ΤΑ ΕΦΤΑ
(Γιορτή που γίνεται την έβδομη μέρα από τη γέννηση του παιδιού)
- Τόπος: Κάρπαθος.
- Χώρος: Το εσωτερικό του Μεγάλου Σπιτιού, πού μπορεί να παρουσιάζεται και με projector. Στη σκηνή υπάρχει μεγάλο τραπέζι και καρέκλες. Μερικά σκαμνιά βρίσκονται εδώ κι εκεί. Μια πολυθρόνα για τη Γαρυφαλλιά με το μωρό.
- Χρόνος: Δεκαετία 1970, επτά μέρες από τη γέννηση του παιδιού.
- Μαντινάδες και τραγούδια: Τραγουδιούνται υπό τους ήχους λύρας και άλλων οργάνων.
- Τα πρόσωπα, με τη σειρά που εμφανίζονται:
- Η Φανή, μάνα της Γαρυφαλλιάς
- Η Γαρυφαλλιά
- Ο Γεργαράς ο Σβούρος, πατέρας του Βασίλη
- Ο Βασίλης Διακοβασίλης, γαμπρός
- Η Φροσύνη, μάνα του Βασίλη
- Η μαμή
- Γειτόνισσα
- Γείτονας
- Αρχιμάγειρας
- Μηνάς, ανιψιός της Φανής
- Αργυρένια, πρωτότοκη κόρη
- Μαριγούλα, πρωτότοκη κόρη
Φανή
{Με κλασσικό ντύσιμο}
«Βρισκόμαστε πολλά χρόνια πριν, κάπου στη δεκαετία του χίλια εννιακόσια εβδομήντα. Είναι άνοιξη.
Είμαστε στο σπίτι μου, στο Μεγάλο Σπίτι, που το στόλισα για το γάμο της κόρης μου, της Γαρυφαλλιάς.
Με την κόρη μου ήρθαμε πέρυσι το Δεκαπενταύγουστο από την Αμερική. Δεν φαντάζεστε πόσα νοικοκυριά και στολίδια φέραμε. Γκαστρωμένα τα μπαούλα μας. Όλα όσα σέρνουν ο ποταμός και η θάλασσα μαζί, το ποταμοθάλατσο σας λέω! Ο κόσμος που ήταν στην πλατεία σάστισε από τα πλούτη μας.
{Σταματά για λίγο, σκέφτεται}
Τι να πρωτοθυμηθώ από τα νιάτα μου! Με πάντρεψαν δεκατεσσάρων χρονών και μετά από ενάμισι χρόνο γέννησα την κόρη μου, τη Γαρυφαλλιά. Τις πρώτες μέρες μετά τη γέννα ήθελα να κλαίω, δεν ένιωθα καλά. Η μαμή έκανε το θαύμα της. Είπε της μάνας μου να ανακατέψει μέλι και βώτυρο, για να μου δίνει να τρώω.
Μελιτοβώτυρο θέλει η Φανή, για να δυναμώσει. Από τη γκαστριά και τη γέννα έχασε πολλές ουσίες.
Αλήθεια σας το λέω, γρήγορα συνήλθα και μάλιστα ένιωθα σαν να είχα μια κούκλα κι έπαιζα. Πολύ γρήγορα όμως κόπηκαν τα φτερά της ανεμελιάς μου. Έπρεπε να πλύνω τα μωρουδιακά κωλοπάνια στη σκάφη με βραστά νερά, σαπούνι κι αλουσιά. Κουραζόμουνα αφάνταστα.
Ο άντρας μου, ο συγχωρεμένος, ήταν χοντρός, ολοκόκκινος και λαχάνιαζε με το παραμικρό. Τα βράδια έπινε και έτρωγε εκεί που γύριζε. Κρασοπινά τον ανέβαζαν, κρασοπινά τον κατέβαζαν. Κάποιες φορές τον απόπαιρνα.
Μα δεν είδες το μούτρο σου στον καθρέφτη; Έχεις γίνει ολοκούαρος, ίδιος με το ολοστρόγγυλο κουβάρι της λαλάς μου! Το αίμα και το λίπος θα τρέξουν από τα μάγουλά σου.
Άλλες φορές πάλι τον έφερνα στο φιλότιμο. Εσύ δεν είσαι αξανάστρεφος, ούτε ξεροκέφαλος. Γιατί δεν ακούς τα λόγια μου; Καμμιά μέρα θα σκάσεις σαν το μπαλόνι και θα μας αφήσεις μοναχές, να παλεύουμε. Ό,τι καταλάβαινα, έλεγα του συγχωρεμένου, παιδί ήμουνα τότε. Αυτός το χαβά του».
{Φαίνεται συγκινημένη}
«Ωχ, τι θυμήθηκα τώρα! Τα βράδια που γύριζε από το καφενείο καλοκεφιασμένος, τον καλόπιανα με γλυκόλογα και τον χάιδευα για να κόψει το πιοτί. Ξέρετε πώς απαντούσε; Σιγοτραγουδούσε τη μαντινάδα:
Πίνω δεν πίνω λέ(γ)ουν μου πως πίνω κάθε μέρα,
να πίνω θέλω σια κι εγώ κι όπου το βγάλει η σφαίρα.
Η κόρη μας ωστόσο μεγάλωνε και την καμαρώναμε. Όμως η τύχη δεν μας άφησε να ζήσουμε μαζί. Δυστυχώς. Ένα πρωί τον βρήκα αναίσθητο στον σοφά. Πέθανε αβοήθητος, δεν κατάλαβε τίποτε από τη ζωή, μόνο την ευχαρίστηση της κοιλιάς του.
Έμεινα χήρα πριν καλά καλά γλυκαθώ με το μέλι της ζωής. Δυστυχώς γεύτηκα μόνο τα στεγνά και στυφά κατακάθια της. Την έχετε ακούσει την παροιμία;
Κάλλιο κακοπαντρεμένη, παρά χήρα κουρεμένη;
Εγώ βέβαια δεν κουρεύτηκα, αλλά στάθηκα όρθια και δυνατή. Πέρασα δύσκολα τον πρώτο καιρό. Όμως, ας είναι καλά ο αδελφός μου, που μας έκανε πρόσκληση για την Αμερική.
Ζήσαμε πάνω από δέκα χρόνια στη Νέα Υόρκη. Εγώ δούλεψα ράφτρα στο factory, έραβα πιτζάμες. Η Γαρυφαλλιά πήγαινε στο restaurant του θείου της, έκανε διάφορες ψιλοδουλειές, όπως μπορούσε. Βαριά η δουλειά και για τις δυο μας».
Γαρυφαλλιά
{Ντυμένη με αστραφτερά ρούχα}
«Στην Αμερική δουλέψαμε σκληρά. Μεροδούλι, αλλά όχι και μεροφάι. Κάναμε το σκατό μας παξιμάδι, που λέει ο λόγος. Μαζέψαμε δολάρια και γεμίσαμε και τόσα μπαούλα. Η μαμά με ένα όνειρο ζούσε. Να γυρίσουμε, για να με παντρέψει με έναν καλό γαμπρό. Με έταξε και στον Αϊ Γιάννη του Κλήδονα, τον Φαντιστή, που γιορτάζει στις 24 του Γενάρη, για να μου φανερώσει, λέει, τον γαμπρό. Και, ώ του θαύματος, είδα τον Βασίλη Διακοβασίλη στην εκκλησία και τον ερωτεύτηκα. Με την πρώτη σας λέω! Λιμπίστηκα τα κάλλη και τη λεβεντιά του! Μα, είναι τόσο όμορφος, όλα πάνω του είναι ταιριαστά!»
{Πατάει το πόδι της πολλές φορές στο πάτωμα}
«Αυτόν θέλω και κανέναν άλλον. Μάνα μου, είδα τον, μάνα κι αγάπησα τον! Θα τον πάρω και χωρίς τη βουλή σου! Δεν θέλω να ψάχνεις γαμπρό. Μου τον φανέρωσε ο Αϊ Γιάννης του Κλήδονα, ο Φαντιστής! Έτσι είπα στη μάνα μου».
