Η πολιτισμική συγγένεια της Καρπάθου με τη γειτονική Σητεία της Κρήτης είναι γνωστή και τεκμηριωμένη. Η μουσική και τα τραγούδια με τη λύρα και το λαούτο, οι αυτοσχέδιες μαντινάδες, τα πανηγύρια, οι χοροί, η γαστρονομία, αλλά και η εύθυμη θεώρηση της ζωής με τα καλαμπούρια και τα πειράγματα, έχουν χτίσει από τα παλιά χρόνια δεσμούς φιλίας ανάμεσα στους δυο γειτονικούς λαούς. Αφορμή για το παρακάτω διήγημά μου στάθηκε μια αφήγηση της Στειακής φίλης μου, Καίτης Παπαδάκη. Το αναρτώ σήμερα αφού το περιεχόμενο σχετίζεται με τη σημερινή γιορτή του Άη Γιάννη του Βαπτιστή.
Ο Θεός και ο ίσκιος του
Ο Μανόλης Παπουτσάκης ήταν γνωστός στο νησί μας με το παρατσούκλι «Άθεος». Η καταγωγή του ήταν από την Κρήτη, από τα μέρη της Σητείας, και είχε έρθει φαντάρος στον τόπο μας, για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Εκεί στο στρατώνα, μια φορά, πάνω σε μια συζήτηση με τους άλλους φαντάρους, ισχυρίστηκε ότι δεν υπάρχει Θεός και ότι η θρησκεία τάχτηκε από τους ισχυρούς της γης για να εξουσιάζουν με αυτή τους ανθρώπους. Ε, του κόλλησαν τότε το παρατσούκλι «Άθεος» κι εκείνος δεν έκαμε τίποτε να διαλύσει αυτή την εντύπωση. Το αντίθετο, συνέχισε να ισχυρίζεται ότι Θεός δεν υπάρχει κι αν κάποιος του έλεγε πως υπάρχει, τον ρωτούσε αφοπλιστικά:
-Τον είδε λοιπόν ποτέ κανένας, σύντεκνε;
Ήρθε λοιπόν ο Μανόλης στο νησί για τη θητεία λίγων μηνών, αλλά έκατσε για τα καλά και αιτία ήταν η λύρα που έπαιζε. Ήταν δεξιοτέχνης της λύρας αυτός ο Κρητικός άντρας και οι ντόπιοι τον καλούσανε να παίξει και να τραγουδήσει στους αρραβώνες, τους γάμους και τα βαφτίσια τους και τον χρυσοπληρώνανε. Γλυκάθηκε με τα λεφτά ο Μανόλης και μόλις μάζεψε αρκετά, άνοιξε και ένα καφενείο κοντά στο λιμάνι, μοιράζοντας πια τη ζωή του ανάμεσα στο μπρίκι του καφέ και το δοξάρι της λύρας.
Ήταν καλός και τίμιος άντρας ο Μανόλης και τον αγαπούσαν όλοι. Αυτό που ωστόσο τον έκανε ιδιαίτερα αγαπητό και γέμιζε το καφενείο του με κόσμο, ήταν τα καλαμπούρια του. Δεν άφηνε κουβέντα και περιστατικό που να μην τα κανει καλαμπούρια μεσα στο μαγαζί του.
Παράγγελνε ο κυρ Θεοχάρης ένα ελαφρύ καφέ, του τον πήγαινε ο Μανόλης.
-Μανόλη, είναι ελαφρύς ο καφές όπως σου είπα;
-Και γιάντα, δε θωρείς, κυρ Θεοχάρη, πως τόνε σηκώνω με το ένα χέρι; Αν ήτο βαρύς θα τον εσήκωνα;
Αν τύχαινε να μπει στο καφενείο ο μαστρο-Κώστας ο τορναδόρος, που ήταν γνωστό σε όλους πως αγαπούσε μια κοπελιά πολύ πιο μικρή του στα χρόνια, αλλά εκείνη είχε μάτια μόνο για ένα συνομήλικό της νεαρό, ο Μανόλης ξεκρέμαγε τη λύρα του από τον τοίχο κι άρχιζε τις πειρακτικές μαντινάδες.
