Τοῦτες τὶς μέρες, πού ξαναζωντανεύουμε στὴ μνήμη μας τοὺς σκληροὺς ἀγῶνες τοῦ ἔθνους μας γιὰ τὴ λευτεριά, συνηθίζουμε νὰ ξαποσταίνουμε στὴ μνήμη τῶν μεγάλων «γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴ πίστη τὴν ἁγία καὶ τῆς πατρίδος τὴν ἐλευθερία», ἀγωνιστῶν. Καὶ γι’ αὐτούς, λόγια νὰ λέμε λαμπρὰ καὶ τὰ κατορθώματά τους μὲ περίτεχνο τρόπο νὰ διηγούμαστε. Ἐγὼ ὅμως θέλησα φέτος, τὴν προσφορὰ τῶν μικρῶν ἀγωνιστῶν τοῦ 21 νὰ θυμηθοῦμε, τοὺς ἀγῶνες τούς ἡρωικούς, τοὺς ἄνισα, μὲ τὸ μικρό τους ἀνάστημα, ν’ἀνακεφαλαιώσουμε.
Κι ἂν τρέξουμε πίσω στὶς εἰκόνες ὅλες του Μεγάλου Ἀγώνα, παντοῦ θ’ ἀντικρύσουμε τὰ παιδιά.Δίπλα, ἀντάμα μὲ τοὺς τρανοὺς ἀγωνιστές, τραγουδιστὲς κι αὐτοὶ τῶν θούριων τῆς λευτεριᾶς.
«Μάνα σοῦ λέω δὲν μπορῶ τοὺς Τούρκους νὰ δουλεύω».
Καὶ νά. Ἐδῶ ὁ 15χρονος ἄγουρος στὸ λημέρι, παραγιὸς στὸν καπετάνιο, ἕτοιμος γιὰ κάθε θυσία. Ἐκεῖ ὁ ἀμούστακος πολεμιστὴς στέκει ἐκστατικὸς καὶ πάνω στῆς καρδιᾶς του τὰ πεντάγραμμα γράφει τὰ τραγούδια τοῦ Ρήγα.
Αὐτὰ θὰ γίνουν μπόλι κι ἀπ’τὸ ἀμούστακο παληκάρι θὰ βγεῖ ὁ καπετάνιος, ὁ μπουρλοτιέρης.
Πῶς νὰ σᾶς τραγουδήσω τὰ παιδιὰ τοῦ 21; Τί νὰ σᾶς πῶ γιὰ τὰ παιδιὰ πού τ΄ἅρπαξε βίαια τ’ ἄτιμο τοῦ Τούρκου χέρι, ἀπὸ τὴ μητρικὴ ἀγκαλιά, γιὰ νὰ τὰ κάνει Γενίτσαρους; Γιὰ τὰ παιδιὰ πού ‘κάναν τὸν πόλεμο παιχνίδι κι ἔχυσαν τὸ αἷμα τους γιατί ἀρνήθηκαν ν’ ἀκολουθήσουν τὸ βάρβαρο Ἀσιάτη;
Νομίζετε πώς τὰ Ἑλληνόπουλα ἔμειναν μονάχα στὴν ἄμυνα; Λάθος, ρίχνονταν καὶ στὴ μάχη!
Γιὰ ἰδέστε! Ὁ 14χρονος Μεσολογγίτης Ἀντώνης Μπάκας, ὁρμᾶ στὸ τουρκικὸ στρατόπεδο καὶ τοὺς παίρνει τὰ ὅπλα! Ὁ γενναῖος ἔφηβος Μιχαὴλ Κυπραῖος, κολυμπᾶ ἀπὸ τὸ Νιόκαστρο πρὸς τὴν ἀγγλικὴ φρεγάτα γιὰ νὰ σώσει τὸ στρατηγὸ Μακρυγιάννη. Καὶ ὁ Γιῶργος Πολίτης, καὶ ὁ Γιῶργος Παξινός, τὰ ἡρωϊκά ναυτόπουλα, ἀντάμα μὲ τὴ Σουλιώτισσα Χάϊδω Σέχου καὶ τὴ Λένω Μπότσαρη, τὴ 17χρονη Καπετάνισσα, καὶ τὴν Αἰτωλικιώτισσα Παπαδιά, Κουρκουμέλη, πόσα κατορθώματα δὲν ἔχουν νὰ μᾶς διηγηθοῦν!