Παύση
{Χαμογελάει με σκέρτσο και αναρωτιέται}
«Ή μήπως τον βρήκα μόνη μου; Τι λέτε;»
Φανή
«Είδα την ερωτική φλόγα στη ματιά της κόρης μου για τον Βασίλη Διακοβασίλη. Εψές στείλαμε την προξενήτρα να τον ζητήσει και τώρα περιμένουμε τον πατέρα του, τον Γεργαρά τον Σβούρο – το έντομο Χρυσοκάνθαρος – ξακουστό μελισσοκόμο. Για να δούμε, έρχεται να γνωρίσει τη νύφη ή μήπως θέλει και κάτι άλλο; Αυτός είναι και τυπικός Καρπάθιος, έτσι μου είπαν τα λαϊκά – αυτές οι πολύξερες γυναίκες που κάνουν τα προξενιά και τα κουτσομπολιά. Έμαθα τα πάντα για τον γαμπρό.
Οι γονείς του τον έστειλαν, λέει, να μορφωθεί στη Μονή Αγίου Γεωργίου στις Βάσσες, όπου τον φιλοξενούσαν στα κελιά της Μονής και φορούσε ράσο. Πόσο φρόνιμος και υπάκουος ήτανε, μού είπανε. Κι από διάβασμα δεν άφησε βιβλίο για βιβλίο. Αυτά τα έμαθα από τους πιστούς που πήγαιναν να προσκυνήσουν και πρόσφεραν τάματα στον Αγιό, όπως χωράφια, μύλους, ζώα, στάβλους, μπρούτζινα αγγειά, χρυσαφικά και ό,τι άλλο μπορεί να βάλει ο νους σας. Ο Βασίλης, λοιπόν, ήθελε να σπουδάσει. Οι γονείς του όμως, που τον είχαν μοναχοπαίδι, δεν ήθελαν να φύγει κι εκείνος δεν τους χάλασε χατίρι».
Παύση
«Να σας πω κάτι; Τυχερές είμαστε. Αν ανεμουριζόταν – εξαφανιζόταν – στην ξενιτιά, πού θα βρίσκαμε τέτοιο γαμπρό;»
Γεργαράς ο Σβούρος
{Κρατάει ένα βαζάκι μέλι. Κατάλαβε από την προξενήτρα ότι καιγόντουσαν μάνα και κόρη για το γιο του. Μπαίνοντας, μονολογεί}
«Τι κοστίζει ένα βαζάκι μέλι μπροστά στο γαμπρίκιο, που θα της ζητήσω; Δεν ξέρετε τι είναι το γαμπρίκιο; Είναι οι παράδες που παίρνει πριν το γάμο ο πατέρας του γαμπρού από τους γονείς της νύφης».
{Χαμογελά αναποδογυρίζοντας τις άδειες τσέπες του}
«Τις βλέπετε; Κεσάτια έχω. Οι αθρώποι δεν το αγοράζουν πια για να γλυκαίνονται, αν και έχει ουσίες πολλές! Έτσι, εγώ με τη γρα μου αλειφόμαστε με το μέλι και παίζουμε το παιχνίδι γύρω από τον στύλο του Μεγάλου Σπιτιού. Τι, δεν το ξέρετε; Ω, πού να σας το εξηγήσω; Για άλλο ήρθα και θα ξεχάσω πώς πρέπει να τα πω, για να πάρω τους παράδες. Πάντως για να τελειώσει το παιχνίδι, τραβάω έναν πόρδο και ξεκολλάμε από τον στύλο.
Τι λέγαμε; Ω, ναι, για το γαμπρίκιο. Εγώ θα σταματήσω το έθιμο; Ε, όχι, α! Τι πατέρας τέτοιου γαμπρού, όμορφου και σπουδαγμένου είμαι, αν δεν ζητήσω γαμπρίκιο; Πώς θα τον δώσω; Έτσι τζάμπα; Ε, όχι, α! Θα το πάρω και μάλιστα πριν από τον γάμο, μη με γελάσει η Φανή. Ξέρετε πόσοι και πόσοι πατεράδες, που δεν είχαν την εξυπνάδα να το πάρουν πριν μπουν τα στέφανα, το έχασαν; Άμα μπει η κουλούρα ψάχνε, γύρευε γαμπρίκιο. Εμείς τον έχουμε και μοναχογιό! Αν είχα κι άλλους γιους να παντρέψω θα της έκανα σκόντο της Φανής».
{Κορδώνεται, ανασηκώνει τα μανίκια και φωνάζει}
«Ω, Φανή, καλησπέρα. Καλωσορίσατε στην πατρίδα!»
Φανή
«Καλώς τον στο σπίτι μας! Έλα πέρασε, να δούμε τι μαντάτα φέρνεις».
Γεργαράς ο Σβούρος
«Ω, Φανή, έφερα λίγο μέλι να γλυκάνουμε, μαθές, την κόρη, τη Γαρεφαλλιά!»
{Μονολογεί, έχει αγωνία, σκουπίζει το μέτωπο. Η Φανή στέκεται μπροστά του αμήχανη}
«Πώς να αρχίσω; Πώς να της το πω;» μονολογεί.
«Άκουσε να σου πω, Φανή. Δεν υπάρχει καλύτερος γαμπρός από το γιο μου. Η κόρη σου ήξερε τι έκανε. Και τι του λείπει; Και όμορφος και σπουδαγμένος είναι. Όλα τα έχει, αλλά και σκέτος ταύρος είναι».
Παύση
«Θα σπείρει το χωράφι της κόρης σου και θα δεις πράγματα και θαύματα!»
{Κλείνει το μάτι και κοιτάζει επίμονα τη Φανή}
«Εγώ όμως, Φανή, με το συμπάθιο δηλαδή, για να συμφωνήσω, θέλω και γαμπρίκιο χίλια δολάρια!»
Φανή
{Ξαφνιάστηκε, ξεροκατάπιε, έκατσε στο σκαμνί και σηκώθηκε αμέσως}
«Γαμπρίκιο θέλεις, Γεργαρά; Μα, βέβαια! Τόσα χρόνια που λείπω σαν να ξέχασα τα έθιμα. Ακατέβατο το θέλεις το… γαμπρίκιο;»
Γεργαράς ο Σβούρος
{Δείχνει αποφασισμένος}
«Ακατέβατο, Φανή, ακατέβατο! Παζάρια θα κάνουμε; Τέτοιος γαμπρός σαν το Βασίλη μου, τύφλα να έχουν οι διατροί κι οι δικηγόροι. Η κόρη σου τράβηξε λαχείο, άκου που σου λέω».
Φανή
{Του δίνει το χέρι της όλο χαρά}
«Τότε, συμπέθερε, η ώρα η καλή και καλά στέφανα στα παιδιά μας. Να τα βγάλουμε έξω, να παίξουν οι τουφεκιές, να μάθει όλο το χωριό τη χαρά μας».
Γεργαράς ο Σβούρος
«Στερεωμένο το αντρόγυνο και καλούς απογόνους, συπεθέρα, Φανή. Το γάμο πότε θα τον κάνουμε;»
Φανή
«Εμείς τα έχουμε όλα έτοιμα! Να περάσουν δα οι νηστείες. Τι λες για την Κυριακή του Θωμά, συμπέθερε;»
Γεργαράς ο Σβούρος
«Να πάμε πρώτα στον γραμματικό να γράψεις στην κόρη σου τα λεφτά, τα χωράφια και το σπίτι. Α, να κρατάς και το γαμπρίκιο, που σου ζήτησα. Ω, συπεθέρα! Εγώ θα σφάξω τα μερωτάρια – αρνιά ενός έτους – που έχω κι εσύ να βάλεις τα επίλοιπα».
Φανή
«Την επόμενη κιόλας πήγαμε στον γραμματικό με τρεις μάρτυρες για να συντάξουμε το προικοσύμφωνο. Στην κόρη μου έγραψα λεφτά, χωράφια και το σπίτι με τον εξοπλισμό. Πλήρωσα και το γαμπρίκιο στον Γεργαρά τον Σβούρο, που το τσέπωσε και δεν ξεκόλλησε το χέρι απ’ την τσέπη.
