γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
Παραμονή της Επανάστασης, στις 4 Οκτώβρη 2020, διάλεξε να ταξιδέψει για την αιώνια ζωή ακόμη ένας Μενετιάτης. Ο Γεώργιος Οθείτης.
Οξυδερκής και ετοιμόλογος, από κείνους που δύσκολα έχαναν τον στόχο τους. Ξεχώριζε η βροντερή φωνή και το αυθεντικό του χαμόγελο. Πάντοτε είχε έναν καλό λόγο για τους φίλους, όπως και για όλους τους συντοπίτες του.
Για 35 χρόνια εργάστηκε στο ταχυδρομείο της Καρπάθου, τομέας του ήταν τα κάτω χωριά.
Είχε αναλάβει δυο διαδρομές, στην πρώτη ήταν το Απέρι, η Βωλάδα, το Όθος και οι Πυλές. Ενώ στη δεύτερη το Φοινίκι, η Αρκάσα και οι Μενετές.
Μάλιστα τον πρώτο καιρό, για τις διανομές, δεν υπήρχε μεταφορικό μέσο, έτσι με τα πόδια και τον ταχυδρομικό σάκο στην πλάτη, γυρνούσε και όργωνε όλη την Κάρπαθο.
«Τότε είχαμε πολλά γράμματα να δώσουμε και πολλά να πάρουμε. Πολλές φορές λοιπόν ξεκινούσα από τα Πηγάδια, για το πρώτο δρομολόγιο και στις Πυλές έφτανα πολύ αργά τη νύχτα. Λίγο αργότερα πήραμε μια μοτοσυκλέτα και η δουλειά έγινε πιο εύκολη».
Αν και η εντολή ήταν οι επιστολές να δίνονται προσωπικά, αυτό δεν ήταν εφικτό, ο ταχυδρόμος φώναζε ονόματα μέσα στο καφενείο και εκεί μοίραζε τα γράμματα, τους λογαριασμούς και έδινε τις συντάξεις.
Ο Γιώργος Οθείτης γεννήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1929, πατέρας του ήταν ο Μιχάλης Οθείτης και μητέρα του η Σταυρούλα, το γένος Σεβδαλή. Την οικογένεια συμπλήρωναν και οι τρεις αδελφές του, η Φραγγώ , η Φανή και η Παντώ.
Τις πρώτες δυο τάξεις από το δημοτικό σχολείο παρακολούθησε στο χωριό του, τις Μενετές και στη συνέχεια η φαμίλια του Μιχάλη και της Σταυρούλας μετακόμισαν στα Πηγάδια.
Ο Γιώργος βρέθηκε σε νέο σχολείο και εκεί παρακολούθησε τις επόμενες τρεις τάξεις του δημοτικού. Όλα τα μαθήματα ήταν στα ιταλικά και μόνο μια φορά τη βδομάδα έκαναν ελληνική γλώσσα. Για αυτό και πάνω στην κουβέντα μας πολλές λέξεις ήταν πιο εύκολο να τις θυμηθεί στα ιταλικά, όπως το rifugio, δηλαδή το καταφύγιο.
Η εποχή των παιδικών του χρόνων ήταν από τις δυσκολότερες που έζησε το νησί, όπως κι ολάκερος ο πλανήτης, αφού ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος έσπαγε τις πόρτες και πατούσε τα κορμιά της ανθρωπότητας.
Ήταν ακόμη πιτσιρίκι και δούλευε στο Δημαρχείο του νησιού.
«Μας είχαν επιτάξει να δουλεύουμε στο Δημαρχείο, στην αρχή μας έδιναν σισσσίτιο. Μακαρόνια, ρύζι, ζάχαρη, καμιά κονσέρβα, λίγο καφέ. Λίγο αργότερα ήρθαν οι Γερμανοί και τα έκοψαν όλα».
Κάποια μέρα, μέσα στο ’43, συμμαχικά αεροπλάνα χτύπησαν τα Πηγάδια. Μια από τις βόμβες είχαν πέσει μέσα στην πόλη και πήραν τον Γιώργο να σβήνει τις φωτιές από το κατάστημα του Αντρέου που είχαν πέσει βόμβα. Την επόμενη ημέρα έφυγαν οικογενειακώς για τις Μενετές.
Στο χωριό έψαξε για δουλειά, τα πιο πολλά παιδιά δούλευαν για τους Γερμανούς με ένα ψευτο-μεροκάματο για πληρωμή κι αν τύχαινε να κάνουν κάποιο σφάλμα, ένας αξιωματικός θα τους ξυλοφόρτωνε.
Έπιασε δουλειά στην καζάρμα της Σιτάρενας, στο μαγειρείο. Εκεί εργαζόταν ήδη ο Γιάννης Μελλισηνός.
Για τους Ιταλούς δεν είπε κακή κουβέντα, μάλιστα αρκετούς από τους φαντάρους τους χαρακτήρισε ως αντιφασίστες.