«Είσαι όμορφη κι είμαι άσκημος,
μικρή κι εγώ μεγάλος,
και δε μου φτάνουν όλα αυτά,
είναι στη μέση κι άλλος»
Χαμός γινότανε με τα αστεία του και το μαγαζί του ήταν πάντοτε γεμάτο κόσμο. Μόνο μερικές γυναίκες του νησιού, θεοφοβούμενες και σοβαρές, δεν ήθελαν να τον βλέπουν στα μάτια τους, γιατί τις πείραζε σαν τις έβλεπε το σούρουπο να περνούν έξω από το καφενείο του για να πάνε στον εσπερινό.
-Τσάμπα τις ανάβετε τις λαμπάδες, μωρέ κυράδες. Δεν υπάρχει Θεός!
-Πάψε πια, αφορεσμένε. Φωτιά θα πέσει να σε κάψει, απαντούσαν αυτές.
Έφτασε μια μέρα, ωστόσο, που κλονίστηκε ο άθεος Μανόλης. Το πράγμα ξεκίνησε πάλι με καλαμπούρι. Ο Βαγγέλης ο σκουπιδιάρης, ο Αγαθοβαγγέλης όπως τον φωνάζανε, αγαπούσε τη Μαρούλα, μια δασκαλίτσα μελαχρινή και γλυκιά σα μοσχάτο σταφύλι. Με τη Μαρούλα, όμως ήταν καιρό κρυφά ερωτευμένος και ο Μανόλης και κάθε βράδυ τραγουδούσε με τη λύρα του τα πάθη του Ερωτόκριτου, προσέχοντας να μην καταλάβει κανείς τον καημό του.
Ο Αγαθοβαγγέλης ήτανε θρησκόληπτος και όλη την ώρα μπαινόβγαινε στις εκκλησίες και έταζε στους αγίους για να ευοδωθεί ο έρωτάς του για τη Μαρούλα. Οι μάγκες του χωριού τον κουρδίζανε συνέχεια, κι ο Μανόλης πρώτος και καλύτερος.
-Άκου, Βαγγέλη, αν δεν πας να κάμεις τάμα στον Αη -Γιάννη το Βαπτιστή, μην περιμένεις να σου δώσει σημασία η Μαρούλα.
-Αλήθεια, Μανόλη;
-Με τι, ψόματα θα σου πω; Εμείς στην Κρήτη το Αη- Γιάννη που τού κοψε την κεφαλή η Σαλώμη γιατί δεν την ήθελε, τον έχουμε για προστάτη των ερωτευμένων σαν και του λόγου σου.
-Να πάω, Μανόλη μου, λοιπόν να του τάξω του Αγίου. Απόψε κι όλας το απόγευμα θα πάω στο μοναστήρι στο Λακί, μισή ώρα δρόμος είναι από δω.
Έφτασε λοιπόν πιο νωρίς στο μοναστήρι ο Μανόλης, κρύφτηκε μέσα στο ιερό και περίμενε. Σε λίγο μπήκε στην εκκλησία και ο Αγαθοβαγγέλης, πήρε κερί, το άναψε, άναψε και το θυμιατό και άρχισε να θυμιάζει τις εικόνες του τέμπλου. Μπροστά στην εικόνα του Αη-Γιάννη έκαμε το τάμα του.
-Αη μου Γιάννη, κάμε να μ’ αγαπήσει η Μαρούλα και θα σ’ ανάψω μια λαμπάδα ίσα με το μπόι μου. Αη μου Γιάννη…
Ύστερα από λίγο ακούστηκε βροντερή και μακρόσυρτη η φωνή του Μανόλη μέσα από το ιερό.
-Εγώ είμαι ο Άγιος και έχω να σου πω τούτο, Βαγγέλη. Η Μαρούλα δεν πρόκειται να σ αγαπήσει ποτέ, ότι και να κάμεις.