Η κόρη μου δεν ήθελε να ζητήσω προίκα για τον γαμπρό κι έτσι έκανα, δεν ζήτησα ούτε ένα πράσινο φύλλο.
Την άλλη μέρα παράγγειλε ο συμπέθερος να συναντηθεί, λέει, το αντρόγυνο στον στάβλο τους, στο Ιγλί.
Η κόρη μου μόλις το άκουσε πέταξε από χαρά. Ποιος να ξέρει τι να σκέφτηκε ή τι να επιθυμούσε άραγε;
Εγώ, μόλις το άκουσα, φουρκίστηκα.
Δεν λωλάθηκα ακόμη να σε στείλω μόνη σου, μαζί του. Κάτσε στ’ αβγά σου.
Αυτή όμως επέμενε κι έτσι τους κάλεσα στο σπίτι να γνωριστούμε».
Γαρυφαλλιά
{Με χάρη και κέφι}
«Και τι δεν έφτιαξε η μάνα μου! Ντολμάδες με αμπελόφυλλα, που μόλις πρωτοφάνηκαν, λαχανοπίτια, μακαρούνες με ταχίνι και πατάτες γιαχνί. Από γλυκά έφτιαξε πακλαβά, λουκουμάδες και πουγγιά γεμισμένα με σησάμι και καρύδια. Ξέχασα, έφτιαξε και μοσχοκοφτή! Όλα τα καλά! Μπελάς να έχεις χαρές τη Σαρακοστή. Τι να φτιάξεις;
Ω, έχουμε και γλυκό καρπάθικο κρασί, να πιούμε να καλοκεφιάσουμε!»
Βασίλης Διακοβασίλης
{Μπαίνει καμαρωτός. Ακολουθούν οι γονείς του}
«Να σας εξομολογηθώ τον κρυφό μου έρωτα; Την Κυριακή είδα τη Γαρυφαλλιά στην εκκλησία. Τι να σας λέω, το σώμα μου φλογίστηκε, σκίρτησε η καρδιά μου. Κεραυνοβόλος έρωτας που λένε! Μήπως ήξερα και πώς είναι; Δεν είχα ξανανιώσει έτσι.
Και πόσο όμορφη και λαμπερή μού φάνηκε. Και φορούσε ρούχα αλλιώτικα, αστραφτερά, να, πώς να σας το πω; Σαν να μου επάντηξε – συνάντησα – στον δρόμο η νεράιδα του παραμυθιού.
Αυτή άραγε να με πρόσεξε; Κι αν με είδε, της άρεσα; Αλλά πάλι, αν δεν της άρεσα, γιατί να στείλουν αμέσως την προξενήτρα; Σήμερα θα φανεί, θα την καταλάβω».
{Σκύβει, ασπάζεται τη Φανή και στέκεται δίπλα στη Γαρυφαλλιά}
Γαρυφαλλιά
{Αναστενάζει και τον κοιτάζει ξελιγωμένη}
«Καλωσόρισες, σήμερα φαίνεσαι ακόμη πιο όμορφος».
Φροσύνη
{Μπαίνοντας, ασπάζεται τη Φανή και τη Γαρυφαλλιά}
«Ώρες καλές, συπεθέρα Φανή. Στερεωμένο το αντρόγυνο. Καλά στέφανα, κόρη μου και καλούς απογόνους!»
Φανή
{Παίρνει τους δίσκους να κεράσει τους συμπεθέρους}
«Πάρετε απ’ όλα! Όλα τα έχουμε όπως πρέπει για την περίσταση. Ευλογημένος ο Κύριος που μας τα έδωσε όλα πλούσια. Φέρε, κόρη μου, και το δίσκο με τη σησαμόμελη να δώσεις στους συμπεθέρους και στον γαμπρό. Την κάνουμε στους γάμους και στα βαφτίσια, αλλά εγώ την έκανα και σήμερα, για να έχει γλύκες το αντρόγυνο, να δεθεί και να ριζώσει. Και τι δεν έβαλα μέσα! Σησάμι καβουρντισμένο – το μισό το κοπάνησα στο γδι – μέλι, καρύδια, αμύγδαλα, κανέλλα, μοσχοκάρφια, μαστίχα από το σκίνο το μαστιχάρη, και μίαν ιδέα βανίλια! Να δείτε μυρωδιές και νοστιμάδα. Από πάνω την στόλισα με δύο καρδιές από ροζ και άσπρα κουφέτα!»
Γαρυφαλλιά
{Κερνάει με το ίδιο κουτάλι τους γονείς του Βασίλη}
Βασίλης
{Όταν έρχεται η σειρά του Βασίλη, της λέει}
«Βάλε μια γεμάτη κουταλιά, φάε την πρώτη, γλύψε και το κουτάλι και μετά δώσε μου!»
{Η Γαρυφαλλιά την τρώει, γλείφει και το κουτάλι}
{Ο Βασίλης σκύβει και φιλάει τα μαλλιά της λέγοντας}
«Να φάμε από το ίδιο κουτάλι, αυτό ήθελα μόνο».
Παύση
«Μόλις σε είδα, αχ, αχ, αχ! Σε ερωτεύτηκα. Με την πρώτη σου λέω!»
Γαρυφαλλιά
{Η Γαρυφαλλιά τον κοιτάζει ερωτικά. Έρχεται κοντά του, ακουμπά τα χέρια στους ώμους του, κρέμεται πάνω του}
«Κι εσύ; Έλα Παναγία μου! Κι εγώ, κι εγώ με την πρώτη! Πώς να σου το πω; Σε ποθώ, σε θέλω, σε ερωτεύτηκα!»
Φανή
{Αγριοκοιτάζει την Γαρυφαλλιά κι εκείνη συμμαζεύεται}
Βασίλης
{Τραγουδά τη μαντινάδα}
«Αν ήξερα πως μ’ αγαπάς ήθελα σ’ αγαπήσω,
σαν το νερό του ποταμού που δεν ξεστρέφει πίσω».
Γαρυφαλλιά
Στον γάμο μας όλα έγιναν σύμφωνα με τα έθιμα. Το νυφοστόλι, τα φαγητά, τα γλεούδια, το γλυκό ντόπιο κρασί, οι μεζέδες, οι μαντινάδες, ο χορός. Όλα! Δεν ξέρετε τι είναι γλεούδια ή παρθενόκουκκα, όπως τα λένε στα Πάνω Χωριά; Καλές μου και καλοί μου, είναι τα κεράσματα από ψιλοκούλουρα, ζαχαροστράγαλα, καραμέλες και φιστίκια αράπικα με το φλούδι τους αλατισμένα και ψημένα στον φούρνο. Πήραν το όνομά τους από την παρθένο νύφη. Ω, θα το ξεχνούσα, η λαλά μου είχε στον αποκρίατο – ο χώρος κάτω από τον σοφά του Μεγάλου Σπιτιού – δυο σταμνοπούλες μικρές, τη μία με ασκάδια – ξερά σύκα – και την άλλη με σταφίδες. Μια μάντρα παιδιά μπαινόβγαιναν από τον αποκρίατο, γέμιζαν τις χούφτες τους, άδειασαν τις σταμνοπούλες και τραγούδησαν μια μαντινάδα, τη μόνη που θυμάμαι».
Καλά πούνε τα ρημάδια τα πέντε δέκα ασκάδια,
Εμείς για να χορτάσομε, θέλομε σια μια στάμνα.
Φροσύνη
«Τι; Δεν θυμάσαι τη μαντινάδα που σου είπα στον γάμο σας; Να την ξαναπώ, νύφη μου».
Έχεις του ήλιου τις ομορφιές και του χιονιού τις ασπράδες,
του μήλου του Πολίτικου τις ροδοκοκκινάδες.
Βασίλης
«Εκείνα πέρασαν, μάνα, τώρα έρχονται άλλα, πιο ευχάριστα. Θα αγκαλιάσετε εγγόνι.
