Ο Θησαυρός του Ιαπετού (Μέρος Δ') γράφει ο Αλέξανδρος Δ. Κοάν

Ο Θησαυρός του Ιαπετού (Μέρος Δ') γράφει ο Αλέξανδρος Δ. Κοάν
Μέρος Δ’

 

Το βράδι, καθώς έκανα μια μεγάλη βόλτα στην ευρύτερη περιοχή των Πηγαδίων, μου γεννήθηκε ένα παράξενο αίσθημα· ένιωσα πως κάποιος με παρακολουθεί. Δεν αναφέρομαι φυσικά στα περιστασιακά, αδιάκριτα βλέμματα των ντόπιων. Ήταν κάτι διαφορετικό, κάτι βαθύτερο που δε μπορούσα εκείνη τη στιγμή να εξηγήσω ακριβώς, αλλά το ένστικτο μου ήταν τόσο έντονο που δε γινόταν να το αγνοήσω. Δεν έχω κάποια απόδειξη βέβαια. Είναι απλώς ένα αίσθημα. Κράτησα τη σκέψη ότι κάτι περίεργο –ίσως και ύποπτο– συνέβαινε, μα αποφάσισα να μην το ερευνήσω περαιτέρω προς το παρόν, να περιμένω για κάποια πιο ισχυρή ένδειξη προτού ασχοληθώ πιο σοβαρά.

Το επόμενο πρωί ο Μηνάς ήρθε στην ώρα του και με βρήκε στο καφενείο. Αφού τον έστειλα στο παντοπωλείο να μου αγοράσει μερικές κονσέρβες με φασόλια και κρέας (ήθελα ν’ αρχίσω σιγά σιγά να μαζεύω προμήθειες για τις εξορμήσεις μας), καθώς και στο ράφτη και τον τσαγκάρη  για να ρωτήσει πότε θα ναι έτοιμα τα καινούρια του ρούχα, τον ρώτησα αν ίσχυε ακόμα η πρόσκληση για το σπίτι του.

«Μα ναι σερ, φυσικά, όπως είπαμε. Απλά… να… ο πατέρας μου… εγώ του είπα ότι δεν είναι σωστό να σου το πω, αλλά… επέμενε… λέει να πας στο ζαχαροπλαστείο να πάρεις ένα γαλακτομπούρεκο… για επιδόρπιο».

Χαμογέλασα πλατιά. «Μα βέβαια, Μηνά, δεν υπήρχε περίπτωση να έρθω στο σπίτι σου με άδεια χέρια. Το ερώτημα είναι άλλο όμως: πώς θα πάμε στο χωριό;».

«Με τα πόδια, δεν είναι μακριά, μιάμιση ώρα περπάτημα περίπου».

Το είχα φοβηθεί αυτό, πως δηλαδή οι μετακινήσεις στο νησί θα γίνονταν κυρίως με τα πόδια. Δεν είχα κακή φυσική κατάσταση, μα δεν ήμουνα και νέος πια. Αποφάσισα όμως να μη διαμαρτυρηθώ και να μην προτείνω κάποια εναλλακτική, αφού σκέφτηκα πως θα πρέπει να το συνηθίσω σιγά σιγά, και πως αν όχι τώρα, σύντομα θα αναγκαστώ εκ των πραγμάτων να καλύψω μεγάλες αποστάσεις περπατώντας. Οπότε καλύτερα μια ώρα νωρίτερα.

Ξεκινήσαμε λίγο μετά, κάνοντας μια στάση μόνο στο ζαχαροπλαστείο, να ανηφορίζουμε –αυτό ήταν το πιο δύσκολο, το ότι ανεβαίναμε σε βουνό.

«Καλό θα ήταν να πάρεις μια μαγκούρα, σερ,» είπε ο Μηνάς. «Θα σε βοηθήσει».

«Έχεις δίκιο, ναι, το αμέλησα».

Ασθμαίνοντας και με αργό βάδισμα, καταφέραμε να φτάσουμε σε μια αετοράχη κρυμμένη κάτω από ένα πυκνό, γκρίζο σύννεφο, ένα γκρεμό ουσιαστικά γεμάτο μικρά σπιτάκια, και στο χείλος του μια τεράστια κι επιβλητική εκκλησία, την οποία στάθηκα να χαζέψω για μερικά δευτερόλεπτα, εντυπωσιασμένος.