Μὰ μήπως κι οἱ Ἕλληνες σπουδαστὲς τῆς Ὀδησσοῦ καὶ τοῦ Βουκουρεστίου, πού ἔπεσαν στὸ Δραγατσάνι, ὁ ἔνδοξος Ἱερὸς Λόχος, μὴ κι αὐτοὶ δὲν πέταξαν τὶς γραφίδες κι ἅρπαξαν τ’ἅρματα; Μὴ καὶ αὐτὰ τὰ παιδιὰ δὲν πέρασαν μ’ἕνα λεβέντικο δρασκελισμὸ ἀπὸ τὸ θάνατο στὴν ἀθανασία; Πρέπει κάποιο νὰ ὑπῆρχε μυστικό, πού νὰ θέριευε μέσα σὲ κείνης τῆς πικρῆς σκλαβιᾶς τὰ χειροπιαστὰ σκοτάδια, τὴν ἀποσταμένη ἐλπίδα…. Πρέπει κάποια λόγια μαγικὰ ν’ ἀνάδευαν τὰ ὀνείρατα τῶν μικρῶν σκλάβων τῆς τουρκιᾶς….
«Δῶστε καὶ ἐμένα τὰ ἅρματα
καὶ πάρτε με κοντά σας
δὲ θέλω στὰ γιδόστρατα νὰ χάνω τὴ ζωή μου!
Θέλω νὰ κυνηγήσω τὴ σκλαβιά,
νὰ κράξω: Ἑλλάδα μάνα, μὴ σκιάζεσαι καὶ τὰ κρυφὰ
σχολειά σου τὴ λευτεριὰ περήφανα, θὰ δώσουν
στὰ παιδιά σου».
Ναί, πράγματι! Μέσα στὴ θολόκτιστη ἐκκλησιά, πού ἔπαιρνε κάθε βράδυ τὴν ὄψη τοῦ σχολειοῦ, κρυφὰ ἀπὸ τὸν τύραννο ἐχθρό, ἐκεῖ ὁ παπὰς ὁ δάσκαλος, ἔδειχνε τὰ πανάρχαια μεγαλεῖα κι ἄναβε σιγὰ σιγὰ τὴ φλόγα γιὰ τὸ μεγάλο ξεσηκωμό!
Καὶ τὰ παιδιά, στὰ κρυφὰ σχολειά, ἔγιναν ἡ γῆ πού δέχτηκε τὸ σπόρο. Παιδιὰ στὴ Χίο, στὸ Μεσσολόγγι παίρναν μερίδιο στὴν πείνα, στὴν κακοπάθεια, στὴ θυσία, στὸ ὁλοκαύτωμα. Στὸ Σούλι, βάζουν τὴν ὑπογραφὴ τους κάτω ἀπὸ ἔγγραφα, ποὺ κάνουν τὸν πασὰ τῶν Ἰωαννίνων ν’ἀφρίζει ἀπὸ τὸ κακό του.
«Πρὸς ἐσένα Ἀλὴ πασὰ- σὲ χαιρετοῦμε.
Ἡ πατρίδα μας εἶναι πολὺ πιὸ γλυκιὰ ἀπὸ τὰ ἄσπρα σου (= τοὺς παράδες) καὶ ἀπὸ ὅλους τούς καλοὺς τόπους τοῦ κόσμου. Μάθε, ὅτι μάταια κοπιάζεις γιατί ἡ ἐλευθερία οὔτε πουλιέται οὔτε ἀγοράζεται μὲ ὅλους τούς θησαυροὺς τῆς Γῆς, ἀλλὰ μὲ αἷμα καὶ μὲ θάνατο καὶ τοῦ τελευταίου Σουλιώτη. Θέλεις τὸ Σούλι; Ἔλα νὰ τὸ πάρεις!
Σούλι, 11 Μαρτίου 1801.
Οἱ Σουλιῶτες μικροὶ καὶ μεγάλοι.
Στὸ Ζάλλογγο, δὲν εἶναι οἱ Σουλιώτισσες, πού βάψαν τοὺς βράχους, κόκκινους. Ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν παιδιῶν τους, πρὶν ἀπὸ τὸ δικό τους, πρωτοβάφτηκαν.