Πετάξαμε στα ουράνια από χαρά, όταν η μαμή επιβεβαίωσε την εγκυμοσύνη της Γαρυφαλλιάς. Προσκυνήσαμε στην Αγία Σοφία και κάναμε τάμα στη χάρη της».
Μαμή
«Δέκα μέρες πριν από την ημερομηνία που υπολόγισα, η Γαρυφαλλιά γέννησε κοριτσάκι τόσο εύκολα, σαν απού γεννά η κότα το αβγό.
Αφού την πλύναμε και την ντύσαμε, την φασκιώσαμε και την διπλώσαμε με το μωρουδιακό μποξιά, που έραψε η Φανή. Είδατε τι κάνουν οι λαλές για την εγγονή τους; Τι; Δεν ξέρετε πώς γίνεται ο μποξιάς; Με μικρά κομμάτια από υφάσματα με διαφορετικά χρώματα και σχέδια. Από μέσα έραψε μονόχρωμο ύφασμα για να πρέπει – να είναι όμορφο δηλαδή.
Έχω διπλώσει κι έχω διπλώσει μωρά σε μποξιάδες, αλλά σαν και τούτον όμορφο, δεν είδα. Η Φανή έφερε τα κομμάτια από την Αμερική, μάλλον γι’ αυτό».
{Κρατάει έναν μποξιά και τον ανεμίζει κοιτώντας τον με θαυμασμό}
Γαρυφαλλιά
{Κάθεται και έχει στην αγκαλιά την κόρη της}
«Σαν μεγάλο σκουλήκι που εξέχει η κεφαλή του ήταν η κόρη μας, όταν την είδα. Δεν μου άρεσε φασκιωμένη».
Μαμή
«Μη χολιάς, κόρη μου! Η κόρη σου είναι γερή. Τα ποδαράκια και τα χεράκια της είναι ζωηρά και τα κουνάει. Η φασκιά θα τα πλάσει, σαν απού πλάθουμε και ομορφαίνουμε τη ζύμη του ψωμιού πριν την βάλουμε στην πινακωτή. Εξάλλου μια Ολυμπίτισσα γρα μού είπε: Τον Χριστούλη, όταν γεννήθηκε, τον φάσκιωσαν κι αυτόν, καμάρι μου».
Φανή
«Αυτό το σταρένιο ψωμί είναι για σένα. Είναι το δώρο σου, που ξεγέννησες την κόρη μου. Έριξα λάδι, ζάχαρη, γλυκό κρασί, μυρωδικά κι αλάτσι και το ζύμωσα με αγάπη. Είμαι υποχρεωμένη και σε ευχαριστώ. Να είσαι καλά να ξεγεννήσεις κι άλλα μου εγγόνια».
Μαμή
{Είναι διπλωμένο σε μπιρμπιλωτό ύφασμα. Η μαμή το δείχνει}
«Ω, τι όμορφο που είναι! Και στολισμένο με αμύγδαλα και καρύδια. Θα είναι νόστιμο σαν και την όψη του, άραγε;»
Γαρυφαλλιά
«Δεν κατάλαβα για πότε γέννησα! Με έπιασαν οι πόνοι και σε δυο ώρες την είχα στην αγκαλιά μου. Δυσκολεύομαι λίγο στο βύζαγμα, αλλά θα βρω τη βολή. Η μαμή και η μαμά πλένουν τα κωλοπάνια. Η μαμή θα έρχεται μέχρι τη βάφτιση να μας βλέπει και να με συμβουλεύει. Έτσι κάνει για όλες τις λεχώνες.
Μάλιστα μας πρότεινε να κάνουμε τη βάφτιση στα Εφτά, όπως έκαναν παλιά ή πριν τα σαράντα, γιατί, λέει, το βαφτισμένο παιδί προστατεύει και μένα μέχρι να σαραντίσω.
Εγώ όμως λέω να κάνουμε τη βάφτιση την Κυριακή μετά τα σαράντα».
Παύση
{Σκοτεινιάζει το πρόσωπό της. Δείχνει να πονάει στην κοιλιά}
«Τι ήθελα να το πω; Να μια σουβλιά στην κοιλιά, έφτασε μέχρι την καρδιά!»
{Σταυροκοπιέται}
«Αγία Σοφία, κάτσε στη βάντα μου – να, εδώ δίπλα μου- και προστάτεψέ με».
Βασίλης
«Την πρώτη νύχτα δεν κοιμήθηκα, έμεινα ξάγρυπνος και την καμάρωνα. Είναι αλήθεια πώς αυτό το μωρό είναι το παιδί μας;» σκεφτόμουν καθώς την έβλεπα να κοιμάται».
{Αναστενάζει με λατρεία, σκύβει και φιλάει και τις δύο}
Γαρυφαλλιά
«Ανυπομονώ να την δω να μεγαλώνει, να μου χαρίσει το πρώτο της χαμόγελο, να δω πώς θα είναι όταν πρωτοπερπατήσει, να μάθω αν θα είναι καλόφαγη, να γνωρίσω τον χαρακτήρα της, να παίξω μαζί της, να της διαβάσω παραμύθια, να της τραγουδήσω, να δω αν θα είναι έξυπνη, αν θα είναι καλή στο σχολείο, να γνωρίσω τις φίλες της. Δεν έχουν τελειωμό τα όνειρα και οι αγωνίες μου».
{Την σιγονανουρίζει με μελωδική φωνή}
Νάνι, νάνι το μωρό μου
και το κρινολούλουδο μου
Κόρη ζαχαροζύμωτη και μελιτοξυπνούσα,
τάζω της Αγιάς Σοφιάς λειτρίημα και τ’ Αϊ Γιαννιού λαμπάδα,
βαριά-βαριά να κοιμηθείς και να λαφροξυπνήσεις
{Σταυροκοπιέται}
«Ευχαριστώ σε, Αγία Σοφία. Θα σου φέρω το φλουρί το Κωνσταντινάτο, που σου έταξα».
Βασίλης
«Ξέρεις, Γαρυφαλλιά, ένιωσα ένα περίεργο συναίσθημα καθώς σε άκουγα να νανουρίζεις την κόρη μας. Το πιστεύεις, πώς ζήλεψα;»
Γαρυφαλλιά
«Έγινα μάνα, Βασίλη, αλλά ο έρωτάς μου για σένα δεν καταλάγιασε ούτε θα καταλαγιάσει. Είναι ο ίδιος όπως την πρώτη φορά που σε πόθησα».
Παύση
{Η Γαρυφαλλιά φαίνεται σκεφτική και προβληματισμένη}
«Α, δεν σου είπα! Πότε πότε νιώθω στενοχώρια που δεν μπορώ να καταλάβω από πού έρχεται, με πιάνει και η αγωνία της ανατροφής της, οπότε έρχεσαι εσύ, με αγκαλιάζεις, μου δίνεις φιλάκια και εξαφανίζονται οι αγωνίες μου. Μα, πώς το καταλαβαίνεις κι έρχεσαι την ώρα που σε χρειάζομαι;»
Βασίλης
«Σε έχω στον νου μου, γιατί σε λατρεύω, Αρετούσα μου!»
Γαρυφαλλιά
«Πώς σου ήρθε και με είπες Αρετούσα;»
Βασίλης
«Έτσι, επειδή σ’ αγαπώ! Διάβασα τον Ερωτόκριτο, όταν σπούδαζα!»
Γαρυφαλλιά
«Ερωτόκριτέ μου!»
{Η Γαρυφαλιά σηκώνεται, δίνει το μωρό στον άντρα της και τον ασπάζεται ψιθυρίζοντας ερωτικά λόγια}
Φανή
{Μπαίνοντας αναστενάζει από ευχαρίστηση}
«Τους βλέπετε πόσο ευτυχισμένοι και ταιριαστοί είναι; Μακάρι όλα τα παιδιά του κόσμου να έχουν την τύχη της κόρης μου!»