Ήταν παιδιά και ρωτούσαν τους καραμπινιέριδες, τι γίνεται ο πόλεμος και κείνοι μας απαντούσαν:
noi Italianoi siamo fatti per l’ amore no per la Guerra.
(Εμείς οι Ιταλοί είμαστε για έρωτες όχι για πόλεμο).
Είχε όμως και φασίστες, ειδικά εκείνοι στο ufficio di finanza και στη guardia di finanza (οικονομικά και τελωνείο).
Αν πεις για τους Γερμανούς, για κείνους υπήρχε φόβος, όχι για όλους γιατί υπήρχαν και οι Αυστριακοί, αλλά ήταν ορισμένοι Αξιωματικοί που τους έτρεμε όλο το χωριό.
Μετά την Επανάσταση και τα γεγονότα του Οκτώβρη 1944, οι Εγγλέζοι ανέλαβαν το νησί. Ο Γιώργος ήταν 15 χρονών κι έψαχνε για δουλειά στα Πηγάδια.
Βρήκε λοιπόν τους Μπιεμέδες (ΒΜΑ, Βritish Μilitary Administration). Εκείνοι τον τοποθέτησαν στο μαγειρείο. Μέσα από μια σειρά συμπτώσεων σύντομα κατέληξε να γίνει ο αρχιμάγειρας τους.
Πέρασε ένα διάστημα χωρίς να τον πληρώσουν πήγε λοιπόν στον διοικητή, αφού δεν πληρωνόταν είχε σκοπό να φύγει.
Ο Εγγλέζος αξιωματικός του πρότεινε να τον γράψει αστυνομικό, με συμφωνία να μην πάει στη Ρόδο ή οπουδήποτε αλλού, για γυμνάσια ή ασκήσεις. Συμφώνησε, έτσι του έδωσαν κι ένα σάκο με πράματα κι έμεινε να μαγειρεύει για αυτούς μέχρι που έφυγαν από την Κάρπαθο.
Αμέσως μετά τους Εγγλέζους ο Γιώργος Οθείτης έπιασε δουλειά στην τοποθέτηση του πρώτου τηλεφωνικού δικτύου μήκους 25 χιλιομέτρων.
Τότε τοποθέτησαν από μια τηλεφωνική συσκευή σε κάθε χωριό κι η επικοινωνία γινόταν μέσω κέντρου, ενώ η τηλεφωνική συσκευή δούλευε με μανιβέλα. Ο ενδιαφερόμενος πρώτα μιλούσε με το τηλεφωνικό κέντρο, έδινε το τηλέφωνο που ήθελε να μιλήσει κι ο τηλεφωνητής έπαιρνε τον αριθμό. Έτσι γινόταν η σύνδεση.
Στην επόμενη εργασία ο Γιώργος Οθείτης έμεινε 35 χρόνια!
Πρόκειται για το ταχυδρομείο της Καρπάθου, το οποίο είχαν ανοίξει οι Ιταλοί, έκλεισε κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής και με τους Εγγλέζους άνοιξε ξανά.
Προϊστάμενος ήταν ο αείμνηστος Λογοθέτης Διακίδης, που γνώριζε τον Γιώργο και θέλησε να τον πάρει στην δουλειά, όμως οι Εγγλέζοι δεν τον άφηναν να φύγει από την κουζίνα.
Στο ταχυδρομείο της Καρπάθου, εκτός από τον προϊστάμενο, τον Λογοθέτη Διακίδη. Δούλευε ο Γιώργος Λιγνός που έκανε τη διανομή στα πάνω χωριά. Μεσοχώρι, Σπόα, Όλυμπο, Διαφάνι. Για να φτάσουν τα γράμματα περνούσαν ακόμη και το Καρπάθιο πέλαγος. Αφού ο Λιγνός πήγαινε με καΐκι στο Διαφάνι κι από εκεί, με τα πόδια, κατέβαινε προς τα κάτω.
Επίσης συνάδελφος του ήταν κι ο Βάσος Ζερβουδάκης, ο οποίος έκανε τη διανομή επιστολών μέσα στα Πηγάδια και τις υπόλοιπες ώρες δούλευε μέσα στο ταχυδρομείο.
Ο Γιώργος Οθείτης γνώριζε την Κάρπαθο και τους κατοίκους της όπως την παλάμη του χεριού του. Από κείνες τις γενιές που ενώ γεννήθηκαν Ιταλοί, είχαν βαθιά χαραγμένη την ελληνική σημαία στην ψυχή τους.
Μια ανάμνηση από την κουβέντα μας, που είχε γίνει στις 28 Ιουλίου 2015, ήταν ο τρόπος που καμάρωνε για τους Έλληνες στρατιώτες και δεν έπαψε να επαναλαμβάνει:
«Ρώτησε με ό,τι σκέφτεσαι, ό,τι θέλεις. Την ιστορία πρέπει να τη γνωρίζει ο κόσμος».