Στοῦ Δημουλᾶ τὸν πύργο, «ἡ Δέσπω κάνει πόλεμο μὲ νύφες καὶ μ’ἀγγόνια», ὄχι γιατί ἔτσι τὸ θέλησε ὁ ποιητής, μὰ γιατί τὸ θέλησαν τὰ ἐγγόνια. Πῶς νὰ σᾶς τραγουδήσω τὸ ἀνυπολόγιστο πλῆθος τῶν νεομαρτύρων πού βασανίστηκαν, πέθαναν μέσα σὲ πόνους φρικτοὺς καὶ τρομερὰ βασανιστήρια, γιατί δὲν ἤθελαν νὰ ἀρνηθοῦν τὴν ἁγία πίστη τοῦ Χριστοῦ;
Ἐδῶ Χριστὸς καὶ Ἐκκλησία γίνονται ἕνα. Χριστιανὸς κι Ἕλληνας, μιὰ ἀληθινή, συνειδητὴ ταυτότητα. Ἡ θυσία τους λαμπρύνει καὶ ἐμψυχώνει τὸ γένος. Τῆς λευτεριᾶς ὁ πόθος τρανεύει στῶν σκλάβων τὶς καρδιές. Σπάζει τὸ πηχτὸ μεσονύχτι τῆς Τούρκικης σκλαβιᾶς!
Οἱ ραγιάδες, μὲ τὸ δάκρυ στὰ μάτια καὶ τὴν περηφάνια στὰ μέτωπα, ἀσπάζονται τ’ἅγιά τους λείψανα. Ὁ Χριστός, πού σὲ τοῦτα τὰ σκλαβόπουλα χάρισε τὸ μαρτυρικὸ στεφάνι, θ’ἀναστήσει καὶ τὸ Γένος τους!
Νὰ ἔτσι γράφτηκαν μὲ τόσο αἷμα, οἱ ἀγῶνες τῶν παιδιῶν τῆς πατρίδας μας γιὰ τὴ λευτεριά! «Ἔτσι θαρρετὰ, ἀψηφώντας τὴ δύναμη τοῦ ἐχθροῦ, μάχονταν καὶ νίκησαν τὰ ἑλληνόπουλα, πάντοτε μέσα στὴ φωτιὰ τῆς μάχης, μὲ τὸ λιθάρι καὶ τὸ ξύλο στὴν ἀρχή, τὸ καριοφίλι καὶ τὸ αἷμα στὸ τέλος!
«Ἀδέλφια, κρατῆστε Χριστὸ καὶ ‘Ἑλλάδα! Κρατῆστε καὶ νὰ ἔχετε λευτεριά». Ἄς ἀκούσουμε τὰ λόγια τους κι ἄς τὰ κρατήσουμε ἱερὴ παρακαταθήκη.
Μὰ καὶ βαθιὰ μέσα στὴν καρδιὰ μας ἄς γράψουμε τὰ ἀθάνατα λόγια τοῦ Γέρου τοῦ Μωριά, πρὸς τὰ Ἑλληνόπουλα.»Σὲ σᾶς μένει νὰ ἰσάσετε καὶ νὰ στολίσετε τὸν τόπο, ὅπου ἐμεῖς ἐλευθερώσαμε. Καὶ γιὰ νὰ γίνει τοῦτο, πρέπει νὰ ἔχετε ὡς θεμέλια τῆς πολιτείας, τὴν ὁμόνοια, τὴ θρησκεία καὶ τὴ φρόνιμη ἐλευθερία. Πρέπει νὰ φυλάξετε τὴν πίστη σας καὶ νὰ τὴν στερεώσετε, γιατί ὅταν πιάσαμε τ’ἅρματα, εἴπαμε πρῶτα ὑπὲρ πίστεως καὶ ἔπειτα ὑπὲρ πατρίδος».
Ναί! Τὰ παιδιὰ καὶ τὰ νιάτα στάθηκαν ἀντάξια δίπλα στοὺς μεγάλους καὶ τοὺς τρανοὺς ἀγωνιστές. Κι ὄχι μόνο σ’ἐκεῖνα τὰ χρόνια, μὰ καὶ στὰ τωρινά. Τὰ νιάτα στήνουν τὸ στῆθος τους, τεῖχος ἀκλόνητο, μπροστὰ στὸν καθένα καπηλευτῆ τῶν ἰδανικῶν ἀγώνων τοῦ ἔθνους. Ναὶ, μὲ τὴν φωτιὰ καὶ τ’ἅρματα κερδίζονται οἱ ἀγῶνες. Νά! τὸ λέει κι ὁ ἔνδοξος στρατηγὸς Μακρυγιάννης: «τὴ λευτεριά μας δὲν τὴν ηὔραμε στὸ δρόμο καὶ δὲν θὰ μποῦμε εὔκολα στοῦ αὐγοῦ τὸ τσόφλι, γιατί δὲν εἴμαστε πιὰ κλωσόπουλα. Ἀλλὰ γινήκαμε πουλιὰ καὶ πιὰ στὸ τσόφλι δὲ χωροῦμε.»΄
Ἀρχιμ. Καλλίνικος Μαυρολέων Μάρτιος 2021