Μέρος Β’
Πήρα το αεροπλάνο απ’ το Λονδίνο για Αθήνα το πρωί της 15ης Απριλίου του 1950. Την ίδια μέρα μαθεύτηκε πως ανέλαβε καθήκοντα πρωθυπουργού στη χώρα ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας. Γενικότερα το ελληνικό κράτος, μετά και τα γεγονότα του εμφυλίου, έμοιαζε να βρίσκεται υπό διάλυση, και το ότι βρισκόταν με περισσότερα εδάφη απ’ ότι πριν ξεκινήσει ο πόλεμος με έκανε να απορώ ως προς το πως θα καταφέρει να τα διαχειριστεί. Όπως και να χει, δεν είχα έρθει στην Ελλάδα για να ενημερωθώ για την πολιτική της κατάσταση –παρότι πάντοτε είχα ένα ήπιο ενδιαφέρον για την πολιτική και τα παγκόσμια δρώμενα. Ο σκοπός μου ήταν συγκεκριμένος, και ήθελα να περιορίσω το χρόνο παραμονής μου στην Αττική όσο το δυνατόν περισσότερο.
Φρόντισα πρώτα να ανταλλάξω κάποιες από τις λίρες μου με την ισοτιμία τους σε δραχμές, κι έπειτα πήρα αμέσως μια κούρσα απ’ το αεροδρόμιο του Ελληνικού και κατευθύνθηκα προς το λιμάνι του Πειραιά. Γνώριζα ότι υπήρχε ένα πλοίο που έφευγε απόγευμα Σαββάτου και έφτανε ξημερώματα Τρίτης.
«Απαγορευτικό απόπλου, κύριε,» μου πε ένας ξινός ταμίας στο πρακτορείο για τα εισιτήρια. «Έχει πολλά μποφόρ. Δε μπορεί να φύγει το βαπόρι σήμερα. Αύριο μάλλον».
«Αύριο ίδια ώρα;» ρώτησα.
«Μάλλον».
«Ξέρετε που μπορώ να διανυκτερεύσω απόψε;».
«Έχει πολλά ξενοδοχεία εδώ γύρω, κάτι θα βρείτε… Και δε μου λέτε, τι δουλειά έχετε εσείς στην Κάρπαθο;».
Με εκνεύριζαν οι αδιάκριτες ερωτήσεις, και απάντησα γενικόλογα πως πάω για μια αρχαιολογική ανασκαφή. Δεν φάνηκε να τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα, οπότε επανέλαβε απλά πως θα βρω κάποιο δωμάτιο σε κάποιο ξενοδοχείο γύρω απ’ το λιμάνι και έστρεψε το βλέμμα αλλού. Έφυγα και μπήκα στο πρώτο κατάλυμα που βρήκα.
Τελικώς το πλοίο έφυγε όντως το απόγευμα της επόμενης μέρας. Ήταν ένα ταξίδι που θα ήθελα να ξεχάσω σύντομα. Ένα αδιανόητα αργοκίνητο βαπόρι που στο παραμικρό κύμα ταρακουνιόταν λες και πέσαμε σε τσουνάμι, με αμέτρητες στάσεις σε αμέτρητα νησάκια. Έχω ξαναταξιδέψει με πλοίο, θυμάμαι ακόμα και πριν πενήντα χρόνια που είχα πάει μ’ ένα ακόμα χειρότερο στην Κρήτη, αλλά ποτέ στη ζωή μου δεν είχα ανακατευτεί τόσο όσο σε αυτό. Με πιάσε μια αδιανόητη ναυτία, σχεδόν απ’ την αρχή του ταξιδιού, η οποία δε μου πέρασε παρά μόνο όταν επιτέλους πάτησα το πόδι μου στο λιμάνι της Καρπάθου. Τέλοσπάντων, όπως είπα θέλω να ξεχάσω αυτή την εμπειρία, οπότε δε θα ασχοληθώ με λεπτομέρειες. Ήταν ένα επώδυνο ταξίδι όπως και να χει.
Φτάσαμε στα Πηγάδια –το λιμάνι και χώρα δηλαδή του νησιού– γύρω στις εφτά το πρωί της Τετάρτης. Κάποια ψαροκάικα γυρνούσαν απ’ τη νυχτερινή τους εξόρμηση και τώρα έδεναν στην προβλήτα. Οι πρώτοι έμποροι με τις καρότσες έκαναν την εμφάνιση τους. Το νησί σιγά σιγά ζωντάνευε. Η χώρα ήταν μεγαλύτερη απ’ ότι τη φανταζόμουν, και, με μια βιαστική ματιά που έριξα, μου έκανε εντύπωση πως ανάμεσα σε μικρά, τετραγωνισμένα και κάτασπρα απ’ το σοβάτισμα σπιτάκια εμφανίζονταν κάτι ψηλά, νεοκλασικά αρχοντόσπιτα, και ακόμα και κάτι γιγάντια κτήρια, ιταλικά, διοικητικά προφανώς, σε φωτεινά κίτρινα και γαλάζια χρώματα –πραγματικά στολίδια. Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να πάω σ’ ένα καφενεδάκι και να πιω έναν τούρκικο καφέ, που χα πολλά χρόνια να βάλω στο στόμα μου. ‘Ήμουν ακόμα κάπως ζαλισμένος και σίγουρα κουρασμένος απ’ το μεγάλο ταξίδι, μα δεν ήθελα να χάσω καθόλου χρόνο.
