Γράφει ο Ανδρέας Ηλία Μακρής
Ήταν Τετάρτη, 10η Φεβρουαρίου 1925 γιορτή του Αγίου Χαραλάμπους, όταν ένας σκα..καιρος θυελλώδης γραιγολεβάντες(1) σάρωνε τα Πηγάδια, μέχρι μέσα τη «Σκάλα». Πραγματική θεομηνία με ανέμους εννιά μποφόρ και βάλε. Τα ωκεάνια κύματα φερμένα ανεμπόδιστα από το ανοιχτό πέλαγο χτυπούσαν κατάστηθα τις βραχονησίδες «Δεσποτικό» και «Γα(δ)αρόνητσο» και εξαφάνιζαν ολοκληρωτικά τη θέα τους. Και όχι μόνο, έκαναν απροσπέλαστη και τη μικρή μας δαντελωτή τότε ακτογραμμή στη «Σκάλα» με τα τρία λιμανάκια εκ Θεού οριοθετημένα, ενώ σμάρια, οι γλάροι κράζοντας αναστατωμένα πετούσαν πάνω από τα Πηγάδια κάνοντας συνεχώς, κύκλους.
Ευτυχώς οι ψαράδες μας πρόλαβαν και τράβηξαν έγκαιρα τις βάρκες τους στη στεριά. Ξέμεινε μόνο ο Μπότης, η «Aγία Σωτήρας»(2), το μεγάλο ιστιοφόρο του καπετάν-Κωνσταντάκη του Λάμπρου φουνταρισμένο αρόδου καμιά εικοσαριά μέτρα από τη βραχώδη ακτή του «Ζαβόλα», αφού δεν πρόλαβε να σαλπάρει για τον απάνεμο κόλπο του «Βρόντη», με ορατό και άμεσο κίνδυνο να τσακισθεί στις ξέρες κάτω από τη Βαγγελίστρα μας, που μόλις ξενερίζουν. Οι τέσσερις(3) γιοί του καπετάν-Κωνσταντάκη: Χατζής, Μανώλης, Μιχάλης και το στερνοπαίδι ο Ηλίας αγωνιούσαν για την τύχη του οικογενειακού καραβιού από την απειλητική μανία των στοιχειών της φύσης.
Ο Χατζής ο μεγαλύτερος, παντρεμένος ήδη με τη Bολαδιώτισσα Αρτεμισία Ανθούλη και με οικογενειακές υποχρεώσεις δεν θα έπρεπε λογικά να πάρει το ρίσκο και να ριχτεί στη μανιασμένη θάλασσα, να κολυμπήσει μέχρι το καΐκι να το σκαντζάρει για να σωθεί.
Κόσμος και κοσμάκης έμπλεοι αγωνίας (ζηλεύεις σήμερα την αλληλεγγύη, τη φιλαλληλία και το δέσιμο που υπήρχε τότε) συγκεντρωμένοι κατά ολιγομελείς συντροφιές παρακολουθούσε με δέος και πόνο ψυχής, με κομμένη ανάσα τον άπελπι αγώνα του ιστιοφόρου να κρατηθεί ασφαλές μακριά από τα βράχια και τις ξέρες.
«Βοήθα Βαγγελίστρα μου! Βάλε το χέρι σου Μιαλόχαρη…»
Έλεγαν όλοι σοκαρισμένοι, μέχρι του σημείου κάποιοι να δακρύζουν από την επαπειλούμενη συντριβή του καϊκιού. Χρόνια συναισθηματικά δεμένοι με τον «Μπότη» που τους ταξίδευε, τους ανεφοδίαζε(4), τους μετέφερε αμανάτια, γράμματα κάθε εξαγώγιμο προϊόν λ.χ, λεμόνια, πρόβατα, κατσίκες κ.ά. Όσον αφορά τις δύο μονάκριβες αδελφές Βαγγέλα (Ζαβόλα) και Σοφία (Χριστοδούλου) ανησυχούσαν παραπάνω με την παράτολμη απόφαση του τριτότοκου αδελφού τους Μανώλη, ηλικίας μόλις είκοσι ενός χρόνων να σώσει το καΐκι, πέφτοντας υπό δριμύτατο ψύχος, καταχείμωνο μήνα στην αφρισμένη θάλασσα με τα πελώρια κύματα:
Έντονα προβληματισμένες αναρωτιούνταν:
«Χάνουμε το καΐτσι… Να χάσουμε καλέ, τσαι το Μανώλη μας;»
‘Όμως, ο Μανώλης(5) απτόητος, αψηφώντας κάθε κίνδυνο με θυσιαστική αυταπάρνηση, οπλισμένος με ατσάλινη θέληση και αποφασιστικότητα να σώσει τον «Μπότη» πήρε τη μεγάλη απόφαση χωρίς καν να του την επιβάλλουν τρίτοι. Κοίταξε ψηλά τον ουρανό, έκανε τρεις φορές τον σταυρό του, φίλησε το φυλακτό και με τις ευχές όλων έπεσε στα μανιασμένα κύματα μέσα στο ψοφόκρυο του Βοριά.
