αγάπη, ολωνών, επήρες τη μαζί σου.
Στον Άδη θέννα ξάφνιασες το θείο και τη θεία,
γιατ’ ήταν κρίμα να χαθείς σ’ αυτή την ηλικία.
Αγαπημένα πρόσωπα, πολλά, θα συναντήσεις,
φιλιά και χαιρετίσματα, σε όλους, να χαρίσεις.
Εμείς θα προσευχόμαστε απ’ της καρδιάς τα βάθη,
να πέσεις να ξεκουραστείς στου Παραδείσου τ’ άνθη.
Το χώμα να ‘ν’ ανάλαφρο, Βάσο μας, στο κορμί σου,
και σ’ όλους μας παρηγοριά θα ‘ν’ η ανάμνησή σου.
Η πικραμμένη σου ξαδέρφη
Μαρίτσα Τσαμπανάκη – Διακομηνά.