Γύρισα στο σερβιτόρο και του είπα με κάτι ψωροελληνικά που είχα αποστηθίσει (αφού δεν καταλάβαινε γρι αγγλικά, κι εγώ ιταλικά, που τα μιλούσαν σχεδόν όλοι στο νησί, δε γνώριζα): «Μεταφράς… Λεφτά, ντίνω λεφτά… μεταφράς».
Το νέο πως ένας («πολύ πλούσιος πρέπει να ναι») Εγγλέζος ζητούσε να προσλάβει μεταφραστή δεν άργησε να διαδοθεί στα Πηγάδια μα και στα κοντινά χωριά. Κατά το μεσημεράκι έφτασαν μ’ ένα καμιόνι τρεις μεσήλικες από το χωριό Απέρι. Τα αγγλικά τους ήταν χαμηλού επιπέδου, με το ζόρι ξέραν κάτι γκουντμόρνιγκ και χάου αρ γιού –με ενημέρωσαν περισσότερο με νοήματα παρά με τη γλώσσα ότι τα είχαν μάθει απ’ την περίοδο που το νησί είχε Εγγλέζους διοικητές, δηλαδή την περίοδο 44-47, μα στην πραγματικότητα δεν είχαν μάθει τίποτα. Τους έδιωξα και τους τρεις. Άμα είναι να κάνεις μια δουλειά να την κάνεις σωστά.
Λίγο αργότερα εμφανίστηκε ένας νεαρός, γύρω στα 20-25, πάνω σ’ ένα γαϊδουράκι. Αυτός μάλιστα, μιλούσε σε ικανοποιητικό επίπεδο τη γλώσσα κι είχε και μια ευγενική φυσιογνωμία. Τον πέρασα από μια σύντομη συνέντευξη, μα την ώρα που ετοιμαζόμουν να του δώσω το χέρι μου και να κλείσουμε τη συμφωνία άκουσα μια φωνή: «Μην προσλάβεις αυτόν, σερ! Είναι κανακάρης».
Γύρισα και είδα ένα πιτσιρίκι, 13 χρονών μου φάνηκε το πολύ, λαχανιασμένο, κοκαλιάρικο και ρακένδυτο, μ’ ένα σκισμένο παντελόνι κι ένα πολύ μεγάλο για το ύψος του, λευκό πουκάμισο. Παπούτσια δε φορούσε καν. Με πλησίασε, ο νεαρός τον έσπρωξε και ξεκίνησε ένας έντονος καβγάς μεταξύ τους.
«Έι, έι,» έκανα, «για ηρεμήστε. Εσύ, μικρέ. Τι είπες ότι είναι;».
«Κανακάρης, σερ».
«Τι σημαίνει αυτό;».
«Πρώτος γιος. Και είναι κι από πλούσια οικογένεια. Εδώ στο νησί ο πρώτος γιος παίρνει όλη την περιουσία του πατέρα, και οι υπόλοιποι τίποτα, γι’ αυτό μην πάρεις αυτόν, σερ, πάρε εμένα».
Μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση τα αγγλικά του, ήταν σε καλύτερο επίπεδο απ’ αυτά του νεαρού, παρότι ήταν τόσο μικρότερος και η προφορά του λίγο πιο στραπατσαρισμένη. Επιπλέον με ευχαριστούσε το γεγονός πως με αποκαλούσε σερ.
«Λέει αλήθεια;» ρώτησα τον άλλον.
«Αλήθεια λέει, αλλά δεν έχει σημασία, είμαι καλύτερος απ’ αυτόν, αυτός είναι παιδί ακόμα, και δε θα σου είναι και πολύ χρήσιμος έτσι όπως είναι, να, ούτε παπούτσια δεν έχει,» μου απάντησε. «Κι ακόμα, εγώ έχω και μεταφορικό μέσο, το γαϊδούρι μου,» συμπλήρωσε.
Κοίταξα και τους δυο στα μάτια. Το παιδί είχε ένα άγριο βλέμμα που έδειχνε μεγάλη αυτοπεποίθηση, είχε ανάγκη, ναι, προσπάθησε να το εκμεταλλευτεί αυτό για να χτυπήσει στην ευαισθησία μου, αλλά τα μάτια του φανέρωναν πως δε ζητιάνευε για τη δουλειά, την απαιτούσε και ήξερε πως την άξιζε περισσότερο.
«Πώς σε λένε, μικρέ;».
«Μηνά».
«Μηνά πάρε τη βαλίτσα μου και πάμε στο ξενοδοχείο εδώ πιο κάτω. Η δουλειά είναι δικιά σου. Αύριο ξεκινάμε».
Διαβάστε το πρώτο μέρος εδώ