Με υπεράνθρωπη προσπάθεια, πότε κολυμπώντας στα υγρά βουνά, πότε σε θαλασσινές κοιλάδες έφθασε στο καΐκι αφού προηγουμένως βρέθηκε «σε στενή γειτνίαση» με τον θάνατο. Πιάστηκε για λίγο από τον κάβο της απάνεμης πλευράς του «Μπότη» να ανακτήσει δυνάμεις. Με νέα προσπάθεια, αναρριχήθηκε επιδέξια στο καΐκι χρησιμοποιώντας χέρια, πόδια και με ένα σάλτο, πέρασε την κουπαστή. Μόνος πλέον στην κουβέρτα έπιασε αμέσως δουλειά. Δασκαλεμένος από τα αδέλφια του, αμόλησε στον βυθό εφεδρική άγκυρα με φερμαρισμένη την καδένα για περισσότερη σιγουριά να λώσει γερά στο βυθό, πάνω στις ξέρες. Έλεγξε και την κατάσταση στις «μπίντες»(6) πλώρης-πρύμνης με το ζόρι που τραβούσαν τα παλαμάρια από το συνεχές σκόρτσο της βαριάς αλυσίδας, κανονισμένη στο «απίκο» για να κρατιέται ασφαλές το ιστιοφόρο, μεσοπέλαγα πάνω στο καιρό.
Εν τω μεταξύ, κάποια απλοϊκή γυναίκα ιδιαίτερα κολλημένη στις προλήψεις έριξε την ιδέα να δέσουν με λεπτή άσπρη κλωστή αντικρυστά σπίτια, στο δρόμο της «Μέσας Γειτονιάς» να κοπεί ανυποψίαστα από τον πρώτο περαστικό. Η χάρις του Αγίου που φέρει το όνομά του διαβάτη, θα «κόψει» τον καιρό. Οι θρησκεύοντάς όμως επέμεναν, να φέρουσι την εικόνα της Βαγγελίστρας(7) στη «Σκάλα» να κάνει η Μεγαλόχαρη το θαύμα της, να «πέσει» ο καταραμένος καιρός. Πράγματι, προσφέρθηκαν δύο παλικάρια και η μαλαματοκαπνισμένη Ρούσικη εικόνα βγήκε από τον θρόνο της για πρώτη φορά, μεταφερμένη στη «Σκάλα» με τον κόσμο να προσεύχεται και να αναμένει τη Θεία πρόνοια.
Σπολλάτη, έδωσε μονομιάς η χάρις της Βαγγελίστρας μας. Ο καιρός άρχισε να κοπάζει, να καταλαγιάζει. Γλύκανε, λες και ένα αόρατο χέρι μάζεψε τους ασκούς του Αιόλου για άλλα μέρη. Τα σύννεφα σκόρπισαν μονομιάς και το λαμπρό φως του ήλιου έλουσε τα Πηγάδια. O κόσμος με βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης ευχαρίστησε τη Βαγγελίστρα για το θαύμα της. Πίστευαν ακράδαντα ότι οι προσευχές τους είχαν εισακουσθεί. Το καράβι γλύτωσε και η μικρή μας κοινωνία απέφυγε τα οικογενειακά δράματα.