{Μπαίνει κόσμος}
«Ελάτε αφήστε πια τα ερωτόλογα! Δεν βλέπετε τους ανθρώπους που έρχονται; Έλα, μαμή, φέρε τη σκάφη, βάλε την πάνω στο τραπέζι κι άπλωσε την κουβερτούλα και το σεντονάκι, για να βάλουμε μέσα το μωρό μας».
Φροσύνη
«Σήμερα, η εγγονή μας έκλεισε επτά μέρες από τη γέννηση και θα γιορτάσουμε τα Εφτά. Είναι έθιμο που κρατά από τα πολύ παλιά χρόνια, τα αρχαία, έτσι μου είπε ο γιος μου. Τώρα τελευταία ζηλεύω τη συπεθέρα, μάνα είμαι κι εγώ. Ξέρετε γιατί; Σ’ αυτήν μαθαίνει πιο πολλά κι εμένα μ’ έχει του πεταμάτου – για πέταμα. Αχ, αυτοί οι γιοι όταν τους παντρέψεις, τους χάνεις!
Βλέπετε; Έρχονται οι σύντεκνοι, συγγενείς, φίλοι και γείτονες. Το σπίτι της συπεθέρας μας είναι ανοιχτό για όλους όσους θέλουν να έρθουν για τα καλορίζικα της εγγονής μας.
Η συντέκνισσα της συπεθέρας έφερε μια μεγάλη πήλινη τσανάκα με μακαρούνες. Εγώ έφτιαξα κουραμπιέδες που λιώνουν στο στόμα και τούρτες με σιτάκα από τα ζώα μας».
Φανή
Κι εγώ ξεπατώθηκα να ετοιμάσω τόσα κανίσκια με γλυκά. Περίμενα χρόνια αυτή τη μέρα.
Και τι δεν έφτιαξα! Ψιλοκούλουρα, λουκουμάδες, χρυσινοπίτια στον πλάκο και μυζηθρόπιτες με μέλι και τσίκνωση. Έφτιαξα πρώτη φορά και παστέλι. Τη συνταγή την πήρα από τη Μαριγώ, τη ζαχαροπλάστισσα, αλλά θα την κρατήσω για μένα! Όλα κι όλα δεν μπορώ να σας πω και όλα μου τα μυστικά. Εσείς γευτείτε μοσχομυριστό τραγανό παστέλι με καβουρντισμένο σησάμι και αμύγδαλα.
Άντε, συμπεθέρα, ακόμη; Τι κάνετε; Φέρετε τις πιατέλες με τα γλυκά να τα βάλουμε στο τραπέζι! Σκορπίστε ανάμεσα τους λεμονανθούς από τα δεντρά σας στους Κάτω Γύρους. Της κόρης μου και του γαμπρού μου τα δεντρά, δηλαδή!»
{Η Φροσύνη και άλλες φέρνουν τις πιατέλες και απλώνουν ανάμεσα λεμονανθούς}
Φροσύνη
{Τονίζοντας με αποφασιστικό τρόπο τη λέξη δεντρά}
«Να σου τα πω ντρέτα, συπεθέρα. Η περιουσία, τα δεντρά μας, θα μείνουν στα χέρια μας, όσο ζούμε και μετά θα τα παραλάβει ο Βασίλης».
Φανή
{Χαμογελάει με νόημα}
«Ω, κακομά συμπεθέρα! Τα χωράφια και τα δεντρά δεν έχουν ρόδες, για να φύγουν και κανένας δεν τα πήρε μαζί του. Εσείς, λες να είστε οι πρώτοι που θα τα πάρετε μαζί σας; Αλλά το λάθος ήταν δικό μου, που δεν ζήτησα από τον συμπέθερο να τα γράψει στον γιο σας».
Αρχιμάγειρας
{Κλείνει το μάτι και κοιτάζει δεξιά κι αριστερά}
«Άκουσα πώς άρχισαν να μπλέουν – να τσακώνονται – οι συπεθέρες, σσσς μη μας ακούσουν κιόλας.
{Με ύφος πολύξερου βάζοντας το δεξί δάχτυλο στον κρόταφο}
«Δεν σας είπα, έχω κι εγώ τις πληροφορίες μου!»
Γειτόνισσα
{Απευθύνεται σε γείτονα που κάθεται δίπλα της}
«Μμ. Τι χρειαζόντουσαν αυτά τα λόγια της Φανής; Να δούμε, θα είναι πάντα έτσι αγαπημένες οι συπεθέρες ή θ’ αρχίσουν σε λίγο να μπλέουν – να τσακώνονται για ψύλλου πήδημα;»
Γείτονας
«Γιατί σε ποιον θα δώσουν τα δεντρά και τα χωράφια τους ο Γεργαράς και η Φροσύνη; Στο γιο τους δεν θα πάνε; Μοναχοπαίδι είναι ο Βασίλης».
Παύση
{Μονολογεί προβληματισμένος}
«Ουφ, το νου τους στα κουρέτα τον έχουν αυτές οι γυναίκες! Για την κακή αρετή και το κουτσομπολιό είναι πρώτες! Αλλά εδώ που τα λέμε, έχει και τα δίκαιά της η Φανή. Τον πλήρωσε καλά τον Γεργαρά τον Σβούρο με το γαμπρίκιο και δεν του ζήτησε να γράψει την περιουσία στον γιο του. Δεν ήθελε, λέει, η κόρη. Από πότε κάνουν κουμάντο και οι νύφες;»
Φανή
{Η Φανή και η μαμή βγάζουν τη φασκιά, ντύνουν το μωρό και βάζουν πάνω από τα ρούχα του την πιο όμορφη μπλούζα της Γαρυφαλλιάς.
«Προηγουμένως η μαμή έλουσε το μωρό, τώρα θα το ντύσουμε κι απέξω θα του βάλουμε την πιο όμορφη μπλούζα της Γαρυφαλιάς. Έτσι είναι το έθιμο, για να φοράει ωραία ρούχα και να είναι όμορφη σαν την μάνα της, η εγγονή μου.
Ας έρθουν τώρα η Αργυρένια και η Μαριγούλα, που είναι πρωτότοκες, γεννημένες από τους ίδιους γονείς, να τυλίξουν το μωρό στο βλαντί – το μεταξωτό κόκκινο ύφασμα – και να το κουνήσουν στο ξομπλιαστό ψεσβέρι – την κεντημένη κουβέρτα».
«Έτσι μπράβο, κόρες μου! Κουνήστε την εγγονή μου, μόνο σιγά σιγά, γιατί τα κοκαλάκια της δεν έπηξαν ακόμη. Μετά βάλτε την στη σκάφη».
{Καρφιτσώνει στην πλάτη του μωρού το χαϊμαλί και στο μέρος της καρδιάς τα λιλιά}
«Έφτιαξα και το χαϊμαλί της με χαβέσι – μεγάλη όρεξη. Ξέρετε τι έβαλα μέσα; Διάφορα μαντουϊκά, που διώχνουν το κακό μάτι, όπως μπλε χάντρα, σταυρουδάκι, μοσχοκάρφι, ένα τριγωνικό κομματάκι ψαρόδιχτο, ένα κομματάκι θαλασσοβρεγμένο ξύλο και ένα κουκούτσι ελιάς. Τα λιλιά είναι στολίδι και το έφτιαξα με χρωματιστές χάντρες από φιγούρες αστεριών, φυτών, ήλιου, μισοφέγγαρου, ζώων, παιδιών, σύννεφου και ό,τι άλλο βρήκα. Ω, έβαλα και μπλε γυαλιστερό μάτι. Θέλετε να τα δείτε;»
{Τα δείχνει ή/και προβάλλονται με projector}
Οι συγγενείς και οι καλεσμένοι σηκώνονται και βάζουν χρυσαφικά, υφάσματα και άλλα δώρα στη σκάφη με το μωρό.
{Σκορπώντας λεμονανθούς στο τραπέζι)}
«Το έβλεπα στα πάρτι στην Αμερική και το αντέγραψα! Μόνο που εκεί σκόρπιζαν ροδοπέταλα!»