Ο Αγαθοβαγγέλης τρόμαξε, κοίταξε μπρος πίσω με μάτια ορθάνοιχτα και γύρισε να φύγει τρέχοντας. Είχε βγει από την πόρτα της εκκλησίας, αλλά, συνειδητοποιώντας ότι κρατούσε ακόμη το θυμιατό στα χέρια του, γύρισε να το ακουμπήσει μπροστά στην Ωραία Πύλη. Πριν ξανακάμει μεταβολή, σήκωσε το βλέμμα στην εικόνα του Αγίου και φώναξε με θυμό:
-Μ αυτά δα και μ αυτά δα, Αη-Γιάννη μου, εκόψαν σου την κεφάλα και πάλι μυαλό δεν έβαλες!
Ο Μανόλης , κρυμμένος μέσα στο ιερό, συγκρατούσε με κόπο τα γέλια του, περιμένοντας να σιγουρευτεί ότι έφυγε ο Βαγγέλης. Πέρασε κάμποση ώρα και ήταν έτοιμος να βγει, όταν άκουσε την πόρτα να ανοίγει ξανά. Κρύφτηκε πίσω από την Αγία Τράπεζα και κράτησε την ανάσα του. Άκουσε το θόρυβο που κάνει το άναμμα το σπίρτου και είδε τον ίσκιο μιας γυναίκας που άναβε τα καντήλια μπροστά στο τέμπλο. Ύστερα άκουσε μια λεπτή κοριτσίστικη φωνή να προσεύχεται. Ήταν η φωνή της Μαρούλας:
-Αη μου Γιάννη, βοήθα με, σε παρακαλώ. Αγάπησα ένα άθεο, το Μανόλη. Φέρε τον στο δρόμο του Θεού να πάψει πια να είναι άθεος. Βάλε τον μέσα στον ίσκιο σου, να, σαν αυτόν τον ίσκιο που φαίνεται πίσω από την Αγία σου Τράπεζα. Τότε θα βρει κι αυτός κι εγώ το θάρρος να δείξουμε την αγάπη μας, γιατί ξέρω πως τότε κι εσύ θα είσαι σύμφωνος.
Ύστερα από λίγους μήνες ο Μανόλης και η Μαρούλα παντρεύτηκαν και στο γάμο ήταν καλεσμένο όλο το νησί. Στο χοροστάσι που στήθηκε στην αυλή του Άη-Γιαννη, χορεύανε οι ντόπιοι σούστα μαζί με το συγγενολόι του Μανόλη που είχε καταφτάσει από την Κρήτη. Κι εκείνος, σαν άναψε για τα καλά το γλέντι, πήρε τη λύρα του και τραγούδησε της Μαρούλας.
«Σαράντα να τα μοιραστούν τα όμορφά σου κάλλη,
όλες θα γίνουν όμορφες κι όμορφη θα ‘σαι πάλι»
Αργότερα, όταν οι πιο πολλοί καλεσμένοι είχανε φύγει κι είχανε μείνει μόνο οι φίλοι του κι οι πιο ταχτικοί πελάτες του καφενείου, αρχίσανε τα χωρατά και τις πλάκες προς το γαμπρό.-Δε μας είπες, ρε Μανόλη, σήμερα που παντρεύτηκες στην εκκλησία με παπά και με κουμπάρο, υπάρχει τελικά Θεός;Ο Μανόλης αγκάλιασε από τους ώμους τη Μαρούλα και της έκλεισε το μάτι:-Είντα να σας πω, μωρέ παιδιά, εγώ έλεγα στα σίγουρα πως δεν υπάρχει Θεός. Εκειός ο ίσκιος του Αγίου, όμως, μέσα στο μοναστήρι με μπέρδεψε.Ο Αγαθοβαγγέλης που γλεντούσε κι εκείνος στο γάμο της Μαρούλας, αφού άλλη κοπέλα είχε κλέψει τώρα την καρδιά του, πετάχτηκε στη μέση.-Και μόνο ίσκιο θαρρείτε πως έχει ο Άγιος; Εγώ ήκουσα, μωρέ, και τη φωνή του!