«Η Παναγιά,» μου εξήγησε ο μικρός λες και διάβασε το μυαλό μου. «Γίνεται μεγάλο γλέντι εδώ το δεκαπενταύγουστο. Άμα είσαι ακόμα εδώ θα έρθουμε».

Προχωρήσαμε λίγο ακόμα και βρεθήκαμε σ’ ένα σοκάκι λίγο πάνω από τον κεντρικό δρόμο. Εκεί υπήρχαν ένα σωρό σπίτια, τετραγωνισμένα, χωρίς αυλές, κολλητά το ένα δίπλα στο άλλο, που παρότι μοιάζανε, το καθένα ήταν ξεχωριστό, με το δικό του χρώμα και τη δικιά του, ιδιαίτερη αισθητική. Φτάσαμε στο σπίτι του Μηνά, εκείνος έσπρωξε την ξεκλείδωτη πόρτα και μπήκαμε μέσα.

Εκεί βρισκόταν μια γυναίκα γύρω στα 40, αν και φαινόταν κάπως μεγαλύτερη, καθισμένη σε μια καρέκλα και έπλεκε. Μόλις μας είδε χαμογέλασε και ήρθε να μας υποδεχτεί, κι άπλωσε τα χέρια για να πάρει απ’ τα δικά μου το γλυκό.

«Η μάνα μου,» είπε ο Μηνάς. «Κάπου εδώ πρέπει να ναι κι η αδερφή μου, η Ρίνα. Ο πατέρας μου και τα δυο μου αδέρφια θα ρθουν λίγο πιο μετά, είναι στο χωράφι ακόμα». Έπειτα αντάλλαξε μερικές κουβέντες με τη μητέρα του, κι εγώ έκανα μια βόλτα στο μικροσκοπικό δωμάτιο, που ήταν και ο μοναδικός χώρος του σπιτιού. Υπήρχε κάτι σαν κουζίνα, ουσιαστικά ήταν ένα πράγμα σαν τζάκι, πέτρινο, με ξύλα που καίγανε και πάνω εκεί ένα τσουκάλι που μοσχομύριζε, και ακριβώς δίπλα ένας μικρός πάγκος. Λίγο πιο κει ένα τραπέζι με κάτι καρέκλες, στη γωνία ένα ξύλινο, διπλό κρεβάτι και στο βάθος ένα περίεργο μα υπέροχο κατασκεύασμα, ξύλινο, που προφανώς χρησίμευε ως ημιόροφος, κι ήταν παντού στολισμένο με λευκά και πολύχρωμα υφαντά, καθώς και ζωγραφισμένα πιάτα, κρεμασμένα σχεδόν από την οροφή.

«Αυτό είναι ο σοφάς,» έκανε ο μικρός. «Εκεί κοιμάται η αδερφή μου. Σ’ αρέσουν τα… πώς λέγονται; Να, έλα να δεις,» είπε τραβώντας με προς το τσουκάλι. «Ρεβίθια τα λέμε».

«Ναι, ναι, τα τρώω,» απάντησα. «Μα εσύ που κοιμάσαι;».

«Να, εδώ,» μου έδειξε μια πόρτα στο κάτω μέρος του σοφά, δίπλα ακριβώς απ’ τα σκαλιστά σκαλοπατάκια. «Μαζί με τ’ αδέρφια μου».

Λίγο αργότερα εμφανίστηκαν και οι άντρες του σπιτιού, ο πατέρας μαζί με τους δυο μεγάλους γιους. Μοιάζανε ταλαιπωρημένοι, μα όχι άκεφοι. Μου δώσανε τα χέρια τους, και μετά άρχισε να φωνάζει όλη η οικογένεια, ο ένας στον άλλον, και κάποιες στιγμές ήταν σα να τσακώνονται κι άλλες ήταν σαν απλά να λέγανε πολύ δυνατά κάποιο αστείο. Σύντομα εμφανίστηκε και η μικρή αδερφή, η οποία είχε γυρίσει στο σπίτι κουβαλώντας δυο πήλινα σκεύη με νερό, και τότε η μάνα πρόσταξε τους πάντες να κάτσουν στο τραπέζι και σέρβιρε τα ρεβίθια, μαζί και κάτι ξερά παξιμάδια, κάτι κουλούρες από κριθάρι, βουτηγμένες σε νερό για να μαλακώσουν. Μπορεί το γεύμα να μην ακούγεται τόσο θελκτικό μα, αλήθεια, ήταν πεντανόστιμο.