Όλοι οι καλεσμένοι μαζί
{Την παινεύουν και εύχονται με ενθουσιασμό}
«Να χιλιοχρονίσει!»
«Να είναι καλότυχη!»
«Και νυφούλα να την καμαρώσεις!»
«Μπράβο, Φανή!»
«Όλα τέλεια τα έκανες!»
«Και οι λεμονανθοί της συπεθέρας μοσχομύρισαν!»
«Πλουσιοπάροχα όλα!»
Φανή
«Στο φουρνοκέλι, εκεί που μαγειρεύουμε, ψήνουν στη φωτιά την παραδοσιακή αλευρά. Πέντε οκάδες σιτάρι παράγγειλα κι έκοψαν στον χερόμυλο. Λέτε να φτάσει, για να πάρουν όλοι από εφτά πιρουνιές; Δεν είναι και για χόρταση πια.
Ο αρχιμάγειρας και δυο άντρες παλικάρια παλεύουν να την φτιάξουν. Είδα κι έπαθα να καταφέρω τον αρχιμάγειρα να φτιάξει την αλευρά, όπως την έφτιαχνε η Μεταξωτή η Μελαζένη».
Αρχιμάγειρας
{Φοράει στολή μάγειρα και καπέλο. Είναι ιδρωμένος και φαίνεται κουρασμένος. Ειρωνεύεται τη Φανή}
«Πι, πι ,πι, μου ζάλισε την κεφαλή από ψες. Εμείς τόσα χρόνια μαγείροι και δεν ξέρουμε; Ευτυχώς που ήρθε από το Αμέρικα να μας δείξει».
{Γελάει και συνεχίζει}
«Είχε, λέει, το μυστικό της η Μεταξωτή η Μελαζένη. Έπαιρνε τρεις τέσσερις χουφτές από το αλεύρι που είχε για την αλευρά και το καβούρδιζε σε μεγάλο ταβά, να ξανθίσει και να ψηθεί. Το άφηνε να κρυώσει και το ανακάτευε με το άλλο. Έριχνε και γάλα στο τέλος, γιατί έτσι, λέει, η αλευρά είχε πλούσια γεύση και γινόταν νόστιμη. Έτσι θα κάνω κι εγώ σήμερα, θέλω δεν θέλω».
Λοιπόν, τι έλεγα; Έφερε ο Γεργαράς ο Σβούρος, ο αγαπημένος της συπέθερος, το πρωινό γάλα και θα ρίξω, όσο πάρει.
Σας μύρισε η αλευρά; Μύχχι και πώς μυρίζει. Μόλις τώρα μου μύρισε κι εμένα! Ανάψαμε το τζάκι και βάλαμε το χαρανί – χάλκινο σκεύος – με το νερό να χοχλάζει. Σε άλλο χαρανί ρίξαμε το αλεύρι, το καβουρντισμένο αλεύρι, αλάτι και από μια δακτυλήθρα κανέλλα και μοσχοκάρφια κοπανισμένα. Τα ανακατέψαμε καλά.
Μέσα στο χαρανί με το αλεύρι ρίχναμε λίγο λίγο το χοχλαστό νερό και οι βοηθοί μου, δύο άντρες παλικάρια, ανακάτευαν με τους ταράχτες – αυτά τα μακριά ξύλα από κλαδί αγριελιάς – ρίχνοντας ζεματιστό νερό μέχρι να χυλώσει το αλεύρι με το νερό.
Γρήγορα χέρια, γρήγορα χέρια, να μην σβολιάσει το αλεύρι, φώναζε η Φανή πάνω από τα κεφάλια μας.
Το αφεντικό είναι ζόρικο, τα θέλει όλα τέλεια. Πώς δεν τα παρατήσαμε, να την αφήσουμε σύξυλη, χωρίς αλευρά κι εκείνη και σας, μέρα που είναι;
Μετά κατεβάσαμε από το τζάκι το χαρανί με το νερό και βάλαμε το χαρανί με την αλευρά και σταματήσαμε να συμπάλλουμε – προσθέτουμε ξύλα – τη φωτιά.
Από τότε μέχρι τώρα ανακατεύουμε και ιδρώνουμε.
Ω, τα βάσανά μας μέχρι να πήξει!»
Φανή
{Φωνάζει δυνατά στους άντρες που ψήνουν την αλευρά}
«Ω, βοηθοί! Κοντεύει η αλευρά; Τώρα θα δω τη δύναμη και την υπομονή σας, να την ανακατεύετε μέχρι να ψηθεί και να πήξει. Προσέχετε να μην πεταχτεί στη μούρη σας και στραβωθείτε! Να ρίξετε και το γάλα! Και λίγα τα πατσούλια – ψιλά ξύλα – να μην πιάσει στον πάτο και καεί και μυρίσει τσουρά – καμμένο!
Μόλις πήξει και ψηθεί, δεν θα πέφτει απ’ την κουτάλα. Τότε θα είναι έτοιμη να την αδειάσετε στον ξύλινο καύκαλο.
Τι σας είπα; Πάλι μπερδευτήκατε; Δεν ξέρετε τι είναι ο καύκαλος; Είναι μεγάλη ξύλινη λεκάνη από μονοκόμματο σκαμμένο κορμό δέντρου, που την έφτιαξαν στα μέρη της Ανατολής τα παλιά χρόνια».
Αρχιμάγειρας
{Με ειρωνικό μειδίαμα}
«Ω, Παναγία μου, τι σας έλεγα; Το στόμα της δεν κλείνει καθόλου. Όλα τα ξέρει πια αυτή η Φανή! Ε κακόμοιρε, Βασίλη, τι σου έμελλε να πάθεις με τέτοια πεθερά που έμπλεξες, που στόμα έχει και μιλιά δεν έχει! Μα τι είπα; Λέτε να της τα έμαθε ο γαμπρός που είναι, μαθές, σπουδαγμένος;»
Φανή
{Η Φανή δείχνει ανυπόμονη και βηματίζει πέρα δώθε στη σκηνή. Σε λίγο οι βοηθοί φέρνουν τον καύκαλο με την αλευρά}
«Να την, την αλευρά στον καύκαλο. Θα σκάψουμε μεγάλη λακκούβα στη μέση και θα ρίξουμε μπόλικο μέλι και βώτυρο, όλα από του συμπέθερου.
Η μαμή ετοιμάζει στο φουρνοκέλι και τσικνωμένο κρεμμύδι με βώτυρο και μέλι. Έχει κι αυτό τη νοστιμάδα του. Όποιος θέλει να βουτήξει και σ’ αυτό».
Μαμή
{Η μαμή φέρνει καταϊδρωμένη το τσουκάλι με το τσικνωμένο κρεμμύδι και το μελιτοβώτυρο}
«Μμμ, λιγώθηκα από τη μυρωδιά! Όλα τα καλά να μου δίνουν δεν αλλάζω τούτη τη μελωμένη τσίκνωση.
Φανή
{Η Φανή στέκεται μπροστά στον καύκαλο}
«Σύμφωνα με τα έθιμα θα μπήξουμε στην αλευρά επτά κεράκια.
{Πιάνει στα χέρια της επτά λεπτά και κοντά κεριά, τα στερεώνει στην αλευρά και ονοματίζει επτά Αγίους}
Ένα στη Παναγία, ένα στον Χριστό και τα άλλα πέντε στους Αγίους μας. Ένα στην Αγία Σοφία, ένα στον Αρχιστράτηγο, ένα στην Παναγία τη Μαρμαρενή, ένα στον Άγιο Παντελεήμονα και το τελευταίο…»
Φροσύνη
{Διακόπτει τη Φανή, μιλάει δυνατά}
«Το τελευταίο στον Αϊ Γιώργη, το όνομα του συπέθερου σου, συπεθέρα Φανή!»
Φανή
«Ω, ναι, ναι, συμπεθέρα, στον Αι Γιώργη! Και το τελευταίο στον Αϊ Γιώργη, λοιπόν, να είναι βοήθεια όλου του κόσμου.