Για την ιστορία, το 1928 ο Μπότης πουλήθηκε για καυσόξυλα. Τα παιδιά του καπετά-Κωνσταντάκη το αντικατέστησαν με πετρελαιοκίνητο καραβόσκαρο(8) αγορασμένο στην Τουρκία από δεύτερο χέρι, που με τον χρόνο αποδείχθηκε γουρλίδικο στους καραβοκύρηδες. Το γκαζολίνο ονομάτισαν «Μιχαήλ Αρχάγγελος». Αρχικά ταξίδευε με υποτυπώδη ταχύτητα, αφού έπιανε-δεν έπιανε τα τρία μίλια. Στη συνέχεια όμως με την τοποθέτηση ολοκαίνουργιας πετρελαιομηχανής «Scania» φερμένη από τη Σουηδία, τα οκτώ μίλια ήταν παιχνιδάκι. Αργότερα, το 1931 τα τέσσερα αδέλφια προχώρησαν στην απόκτηση νεότευκτου πλέον γκαζολίνου, το «San Giorgio di Scarpanto». ΄Ενα κομψό καραβόσκαρο φτιαγμένο στον ροδίτικο ταρσανά «Μανδρακίου» από αρχιμάστορες Συμιακούς καραβομαραγκούς, αλλά υποχρεωτικά, σε σχέδια Ιταλών ναυπηγών (9)
________________________
1.- Άνεμος που φυσά από βορειοανατολικά προς ανατολικά και καταταλαιπωρούσε τους ναυτικούς μας, μέχρι την κατασκευή το 1958 του λιμενοβραχίονα και την ανακατασκευή και επέκταση του, το 1986.
2.- Τύπος καϊκιού οξύπρυμνο και οξύπλωρο. Με μυτερές απολήξεις σε πλώρη και πρύμνη.
3.- Ο πρωτότοκος γιος Γιάννης, ατυχώς είχε νωρίτερα αποδημήσει σε ηλικία 29 ετών. Το πένθος της οικογενείας ήταν δυσβάστακτο μέχρι του σημείου, να μπογιατίσουν κατάμαυρο ολόκληρο το καΐκι!
4.- Κάποτε στη Βολάδα, μια γριά παρότρυνε τις ακαμάτρες κορασίδες του χωριού της:
«Α, μωροί διαόλου κόρες! Ως πότε θ΄άρτσεται του Κωσταντάτση το καΐτσι να σας φέρνει κοσκινισμένο τ’ αλεύρι. Να πάτε στο Κούρι, να μπτζιάσετε το ταχρά(10) να μερέψετε τα χωράφτσια. Να καλλουργήσετε, να τα σπήρετε, τσαι να θερίσετε. Ν’ αλέσετε το σιτάρι, να κομπανιάρετε τ’ αλεύρι».
5.- Παντρεύτηκε τη Σοφία Γ. Λογοθέτη – Σαρρή. Παιδιά τους: Ντίνος (εμποροπλοίαρχος) Πόπη (δασκάλα), Άννα (δασκάλα), Γιώργος (αρχιτέκτων), Λέλα (δασκάλα) και Γιάννης (μαθηματικός).
6.- Ξύλινες δίδυμες σταθερές, σε πλώρη και πρύμνη να δένεται χιαστή το παλαμάρι της άγκυρας για σιγουριά.
7.- Αφιέρωμα του χιώτικης καταγωγής καπετάν-Καράβια αγορασμένη στην Οδησσό της Κριμαίας, άσχετα αν παρουσιαζόταν ως Καστελοριζιός, καθώς οι Τούρκοι κυνηγούσαν ιδιαίτερα τους Χιώτες μετά την καταστροφή της τουρκικής ναυαρχίδας του Καπετάν-Αλή.
8.- Πανέμορφο σκαρί με πρύμνη που ξενερίζει ημικύκλια.
9.- Το 1931 επί Mario Lago πολιτικού διοικητού Δωδεκανήσου, η ιταλική κυβέρνηση απαγόρευε στα ελληνικά πλοιάρια να προσεγγίζουν τα Δωδεκάνησα, εκτός της νήσου Ρόδου. Για την ανάπτυξη της τοπικής οικονομίας άρχισε να επιδοτεί με 10.000 λιρέτες «premio», κάθε Δωδεκανήσιο ναυτικό που θα επένδυε στην αγορά μεγαλύτερου και ταχύτερου σκάφους. Τα τέσσερα αδέλφια του Λάμπρου ενισχύθηκαν οικονομικά με σαράντα χιλιάδες λιρέτες, ισοτιμίας 44 χρυσών λιρών Αγγλίας.
10. Τσεκούρι.
Απόσπασμα από το βιβλίο μου:
«ΠΟΤΙΔΑΙΕΩΝ! ΕΥΘΥΜΑ, ΣΟΒΑΡΑ & ΚΩΜΙΚΟΤΡΑΓΙΚΑ».
Λεζαντα:
Τότε, όταν μιλούσαμε για Θεομηνίες στα Πηγάδια!