Κάποια στιγμή, ο πατέρας του Μηνά γύρισε και με κοίταξε μ’ ένα άγριο βλέμμα και είπε κάτι στα ελληνικά. Δεν μου φάνηκε θυμωμένος, μα σίγουρα κάπως καχύποπτος. Ο Μηνάς μου μετέφρασε:

«Ρωτάει για πόσο καιρό θα με χρειαστείς».

Είχε μιλήσει για περισσότερη ώρα βέβαια, κι απ’ τη φύση της ερώτησης υπέθεσα πως μου εξηγούσε πως χρειάζεται το μικρό στο χωράφι ή κάτι αντίστοιχο, μα δεν το σχολίασα.

«Δεν είναι σίγουρο. Υπολογίζω γύρω στους δυο με τρεις μήνες, αλλά μπορεί και λιγότερο ή περισσότερο,» απάντησα.

Στην επόμενη ερώτηση ο Μηνάς φάνηκε κάπως να δυσφορεί, ένιωσε κάπως άβολα, μα όπως και να χει, μετά από μια σύντομη λογομαχία με τους γονείς του, μου την έκανε:

«Ρωτάει πόσα θα με πληρώσεις».

Έδειξα τρία δάχτυλα, και κατάλαβα ότι ο πατέρας είπε κάτι σαν: «Τρεις; Τι τρεις; Δραχμές;».

«Νο, όκι ντράκμα. Πάουντς».

«Λίρες,» μετέφρασε ο μικρός.

«Λίρες!» έκανε ο πατέρας και τα μάτια του άστραψαν. «Τη μέρα;».

«Τη μέρα, ναι,» είπα σε μια κρίση γενναιοδωρίας –γνώριζα ότι τρεις λίρες τη μέρα ήταν πολύ μεγάλο ποσό για τα δεδομένα της Ελλάδας, αλλά εντάξει, τσιγκούνης δεν υπήρξα ποτέ, γέρος ήμουνα πια, παιδιά δεν είχα, κι ο μικρός, σκελετωμένος βιβλιόφιλος φίλος μου τα χε μεγαλύτερη ανάγκη από μένα. Δε μου άρεσε βέβαια το ενδεχόμενο να καταλήξουν όλα στην οικογένεια του και σε κείνον τίποτα, μα αυτό δεν ήταν δικό μου θέμα. «Αλλά μόνο για τις μέρες που θα δουλεύει, φυσικά,» συμπλήρωσα. «Δηλαδή το σαββατοκύριακο που δεν τον χρειάζομαι δε θα πάρει τίποτα». Ο Μηνάς μετέφρασε και όλοι στην οικογένεια έγνεψαν τα κεφάλια τους, ήταν λογικό βέβαια.

 Ολοκληρώσαμε το γεύμα μας και το επιδόρπιό μας, ανταλλάξαμε μερικές κουβέντες ακόμα –μέσω του μικρού διερμηνέα φυσικά– για την κατάσταση στην Ελλάδα και στην Κάρπαθο συγκεκριμένα, κι έπειτα σηκώθηκα απ’ το τραπέζι και, παρά τις παρακλήσεις ολονών να μείνω το βράδι στο σπίτι τους, προτίμησα να αποχαιρετήσω και να επιστρέψω, με τα πόδια ξανά (μα ήταν πιο εύκολο στην κατηφόρα), στο δωμάτιό μου στα Πηγάδια
Διαβάστε το πρώτο μέρος εδώ
Διαβάστε το δεύτερο μέρος εδώ
Διαβάστε το τρίτο μέρος εδώ