Τα κεράκια τα παράγγειλα στα Πάνω Χωριά. Τα ήθελα φτιαγμένα στο χέρι και γνήσια, να μυρίζουν κερί μέλισσας. Γι’ αυτό ρώτησα κι έμαθα για την Ανεζούλλα, που έκλεισε τα ενενήντα πέντε. Ευτυχώς που την πρόλαβα… Είναι η μόνη που τα φτιάχνει ακόμη με το κεροπάτσουλο – ένα διχαλωτό λεπτό ξύλο. Μήπως το είδα κι εγώ; Δένουν, λέει σ’ αυτό φυτίλι από εφτά χοντρές κλωστές και το βουτάνε σε καυτό κερί. Το αφήνουν να στεγνώσει και κάθε φορά που στεγνώνει το ξαναβουτάνε στο κερί. Ξέρετε πόσες φορές το βουτάνε; Εφτά! Μετά το κόβουν σε εφτά μικρότερα κομμάτια και έχουν εφτά κεριά».
Βασίλης
{Ανάβοντας τα κεριά}
«Ο αριθμός επτά αποτελείται από τους αριθμούς τρία, που σχηματίζει τρίγωνο και τέσσερα, που σχηματίζει τετράγωνο. Είναι ιερός, έχει μυστική δύναμη και είναι σύμβολο της τελειότητας».
Φανή
{Λέει αργά και καθαρά τις λέξεις σαν να προσπαθεί να τις θυμηθεί}
«Εγώ τις μόνες που θυμάμαι, γαμπρέ, είναι οι λέξεις εφτάκαλα, εφτάψυχος, εφτάμυαλος, εφταχώριστος, εφτάρφανος, εφταξούσιος, εφταζύμωτος, εφτακελού γάτα, εφτασήκωτος, εφτακακόμοιρος, εφτάπαχος, εφταμηνίτικος. Ω, τι είπα; Φτου, φτου, Παναγία μου, φύλαγε τις γκαστρωμένες! Τι άλλο, τι άλλο; Ω, θυμήθηκα! Εφτά μέρες της βδομάδας, έξι μέρες της δημιουργίας και μία της ανάπαυσης, τα εφτά θαύματα του κόσμου, τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα, τα εφτά χρώματα του ουράνιου τόξου, οι εφτά τόνοι της μουσικής, η Χιονάτη και οι εφτά νάνοι, ο πράκτωρ 007».
Παύση
{αναρωτιέται με αινιγματικό ύφος}
«Να υπήρχε τότε άραγε ο πράκτωρ 007;»
Βασίλης
{Της δίνει το χέρι του}
«Πεθερά, είσαι θησαυρός! Ξέχασα να σου πω πώς οι αρχαίοι μας πρόγονοι ανακάλυψαν από πολύ παλιά τους εφτά πλανήτες και πίστευαν ότι υπάρχουν εφτά πίνακες της μοίρας που ρυθμίζουν τη ζωή».
Φροσύνη
Τι σας έλεγα; Ζηλεύω πάλι. Εμένα δεν με είπε ποτέ του θησαυρό».
Φανή
«Γιατί πήρα σπουδαγμένο γαμπρό; Όλα από σένα τα έμαθα. Σκύψε να σε φιλήσω».
{Τον ασπάζεται στο μέτωπο πάνω από τα αναμμένα κεριά}
«Τώρα, γαμπρέ, χρειάζεται υπομονή. Θα περιμένουμε να δούμε, ποιο κερί θα σβήσει πρώτο. Αυτός θα είναι ο προστάτης της κόρης σου.
Ωστόσο, ας έρθει ο Μηνάς, ο πρωτότοκος ανιψιός μου, που είναι γεννημένος από τους ίδιους γονείς, να μας πει το Σύμβολο της Πίστεως».
Μηνάς
«Πιστεύω εις ένα Θεόν, Πατέρα παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων…»
Φανή
Τώρα περιμένουμε να σβήσουν τα κεριά».
{Σταυρώνει το μωρό}
«Μη στάξει ο Θεός και βρει τη, την κορούλα μας!»
{Τραγουδά μαντινάδες στην κόρη και στην εγγονή της}
Εγέννησεν η Γαρυφαλλιά κι έκανε μοσχοκάρφι,
κι εμύρισεν η γειτονιά σα λεμονιά με τ’ άνθη.
Στις πάγκες των κανακαρών που βάλουν το σιτάρι,
να (β)άλεις εσού το μάλαμα και το μαργαριτάρι.
Να τα ΄ξερεν ο βασιλιάς πώς έχει τέτοιο ΄γγόνι,
να κάνει τα σκοινιά χρουσά την κούνια διαμαντένη.
Φροσύνη
{Τραγουδά μαντινάδα στη νύφη και στο γιο της}
Ενέστεσες τη μάνα σου, την πιο μεγάλη ρίζα,
απ’ όπου κι αν επέρασε, οι στράτες εμυρίζα.
Ας είναι καλορίζικη και να πολυχρονίσει,
να τρέξει του πατέρα της, σαν απού τρέχει η βρύση.
Φανή
{Σταυροκοπιέται}
«Ω, το κερί της Αγίας Σοφίας έσβησε πρώτο. Αυτή θα προστατεύει την εγγονή μου. Μεγάλη η χάρη της!»
Φροσύνη
«Κρίμας, δεν έσβησε πρώτο το κεράκι του Αϊ Γιώργη, να προστατεύει την εγγονή μας!
Μια σου και μια μου, συπεθέρα!
Παύση
Θυμάσαι τι μου είπες για τα δεντρά μας στους Κάτω Γύρους;»
{Όλοι βουβαίνονται. Τα βλέμματα στρέφονται στις συμπεθέρες}
{Ζυγώνει κοντά στη Φανή}
Δεν λέω καλή και χρουσή είσαι συπεθέρα, αλλά την περιουσία δεν την δίνουμε. Αποθανόντα μας θα την πάρει ο γιος. Κι αν η νύφη μάς βγάλει όξω, πώς θα κοιλιοπορευόμαστε – τι θα τρώμε; Δεν έχουμε πλούτη σαν εσάς».
Φανή
«Χρυσό παιδί ο γαμπρός μου, αλλά τούτο το χάλι με τη συμπεθέρα! Ποιος να ξέρει αυτή είναι το κουμάντο ή ο Γεργαράς ο Σβούρος; Πού θα μου πάει όμως, θα τους φέρω στα νερά μου».
{Μετά από μικρή διακοπή συνεχίζει}
«Μήπως έχετε κι εσείς τα δίκαιά σας, συμπεθέρα Φροσύνη;»
Φροσύνη
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ, συπεθέρα Φανή, γιατί δεν είσαι σαν άλλες κι άλλες, που με τη γλώσσα τους τσακίζουν κόκκαλα».
Φανή
{Κάνοντας νόημα στο κοινό}
«Τι σας είπα; Την έφερα στα νερά μου».
Βασίλης
«Για ακούστε να σας πω, ό,τι είπατε νερό κι αλάτι, μας ακούει κι ο κόσμος! Κουμάντο εδώ είμαι εγώ. Εσείς, και οι δύο, τη δουλειά σας! Και ποια είναι η δουλειά σας; Να μας καμαρώνετε και να βοηθάτε!»
Φροσύνη
«Είδατε ο γιος; Μορφωμένο τον έδωσα. Ό,τι πει ο γιος μου, είναι εντολή. Αυτό θα κάνω».
Τώρα θα τραγουδήσω στην εγγονή μου.
Ελάτε, ας τραγουδήσουμε, όλοι μαζί».
Κόρη μου ζαχαρόπλαστη και καντιοζυμωμένη,
απού νυχτογεννήθηκες κι έλαμψε το κονάκι.
Λούζω σε και σφουγγίζω σε στου φεγγαριού τη λάμψη
και μοσκοπιπερίζω σε το μόσκο τον ακνάτο
και συντυλιώ σε στο βλαντί στο ξομπλιαστό ψεσβέρι
και βάλλω σε στην τέντα σου τη διαμαντοστεμένη.
«Τώρα ήρθε η ώρα να κεραστείτε. Πάρετε όλοι μακαρούνες, αλευρά και γλυκά!»
{Όλοι στριμώχνονται θέλοντας να κεραστούν ταυτοχρόνως}
Φανή
{Μπουκωμένη με αλευρά}
«Βλέπετε τι γίνεται; Η χάβρα των Ιουδαίων. Άλλοι μετρούν τις πιρουνιές της αλευράς. Πρέπει να πάρουν εφτά πιρουνιές από τον καύκαλο και να τις φάνε. Άλλοι βουτούν στο λακκουβάκι με το μελιτοβώτυρο και άλλοι στην τσίκνωση με το μελιτοβώτυρο. Πάει έχασαν τον λογαριασμό, μετράνε άραγε;
Φροσύνη
«Άλλοι παίρνουν μακαρούνες και γλυκά από τα κανίσκια».
Ε, συπεθέρα Φανή! Κοντεύουν να τελειώσουν τόσα γλυκά που φτιάξαμε. Χαλάλι τους».
Βασίλης
«Τώρα θα αρχίσουν να πασαλείφουν τα μούτρα μου και τα μούτρα του πατέρα μου με την αλευρά. Από χαρά το κάνουν για τα καλορίζικα της κόρης μας και για να γλυκάνουν με τα μέλια του μωρού τον πατέρα μου, που αξιώθηκε να γίνει παππούς, κι εμένα που έγινε πατέρας».
{Αρχίζουν να πασαλείφουν με τα δάχτυλα το πρόσωπο και τα μαλλιά του Βασίλη και του Γεργαρά. Η μαμή παίρνει με το δάχτυλο αλευρά και την κολλάει με σκέρτσο στη μύτη του Βασίλη. Το ίδιο κάνει η Φανή στους συμπεθέρους της. Ο Βασίλης πιάνει την κουτάλα και τους κυνηγάει}
Φανή
{Τους φωνάζει ανήσυχη}
«Ε, τι κάνετε; Παίζετε;
Αφήσετε την υπόλοιπη αλευρά, τα γλυκά και τις μακαρούνες να φάνε οι Μοίρες, που θα έρθουν σαν βγει το φεγγάρι. Αφήστε τους και μπόλικο κρασί. Όλα πρέπει να τους τα έχουμε πλούσια, να τις καλοπιάσουμε για το μωρό, γιατί αλλιώς θα μανίσουν, θα τσακωθούν και θα νευριάσουν.
{Παίρνει δυο πιατέλες, στη μία βάζει αλευρά και στην άλλη από όλα τα γλυκά. Βάζει και σε πήλινο χρυσοστόλιστο μπολ μακαρούνες}
«Τους έβαλα και μακαρούνες. Μπορεί να έρθουν από μακριά και να είναι πεινασμένες!»
Βασίλης
«Οι Μοίρες της Ελληνικής μυθολογίας ήταν οι τρεις κόρες του Δία, που είχαν ανθρώπινη μορφή.
Η Κλωθώ, ήταν ξανθιά και κρατούσε το αδράχτι ξαίνοντας και κλώθοντας το νήμα της ζωής.
Η Λάχεσις ήταν μαυρομαλλούσα και ξετύλιγε το νήμα της ζωής με την ανέμη καθορίζοντας τι θα λάχει στον καθένα.
Η Άτροπος ήταν άσκημη, μαύρη κι άραχλη και κρατούσε μεγάλη ψαλίδα κόβοντας το νήμα της ζωής.
Οι μοίρες συμβολίζουν την κοινή μας μοίρα, τον χρόνο της ζωής μας και την πορεία μας στη ζωή και στον θάνατο.
Φανή
«Ψες και προψές σηκώθηκα από την αυγή, για να ξεσκονίσω, να σκουπίσω και να ασβεστώσω το φουρνοκέλι και την αυλή. Τα έκανα όλα λαμπίκο, για να τα βρουν οι Μοίρες τακτοποιημένα και καθαρά.
Έλα, μαμή, θύμιασε στα καντούνια του σπιτιού και προσεχτικά, μακριά απ’ τη λεχώνα και το μωρό, να μην πειραχτούν από τη μυρωδιά».
Μαμή
{Κρατά το θυμιατό και προσκαλεί τις μοίρες τραγουδώντας}
Ελάτε μοίρες στα Εφτά μ’ ολόχρυσο βαπόρι,
για να καλομοιράσετε της κόρης μου την κόρη.
Ελάτε μοίρες στα Εφτά, όλες σας συναχθείτε,
τούτου του νεογέννητου καλά να ευχηθείτε.
Ελάτε με πλεούμενο γόνδολα στολισμένη,
και δώστε της χαρές πολλές να ζει ευτυχισμένη.
Ελάτε, μοίρες των μοιρών, τριγύρω στο σοφρά της,
για να καλομοιράσετε τα πλούτη τα δικά της.
Οι μοίρες τη μοιράσασι σαν ήβγε το φεγγάρι,
κι εγίνει άσπρη και παχιά σα το μαργαριτάρι.
Γεργαράς ο Σβούρος
{Με παρρησία τονίζοντας τις λέξεις}
«Ελάτε μοίρες και δώστε της όλων των λογιών τα πλούτη και χρυσό κι ασήμι! Δώστε της χωράφια και δώστε της γεννήματα!»
Βασίλης
{Οι δικές μου είναι τρικάντουνες – αταίριαστες – λέει χαμογελώντας}
«Κι εγώ θα δώσω ευχές στην κόρη μου.
Ελάτε μοίρες και δώστε της υγεία και αγάπη και καλοτυχιά!
Δώστε της χάρες και δώστε της καλογνωμιά!
Δώστε της γνώση, ταπεινοφροσύνη, ήθος και ταξίδια ονειρικά!»
«Να παίξουν τα όργανα. Μπείτε όλοι στον χορό. Τώρα αρχίζει το γλέντι!»
{Όλοι διασκεδάζουν. Χορεύουν, τρώνε και πασαλείβονται με αλευρά}
ΤΕΛΟΣ
ΑΝΝΑ ΡΗΓΟΠΟΥΛΗ ΛΙΑΤΗΡΗ
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2023
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Η Άννα Ρηγοπούλη Λιατήρη γεννήθηκε στην Κάρπαθο το 1948 και μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα στο Μαρούσι, στον Μαραθώνα και την Κάρπαθο. Σπούδασε στο Γ.Π.Α. και εργάστηκε στο Υπουργείο Α. Α. & Τρ. στην Αθήνα. Έχει τρεις κόρες και έξι εγγόνια. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με το γράψιμο.
«Το πολυκαιρισμένο σεντόνι», μυθιστόρημα με τόπο μυθοπλασίας την Κάρπαθο, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λεξίτυπον.
Tα διηγήματα «Η βελουδένια Κορεάτισσα», «Τα στόματα των φύλλων», «Το ιερό μηδέν», «Το μεταξένιο παρασόλι», «Πυροκόκκινο» και «Παντόξενες» που περιλαμβάνονται ανά δύο στα συλλογικά έργα «Λεοπαρδάλεις στον ναό», «Ανάλαφρη λαιμητόμος» και «Το αναρχικό μαστίγιο», που προέκυψαν από τη συμμετοχή της στο εργαστήριο του Θανάση Τριαρίδη, κυκλοφορούν ελεύθερα στην Ανοικτή Βιβλιοθήκη (Open book) και στα Καρπαθιακά Νέα.
Η μελέτη της «Ο στάβλος στην Κάρπαθο» και μικρό αφιέρωμα στον Κ. Π. Καβάφη, δημοσιεύτηκαν στα Καρπαθιακά Νέα.
Μια πρώτη της απόπειρα στη θεατρική γραφή αποτελούν δύο μονόπρακτα θεατρικά έργα εμπνευσμένα από τη λαϊκή παράδοση της Καρπάθου, «Το Χοροστάσι» και «Τα Εφτά», τα οποία δημοσιεύτηκαν στη διαδικτυακή εφημερίδα Καρπαθιακά Νέα.